Ξέρω πως έφθασε ο καιρός
κι εγώ τις προφητείες να πιστέψω,
ο τελευταίος είμαι των απίστων,
ο τελευταίος που στην ειρήνη πίστευα,
ο μωρός.
Έδεσα τις μπότες μου για τ’ άγρια κατσάβραχα και τις
σπηλιές,
αγόρασα όσες κονσέρβες φόραγε το ταγάρι μου
και έραψα στα ρούχα μου όσο δέρμα έβρισκα σκληρό.
Ετοιμάστηκα.
Φαντάρε, αν μ’ ακούς, γρηγόρεψε το βήμα σου
θέλω να δω πού βγάζει ο δρόμος τούτος
που μου είπες να σταθώ.
Πούλησα τα υπάρχοντά μου, το σπίτι, το αμάξι,
πήρα από την τράπεζα τις λιγοστές μου οικονομίες,
και όλα μου χρήματα μετέτρεψα σε χρυσό.
Ετοιμάστηκα.
Φαντάρε, αν μ’ ακούς, κόψε απ’ το μονοπάτι
κλαδιά και θάμνους και γαιδουράγκαθα,
σύροντας να περάσω.
Έσκισα τις φωτογραφίες τους, έσπασα τα ποτήρια που έπιναν,
δεν πότισα δυο μήνες τα λουλούδια να χαθούνε στον αγέρα του
καλοκαιριού,
δεν τηλεφώνησα, γράμμα δεν έγραψα, δεν έστειλα χαμπάρι.
Ετοιμάστηκα, αληθινά.
Φαντάρε, αν μ’ ακούς, άκουσα πυροβολισμούς,
άκουσα εκρήξεις, άκουσα τανκς,
άκουσα ιαχές και γιουχαϊσματα,
άκουσα κραυγές!
Μη, μη, μη! Γαμώτο μη!
Φαντάρε, αν μ’ ακούς, μην περπατήσεις προς τα δω,
θα είμαι κάποιος άλλος
Και θα καραδοκώ.