Γιάννης Μακριδάκης's Blog, page 8

October 13, 2017

Πρωινή ιστορία και απογευματινές “παραστάσεις”

Πρωί – πρωί που έτρεξα τα 10 χιλιόμετρά μου στην παραλία της Θεσσαλονίκης, Λιμάνι – Μέγαρο Μουσικής και πίσω, έχοντας διανύσει την μισή διαδρομή και φτάνοντας στην αυλή του Μεγάρου, προσπερνώ δύο γέροντες που περπατούσαν, και ήμουν τόσο τυχερός που άκουσα από αυτούς μια ιστορία με αρχή μέση και τέλος, μικρότερη κι απ’ αυτήν του Χέμινγουεϊ, ήμουν όμως και άτυχος συνάμα διότι θα μπορούσα να ακούσω κι άλλη μία αλλά δεν ειπώθηκε ποτέ.

Λέει λοιπόν ο ένας στον άλλον τη στιγμή που περνούσα από δίπλα τους:

- Σε είπα την ιστορία με τον Άκη;

Και απαντά ο δεύτερος:

- Ναι.

Αυτό ήταν. Δεν ξαναμίλησαν.



Σήμερα Σάββατο 14/10 το απόγευμα ώρα 4 αρχίζουμε το λογοτεχνικό μας εργαστήρι στις Ακυβέρνητες Πολιτείες.


Την ίδια ώρα θα μεταδοθεί στον 9.58 μια συνέντευξη που μου έκανε περί Χίου, λογοτεχνίας, εργαστηρίων και βιβλίων ο δημοσιογράφος Γιώργος Καλιετζίδης. Καλημέρα σας

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 13, 2017 23:35

October 12, 2017

“Πήγε να δει τον Καρλ Μαρξ” (ή αλλιώς κινεζικές μεταφορές θανάτου στη Θεσσαλονίκη)

Χθες γνώρισα την Σελήνη ή Τσουράν, όπως είναι το κανονικό της όνομα, που σημαίνει στα κινεζικά Πονεμένη Όμορφη. Ένα καταπληκτικό κορίτσι από μια επαρχιακή πόλη της Κίνας, την Χε Φέι, κοντά στην Σαγκάι, με πληθυσμό 4 εκ. κατοίκους. Η Σελήνη μιλάει πολύ καλά τα ελληνικά, έχει σπουδάσει στη χώρα της Συγκριτική Γλωσσολογία, μελετά την ελληνική λογοτεχνία, και εδώ, στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει τον τελευταίο καιρό, κάνει το διδακτορικό της πάνω σε ένα καταπληκτικό κατά την άποψή μου θέμα: Τις μεταφορές του θανάτου στην ελληνική και στην κινεζική λογοτεχνία.


Μας έφερε σε επαφή ο Έλληνας συνεργάτης της Κυριάκος Ρ. λόγω που γνώριζε ότι τα έργα μου βρίθουν θανατικών, κηδειών, εξοδίων ακολουθιών και λοιπών παρόμοιων ζητημάτων ενδιαφέροντός της. Καθίσαμε μαζί για αρκετές ώρες και συζητήσαμε για τι άλλο, για τον θάνατο και την απόδοσή του στην λογοτεχνία και στην λαϊκή αφήγηση. Της είπα ότι εμείς στο νησί αλλά και γενικότερα στην ναυτική Ελλάδα χρησιμοποιούμε το ρήμα “μπαρκάρω”, -αυτός μπαρκάρησε=πέθανε=έφυγε ταξίδι- για να μεταφέρουμε στις αφηγήσεις μας τον θάνατο, και της ζήτησα να μου πει μία συνηθισμένη δική τους μεταφορά θανάτου στη λαϊκή αφήγηση. Χαμογέλασε η Σελήνη. Πήγε να δει τον Καρλ Μαρξ, μου είπε, αυτή είναι η πιο συνηθισμένη έκφραση για κάποιον που πεθαίνει. Στην ναυτική Ελλάδα λοιπόν μπαρκάρουμε, στην “κομουνιστική” Κίνα πάνε να συναντήσουν και να ιδούν τον Κάρολο! Ακόμη και σήμερα, που τους έχει αλώσει ο δυτικός καταναλωτισμός, στον Κάρολο πηγαίνουν.



Είπαμε κι άλλα πολλά με την Σελήνη, την έβαλα και μου τα έγραφε κιόλας στο τετράδιό μου με λατινικά γράμματα, με ιδεογράμματα, τα έγραφα κι εγώ από κάτω στα ελληνικά για να τα θυμάμαι. Μια άλλη λαϊκή ρήση που έχουν εκεί στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι η εξής: Πάω στον δρόμο της Κίτρινης Πηγής



Η Κίτρινη Πηγή είναι κάτω από τη γη. Σε πηγαίνουν εκεί οι υπηρέτες του Άδη, ο λευκός και ο μαύρος, που και οι δυο μαζί ονομάζονται Χέι Μπάι Γου Τσανγκ και η δουλειά τους είναι να κοιτάζουν κάθε μέρα το κιτάπι που βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο και έχει αναγραμμένα όλα τα ονόματα των θνητών καθώς και τις ημερομηνίες του θανάτου τους, το τι τους γράφει η Μοίρα δηλαδή, και να ανεβοκατεβαίνουν στην επιφάνεια της γης, να παίρνουν κάτω όσους είναι το γραφτό τους να φύγουνε εκείνη την ημέρα. Τους πηγαίνουν στην Κίτρινη Πηγή και πίνουνε της Λήθης το νερό για να ξεχάσουν τη ζωή, και μετά τους οδηγούν σε έναν από τους 18 ορόφους του Κάτω Κόσμου. Οι καλοί άνθρωποι μένουν πάνω-πάνω, σε όροφο ψηλό, κοντά στην επιφάνεια της γης, ενώ οι κακοί βαθιά κάτω απ’ το χώμα.




