Η Κασσάνδρα και ο λύκος
«Γεννήθηκα Ιούλιο, λυκόφως, αστερισμός Καρκίνος. Οταν με φέρανε για να με δει, γύρισε προς τον τοίχο.»
Δεν έκλαψα καθόλου όταν το διάβαζα. Νομίζω απλά συγκινήθηκα κάποια άλλη στιγμή, όταν κάτι έλεγα για την Καραπάνου. Διακριτικά.
Οι μικρές της ημερολογιακές καταγραφές, κρατάνε μια με δύο σελίδες και πάντα έχουν δράση. Πάντα η Κασσάνδρα κάτι έχει να πει ποιητικά, τραγουδιστά, με νευρώδες άγχος, με σκληρό ψυχοπαραμύθι. Απνευστί το διάβασα, θα μπορούσα να γράψω, αλλά πήρε λίγες ημέρες. Κάποια βράδυ στεναχωριόμουν και δεν ήθελα καθόλου. Βέβαια, τα στολίδια της Κασσάνδρας είναι που αποφασίζουν πού θα κάτσει η ρουλέτα, σε γέλιο ή στενοχώρια. Όταν τα γεγονότα είναι πολύ βαθιά χωμένα μέσα στην αφήγηση και στάζουν όλο μέλι, παρομοιώσεις και αστεία, τόσο ασχολείται κανείς με το παιδικό κουκλοθέατρο. Άλλες φορές η Κασσάνδρα λέει πράγματα πολύ μεγαλίστικα και είναι σα να σου μιλάει κανείς νεκρός στον ύπνο σου και λες «μπα, όνειρο είναι, αφού έχει πεθάνει». Η Κασσάνδρα όλο μιλάει, τα ξερνάει όλα και μπράβο της. Μεγάλο μπράβο, όχι τα τυπικά που ευλογούμαστε διαρκώς. Διαστροφή που βρίσκει να τρυπώσει από την ποντικότρυπα της εγκατάλειψης. Τα εγκαταλειμμένα παιδία έχουν περάσει τα χειρότερα και πάντα για την εγκατάλειψη μιλάνε, λες και οι φρικωδίες που έζησαν είναι ψιλά γράμματα στο λεξικό, μπροστά στην εγκατάλειψη. Και αυτή η αθηναϊκή μπουρζουαζία με έχει αναγουλιάσει όσο τίποτα πια. Τόσα πολλά γαλλικά και ούτε μια καλή κουβέντα. Ούτε μια για δείγμα. Και κανείς μπορεί να σκεφτεί πως η Μαργαρίτα, εάν κάτι ξέρει – είναι από κουβέντες. Επίσης, όταν οι μεγάλοι μιλούν σαν παιδιά ξέρω πως είναι η ώρα να τα μαζεύω και να φεύγω, δεν το αντέχω καθόλου. Όμως, εδώ δεν αμφέβαλα καθόλου πως η Μαργαρίτα έχει καταπιεί την Κασσάνδρα, λες και κλειδώθηκε σε κάποια ντουλάπα για να μείνει ασφαλής. Ή τέλος πάντων, το λέμε και κρυφτό άμα λάχει.
«Μια μέρα η μαμά μου η Κασσάνδρα, μου έφερε μια κούκλα για να μου την κάνει δώρο. Ήτανε μεγάλη και για μαλλιά είχε κίτρινους σπάγκους. Την κοίμισα στο κουτί της αφού πρώτα της έκοψα τα πόδια και τα χέρια για να χωράει. Αργότερα της έκοψα και το κεφάλι για να μην είναι βαριά. Τώρα την αγαπώ πολύ».