Λόρδος Βύρων (George Gordon, Lord Byron). Έρωτες και Ελλάδα.

Λόρδος_Βύρωνας Λόρδος Βύρωνας (Byron)   Ο Λόρδος Βύρωνας είναι γνωστός σε όλους μας, ως ο γενναίος Άγγλος,
ρομαντικός ποιητής, ο οποίος άφησε την καλοπέρασή του στα σαλόνια της αγγλικής αριστοκρατίας για να βρεθεί ανάμεσα στους εξεγερμένους Έλληνες και να αγωνιστεί μαζί τους για την Ελευθερία τους. Ήταν ένας από τους πολλούς φιλέλληνες, ο γνωστότερος και ο πιο αγαπητός απ'  αυτούς, ο οποίος επιπλέον άφησε την τελευταία του πνοή στο πολιορκημένο Μεσολόγγι.

  Είναι γνωστό ότι ο Λόρδος Βύρων είχε επισκεφτεί την Ελλάδα και πριν από την Επανάσταση, το 1809, όπου διέμεινε στο σπίτι του προξένου της Αγγλίας Προκόπιου Μακρή. Εκεί γνώρισε την μόλις δεκατριών ετών κόρη του, την Τερέζα, την οποία και ερωτεύτηκε σφοδρά. Ο έρωτας αυτός εκδηλώθηκε και με την ποιητική πένα του, γράφοντας το γνωστό ποίημα, Η κόρη των Αθηνών:

Κόρη γλυκιά των Αθηνών,
σε τούτη δω του αποχωρισμού την ώρα,
δώσε, ώ! δώσε πίσω την καρδιά μου,
π’ αποχωρίστηκε από το στήθος το δικό μου
ή πάρε ό,τι απόμεινε και κράτησέ το.
Προτού να φύγω άκουσε τον όρκο τον δικό μου:
-Ζωή μου, σας αγαπώ!

Μα τα μαλλιά τ' ΄ ατίθασα
τα γλυκανεμισμένα ‘πο τον αγέρα του Αιγαίου,
Μα τα βλέφαρά σου που με τα κατάμαυρα ματόκλαδα αγγίζουν
τα τρυφερά τα μάγουλα τα ροδοβαμμένα.
Μα τα ελαφίσια τ’ ‘αγριωπά τα μάτια σου,
-Ζωή μου, σας αγαπώ!

Μα τα χείλη σου, που λαχταρώ με πόθο,
Μα τη λιγνή τη μέση σου, που ‘ναι σα δαχτυλίδι.
Μα τα λουλούδια που μιλούν κάλλιο από κάθε λέξη.
Μα της αγάπης τη χαρά, που γίνεται μαζί και λύπη :
-Ζωή μου, σας αγαπώ!

Κόρη γλυκιά των Αθηνών,
Σ΄ αφήνω γεια και φεύγω, μα μη με ξεχνάς
Σαν είσαι μοναχή να με συλλογάσαι.
Τι κι αν πηγαίνω μακριά κι αν φεύγω για την Πόλη
μου ΄χει η Αθήνα την καρδιά και την ψυχή σκλαβώσει.
Αγάπη τέτοια σώνεται;
-Ζωή μου, σας αγαπώ!

 

Τερέζα_Μακρή Τερέζα Μακρή   Με την Τερέζα Μακρή, ο όποιος έρωτας του   έμεινε σε καθαρά πλατωνικά επίπεδα. Είναι   γνωστό όμως, από τις βιογραφίες που έχουμε   διαθέσιμες, ότι ο Λόρδος Βύρων, παρότι   χώλαινε από το ένα πόδι, εθεωρείτο ένας πολύ   όμορφος και γοητευτικός νέος της εποχής του.   Πολύ κουβέντα έχει γίνει και για τις   σεξουαλικές του προτιμήσεις, όπου όλοι πλέον   συγκλίνουν στην άποψη ότι πρέπει να είχε   συνάψει σχέσεις και με γυναίκες και με άντρες   (με προτίμηση σε εφήβους). 