Μια άλλη λαϊκή μεταφορά θανάτου που έχουν οι Κινέζοι στις καθημερινές τους αφηγήσεις είναι: Αυτός είναι ο μισός κάτω απ’ τη γη. Σε ελεύθερη μετάφραση είναι κοινή με τη δική μας: Αυτός είναι με το ένα πόδι στον τάφο



Ενώ άλλη μία μεταφορά των Κινέζων είναι ο Μακρύς Ύπνος και η ευχή Μακριά Κοιμάμαι Εδώ, δηλαδή θα ήθελα να πεθάνω και να μείνω εδώ, που τη λένε όταν βρίσκονται σε κάποιους τόπους τους αγαπητούς ή τόπους που τους αρέσουν ή εκφράζουν την επιθυμία να ταφούν σε συγκεκριμένο τόπο.



Είπαμε πάρα πολλά με την Σελήνη χθες βράδυ, την θαύμασα που είναι ένα τόσο νέο κορίτσι και ασχολείται με τον θάνατο και με ένα τόσο ενδιαφέρον και γοητευτικό θέμα της λογοτεχνίας δύο αρχαίων γλωσσών και πολιτισμών, του κινεζικού και του ελληνικού. Όταν δε τη ρώτησα πού ζει εδώ στη Θεσσαλονίκη και μου είπε με μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά ότι πρέπει να περνάει από τα μνήματα της Ευαγγελίστριας για να πάει στο σπίτι της, ένιωσα ότι ναι, αυτό ακριβώς θα έπρεπε να περιμένω να μου πει. Όμως η Σελήνη, όπως κάθε άνθρωπος που μεγαλώνει με την κινεζική φιλοσοφία και παράδοση, φοβάται πολύ τα νεκροταφεία, τα οποία στην πατρίδα τους τα έχουν μακριά από τις κατοικημένες περιοχές. Όσο πιο μακριά, τόσο καλύτερα, έτσι μου είπε. Διότι, όπως μου εξήγησε, είναι ζήτημα ενέργειας, ζήτημα Γιν και Γιαν, Κρύου και Ζεστού, και για να υπάρχει ισορροπία ανταλλάσσονται μεταξύ τους οι ενέργειες. Εκεί λοιπόν που βρίσκονται οι νεκροί είναι περιοχή με Κρύο, η οποία πάντοτε τραβάει Ζέστη από τους Ζωντανούς για να ισορροπήσει, γι’ αυτό πρέπει να βρίσκονται πολύ μακριά οι τάφοι από τις πόλεις και τα χωριά, όποιοι πηγαίνουν δε στα νεκροταφεία για επίσκεψη σε δικούς τους νεκρούς, φεύγοντας δεν πρέπει ποτέ τους να γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω. Συμβουλές κινεζικής παράδοσης για όσους περνάτε καθημερινά ή περιοδικά από την Ευαγγελίστρια κι από νεκροταφεία. 



 

1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 12, 2017 00:04

October 6, 2017

Η ΤΕΧΝΗ ΤΩΝ ΑΝΑΤΡΟΠΩΝ [Γιάννης Μακριδάκης, «Όλα για καλό». Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Εστίας]

Ένα κείμενο του Χρίστου Παπαγεωργίου για το βιβλίο “Όλα για καλό” στο περιοδικό «Το Κοράλλι» (τ. 12- 13) που μόλις κυκλοφόρησε.


Ο «αυτοεξόριστος» σε κάποιο χωριό της γενέθλιας νήσου, της Χίου, καλός συγγραφέας Γιάννης Μακριδάκης, για μια ακόμη φορά φέρνει τα πάνω κάτω, καταθέτοντας ένα μυθιστόρημα ευθύβολων και ισοπεδωτικών ανατροπών. Πράγματι, το καινούργιο που συμβαίνει στο παρόν έργο έχει να κάνει με το γεγονός, ότι ενώ στα παλαιότερα πονήματα το δεύτερο μέρος κυριολεκτικώς απέρριπτε κάθε αληθοφανή συνισταμένη που προσδοκούσε ρεαλιστική βάση, εδώ, στο «Όλα για καλό», έχουμε πάμπολλες ανατροπές, οι οποίες συμβαίνουν με τρόπο ακαριαίο, κάτω βέβαια από το άγρυπνο βλέμμα του δημιουργού, ο οποίος κινεί τα νήματα, έτσι ώστε το ενδιαφέρον του βιβλίου, ωμό αλλά και χυμώδες, βίαιο αλλά και ευαίσθητο, σκληρό αλλά και συναισθηματικό, να δραστηριοποιείται σε υψηλά στάνταρντς και σε απρόσμενες αναμετρήσεις γραφής και αποτελέσματος.


Το ότι ο Μακριδάκης αυτή την φορά δεν περικλείει τις ανατροπές του μόνο στην έξοδο αλλά σε ολόκληρο το σώμα του λογοτεχνήματος, αφενός προσδιορίζει μια καινούργια αφετηρία στην προσωπική του συγγραφική διαδρομή, αφετέρου, ως γνήσιος παραμυθάς που είναι, με παπαδιαμάντεια λογική, οφείλει να δημιουργεί επεισόδια και καταστάσεις, όντας σε οίστρο ευρισκόμενος, όντας έχοντας στο μυαλό του το θεματικό ιστό, ο οποίος και ξεκινά απ’ την απλή αναφορά, που επικρατούσε στην νήσο Ικαρία, όπου όταν ένα ζευγάρι έμενε άτεκνο, υπεύθυνος θεωρείτο ο άνδρας, ο οποίος και έφευγε για ένα διάστημα από το σπίτι όπου μπαινόβγαινε άλλος άντρας, άφηνε έγκυο την γυναίκα και στην συνέχεια εκείνος επέστρεφε αγκαλιάζοντας το παιδί σαν δικό του. Αυτή η συλλογιστική διακρίνει ολόκληρο το μυθιστόρημα, από εκεί ξεκινάει και εκεί καταλήγει.


