Τελευταία προειδοποίηση

«Σε τι θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος;»
«Απλώς κοιτάω», απάντησε ο ιατροδικαστής με το χέρι του μετέωρο.
«Αν απλώς κοιτάτε, τότε δεν έχουμε τίποτε για εσάς. Μπορείτε να πηγαίνετε».
Ο καταστηματάρχης συνέχισε να ασχολείται με την επισκευή του αντικειμένου που είχε μπροστά του, χωρίς ούτε στιγμή να σηκώσει το κεφάλι του.
«Μα πώς θα ξέρω τι θέλω εάν δεν δω πρώτα τι έχετε;»
«Έχουμε τα πάντα. Απλώς πρέπει να μας πείτε τι είναι αυτό που επιθυμείτε».

Μια ιδιαίτερη συλλογή που είναι αδύνατο να προλογιστεί ως μια ενιαία, έστω και μωσαϊκή, αφήγηση μιας και κάποια από τα διηγήματα έχουν μετρημένη φιλοδοξία, ενώ σε άλλα, εκτροχιάζεται το προσδοκώμενο συγγραφικό. Ειρωνικά, αυτό θα μπορούσε να είναι και το κοινό έδαφος: Η ανάγκη για ένα τελείως διαφορετικό σύμπαν σε κάθε ιστορία, φέρει και μια συγκεκριμένη διάρκεια της ζωής του καθένα, που κρατάει όσο και η αφήγηση, καθώς ένας τελείως διαφορετικός κόσμος περιμένει να χτιστεί. Όταν ολοκληρώνεται, τότε χάνεται και αυτό, γιατί ο Κεχαγιάς ήταν εξαρχής αποφασισμένος να παρουσιάσει μονάχα ένα συγκεκριμένο κομμάτι τού όλου τού κάθε σύμπαντος, αφήνοντας τον αναγνώστη να ερμηνεύει πως πρόκειται απλά για την κορυφή του παγόβουνου. Τελικά, το κοινό των διηγημάτων δεν βρίσκεται ούτε στο ύφος, ούτε στην αφήγηση, αλλά σε μερικούς άτοπους τόπους που ασκούν το συγκεκριμένο τους αρχιτεκτονικό γόητρο, όπως το αποτύπωμα αρχαίων, χαμένων λαών (βλπ φυσικό φως στην αρχιτεκτονική, τα περίφημα γκολνταστέχ κ.ά). Εντός λαογραφίας, υπερισχύει η απόδειξη της νοημοσύνης αυτών μέσα από γρίφους. Αναδύεται και το γενικότερο θανατικό, τα περίεργα επαγγέλματα (υπέροχο), η έννοια της απουσίας ή της παρουσίας (πχ. η ιστορία με τον χάρτη και το φρούριο λειτουργεί με την απουσία του Άγνωστου Κάτι, ενώ η Ευτυχία -στο τέλος- και ο Γκλας -από την πολύ αρχή- φέρνουν την εκτόνωση μιας παρουσίας), το αλλοπρόσαλλο μυστήριο και οι συμβολικοί, σκοτεινοί οιωνοί, που ίσως και να αποδεικνύουν πως το έδαφος, πράγματι, πάλλεται.

Συγκεκριμένα:
Το πρώτο διήγημα, Πώς να επιτύχετε στην άσκηση της Ταυρομαντείας, είναι ένα άκρως συμπαθητικό δείγμα παραφροσύνης και παραλόγου, πολύ κοντά σε όσα προσωπικά εκτιμώ. Εμφανίζεται απότομα – όπως και οφείλει – ένας αφηγηματικός μονόλογος με διάφορα θεατρικά στοιχεία που επιφέρει: οι λίστες, η κλειστοφοβία και η φοβία για τους δημοσίους υπαλλήλους. Είναι επιτυχημένη επιλογή για εισαγωγή μιας και συστήνει την πολύτιμη έννοια του λαβυρίνθου, των παζλ, και την ανάγκη του συγγραφέα να εξολοθρεύσει τον αναγνώστη του.