  Το 1815 παντρεύτηκε την Αν Ιζαμπέλα Μιλμπανκε και απέκτησε μία κόρη την Άντα Αυγούστα. Ο γάμος αυτός διαλύθηκε το 1816.  Είχε αποκτήσει μία ακόμη κόρη, την Κλάρα Αλλέγκρα (1817) από την σχέση που συνήψε με την Κλαίρη Κλέιμοντ, η οποία όμως πέθανε μόλις στο πέμπτο έτος της ζωής της. Εικάζεται ότι είχε και μία ακόμα κόρη, την Ελισάβετ Μεδόρα Λέιχ (1814), από αιμομικτική σχέση με την αδελφή του, την Αυγούστα Μαρία Λέιχ. Επιπλέον ερωμένες είχε πολλές και μάλιστα γράφεται ότι ήταν ενεργός σεξουαλικά από την προεφηβική του ηλικία(!)

  Στην Αθήνα γνώρισε τον 14/χρονο Γαλλο - Έλληνα, Νικόλα Ζιρώ, με τον οποίο διατηρούσε στενή σχέση, τον συνόδεψε στο ταξίδι του στην Ελλάδα και την Ιταλία και μάλιστα ο Λόρδος Βύρωνας, πλήρωσε τις σπουδές του και του άφησε στη διαθήκη του 7000 λίρες, τις οποίες όμως όμως τελικά με μεταγενέστερη απόφασή του ακύρωσε. 

Ακρόπολη Η Ακρόπολη των Αθηνών, όπως πρέπει να
ήταν όταν την επισκέφτηκε ο Λόρδος Βύρων.  Μπορεί για μας τους Έλληνες η ερωτική ζωή του Λόρδου Βύρωνα να
μας είναι αδιάφορη ως ένα σημείο και να μένουμε στον εγκλεισμό και τον θάνατό του (1824) στο ηρωικό Μεσολόγγι αλλά σίγουρα θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι ήταν ο πρώτος Άγγλος ευγενής, και μάλιστα μέλος της Βουλής, που αντιτάχθηκε στον διαμελισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον έτερο Λόρδο, τον περιβόητο Έλγιν. Μάλιστα, όταν επισκέφθηκε τον βράχο της Ακρόπολης και διαπίστωσε από κοντά την καταστροφή που είχε επέλθει στον Παρθενώνα, έγραψε το παρακάτω ποίημα, στο οποίο η Αθηνά Παλλάδα, ξεχειλίζει από οργή, ενάντια σε αυτούς που βεβήλωσαν τον ναό της.