Άρα, για να φθάσουμε σε ένα πρώτο συμπέρασμα, οι ήρωες του Μακριδάκη, που μπαίνουν στην εξίσωση, είναι απόλυτα προδιαγεγραμμένοι, είναι απόλυτα επαρκείς, δεν αφήνουν περιθώρια απλοϊκής παράθεσης, καθώς κάποιοι απ’ αυτούς στην ροή, θα γίνουν το υποκείμενο κάποιας ανατροπής, θα υπάρξει η περσόνα, στην βάση της οποίας ο συγγραφέας, θα ολοκληρώσει την απελπισμένη αρχαιοελληνική θεατρική υπερβολή. Έχουμε δηλαδή, τον πνιγμένο πρόσφυγα με τα πολλά χρήματα στην τσέπη του, την ταφή του, το κρύψιμο των χρημάτων, την συνάντηση του Μιχάλη με την Κατρίν, την γέννα της προσφυγοπούλας και ό,τι επακολούθησε, τα αποκαλυπτήρια της Κατρίν, τον ναυτικό, την κυρά Στάσα, την κυρά Καλή, τον Δημητρό, τον παπά, τον λεπροκομείο Χίου και τον έρωτα που αναπτύχθηκε και τέλος τον Δημάκι και το κλασικό πια για ελληνικό έργο, απογύμνωμα του κρυμμένου μυστικού. Επαναλαμβάνω πως ακόμη και δευτερεύοντες πρωταγωνιστές του έργου είναι άκρως ενδεδυμένοι της πιστότητας, είναι αμείλικτα προσηλωμένοι στο έργο τους, παίζουν με σαφήνεια τον ρόλο τους. Άρα –κι εδώ εξάγεται το δεύτερο συμπέρασμα– ο Μακριδάκης ως ένας άλλος λαϊκός καραγκιοζοπαίχτης, κινεί πίσω από το πανί φιγούρες τραγικές, που βιώνουν δραματικές –φυσικές ή υπερφυσικές– συνθήκες ζωής και τελικά χωρίς ίχνος αμφισβήτησης, αφού καταφέρνουν να μη συμβεί το ανεπανόρθωτο, γίνονται αντικείμενα αυτοκαταστροφικά, αυτοδιαλυόμενα, σκορπώντας σαν σκόνη πάνω από την λογοτεχνική υπερβολή, πάνω από την μυθοπλαστική παράμετρο.


Σε αυτό το μυθιστόρημα ο Μακριδάκης κάνει και κάτι άλλο αρκετά σημαντικό κατά την γνώμη μου: σταματά την χρήση της ντοπιολαλιάς, τις άγνωστες για τους περισσότερους λέξεις, κρατάει μόνο τις δοξασίες, την παράδοση, αλλά και ό,τι άφησε στους νεώτερους ο πολιτισμός της Χίου και των άλλων νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Κατά αυτόν τον τρόπο και βάζοντας υπερβολικό συναίσθημα σε μια γλώσσα άκρως προσβάσιμη, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα συγκινησιακή. Πως να ξεχάσουμε τις σκηνές στην εκκλησία με τον νεκρό μετανάστη, το τραπέζι της κυρά Καλής όπου γίνονται τα πρώτα αποκαλυπτήρια, τις πράξεις του Μιχάλη όσο υπήρξε καλόγερος, την γέννα του Σάββα, τα συσσίτια σε όλους αυτούς τους δυστυχισμένους που φτάνουν από τα ανατολικά στην χώρα μας, τον θείο, τον φίλο, τους συντρόφους και τον πατέρα του Δημάκι και τέλος το απρόβλεπτο φινάλε, που τον στέλνει στην σπηλιά, εκεί δηλαδή που κατοικούσε ο Μιχάλης αυτά τα χρόνια, μακριά από ανθρώπους και ζώα. Σκηνές που όχι μόνο δεν θα ξεχαστούν αλλά αντίθετα, ως μόνιμες σταθερές, θα εξακολουθούν να μας ακολουθούν όσα χρόνια και αν περάσουν, ως αντιστάθμισμα στην πεζότητα των υπάρξεών μας, των αξιών μας, της ηθικής μας, σε καιρούς αληθινής μιζέριας πραγματικής και συμβολικής αλλά και ρητορικής.


Η ιστορία δύο αδελφών που έρχονται τόσο κοντά χωρίς να το ξέρουν, χωρίς να γνωρίζουν ή έστω εν μέρει τον πραγματικό τους πατέρα, ασφαλώς και δεν είναι τόσο συνηθισμένη, δεν είναι απ’ αυτές που μπορούμε να την διαβάσουμε στην εφημερίδα. Θα μου πείτε πως η λογοτεχνία υπερβάλει, πως αυτός είναι ο ρόλος της, να δείχνει μύθους που στην πραγματικότητα είναι ψεύτικοι και κατασκευασμένοι. Θα απαντήσω με το τετριμμένο πως η ζωή, η αληθινή, απλώς αντιγράφει την τέχνη. Όπως και να ’χει, ένας απών στο μεγαλύτερο τμήμα του κειμένου Μιχάλης, ένας αναχωρητής, ένας άνθρωπος που αποποιήθηκε τα εγκόσμια για να ζήσει ως ναυαγός της ζωής, με όλη του την σοφία, είναι ο πανταχού παρόν στον μυθιστορηματικό ιστό, είναι το άτομο που βρίσκεται στα χείλη όλων των συγχωριανών του, σε κάθε περίπτωση είναι ουσιαστικά ο πατριάρχης, μιας όχι και τόσο καθημερινής αλλά πολύ περισσότερο τραγικής και χτυπημένης από την μοίρα ιδιαίτερης μυθιστορηματικής ιστορίας.