Στο δεύτερο διήγημα, στο Κάτι Αναλλοίωτο, οι τοπογράφοι χαρτογραφούν ένα μικρό χωριό το οποίο θα πάθει Χάνεκε γύρω από τη μαγεία του χάρτη τους. Ιδιαίτερα βουτηγμένο στη συλλογική πεποίθηση / παραίσθηση, αυτού του υλικού που παραμένει άγνωστο. Το αφηγηματικό ενδιαφέρον στέκεται στο ιστορικό ύφος, αντιμετωπίζοντας τους τοπογράφους με περισσότερη εγκεφαλική συμπάθεια απ’ ότι τους κατοίκους. Αυτή η καταγραφή ενός προηγούμενου λαού, η ιστορική αξία αυτής της πράξης και η αποστασιοποίηση που θυμίζει ρυθμό εγχειριδίου πείθει πως αυτά θα μπορούσαν και να είχαν όντως συμβεί, άρα η θέση ανάμεσα σε τοπογράφο και κάτοικο μπορεί και να αλλάξει κάποια στιγμή, μιας και δεν θα αποφύγουμε το να γίνουμε κι εμείς από μελετητές του παρελθόντος, παρελθόν.

Τρίτο διήγημα, η Έλευση της Ευτυχίας, το δικό μου αγαπημένο. Ένας ιατροδικαστής θα βρει στο στομάχι ενός πτώματος ένα χαρτάκι με έναν αριθμό τηλεφώνου που θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του. Ο αναγνώστης θέλει να οδηγηθεί στην ικανοποίηση της περιέργειας του ήρωα (και να τιμωρηθεί για αυτή), γιατί είναι σίγουρος πως πίσω από αυτόν τον γρίφο κρύβεται το πνευματικό Άλλο που παίζει με τον Ρώσο και δεν πρόκειται για μια δύναμη ίση, λογική ή δίκαιη. Παρούσες κι εδώ οι περίεργες επιγραφές, η ατμόσφαιρα θανάτου και φυσικά ο υπάλληλος. Η απειλή, η εμμονή και η επιθυμία θα χτίσουν τις βάσεις για έναν πιο σταθερό υπερρεαλισμό. Οι ευφάνταστοι και σε σημεία κινηματογραφικοί τρόποι αφήγησης του μικροσκοπικού χώρου θα διανθίσουν το γκρι μέρος του σοβιετικού (?) νεκροτομείου, χωρίς να παύσει η προβλεπόμενη διαδικασία που ακολουθεί μηχανικά και γραμμικά ο Τσερενκόφ και χωρίς να υπάρχει απαραίτητα δράση, τουλάχιστον στο Πραγματικό -πχ. η φωνή αλλάζει, αλλά δεν μπορεί να αλλάζει πράγματι- . Σε αυτή την ιστορία, η εισαγωγή της γραφειοκρατικής αφήγησης κάνει τον αναγνώστη να επενδύει από το Πραγματικό προς το ταξίδι του Τσερενκόφ στο Φανταστικό και είναι ιδανική για να πάρει κανείς τις αποστάσεις του από τον πρωταγωνιστή, ή και να ανατριχιάσει από τη σκοτεινή, προσωπική του πλευρά και να συμβάλει στη πεποίθηση (όπως παρουσιάζεται στην αρχή), πως όλα είναι εξαντλητικά πανομοιότυπα. Και φυσικά, πως δεν υπάρχει Θεός. Η αργοπορία του μεταφυσικού και η βαρετή παρουσία του καθημερινού είναι που έκανε τη διαφορά σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες ιστορίες.

