Φαινομενολογία



Οι ορειβάτες, οι τυμβωρύχοι, οι εργάτες του ορυχείου, οι εκδρομείς και εγώ με τους ποδηλάτες ανεβαίναμε εκείνο το πρωινό το βουνό από όλες τις πλευρές ταυτόχρονα σε κυκλική κίνηση, έτσι όπως ήταν σκαλισμένοι οι δρόμοι με κλίση ανάβασης από έξι τοις εκατό ως δεκαπέντε. Σε κάποια σημεία η ανάβαση ήταν πολύ δύσκολη, ο ιδρώτας έκανε ποταμάκια από τα πρόσωπα στα σώματά μας και μετά κάτω στο έδαφος, εισχωρούσε στα στεγνά ρυάκια που θα συναντούσαν το μοναδικό ποτάμι που κατέβαινε εκείνο το αποσπασμένο, μονοφυές βουνό. Το φαλακρό βουνό. Που την κορυφή του δεν την είδα ποτέ, και άκουσα πως είχε στο μέσο μια μεγάλη, τεράστια τρύπα, σαν την είσοδο του Άδη, σαν το αιδοίο της αιώνιας πουτάνας, τρύπα σκληρή, αγέρωχη, βαθιά, που οδηγούσε στη μήτρα της μάνας του βουνού. Κι όπως ο ιδρώτας μας έλουζε το τοπίο τριγύρω, άρχισε να πλένει το χώμα από το έδαφος, κι από κάτω μου φάνηκε ότι μπορούσα να διακρίνω ένα μαύρο πέτρωμα, μα σίγουρος εκατό τοις εκατό δεν ήμουνα ακόμη, ο ήλιος έκαιγε και ίσως να είχα παραισθήσεις, και δεν είπα τίποτα στους ποδηλάτες, ούτε φώναξα δυνατά να φτάσει η ηχώ της κραυγής στις τριγύρω πλαγιές, να προειδοποιήσω τους υπόλοιπους.
Με φανερή αγωνία, αφού πέταγαν μακριά τα πουλιά και οι σαύρες βρήκαν φωνή και απειλούσαν με θάνατο αν πατούσα τα αυγά τους, άρχισα να πεταλίζω πιο γρήγορα, για να προλάβω να ανέβω στην κορυφή, να βεβαιωθώ πως είχα λάθος – ή δίκαιο – για να ενημερώσω με σιγουριά τους πάντες. Ή θα πεθαίναμε, ή θα ευλογούμασταν. Γιατί το έδαφος στα πλάγια του δρόμου, το μαύρο αυτό έδαφος το είδα να κυλάει αργά, προς τα κάτω, να ξεφυσάει και να αχνίζει απότομα σαν θερμοπίδακας όπου έπεφτε ο ιδρώτας.
Αποσπάστηκα, και ξάφνου το τοπίο άρχισε να παίρνει μια πιο αρχέτυπα γνώριμη μορφή, καθώς οι άκρες των πευκοβελόνων άρχισαν να ξηραίνονται και οι κορμοί από κάτω προς τα πάνω να μαυρίζουν. Σκεφτόμουνα, όπως έτρεχα, πως ίσως είχα λάθος, πως μέσα από τα γυαλιά και με το παιχνίδισμα του φωτός και της σκιάς τα έβλεπα όλα διαφορετικά. Υπέθεσα πως αν έκοβα ίσως λίγο φόρα θα γίνονταν όλα κανονικά, μα δεν μπορούσα να μειώσω ταχύτητα, αυτά τα τρομαγμένα πόδια πίεζαν τα πετάλια με μανία και ανέβαινα, ανέβαινα, τα δέντρα πια σε αυτό το υψόμετρο ήταν πιο αραιά, οι βράχοι πιο ογκώδεις, το χώμα είχε χαθεί, κάτω έβλεπα το ποτάμι του ιδρώτα αφρίζοντας να περνάει από τα χωριά, και τα κορίτσια να βρέχουν δειλά-δειλά τα πόδια τους γυμνά, και τις αγελάδες να γλείφουν το απρόσμενο αλάτι με ευγνωμοσύνη. Παρακολουθούσα και τους υπόλοιπους επίδοξους επιβήτορες αυτού του βουνού να ανεβαίνουν ανέμελα και όπως τους άφηνα όλους πίσω, αβοήθητους, η αγωνία μεγάλωνε, και ο τρόμος γιγαντωνότατε, γιατί ένοιωθα την τεράστια οπή κοντύτερα, όλο και πιο ελκτική, και άκουα τη βοή του κενού να μου μιλάει υπόκωφα,
«Έλα, ποδηλάτη, έλα πιο κοντά, θα σε φιλέψω με ψημένο κρέας ελαφιού, θα σου κεράσω ρακί από πεύκο».