1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 06, 2017 04:22

October 3, 2017

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗ


 


ΚΥ15  ΟΚΤ   8:00 μμ – 10:00 μμ Περιφερειακή Βιβλιοθήκη 40 Εκκλησιών


Φορέας: Δ/νση Βιβλιοθηκών και Μουσείων – Τμήμα Περιφερειακών Βιβλιοθηκών





Λογοτεχνική βραδιά θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017, ώρα 20:00, στην Περιφερειακή Βιβλιοθήκη 40 Εκκλησιών στο πλαίσιο της Λέσχης Ανάγνωσης της βιβλιοθήκης.

Η συνάντηση θα πραγματοποιηθεί παρουσία του συγγραφέα, Γιάννη Μακριδάκη.

Συντονίζει η φιλόλογος Αθηνά Παπανικολάου.


Ο Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε μαθηματικά. Από το 1997, που ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου, οργανώνει τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου, επιμελείται τις εκδόσεις του και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό “Πελινναίο”. Έχει γράψει τα βιβλία “Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι, όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Μαρτυρίες 1941 – 1946” (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2006) και “10.516 μέρες: Ιστορία της νεοελληνικής Χίου 1912 -1940”, ιστορικό αφήγημα (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2007), το πρώτο μυθιστόρημά του “Aνάμισης ντενεκές” (Eστία 2008) κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο (2009) και στα τουρκικά, “Η δεξιά τσέπη του ράσου”, νουβέλα (Εστία 2009), “Ήλιος με δόντια”, μυθιστόρημα (Εστία 2010), “Λαγού μαλλί”, νουβέλα (Εστία 2010), “Η άλωση της Κωσταντίας”, μυθιστόρημα (Εστία 2011), “Το ζουμί του πετεινού”, νουβέλα (Εστία 2012), “Του Θεού το μάτι”, νουβέλα (Εστία 2013), “Αντί Στεφάννου”, (Εστία 2015), “Η πρώτη φλέβα”, νουβέλα (Εστία 2016), “Όλα για καλό”, μυθιστόρημα (Εστία 2017).


Είσοδος ελεύθερη











ΩΡΑ

(Κυριακή) 8:00 μμ – 10:00 μμ








ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ

Περιφερειακή Βιβλιοθήκη 40 Εκκλησιών


Γεωργίου Βιζυηνού 57 – Τηλ: 2310 203443










ΦΟΡΕΑΣ



Δ/νση Βιβλιοθηκών και Μουσείων – Τμήμα Περιφερειακών Βιβλιοθηκών


library@thessaloniki.gr


 

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 03, 2017 04:57

October 2, 2017

24η πανελλήνια οικογιορτή στην Κατερίνη. 30 Σεπτ 2017

Από αριστερά: Μακριδάκης, Κολέμπας, Μπίλλας, Αποστολάκης

φωτο: Στέλλα Τζιτζιλή


Το καραβάνι μπήκε στα σκαριά


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 02, 2017 00:10

September 29, 2017

September 24, 2017

September 23, 2017

Αντί Στεφάνου: Γράμμα από την Άννα

Γειά σου Γιάννη! Μολις επέστρεψα απο ένα ταξιδάκι στην Ικαριά. Ειχα μαζί μου το Αντί Στεφάνου για παρέα βιβλίου.

Ε λοιπόν, ταυτίστηκα με τον ήρωα τον Στέφανο σε ότι αφορά τον κήπο επάνω στο μνήμα (χωρίς τα του κοπρίσματος).


Είχα την ίδια έμπνευση για τον τάφο του αγαπημένου μου, που θάψαμε τον Μάη. Να του φτιάξω ένα βραχόκηπο απάνω στο μνήμα με βότανα και σκουλικόπετρες του βουνού. Δεν έχει σταυρούς και ντουλάπια. Ζήτησα και με βοήθησαν 2-3 φίλοι του και ο γιος μου και χτίσαμε τον τάφο γύρω -γύρω με ντόπια  πέτρα και από πάνω βάλαμε χώμα για να φυτέψουμε.

Ένας φίλος γλύπτης σκαλίζει τώρα σε μονόψυχη αλατσόπετρα απο το βουνό το όνομά του και τις ημερομηνίες.

Το έργο προχωράει και περιμένω τις βροχούλες πριν φυτέψω.


Ποτέ μου δεν φανταζόμουν ότι θα σκανδαλιστούν τόσο οι χωριανοί με αυτή την πράξη. Εγώ αυτό το σκέφτηκα σαν ιδέα, αυθόρμητα, χωρίς να το έχω δει ή διαβάσει κάπου. Έκλεισα τα μάτια και το είδα. Έτσι απλά.


Ανεβαίνουν λέει οι αίγες και κοπρίζουν στο χώμα και είναι αυτό μεγάλη βλασφημία για τον νεκρό. Τι να πεις!


Πάντως με κλόνισε όλο αυτό, γιατί ο σύντροφός μου ήταν και λίγο δημόσιο πρόσωπο, άρχισα να αναρωτιέμαι, κι εκεί απάνω έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο σου και να ξέρεις ήθελα, ότι πολύ με βοήθησε να ανακάμψω για να προχωρήσω τον μικρό κήπο, που κι εμένα κάποια στιγμή θα σκεπάσει εκεί μαζί με τον σύντροφό μου.


Να είσαι καλά εκεί που είσαι και όπου πας!