 Η κατάρα της Αθηνάς

Μεγαλόπρεπα κι αγάλια τώρα ο ήλιος κατεβαίνειπάνω στου Μοριά τους λόφους με θωριά χαριτωμένη·όχι σαν εκεί στις χώρες του Βορρά, σκοτεινιασμένος,αλλ’ αστραφτερός σαν φλόγα, ζωντανός, φωτολουσμένος.Στα βαθιά νερά μια ρίχνει απαλή, χρυσή αχτίνακαι το πράσινο χρυσώνει, το ρυτιδωμένο κύμα.Και στης Αίγινας το βράχο τον αρχαίο και στην Ύδραο θεός του κάλλους βάζει του φιλιού του τη σφραγίδα.Πάνω απ’ το βασίλειό του ρίχνει τη φωτοχυσία,αν κι ο κόσμος έχει πάψει να του κάνει πια θυσία.Των κοφτών βουνών οι ίσκιοι μες στον κόλπο σου ριγμένοι,τον φιλούν και τον χαϊδεύουν, Σαλαμίνα δοξασμένη!Οι γαλάζιες τους οι άκρες μες στην απεραντοσύνηβάφονται σαν την πορφύρα που ο βασιλιάς τη ντύνει.Απαλά τα χρώματά του πάνω στις κορφές τα ρίχνεικαι στολίζει ό,τι αγγίζει με τα χρυσαφένια ίχνη.Ώσπου ο ήλιος, χαιρετώντας την πανώρια τούτη πλάση,πίσ’ απ’ των Δελφών τα βράχια κρύβεται για να πλαγιάσει.Τέτοιο, Αθήνα μου, ένα δείλι ήτανε που ο σοφός σουεχαιρέτησε για πάντα τ’ απαλό, το χρυσό φως σου.Με τί θλίψη οι καλοί σου οι πολίτες τη στερνή τουτην αχτίδα την κοιτούσαν, πού ’παιρνε και την πνοή του.Όχι ακόμα, όχι ακόμα, στα βουνά ο ήλιος μένει,είν’ απρόθυμος να δύσει και ακόμα περιμένει.Μα θλιμμένο είν’ το φως του στα αγωνιώδη μάτιακαι ο λόφος είναι μαύρος που χαρά ήταν γεμάτος,στην αγαπημένη χώρα σαν να έχυνε σκοτάδι’κει όπου ποτέ ο Φοίβος δεν φανέρωσε μαυράδι.Αλλά πριν στου Κιθαιρώνα την κορφή να γύρει, πίνειτο πικρό ποτήρι ο γέρος και το πνεύμα παραδίνει.Κι έφυγε η ψυχή που τα ’χε όλα περιφρονημένα,που ’χε ζήσει και πεθάνει έτσι σαν άλλου κανένα.Αλλά νά, στον κάμπο η νύχτα η βασίλισσα προβαίνειαπ’ του Υμηττού το ύψος, δίχως όμως να υγραίνειτο ωραίο πρόσωπό της και να προμηνάει μπόρα,παίζουνε με την κορνίζα οι ολόλαμπρες αχτίδες·στην ολόλευκη κολόνα τα φιλιά της στέλνει τώραη σελήνη, με το φως της π’ ολοένα τρεμοπαίζειστου τζαμιού τον πύργο όλο μα τον κάνει και να λάμπειτο σημάδι του και γύρω να αστράφτουνε οι κάμποι.Οι πυκνοί μαύροι ελαιώνες κάτω είναι απλωμένοικαι ο Κηφισός κυλώντας απαλά γοργοδιαβαίνει.Στο τζαμί εκεί τριγύρω στέκονται τα κυπαρίσσιακαι ο τρούλος του γυαλίζει με λαμπρότητα περίσσια.Κι ένας φοίνικας θλιμμένος, στη θρησκευτική γαλήνη,εκεί δίπλα στο Θησείο, μόνος έχει απομείνει.Τί μαγευτικό τοπίο που προσφέρει εδώ η φύση,και αναίσθητος θα είναι όποιον δεν τον συγκινήσει.Του Αιγαίου πάλι ο φλοίσβος, που ακούγεται πιο πέρα,νανουρίζει το περγιάλι μεσ’ στον καθαρό αέρακαι το ζαφειρένιο κύμα στη χρυσή ακτή χτυπάεικαι τη γλύκα των χρωμάτων αλαργότερα την πάει.Των νησιών εκεί στο βάθος η σκιά τραχιά μαυρίζει,όταν απαλού πελάγου το χαμόγελο ανθίζει.Όπως έτσι στης Παλλάδας το ναό βρισκόμουν μόνος,και τις ομορφιές κοιτούσα, στο μαγευτικό ακρογιάλιπου η τέχνη κι η ανδρεία είναι σαν μια οπτασίακαι που βρίσκονται μονάχα σε ποιητικά βιβλία,κι όπως έστρεψε η ψυχή μου το ναό για να θαυμάσειτης θεάς, που οι ανθρώποι τώρα έχουν ατιμάσει,οι παλιοί καιροί γυρίσαν, το παρόν πια είχε σβήσεικαι ο Δόξα στην Ελλάδα γύριζε να κατοικήσει!Επερνούσανε οι ώρες. Της Αρτέμιδας τ’ αστέριείχε φτάσει πια στου θόλου τα ψηλότερα τα μέρηκι εγώ γύριζα μονάχος δίχως να ’μαι κουρασμένος,σε θεού ναό που ήταν εντελώς λησμονημένος.Αλλά πιο πολύ σ’ εκείνον τον δικό σου, ω Παλλάδα,ετριγύριζα, ’κει όπου της Εκάτης η λαμπράδαστις ψυχρές κολόνες πέφτει απαλά μα και θλιμμένηκι ήχος την καρδιά παγώνει σαν από νεκρό να βγαίνει.