Νέες οδηγίες #90 Η Εδώδιμή Σου Οδοντοστοιχία.




Τα ούλα στη ρώγα





κατά του θηλασμού την ώρα





του μασήματος σου δίδαξαν τις ορθές κινήσεις





και της άγριας ηδονής.





Χαμογέλαγες κατά την Πλάγια Πτώση





του μαθήματος και της περισυλλογής.





Στων μπιμπερό τα λάστιχα με τα δύο σου πρώτα δόντια





τα πρώτα υλικά έμαθες να αποσπάς





με δύο τεράστια χαμόγελα να σε στηρίζουν.





Με τα πρώτα σπασμένα μπιμπελό





η πρώτη μάστιγα.





 





Τα δόντια σου στα δέκα πια σειρά.





Μία σειρά από λευκούς ουρανοξύστες στου Ακαπούλκο την
τεράστια παραλία,





ψάχνεις σεισμούς στην ευρύτερη περιοχή,





κάτω να τους ρίχνεις ένα-ένα





να τρως τα κομμάτια αμάσητα.





Μα τα σφραγίζεις έκτοτε αλόγιστα στους οδοντογιατρούς





πληρώνοντας με δάνεια πάνω απ’ το ΑΕΠ σου





και παρατείνεις το λευκό σου καπιταλισμό ως το τέλος.





 





Στα είκοσί σου χαμογέλαγες με στόμφο κι έπαρση





απέναντι σου οι πάντες μικρότεροι





κι εσύ με βήματα στου Ωκεανού το μήκος





προχώραγες στο μέλλον αφήνοντας





του παρελθόντος έγχρωμα τετράγωνα.





Τα δόντια σου κύβοι λευκοί,





σαν σύννεφα που θα ζωγράφιζε ο Πικάσσο αν,





αν δεν είχε την ψύχωση ετούτη την ανθρωποκεντρική





και αν δεν αγνοούσε τον άστατο καιρό του ογδόντα





που έμελλε τότε να βρέψει σίδηρο σφόδρα εις το κεφάλι μας.





 





Μια μέρα κάποιοι ήρθανε και ζητήσανε





τα δόντια σου να αγοράσουν ακριβά,





και παρολίγον να δεχτείς





αν δεν κιτρίνιζε ο εαρινός ήλιος εκείνο το απόγευμα





-για πρώτη φορά-





τις γωνιές τους για λίγο.





 





Στα εξήντα σου έχασες το χαμόγελό σου ξαφνικά.





Η πείρα σου αναίρεσε την κάθε αδημονία,





ήξερες πια η θάλασσα πως δεν θα σε πνίξει





-όσο κι αν παρακαλείς-





ήξερες πια πως ο αέρας της αναμονής τίποτα δεν θα φέρει.





Κι έγινε η διάθεσή σου πια σοφή,





χωρίς χαρά, χωρίς θλίψη,





γνώση στεγνή και εμπειρία ζωής γινομένη.





Τα δόντια σου λευκά, κενά κουτιά,





γιομάτα ζαχαρόμελο και σόδα που αναβράζει,





και τρέχει το σάλιο στο πηγούνι σου το ασάλευτο





να ανεβαίνουν τα μυρμήγκια από χάμω να σε βαραίνουν όσο
μπορούν,





-μπροστά να γέρνεις-





να σιμώνουν τα δυτικά κολύβρια





και να σου χαμογελούν που τα ταίζεις





-σαν γριά πια-





σαν να έγινες η ίδια προσωρινό λουλούδι κρεμαστό.





 





Στα εκατό σου τα έτη πλήρη ξυπνάς





από των κολάκων τα ονείρατα και τις υπνοβασίες.





Στη θάλασσα βουτάς το τεράστιό σου κεφάλι





την κολιτσίδα να σου ξεπλύνει από το δέρμα





μα ο διάβολος κρύβεται στο σκληρό, άχειλο στόμα





των αχόρταχων μικρών ψαριών που σε τσιμπολογούν.





Τα δόντια σου αδειάζουν,





Τα αραδιάζεις σαν πέταλα στην θάλασσα,





Σαν τάμα να κυλήσουν στον εφήμερο αφρό.





Στο στόμα σου μένουν τα ούλα σου, μαραμένα, πληγωμένα.





Θέλεις από τη θάλασσα σύσσωμη να βγεις,





μα πώς,





τόσα χρόνια που την έχεις συνηθίσει.





 





Μετά ψάχνεις τη ρώγα,





μα η πρόγονός σου χιλιάδες χρόνια τώρα νεκρή.





Το δικό μου σου προτάσσω βυζί





μα δεν έχω γάλα,





δεν έχω ασβέστιο,





δεν έχω βιταμίνη,





για νέα δόντια ελπίδα δεν έχεις.





 





Και βυθιζόμαστε ξανά βαθιά στο αρχιπέλαγος,





Κρήτη, Κύπρος, Ρόδος και Σαντορίνη,





το τέλειο λευκό τετράγωνο.





Το σχέδιο δεν πέτυχε,





γιατί τα φάγαμε τα ίδια μας τα δόντια





για τροφή.





Ώρα για επανασυγκρότηση.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on November 27, 2012 12:32
No comments have been added yet.