Άννα Μ.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on September 23, 2017 03:52

September 19, 2017

«Όλα για καλό» (Athens Voice 15/9/17)

Μέσα από τη μυθιστορία του Μακριδάκη, οι άνθρωποι της «πρώτης γραμμής του πυρός» μας προκαλούν να στραφούμε κι εμείς μέσα μας





Γράφει η ΖΩΗ ΚΑΡΑΜΗΤΡΟΥ
15.09.2017 

Ο Μιχάλης, βρίσκεται νεκρός, τσακισμένος στα βράχια από τη βούληση του ισχυρού ανέμου, ή απ’ τη βούληση του ίδιου. Ο Μουεζίν βρίσκεται νεκρός, ξεβρασμένος στην ακτή, πνιγμένος απ΄ τη βούληση της μοίρας του πρόσφυγα. Ο πρώτος, «ο ξέπαπας», ο διαταραγμένος ψυχικά μοναχός, που πέταξε το ράσο, και ζούσε ασκητικά και μόνος, θα βρεθεί μετά το θάνατό του να έχει ζήσει μια ζωή που δεν την γνώριζε. Ο δεύτερος, πλούσιος μέσα στα βρεγμένα του ρούχα, που περιείχαν τα πατικωμένα δολάρια, θα βοηθήσει ερήμην του τους αναγκεμένους σαν κι αυτόν.



Ο Δημοσθένης, το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου, βρίσκει και τους δύο νεκρούς, κι έτσι αρχίζει να προβάλλεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη ολόκληρος ο κόσμος του παραμεθόριου νησιού. Δηλώνει λιγόψυχος, μα οι περιστάσεις θα τον υποχρεώσουν να φανερώσει έναν άνθρωπο αντοχής, βούλησης και επιμονής. Τον παρακολουθούμε να αλλάζει σιγά σιγά  με το βάρος των αποκαλύψεων και να μας γοητεύει με την εσωτερική του ανατροπή.


Μυστικά, κρυφές συμφωνίες, κιτρινισμένα απ’ τον καιρό χαρτιά που φανερώνουν τα ανείπωτα, ένα φοβερό έθιμο που μπερδεύει γονείς, παιδιά, οικογένειες, οι μνήμες των πιο παλιών του νησιού και η μνήμη του φόβου της λέπρας που κάποτε δυνάστευε τον τόπο,  αλλά και ο τωρινός φόβος, αυτόν που προκαλούν οι άνθρωποι που κύματα κύματα τους φέρνει το κύμα, των απελπισμένων, ανήμπορων, εξαθλιωμένων μεταναστών. Η κοινωνία του νησιού, τους αντιμετωπίζει διχασμένη, οι πολλοί βοηθούν, συμπαραστέκονται, συντρέχουν με οδηγό τη μνήμη της δικής τους προσφυγιάς. Μα είναι και τα «κοράκια», όντως παραταγμένοι στο ψήλωμα των ακτών, που καραδοκούν να γδύσουν, να αρπάξουν, να εκμεταλλευτούν την ανημπόρια και τον πόνο, που ασταμάτητα βγάζει η θάλασσα.


Κι ένας δύσκολος έρωτας, που διατρέχει όλο το βιβλίο, αποκαλύπτεται στο τέλος αδύνατος. Άγνωστες συγγένειες, καινούριοι πατεράδες, ακυρωμένοι γονείς, παιδιά που πρέπει να ξαναβρούν τη ρίζα της οικογένειας, μια πλοκή συχνά συναρπαστική. Όλα ακολουθούν μια δύσκολη πορεία, τόσο ανακουφιστική για όλους όμως, τόσο καταλυτική, όσο και η αλήθεια που παίρνει μπροστά στα μάτια μας σάρκα και οστά,  όσο και η πεποίθηση πως είναι όλα  για καλό.


«Όλα για καλό»


Ο Μακριδάκης κινείται σε ένα γνώριμο για εκείνον τοπίο, αφού το νησί είναι ο τόπος που ζει. Το νησί και ο κόσμος του, του είναι οικεία, μπορεί να τα ξεδιπλώσει με άνεση, με ακρίβεια, με πειστικότητα και συγκίνηση. Και βέβαια το κάνει. Ακόμη και οι λέξεις, οι ντόπιες εκφράσεις που χρησιμοποιεί χρωματίζουν αυθεντικά τα λεγόμενα. Μα περισσότερο γνωρίζει βέβαια τις ψυχές των ανθρώπων. Των δύσκολων, σκληρών, ανθεκτικών ανθρώπων, που μπορούν να είναι ταυτόχρονα  φιλεύσπλαχνοι, γενναιόδωροι, λυτρωτικά  σωσίβια για όσους έχουν ανάγκη. Τους περιγράφει με έγνοια να μην τους αδικήσει, με χιούμορ κάποιες φορές, τους συμπονά και τους θαυμάζει.


Μέσα από τη μυθιστορία του Μακριδάκη, οι άνθρωποι αυτοί, της «πρώτης γραμμής του πυρός» μας προκαλούν να στραφούμε κι εμείς μέσα μας και να αναρωτηθούμε πώς στέκουμε στις τωρινές προκλήσεις της προσφυγιάς, της ανάγκης, της δυστυχίας, που μας περιτριγυρίζει σε κάθε βήμα μας πια, μα και πόση αλήθεια αντέχει και χωράει η ζωή μας.