Η τέταρτη ιστορία, η Τελευταία Προειδοποίηση φέρεται ως το αδερφάκι του Κάτι Αναλλοίωτου, μιας και ο τόπος και οι κάτοικοι κυριαρχούν και δρουν πάλι απρόσωπα και συλλογικά, ενώ θυματοποιούνται από τις εφευρέσεις που θέλουν ανθρώπινα χέρια για να δομηθούν, αλλά -ειρωνικά- άγνωστα πνεύματα εισβάλουν. Το μεταφυσικό φρούριο της παραθαλάσσιας πόλης υπήρχε πριν τους κατοίκους του και ενώ οι κάτοικοι χτίζουν μυθοπλασίες γύρω του (ως παράταση της ύπαρξής τους), ο χρόνος τους τελειώνει, ο αφανισμός τους προμηνύεται και το φρούριο, είτε ξέρει, είτε προκαλεί, αλλά όπως και έχει το πιο πιθανό είναι η καταγραφή της ύπαρξης των κατοίκων να βρεθεί στο μέλλον ως άλλο ένα αινιγματικό σύμβολο του φρουρίου.

Πέμπτο και τελευταίο διήγημα, ο κύριος Γκλας. Η πιο τρελή, κουλ και εκτός ρυθμού/ταχύτητας ιστορία. Μέσα από τα μάτια ενός εξερευνητή, η διήγηση είναι αφιερωμένη στο να δοξασθεί το γκροτέσκ, η βία, η μοναξιά, η εκκεντρικότητα και τα βουνά της Αμερικής, με τους καουμπόηδες και ινδιάνους, τους βίσωνες και λύκους αλλά και η μάχη του ανθρώπου με τη φύση (ο Νίτσε με σέπια φίλτρο δηλαδή). Πρόκειται για την εκδοχή (-τις εκδοχές!) του Κεχαγιά για την περιπέτεια του εξερευνητή Χιου Γκλας, που τον παρατάνε οι σύντροφοί του στο έλεος μιας γκρίζλι. Το εντυπωσιακό είναι σίγουρα η αφοσίωση του συγγραφέα στο να φτάσει σε κάθε γωνία του λαγουμιού της τρέλας (down the rabbit hole), σε κάθε διαφορετική πραγματικότητα, σε κάθε λακανικό κάτοπτρο. Στον Γκλας προστίθενται κι άλλες, καινούριες ανησυχίες, όπως η συγγραφή ως το όλο και το τίποτα των κόσμων. Οι εναλλαγές έχουν τη διάθεση ενός μακάβριου παιχνιδιού, λες και είναι αγώνας ιδεών, ποια θα είναι πιο βασανιστική για όλους τους εμπλεκόμενους. Παρά την επιμονή του Κεχαγιά να αγνοεί την αφηγηματική τελεία, εδώ τον κέρδισε η ματαιότητα ως au revoir «… σαν το σπόρο κάθε ιστορίας πριν υποκύψει στην ασθένεια της αφήγησης» και έτσι έδωσε ένα τέλος, για το τέλος του βιβλίου.

Συνολικά, εάν κανείς λίγο υπολογιστικός έβγαζε λογαριασμό, το τελικό και μεταμοντέρνο νούμερο θα έλεγε πως είναι έργο, επί του συνόλου, περισσότερο εγκεφαλικό παρά τρυφερό. Δεν λείπει η πνευματικότητα του ανθρώπινου άγχους και εξηγώ: αυτό το εσωστρεφές αίσθημα πανικού, τόσο της θνητότητας όσο και του ανθρώπινου ρόλου, οδηγεί τον αφηγητή να είναι σκληρός (στον Γκλας σκληρός με έναν αστείο ή τυχαίο τρόπο), φέρνοντας τον αναγνώστη σε επαφή με αυτή την πνευματική ολότητα που έχει ρίζες σε μύθους και περίεργους προγόνους, σε μια προσπάθεια να ξεκαθαρίσει όλες τις κοσμικές απορίες του.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on March 11, 2024 01:59
No comments have been added yet.