Λες και ήξερε πόσο δίψαγα και πόσο πεινούσα εκείνη τη στιγμή, μα δεν μπορούσε να υποπτευθεί ότι το κεφάλι μου με πονούσε πιότερο κι απ’ το στομάχι μου – είχα καταλάβει τι συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ, ήταν αδύνατο να γυρίσω το ποδήλατο προς τα πίσω και να αρχίσω την ξέφρενη κατάβαση φωνάζοντας και ουρλιάζοντας. Δεν ήταν άνθρωπος και δεν ήξερε πως αν ο στόχος ήτανε η τρύπα θα έφτανα με κάθε τρόπο – ήταν η μόνη αναπόφευκτη κατάρα του ανθρώπου, κι αυτό επίσης το λέγανε στα κάτω χωριά, μα δεν τους πίστευα. Και εκείνη την ημέρα το διεπίστωσα με το χειρότερο τρόπο.
Και έτσι, αφού το αποφάνθηκαν οι χωρικοί και το αποφάσισε η μάνα, ούτε εσωτερική, ούτε εξωτερική επιλογή δεν θα είχα εκείνο το πρωινό. Η πορεία μου θα ήταν μία. Η διείσδυση.  Για να ετοιμαστώ, λοιπόν, και να αφήσω το κεφάλι μου γυμνό να ορμήσει, και ανεμπόδιστο να εισχωρήσει στην τρύπα, έβγαλα το κράνος μου και το πέταξα στο πλάι μπροστά, και συνέχισα να ανεβαίνω με όλο μου το σώμα σε μια παρανοϊκά αργή κίνηση καθώς η κλίση πια είχε πιάσει το ανώτερό της ποσοστό.
Ένοιωσα τον πρώτο σεισμό και κράτησα με δυσκολία το ποδήλατο όρθιο και σε πορεία. Τα βράχια άρχισαν να ξεκολλάνε και να τα κατρακυλάνε παρασύροντας τα πάντα πίσω τους. Δεν τόλμησα να γυρίσω και να κοιτάξω τι συνέβαινε πιο κάτω.
Μόλις δύο μέτρα προχώρησα και έφτασα ακριβώς πριν την τελευταία στροφή που οδηγούσε κατευθείαν στο χείλος του κρατήρα.
«Έλα, αγόρι, θα σε φιλέψω...» συνέχισε η μακάβρια φωνή.
Ενώ τα αυτιά μου βούιζαν, τα μάτια μου καρφώθηκαν στο κράνος που έλιωνε στη λάβα, που πλέον κύλαγε ακάλυπτη, ξεθαρρεμένη από την απουσία των αδιάκριτων ματιών, γιατί εγώ δεν ήμουνα αδιάκριτος, εγώ ήμουνα καλεσμένος, και σε λίγο θα είχα γεύμα με την πουτάνα τη ζωή – ένα μυστικό γεύμα.
Ακριβώς πάνω από το χείλος, όταν αντίκρυσα το απύθμενο χάος και στα εσωτερικά τοιχώματα ένα τσούρμο κοκκινόμαυρους διαβόλους να ανεβαίνουν κυκλικά, είπα να αλλάξω γνώμη και να γυρίσω πίσω. Μα ήταν πολύ αργά, η άσφαλτος είχε χαθεί από κάτω μου, τα λάστιχα του ποδηλάτου μου ήταν ήδη λειωμένα και έφυγαν με τη λάβα και την τελευταία σταγόνα ιδρώτα που έσταξε από επάνω μου. Και τότε έβγαλα τα μαύρα γυαλιά.
© Χρίστος Ροδούλλα Τσιαήλης
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 29, 2014 02:22
No comments have been added yet.