* Η Ζωή Καραμήτρου είναι δικηγόρος  


 


Πηγή

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on September 19, 2017 21:07

September 11, 2017

ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ: «Ένας στέφανος για τον Στέφανο»

«ΑΝΤΙ ΣΤΕΦΑΝΟΥ»


Ο αγροδίαιτος ορφανός μοναχογιός ενός νιόπαντρου ναυτικού εγκαταλείπει την ιατρική, περιηγείται χώρες της Άπω Ανατολής, μυείται σε πανάρχαιες μεθόδους θεραπείας, μελετά τρόπους καλλιέργειας της γης, επιστρέφει στα πατρώα, μετατρέπει την πέτρινη αποθήκη του παππού σε σπίτι του, απομονώνεται απ’ το ντόπιο περιβάλλον, αποδέχεται την θέση του νεκροθάφτη του χωριού και θάβει πρώτα απ’ όλους την άρτι αποθανούσα μητέρα του σε άλλον από τον συμφωνηθέντα χώρο εντός του νεκροταφείου μετατρέποντας το επί του τάφου της χώμα σε καρπερό φυτώριο ξυλαγγουριών για να τους χαρίσει στη φτωχολογιά. Ακολουθώντας ένα πρότυπο φυσικής διαβίωσης και εισάγοντας στην κοινωνία στο περιθώριο της οποίας ζει «καινά δαιμόνια» έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τις αρχές, προσελκύει το κουτσομπολιό όλου του οικισμού με τις παραδοξότητές του αλλά μένει πιστός μέχρι το τέλος της ιστορίας στις εμμονές και την ιδεοληπτική, λυτρωτική γι’ αυτόν αρχή της επιστροφής στη μάνα-φύση, μάλλον χωρίς δυνατότητα καθαρμού.


    Το νέο συγγραφικό πόνημα του ευφυούς και ευρηματικού πεζογράφου Γιάννη Μακριδάκη, θα τολμούσα να πω «ένα αιρετικό βιβλίο από έναν αιρετικό συγγραφέα»-, είναι ένα σχοινοτενές αφήγημα γραμμένο με μια «δικής του κοπής» γλωσσική και εκφραστική ιδιοτυπία.  Η επινοημένη βέβαια, μίξη μιας απλής καθαρεύουσας, πολύ οικείας στους παλιότερους που την έγραφαν και την διάβαζαν αναγκαστικώς στις εφημερίδες και τα δημόσια έγγραφα –που δεν την καταλάβαιναν όμως οι πιο πολλοί γι’ αυτό και  πολύ λίγοι την χρησιμοποιούσαν ως προφορική γλώσσα-  και της καθομιλουμένης λαϊκής γλώσσας με διάσπαρτα ιδιωματικά στοιχεία και εκφράσεις δημώδους καταγωγής δε δίνει την αίσθηση γλωσσικής  πόζας. Η γλώσσα αυτή, που έχει την μορφολογία «φτιαχτής», κυλάει φυσικά και αβίαστα και προσλαμβάνεται με θερμή αμεσότητα από τον αναγνώστη και τον ακροατή της, ιδίως όταν χρησιμοποιείται για να διασκεδάσει με τα σουσούμια διάφορων τύπων, γραφικών, κουτοπόνηρων ή ψωριάρηδων, να  περιγελάσει κάποια τραγελαφικά γεγονότα του κοινού βίου, και προπαντός να σαρκάσει καγχαστικά το γεγονός του θανάτου. Είναι μια γλώσσα που επινοήθηκε για να εξυπηρετήσει τα εφευρήματα του συγγραφέα γύρω από τα επιθανάτια δρώμενα, μνημόσυνα και τελετουργικά, προπαντός δε αυτά που διαδραματίζονται με θέατρο τον χώρο του νεκροταφείου και το μεζάρι, το επίμαχο μνημούρι της μάνας του νεαρού νεκροθάφτη.


     Είναι μια γλώσσα αρκετά συγγενής με το παπαδιαμαντικό ιδίωμα. Μα με τον μεγάλο Σκιαθίτη ο Μακριδάκης έχει αναλογικά και άλλες συγγένειες, μία απ’ αυτές, η βασικότερη, είναι ότι, όπως εκείνος, διαλέγει να γράψει ιστορίες ανθρώπων που ζουν μακριά από την τύρβη των πόλεων, σε θύλακες όπου διασώζονται ακόμη παλιές μορφές ζωής, αντλώντας αντίστοιχα απ’  κοινωνίες των χιώτικων χωριών, παρουσιάζοντας βέβαια μια «δική του» Χίο, που αναλογεί τόσο σε ρεαλιστικά όσο και ονειρικά δεδομένα, όπως αντίστοιχα ο Παπαδιαμάντης αναδείκνυε με τις ιστορίες του μια «δική του» Σκιάθο.


    Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που του αναλογεί περίπου  το τελευταίο του τέταρτο, αποκαλύπτεται το πρόσωπο του αφηγητή και το πεζογράφημα παίρνει τρόπον τινά αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.


   Ο συγγραφέας ξέρει, -όπως όλοι μας άλλωστε- πως δε μπορεί  να ξεγελάσει την επίσκεψη του θανάτου.  Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να τον διακωμωδήσει και μαζί μ’ αυτό  να προπηλακίσει την φαρισαϊκή και ηθικοληπτική συμπεριφορά του κόσμου της επαρχίας, -εδώ της νησιωτικής επαρχίας-, και ιδιαίτερα των θεωρούμενων ως σημαίνοντα πρόσωπα στα στενά και απροσπέλαστα όρια της περιχαρακωμένης κοινοτικής εθιμοτυπικής  ζωής, έστω κι αν παίρνει η μπάλα τα   καθιερωμένα νεκρικά έθιμα προσβάλλοντας μια πατροπαράδοτη, απαράβατη εθιμοτυπία. Ο περιγελασμός του θανάτου είναι θρασύτητα, είναι όμως και ανατρεπτικό τόλμημα, από αυτά που δεν τα’ χει ανάγκη τόσο η λογοτεχνία για την ανανέωση της θεματικής γκαρνταρόμπας της, όσο η ίδια η ζωή, για να μπορούμε να την κοιτάξουμε κάπως μ’ ένα άλλο μάτι. Ο Μακριδάκης ανιχνεύοντας την ψυχολογία μιας περίκλειστης μικροκοινωνίας που πασχίζει να δώσει εξηγήσεις στο αινιγματικό χαμόγελο μιας νεκρής μάνας κατορθώνει να δώσει καίρια τα ψυχογραφικά πορτρέτα μιας σειράς λαϊκών τύπων, ενώ μιλώντας για πράματα λυπητερά που κανονικά θα προκαλούσαν μελαγχολία, με την τεχνική του υπηρετεί μια «τέχνη αλυπίας», αφού τα δράματά του αποπνέουν αύρα παραμυθητική. 