Ονειροπολώντας είχα για πολύ ’κει απομείνει,θεωρώντας τι απ’ τη δόξα την παλιά είχε απομείνει,όταν, ξάφνου, εκεί μπροστά μου, μια γιγάντια θεότης,η Παλλάδα, με σιμώνει πάνω εκεί, μεσ’ στο ναό της!Η Αθηνά ήταν η ίδια, αλλά πόσο αλλαγμένηαπό τότε που στα τείχη των Δαρδάνων οπλισμένηέτρεχε μ’ ορμή. Μα τώρα η μορφή της διαφέρειαπό κείνη που ’χε πλάσει του Φειδία τ’ άξιο χέρι.Του προσώπου της εκείνον δεν τον δείχνει πια τον τρόμοκι η γοργόνα της ασπίδας είχε πάρει άλλο δρόμο.Νά το κράνος της, κομμάτια. Τσακισμένο το κοντάρι,κι ούτε τους νεκρούς δεν σκιάζει. Της ελιάς το νιο βλαστάριπ’ ολοένα το κρατούσε, νά το, είναι μαραμένοκαι ξερό, καθώς το σφίγγει με το χέρι παγωμένο.Αν κι από τους αθανάτους τα λαμπρότερα είχε νιάτα,δακρυσμένη είναι τώρα η θεά η γαλανομάτα.Και η γλαύκα της στο κράνος το σπασμένο καθισμένητην κυρά μοιρολογάει με λαλιά απελπισμένη.« Ω θνητέ , – έτσι μου είπε – της ντροπής σου αυτό το χρώμα Βρετανός μου λέει να ’σαι, όνομα ευγενές ακόμα, μέχρι χτες λαού, ελευθέρου, με ωραία πεπρωμένα, τώρα περιφρονημένου, και ιδίως από μένα. Η Παλλάδα πρώτος θα ’ναι της πατρίδας σου εχθρός· την αιτία θες να μάθεις; – ιδέ τριγύρω σου και ’μπρος. Νά, εγώ είδα πολέμους κι ερημώσεις να πληθαίνουν κι άλλες τόσες τυραννίες να ανεβοκατεβαίνουν. Τούρκου και Γότθων αντάμα γλίτωσα ’γω το κακό, μα η χώρα σου μου στέλνει έναν κλέφτη πιο τρανό. Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη, και στοχάσου τι μιζέρια είναι γύρω απλωμένη. Τούτα ο Κέκροπας, κι εκείνα τα ’χε ο Περικλής στολίσει, ο Αδριανός τις Μούσες για να τις παρηγορήσει, και ευγνωμονώ και όσους το ναό μου έχουν χτίσει, – μα ο Αλάριχος κι ο Έλγιν μ’ έχουν άγρια συλήσει. Και σαν να ’πρεπε ο κόσμος το κατόρθωμα να μάθει, τ’ όνομα το μισητό του πάει και στον ναό μου γράφει, σα να νοιάστηκε η Παλλάδα να δοξάσει τ’ όνομά του, κάτω η υπογραφή του, πάνω το κατόρθωμά του! Κι ο απόγονος των Πίκτων είναι φημισμένος όσο είν’ ο αρχηγός των Γότθων, πιθανόν και άλλο τόσο. Ο Αλάριχος τα πάντα είχε άγρια καταστρέψει με το δίκιο του πολέμου, μα ο Έλγιν για να κλέψει όσα οι βάρβαροι αφήσαν, που ’τανε απ’ ό,τι εκείνος είναι βάρβαρος πιο λίγο, γιατί το ’κανε ο Ελγίνος ; Το ’κανε, όπως τη λεία παρατάει το λιοντάρι και ακολουθεί ο λύκος ή ο τσάκαλος να πάρει και να γλείψει κάποια σάρκα που απόμεινε ακόμα απ’ του λέοντα ή του λύκου το αχόρταγο το στόμα. Κοίτα τι ο Έλγιν πήρε, κοίτα και τι έχει χάσει! Τ’ όνομά του μ’ ένα άλλο τον ναό μου τον λερώνει, κάποια αμοιβή η Παλλάδα ν’ απαιτήσει αξιώνει και το φως της να το ρίξει η Αφροδίτη πια θυμώνει! »Κι όταν σώπασε για λίγο, έτσι είχα αποτολμήσει,απαντώντας ν’ απαλύνω της οργής της το μεθύσι:« Κόρη του Διός, της λέω, γι’ όνομα της Αλβιώνος, και σαν Βρετανός που είμαι, διαμαρτύρομαι εντόνως. Μην κακίζεις την Αγγλία, Αθηνά! Απ’ τη Σκωτία ήτανε ο συλητής σου. – Κοίταξε τη Βοιωτία από της Φυλής τους λόφους τους ωραίους κοίτα γύρω, του νησιού μας Βοιωτία, μάθε, είναι η Σκωτία, Και καλά το ξέρω ότι απ’ αυτή τη νόθα χώρα της Σοφίας η θεά μας δεν τιμήθηκε ως τώρα. Χώρα άγονη, που η φύση απλοχέρα δεν εστάθη, που τα σπέρματά της είναι όλα περιορισμένα και που έμβλημά της έχει το ψηλό γαϊδουραγκάθι, χώρα τσιγκουνιάς κι ομίχλης αλλά και της σοφιστείας, που το μόνο προϊόν της είναι τα πηχτά σκοτάδια κι οι τσιγκούνηδες κι αχρείοι που γυρίζουν σαν ρημάδια. Των βουνών και των ελών της το υγρό εκείνο αγέρι στα κεφάλια τα κουτά τους σκοτισμό και άγνοια