Μπουκέτο αγριολούλουδα

«Μαμά, τρέμω…» Η φωνή του ίσα που έβγαινε σαν ψίθυρος από τα κατακόκκινα χειλάκια του.


Όχι πάλι, σκέφτηκε και ασυναίσθητα έσφιξε το σάλι της χωρίς η ίδια να κρυώνει καθόλου κι ένιωσε πάλι εκείνη την αντανακλαστική ανημποριά που αισθανόταν κάθε φορά που του ανέβαινε ο πυρετός. Έβαλε το χέρι της στο μέτωπο του παρακαλώντας από μέσα της να έκανε λάθος ο μικρός και να μη συνέβαινε τίποτα.  Κι όταν βεβαιώθηκε και η ίδια ότι είχε φτάσει πάλι σ’ εκείνο το σημείο που σε λίγο τα ματάκια του θα θόλωναν και θ’ άρχιζε το παραμιλητό, έτρεξε γρήγορα να βράσει νερό στο τσουκάλι και να του φτιάξει εκείνο το βοτάνι που της είχε δώσει η γειτόνισσα. Κοίταξε με απελπισία τα ξύλα που λιγόστευαν δίπλα από το τζάκι κι αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε να βγάλει τη νύχτα. Ο Μάνος θα γύριζε την επόμενη βδομάδα από το ταξίδι και δεν ήθελε να ζητήσει κι άλλα ξύλα από την αδερφή της. Είχε κι εκείνη τα βάσανα της τώρα που έμεινε χήρα και μετά βίας τα έβγαζε πέρα.


Ενώ έβραζε το νερό, βούτηξε μια καθαρή πετσέτα στο λεκανάκι με το νερό κι ετοιμάστηκε να του φτιάξει κομπρέσα αλλά την πρόλαβε το κλάμα του μωρού που ξύπνησε. Έμεινε για λίγο μετέωρη ανάμεσα στα δυο παιδιά και πήρε μια βαθιά ανάσα για να απομακρύνει το κύμα του πανικού που ετοιμαζόταν να την πνίξει. Έτρεξε στο καλάθι, άρπαξε το μωρό με το ένα χέρι, ένα άσπρο μπογαλάκι με ροζ μάγουλα που έκλαιγε παραπονεμένο με κλειστά τα ματάκια του. Άνοιξε με το άλλο χέρι τα κουμπιά της πουκαμίσας της κι έβγαλε έξω το ένα της στήθος και η μικρούλα το άρπαξε λαίμαργα με το στόμα της όπως το χελιδονάκι την τροφή που του φέρνει η μαμά του στη φωλιά. Τότε μόνο πέρασε από το μυαλό της η σκέψη ότι δεν είχε φάει τίποτα όλη την ημέρα. Πάλι.


«Έχεις ρέψει, πώς θα κατεβάσεις γάλα;» της έλεγαν οι γυναίκες του χωριού κάθε φορά που έτρεχε με την ψυχή στο στόμα ν’ αγοράσει λίγο ψωμί με την ελπίδα ότι ο μικρός θα έτρωγε έστω αυτό. Πώς ήταν δυνατόν όμως να σκεφτεί το φαγητό όταν ο μικρούλης της ψηνόταν στον πυρετό, πόσες μέρες τώρα; Είχε χάσει το μέτρημα. Και πριν από αυτόν το μωρό. Και πριν το μωρό πάλι αυτός. Και πριν και τα δυο μαζί. Και πριν από αυτά ο Μάνος. Όταν έσπασαν τα νερά της, έβαζε πάλι κομπρέσες κι ετοίμαζε βοτάνια για τον πυρετό. Ευτυχώς πρόλαβε και πήγε μόνη της να φωνάξει τη μαμή.


Κόντευε ν’ αρχίσει να πιστεύει τις γερόντισσες που της έλεγαν ότι για όλα όσα τραβάει φταίει που δεν έφερνε τον παπά στο σπίτι της και που δεν είχε εικονοστάσι. Αλλά όσο κι αν προσπάθησε δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει τί χρειαζόταν την εικόνα της Παναγιάς για να μιλήσει μαζί της. Ήταν τόσο εύκολο να το κάνει χωρίς να χρειάζεται τη ζωγραφιά που έκανε στο εργαστήρι του ένας αγιογράφος. Έκλεινε τα μάτια και της μιλούσε απλά. Ήταν σαν μάνα της, σαν μια τεράστια ζεστή αγκαλιά που κούρνιαζε όποτε ένιωθε μόνη και τρομαγμένη όπως τώρα. Ο Μάνος της έλεγε συχνά ότι δεν έμοιαζε με τις άλλες γυναίκες του χωριού και ότι γι’ αυτό έφταιγαν τα βιβλία. Το έλεγε σα να τη μάλωνε αλλά της είχε πει πολλές φορές ότι ήταν τόσο περήφανος για εκείνη. Άλλωστε δεν είχε παράπονο. Μέχρι που ξεκίνησε αυτό το ατελείωτο γαϊτανάκι με τις αρρώστιες, το σπίτι τους ήταν πάντα τακτοποιημένο, τα παιδιά χαρούμενα και στο τσουκάλι υπήρχε κάθε μέρα ζεστό φαγητό. Τι κι αν ξενύχταγε κάθε βράδυ δίπλα στο παράθυρο αγκαλιά μ’ ένα βιβλίο; Αν αυτό την έκανε ευτυχισμένη, ήταν κι εκείνος ευτυχισμένος. Κι άλλωστε δεν χρειαζόταν πια τη βοήθεια της στο χωράφι μια και ο χειμώνας εκείνος είχε καταστρέψει ένα μεγάλο μέρος της σοδειάς τους. Η μόνη τους ελπίδα τώρα πια ήταν τα κοτέτσια αλλά επειδή μέσα σε όλες τις αναποδιές τους είχε αρρωστήσει κι ο ένας κόκορας και φοβόντουσαν για το τι μέλλει γενέσθαι, ο Μάνος νοίκιασε ένα κάρο και πήγε στο μεγάλο παζάρι του διπλανού χωριού να πουλήσει όσο περισσότερες κότες μπορούσε με την ελπίδα να καταφέρουν να αγοράσουν μια κατσικούλα που σύμφωνα με τον θείο Λευτέρη μελλοντικά θα έτρεφε τα παιδιά πολύ περισσότερο από τις κότες.