     Η άλλοτε πλάγια ή υποδόρια ειρωνεία κι άλλοτε χοντροκομμένη φάρσα του Μακριδάκη γίνεται ένα εργαλείο εγκαυστικής κοινωνικής κριτικής με χαρακτήρα σε βάθος πολιτικό και στην ευρύτερη πρόσληψή της μυκτηρισμός της γελοίας και επονείδιστης πλευράς του μέσου μονοδιάστατου(που θα’ λε κι ο Μαρκούζε) ανθρώπου, που, ενώ έχει πατόκορφα αλλοτριωθεί και ενδώσει στις σειρήνες της μεταποίησής του σε κάτι εντελώς ξένο απ’ τον γνήσιο, τον «παραδοσιακό», αν θέλετε, εαυτό του, εντούτοις  ακολουθεί στις περισσότερες κοινωνικές εκδηλώσεις του μια σειρά καθιερωμένων προτύπων, που δεν τα πολυπιστεύει μα ποτέ δεν τολμά να τα αμφισβητήσει, πόσω μάλλον να τα ανατρέψει και αντιδρά σε κάθε περίπτωση κριτικής, περιφρόνησης και γελοιοποίησής τους.


   Απ’ την πλευρά αυτή, ο Μακριδάκης ακολουθεί –από υγιές κοινωνικό, ίσως, ένστικτο- ή πάντως εκφράζει την σύγχρονη αναβίωσή μιας μακραίωνης γνήσιας παράδοσης, καθώς θυμίζει έντονα τις παλιές «τσούχτρες», φιλοσκώμμονες και χλευαστικούς τύπους, όπως οι Μωμόγεροι του Πόντου. Σαν σύγχρονος «Μώμος», ακολουθεί το τυπικό του αρχισαρκαστή  των πανάρχαιων εκείνων λατρευτικών τελετών για την γονιμότητα της γης και την καλοχρονιά που έχουν σήμερα μετεξελιχθεί, σε πολλές περιοχές της χώρας μας, σε λαϊκά σατυρικά δρώμενα ψυχαγωγικής εκτόνωσης και κοινωνικού εξαγνισμού. Συγγενεύει επίσης με κάποιους ήρωες του Αριστοφάνη που χλευάζουν και αναγελούν τα καμώματα των αξιάγαστων δήθεν, μα κατ’ ουσίαν κατάπτυστων αρχόντων. Κάποιες περιγραφές του βέβαια φέρνουν στο νου ακόμη και την γελοιοποιητική νοοτροπία του Καραγκιόζη απέναντι σε ποικίλους φαιδρούς και τραγελαφικούς, εξουσιαστικούς ιδίως, τύπους. Πρόκειται λοιπόν για κωμωδία, για φάρσα, μήπως για φαρσοκωμωδία; Το «Αντί Στεφάνου»,  με μικρό «σ» για το στεφάνι και κεφαλαίο «Σ» για τον ήρωα του συγγραφέα, τον Στέφανο, -όπως προτιμάτε-, μοιάζει να προσεγγίζει στην πρόθεσή του πιο πολύ το σατυρικό δράμα, όχι μόνον για την θεματική του επιλογή, όσο για την αμφιθυμική αίσθηση που σου προκαλεί το αρμονικό δέσιμο, η έξυπνη συνεργασία του δραματικού και του σατυρικού στοιχείου μέσα στην κωμικοτραγική ανθρώπινη καθημερινότητα.


   Η συγγένεια της νουβέλας με δρώμενα και κείμενα  χλευαστικά και «ανίερα» της ελληνικής παράδοσης και της γραμματείας είναι σχεδόν απτή, και ο κύριος εκφραστής  της ιδιότυπης, επαναστατικής, αντιπαραδοσιακής  στάσης είναι ο Στέφανος, ο φυτοφάγος και κοπρολάγνος, «ανώμαλος» για τους χωρικούς, «φιλόσοφος του πρωκτού» για τους γραμματιζούμενους, ο οποίος αφοδεύει πάνω στον φρέσκο τάφο της μάνας του και καλλιεργεί ξυλαγγουριές  με ξεκάθαρο φιλανθρωπικό σκοπό.    


    Ποιος είναι άραγε ο πιο βέβηλος –φυσικά ο συγγραφέας έχει πάρει απ’ την αρχή θέση-, και ποιος εκφράζει επί της ουσίας την «ύβριν», ο βασταγμένος Ελληνοαμερικάνος θείος, που, βουλιαγμένος σε υπεροψία και μέθη» συνεργάζεται με τον επί των τελετουργικών ιερέα, ποθώντας την οικοδόμηση ενός προκλητικού μαυσωλείου για την φαμίλια του, αποθέωση του κιτς και κραυγαλέα επιτομή της ανθρώπινης μωροφιλοδοξίας και ματαιότητας ή ο «σαλεμένος» νεαρός φυσιολάτρης, που ναι μεν κοπρίζει επί του σημείου ταφής της μητρός του αλλά στοχεύει –έστω και με ουτοπική προοπτική- στην βελτίωση και αναζωογόνηση του φυσικού περιβάλλοντος και την διευκόλυνση του «κύκλου της ζωής;»


        Ο συγγραφέας κατορθώνει να αναδείξει την ευτέλεια και την κωμικοτραγικότητα της καθημερινής ζωής κυκλώνοντας έναν θίασο φανταστικών προσώπων που αντιστοιχούν όμως κάλλιστα σε χαρακτηριστικούς επαγγελματικούς τύπους και λησμονημένους –για τους αστούς-  ψυχολογικούς χαρακτήρες  επαρχιωτών.