φέρει. Τα μυαλά τα νερουλά τους άγονα ’ναι σαν το χώμα και ψυχρά, όπως το χιόνι που δεν έλιωσε ακόμα. Για τον πλούτο χίλιους τρόπους εφευρίσκουν τα παιδιά της και το κέρδος τα τραβάει και τα πάει μακριά της. Στην ανατολή, στη δύση, μόνο στον βορρά δεν πάνε, κέρδη να ’βρουν δίχως κόπο, γη και θάλασσες περνάνε. Ά, καταραμένη ώρα και καταραμένη μέρα, που τον Πίκτο για ληστεία είχε στείλει εδώ πέρα! Κι όμως, άξια βλαστάρια γέννησε και η Σκωτία, σαν τον Πίνδαρο που έχει η νωθρή η Βοιωτία, και μακάρι οι σοφοί τους να νικήσουνε το κλίμα κι οι γενναίοι ν’ αψηφίσουν και του θάνατου το μνήμα, και τη σκόνη αυτής της χώρας ξετινάζοντας και πάλι, σαν παιδάκια να αστράψουν σε χαρούμενο ακρογιάλι, γιατί, όπως σ’ άλλα χρόνια, όταν σε μια ψεύτρα χώρα δέκα ανδρείοι αν υπήρχαν, αποφεύγονταν η μπόρα ».« Ω θνητέ, μου είπε τότε η κόρη η γαλανομάτα, στις ακτές της χώρας σου φέρε τούτα τα μαντάτα: Αν και έχω παρακμάσει, να εκδικηθώ μου μένει και ν’ αποστραφώ μια χώρα σκοτεινή κι ατιμασμένη. Άκουσε, λοιπόν, τα λόγια της θεάς Παλλάδας μόνο: άκουσε και σώπα: τ’ άλλα θα λεχθούν από τον χρόνο. Πρώτα στο κεφάλι εκείνου που ’κανε αυτή την πράξη η κατάρα μου θ’ αστράψει, ίδιον και γενιά να κάψει. Ούτε μία σπίθα πνεύμα να μην έχουν τα παιδιά του και αναίσθητα να είναι, όπως και η αφεντιά του. Κι αν βρεθεί απόγονός του με λίγο πνεύμα ή φάτσα, τότε σίγουρα θα είναι νόθος κι από άλλη ράτσα. Να γυρίζει μ’ απογόνους διανοητικά βλαμμένους και αντί για της σοφίας, της βλακείας να ’χει επαίνους. Κι οι κουτοί να επαινούνε την πολλή καλαισθησία που θα τον χαρακτηρίζει στην αγοραπωλησία, να πουλά κι έτσι να κάνει – τί ντροπή και τί απάτη! – της κλεψιάς και αρπαγής του ένα έθνος συνεργάτη. Κι ο Ουέστ, που της Ευρώπης είναι ο ρυπαρογράφος, μα της δύστυχης Αγγλίας κόλαξ και τρανός ζωγράφος, με τα χέρια σαν αγγίξει έργα τέχνης των αιώνων, μπρος τους θα βρεθεί πως είναι μαθητής ογδόντα χρόνων. Και τριγύρω οι αγροίκοι παλαιστές θα μαζευτούνε με της τέχνης τα μνημεία και αυτοί να συγκριθούνε και το «μαρμαράδικό» του βλέποντας, θα το θαυμάσουν κοκορόμυαλοι στην πύλη βιαστικοί σαν καταφθάσουν πλήθη γύρω απ’ την πύλη, τόσα που δεν είδαν άλλοι, θα γουρλώνουνε τα μάτια με κατάπληξη μεγάλη και, τεμπέλικα, τ’ αρχαία σαν χαζοί θα σχολιάζουν, ενώ οι γεροντοκόρες από πόθο θα στενάζουν και θα κατατρώγουν όλες ψηλαφώντας με τα μάτια των υπέροχων γιγάντων τα μαρμάρινα κομμάτια, και θλιμμένες θα φωνάζουν, όταν δουν τους ανδριάντες: ‘Ω, οι Έλληνες οι αρχαίοι ήτανε τέλειοι άντρες!’ Και συγκρίνοντάς τους τώρα με εκείνους τους γενναίους, θα ζηλέψουν τη Λαΐδα για τους φίλους Αθηναίους. Πότε σύγχρονη γυναίκα θα ’χει τέτοιον εραστή; Άχ, αλίμονο, ο σερ Χάρρυ δεν μοιάζει του Ηρακλή! Και στο τέλος, μεσ’ στο τόσο το ανώνυμο το πλήθος, θα βρεθεί κάποιος διαβάτης που θα έχει λίγο ήθος· λυπημένος, βλέποντάς τα, άφωνος θ’ αγανακτήσει, θα θαυμάσει τα κλεμμένα, μα τον κλέφτη θα μισήσει. Ώ, καταραμένη να ’ναι η ζωή του και ο τάφος, και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλό του πάθος! Τ’ όνομά του η Ιστορία δίπλα σε ’κείνου θα γράψει του τρελού, που της Εφέσου το ναό ’χε κατακάψει. Κι η κατάρα μου πιο πέρα κι απ’ τον τάφο του να πάει Ο Ηρόστρατος κι ο Έλγιν σε σελίδες παραμένουν που είναι στιγματισμένες και με στίχους όπου καίνε· έτσι πάντα είναι γραμμένοι και οι δυο καταραμένοι, μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ’ τον πρώτο θ’ απομένει… »

