Νέες Οδηγίες #211 Μικρά Συμβάντα στην Υπεραγορά
Μπροστά στο ράφι με τα απορρυπαντικά πλυντηρίου μυρίζομαι τα μαλακτικά.
Στον αέρα οι μυρωδιές αναμειγνύονται και βλέπω των κυριών τα χαμόγελα χαλαρά
αμήχανα να κοροϊδεύουν την επιδεικτική μου αναποφασιστικότητα.
Λεβάντα, πορτοκάλι, μέντα, μπανάνα, ινδοκάρυδο.
Ένα χέρι πάει να αρπάξει την τελευταία μέντα, μόλις που το προλαβαίνω.
Και έτσι πρώτο ρίχνω στο καροτσάκι το μαλακτικό.
Περνώντας από τα μπαχαρικά βλέπω το πιπέρι
βλέπω το αλάτι
βλέπω το σαφράν
βλέπω το τούρμερικ
βλέπω το κάρυ
Και καταλήγουν όλα στο καλάθι
όσο το χέρι εκείνο με χαϊδεύει παρακλητικά.
Σκέφτομαι κουζίνες ανατολικές και φαϊ πικάντικο μέσα στα σωθικά μου
και έρχομαι σε άγριο οργασμό,
εκεί, κρυφά από το χέρι,
κρυφά από την υπεραγορά την κάμερες γεμάτη
κρυφά απ’ τις κυρίες που το ράφι αδειάζουν
απ’ τη ζάχαρη το μέχλεπι και το νισιαστέ.
Στη φρουταρία δαγκώνω ένα κόκκινο μήλο κρυφά.
Στο τμήμα με τις σκούπες και τα καθαριστικά
αρπάζω πανάκια πολύχρωμα
στης κουζίνας το χρώμα και των ποτηριών μου,
κίτρινο, κόκκινο, γαλαζόλευκο, σε μια παράξενη, Ντοστογευστική σύγχυση των αισθήσεών μου.
Και ένα μαύρο,
για το γρατσουνισμένο φλιντζάνι που μου άφησε όταν έφυγε κακήν-κακώς.
Ορκίζομαι είδα το χέρι να ζουλάει ένα μαύρο σφουγγάρι.
Μα δεν θα το πάρω αυτό.
Το υγρό πιάτων μέντας αρκεί για τον ιερό μου σκοπό.
Ναι, νομίζω θα είναι μια χαρά.
Μα θα πάρω και το σκουπιστήρι με τα φτερά της πέρδικας
γιατί η σκόνη στις ρωγμές του πατρικού του δύσκολα φεύγει.
Και θα την καθαρίζω εγώ
γιατί όλοι οι άλλοι δεν κοντεύουν,
δεν θα πάρουνε σφαίρα γι’ αυτόν,
δεν θα ξεκλειδώσουνε χειροβομβίδα,
δεν θα τεντώσουνε τόξο ο ένας απέναντι στον άλλο.
Θα αφήσουν την πόρτα κλειστή και σε ‘μένα να κλειδιά.
Στο ράφι με τα γλυκά
τα γλυκά λείπουν.
Ζαλίζομαι,
χωρίς μπισκότα στα χαρακώματα δεν ζεις
χωρίς σοκολάτα το βράδυ τσίλια δεν βγάζεις
χωρίς καραμέλλες την πορεία στην επίθεση
και της άμυνας το περήφανο στήσιμο δεν το αντέχεις χωρίς προφιτερόλ
γιατί γίνεσαι στρατιώτης ενώ ψωνίζεις
και δεν θα αντέξεις
-γιατί κι αν αντέξεις τις τρεις πρώτες μέρες
εξουθενωμένο θα σε ρίξει με ένα φύσημα ο εχθρός-
Ένα ποτήρι νερό μου ρίχνει το χέρι και συνέρχομαι
και πάω στο ράφι με τα αλεύρια
και αρπάζω ό,τι έχει μείνει
και το καροτσάκι γεμίζω
και τρέχω στην έξοδο πίσω από τους ταμίες που αλαφιασμένοι σπάζουν τις τζαμαρίες με κασόνια για να βγούνε και φωνάζουν πανικόβλητοι με τα χέρια στα κεφάλια γιατί πέφτει το ταβάνι και πίσω μου πέφτουν τα ράφια το ένα πάνω στο άλλο σαν ντόμινο και υποχωρεί επάνω τους η στέγη και καταλήγουν επάνω της οι όροφοι.
Κοιτάω επάνω να δω τον ουρανό πριν πεθάνω και είναι τα Ζέπελιν και τα F16 και τα Αντόνοβ και τα Tiger και οι Τόμαχοκ και τα Stealth σε υπέροχους σχηματισμούς να οργιάζουν και να υμνούν τον έρωτα προς το θάνατο και όταν πια είμαι έξω οι βόμβες πέφτουν η μια επάνω και δίπλα στην άλλη.
Επιστρέφω στο κέντρο της Υπεραγοράς επάνω στα συντρίμια ξανά πίσω στη θάλασσα που με περιέλουζε από την αρχή του χρόνου και ξέρω πως είμαι και θα είμαι μικρή όσο πρέπει και με το μαλακτικό λούζομαι και ρίχνω επάνω μου όλα τα μπαχαρικά και όλο το αλεύρι και κουλουριάζω το σώμα μου και απλώνω γύρα μου τα έγχρωμα πανάκια και χύνω επάνω τους των πιάτων το υγρό για να κολλήσει η στάχτη πριν φτάσει σε μένα ενώ στην κουζίνα πέφτει και σπάει το μαύρο φλιντζάνι. Φτύνω το κομμάτι μήλο που μου φράκαρε τη φωνή για να φωνάξω το ‘ωμέγα’ επιτέλους και το στόμα μου γυρνάω προς τα πάνω με το φτερό δαγκωτό χωρίς βέβαια να θέλω να παραδοθώ και με καλύπτει του Μέλανα Φιλοσόφου το χέρι να σωθώ και γίνομαι η αποδράσασα αμφιλεγόμενη μπαλαρίνα του Ντεγκά εν έτει 2015, Μάρτιο, όταν αποφασίσανε να αρχίσουνε τον πόλεμο της τελικής καταστροφής με μικρές διαταραχές στην Υπεραγορά του Κόσμου,
χωρίς εμένα πάλι,
-και χωρίς το χέρι, το μόνο ικανό-
© Χρίστος Ροδούλλα Τσιαήλης
Οκτώμβριος 2014
Published on October 18, 2014 15:57
No comments have been added yet.