   Η γραφή του Μακριδάκη, ο τρόπος που χτίζει την αφήγησή του, οδηγεί τον αναγνώστη στην διαμόρφωση μιας τουλάχιστον συμπαθητικής, ακόμη και υπερθετικής,  γνώμης για τον βασικό ήρωά του και του προσδίδει αξία, σε αντίθεση με την υποτιμητική γνώμη που σχηματίζει κανείς για τους συγχωριανούς του απ’ τους οποίους ο ίδιος ο νεκροθάφτης Στέφανος εισπράττει την απαξιωτική παρεξήγηση, θεωρούμενος αποσυνάγωγος και σαλεμένος. Ο «τρελός του χωριού» λοιπόν, μέσα από τις απόπειρες εφαρμογής των «παράδοξων» για τους άλλους παγανιστικών και φυσιολατρικών θεωριών του αποκτά υψηλή και ιδιαίτερη τιμή στο αξιακό σύστημα των ανθρωπίνων αξιών.


     Ο Μακριδάκης γράφει μια ιστορία από εκείνες που μοιάζει να συμβαίνουν πολύ σπάνια ή να μη συμβαίνουν ποτέ. Και είναι αξιοθαύμαστο το ιδιοφυές «τέχνασμά» του να στήσει έναν ανθρώπινο θίασο βάζοντας τον πρωταγωνιστή του στην άκρη του χορού, αυτόν τον στιγματισμένο παρία, ανατροπέα πατροπαράδοτων ταμπού και εθελούσιο δραπέτη από τον κλοιό των κοινωνικών συμβάσεων, αλλά μέσω της αλλόκοτης για τους πολλούς δράσης του,  με προσωπικότητα υγιούς και παρεμβατικού αυτοπροσδιορισμού για τους λίγους –και φυσικά για τον ίδιο-, να τον κάνει μέσα από την εξέλιξη των επεισοδίων να μας κερδίσει όλους και απ’ το  περιθώριο να βρεθεί στο κέντρο του χορού, πάντα ανεξάρτητος και αυτόνομος, όμως αποκαθαρμένος απ’ την κοινωνική χλεύη, λυτρωμένος στα μάτια μας και  με ατομικότητα σημαντικά διακριτή λόγω της  μοναδικότητας της.


    Ο Μακριδάκης  υποδεικνύει με την κατασκευή αυτού του ήρωα-αντιήρωα της καθημερινότητας ένα ζητούμενο τον καιρών μας : την ανάγκη για καλλιέργεια της θετικής πλευράς του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος με πρωτοβουλία, παρρησία και ανθρωπιστικό όραμα, σε συνδυασμό με την ουσιαστική αγάπη και την θεραπεία της φύσης, πέρα απ’ τις συνήθειες και κόντρα στον συμβατικό κώδικα ζωής της πλειοψηφίας, προτείνει ανατρεπτικά, εναλλακτικά πρότυπα ζωής που δυνάμει μπορούν να βελτιώσουν ή να διασώσουν την ατομική περίπτωση και –σίγουρα- να βοηθήσουν το συλλογικό όραμα.


  Κι αν όλα αυτά μοιάζουν –και ίσως είναι- ουτοπικά, πώς να τα πιστέψει κανείς; Απαντάει σ’ αυτή την ερώτηση ο προσφάτως αποδημήσας οικουμενικός δάσκαλος Εντουάρντο Γκαλεάνο : «Την ουτοπία, όσο και να περπατώ, δεν θα την φτάσω ποτέ. Σε τι χρησιμεύει τότε η ουτοπία; Σ’ αυτό χρησιμεύει, στο να περπατάς. … Πρέπει να ονειρευτούμε, γιατί χωρίς όνειρα δεν ξέρουμε προς τα πού περπατάμε». 


   Το σενάριο της ιστορίας «Αντί στεφάνου» δένει αρμονικά τις δύο ιδιότητες τις οποίες δηλώνει ο δημιουργός της, πρώτα φυσικός καλλιεργητής κι  έπειτα συγγραφέας.


    Ο Γιάννης Μακριδάκης, με κέντρο ζωής την απείρου φυσικού κάλλους Βολισσό στα βορειοδυτικά της νήσου Χίου, ακτιβιστής, αντικαπιταλιστής, παρεμβατικός στις πολιτικές εξελίξεις μέσω διαδυκτίου και αλλιώς, γράφει ανάμεσα στα άλλα για πράσινους ήρωες και για πράσινους εμπρηστές με κείμενα φλογερά που απευθύνονται σε όλους μας, δίνοντας μηνύματα και επισημαίνοντας κινδύνους για την διάσωση του ρημαγμένου φυσικού περιβάλλοντος, την φυσική και ψυχική υγεία και την σωτηρία του ανθρώπου.  Εκτός από πρωτοποριακός και σημαντικός συγγραφέας,  πολυπράγμων και πολυπρισματικός ως συνολική προσωπικότητα, είναι ένας δημιουργός ευεργετικά ψυχωφέλιμος και ένας πολλαπλά χρήσιμος άνθρωπος.  


     Ας του ευχηθούμε, όπως του ευχήθηκε ένας μικροκαλλιεργητής απ’ την Κω σ’ ένα γράμμα του : να έχει  τους καλούς δαίμονες μαζί του και το ιερό πουλί της υγείας κοντά του.

1 like ·   •  1 comment  •  flag
Share on Twitter
Published on September 11, 2017 21:22

Γιάννης Μακριδάκης's Blog

Γιάννης Μακριδάκης
Γιάννης Μακριδάκης isn't a Goodreads Author (yet), but they do have a blog, so here are some recent posts imported from their feed.
Follow Γιάννης Μακριδάκης's blog with rss.