© 2018 Μετάφραση: Πάνος Καραγιώργος

  Γιατί όμως ο Λόρδος Βύρωνας, έτρεφε τέτοιαν αγάπη για την Ελλάδα;  Το πρώτο του ταξίδι ξεκίνησε από λόγους που έχουν σχέση με την βαρετή ζωή που έκανε στην Αγγλία. Εκτός από την Ελλάδα, τότε, επισκέφτηκε και τη σημερινή Τουρκία και την Ιταλία.   Ήταν αρκετό όμως για τον Λόρδο Βύρωνα, από ένα ταξίδι μόνο να παθιαστεί τόσο, ώστε να μην διστάσει να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της Επανάστασης, να ταλαιπωρήσει την ήδη εύθραυστη υγεία του και τελικά να πεθάνει στην Πατρίδα μας;   Σίγουρα κάτι βαθύτερο υπήρχε, που είχε σχέση με την αίγλη του αρχαίου μας πολιτισμού, ως ιδανικό ανθρώπινο δημιούργημα και στις τέχνες αλλά και τους θεσμούς. Ένας πολιτισμός που ενέπνευσε πολλούς εκείνη την εποχή να επισκεφτούν την σκλαβωμένη Ελλάδα για να αναζητήσουν κάτι από την ιδανική εκείνη εικόνα που είχαν δημιουργήσει στο μυαλό τους, μέσα στα αρχαία της ερείπια που κείτονταν παντού. Κι όταν άκουσαν για την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης δημιούργησαν ένα ισχυρό φιλελληνικό κίνημα, οραματιζόμενοι την ανάσταση ενός Έθνους με ήθος και ιδέες, που όχι μόνο άντεχαν στον χρόνο αλλά υπόσχονταν την αναζωογόνηση στην πολιτική μονολιθικότητα της Ευρώπης. 
  Όλοι αναζητούσαν λίγη από την λάμψη των Αρχαίων,      δυστυχώς, μη λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι αυτό που μπόρεσαν να δημιουργήσουν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, ήταν κάτι μοναδικό στην ιστορία της ανθρωπότητας και δυστυχώς μη επαναλαμβανόμενο, κυρίως από εμάς τους απογόνους τους.


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on March 18, 2022 23:34
No comments have been added yet.