«Πιες μωρό μου», ψιθύρισε στον μικρό της.


«Έχει απαίσια γεύση μαμά», απάντησε εκείνος με μια φωνή παραμορφωμένη από τον πυρετό.


«Θα σου κάνει καλό», είπε εκείνη ενώ του έδινε χίλια φιλιά στα ξανθά του μαλλιά.


Λίγο αργότερα και τα δυο μικρά κοιμόντουσαν γαλήνια κι εκείνη πατώντας στις μύτες πάνω στο ξύλινο πάτωμα της καλύβας πήγε στο τραπέζι στη γωνία της κουζίνας κι από το σκεβρωμένο του συρτάρι έβγαλε το τετράδιο που έγραφε τις ιστορίες της. Ιστορίες για νεράιδες κα ξωτικά του δάσους, για όλα όσα είχε δει ή είχε φανταστεί ότι είδε τα χρόνια εκείνα πριν γνωρίσει το Μάνο και πριν γίνει μανούλα, τότε που τριγύριζε στα μαγικά μέρη έξω από το χωριό. Αναστέναξε όπως έκανε κάθε φορά που άνοιγε το τετράδιο αυτό, με τη σκέψη ότι αυτές τις ιστορίες ίσως και να μην τις διαβάσει ποτέ κανείς. Είχε σκεφτεί πολλές φορές να τις δείξει στον Μάνο αλλά φοβόταν μήπως την κοροϊδέψει.


Και κάθισε τότε κι έγραψε μεμιάς μια ιστορία για μια νεράιδα που είχε τσακίσει κάποτε τα φτερά της κι έμενε εγκλωβισμένη μέσα στα κλαδιά μιας βατομουριάς κι έκλαιγε κάθε βράδυ γιατί της έλειπαν οι δροσοσταλίδες της, εκείνες που έπινε κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί μέσα από τα φύλλα του νυχτολούλουδου μεθώντας με το άρωμα του. Κάθε μέρα προσπαθούσε με τα διάφανα χεράκια της ν’ ανοίξει δρόμο ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά, μέχρι που το σούρουπο έπεφτε στο χώμα και κοιμόταν αποκαμωμένη. Ώσπου μια μέρα το πήρε απόφαση: δεν ήταν πια ένα πλάσμα αιθέριο, χωρίς τα φτερά της ήταν γήινη όσο κι ένα σκουλήκι. Κι έτσι λοιπόν αφού δεν μπορούσε να πετάξει ούτε μέσα ούτε πάνω από την βατομουριά, άρχισε να σκάβει. Έσκαψε κι έσκαψε μερόνυχτα ολόκληρα μέχρι που κάποια στιγμή είδε το φως. Και ορκίστηκε τότε ότι δεν θα ξαναφάει ποτέ, μα ποτέ της βατόμουρα.


Το μωρό ξύπνησε ξανά κι αφού την θήλασε και την ακούμπησε απαλά πίσω στο καλάθι της, σα να ήταν το πιο εύθραυστο πράγμα του κόσμου, ξάπλωσε στο σιδερένιο κρεβάτι δίπλα στον γιο της και κοιμήθηκε έναν ύπνο ανήσυχο με το χέρι της στο μέτωπο του, μέχρι την ώρα που λάλησε ο κόκορας οπότε και πετάχτηκε για να ξεκινήσει τις αμέτρητες δουλειές της.


Ήταν τότε που άκουσε την αυλόπορτα να τρίζει και η καρδιά της σταμάτησε. Δεν θα μπορούσε να είναι κανείς άλλος εκτός…


Ο Μάνος άνοιξε απαλά την πόρτα και μπήκε μέσα χαμογελώντας. Ήταν κατάκοπος και βρώμικος αλλά τα μάτια του έλαμπαν. Άπλωσε το χέρι του και της έδωσε ένα μπουκέτο με αγριολούλουδα. Το πήρε στο χέρι της κι έπεσε στην αγκαλιά του. Δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει τίποτα γιατί εκείνος ψιθύρισε:


«Όλα πήγαν καλά. Και θα συνεχίσουν να πηγαίνουν από εδώ και πέρα. Θα το δεις. Μου έλειψες».


Και είχε μια τέτοια βεβαιότητα η φωνή του που την έκανε να επαναλάβει από μέσα της:


«Όλα θα πάνε καλά».


 

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 03, 2017 12:51
No comments have been added yet.