Αρθούρος Ρεμπώ, εμπνέεται κ εμπνέει.

Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα για τον Αρθούρο Ρεμπώ, μπορεί να ανατρέξει στο σχετικό λήμμα της wikipedia.
Μπορεί ακόμα να διαβάσει μια σειρά εγγραφών του περιοδικού lifo
Σκοπός αυτής της εγγραφής είναι να δούμε πως καταφέρνει ο Αρθούρος Ρεμπώ, αυτός ο καταραμένος ποιητής κατά την προσφιλή έκφραση, να εμπνεύσει σημαντικούς δημιουργούς για να δημιουργήσουν νέα έργα στο όνομα του. Ποια είναι αυτή η μαγική δύναμη, ενός νεκρού εδώ και τόσα χρόνια, που μπορεί να το κάνει αυτό; Τα έργα του; Η ζωή του; Ο χαρακτήρας και το είναι του; Δύσκολο να απαντήσεις και μάλλον διαφορετικό το κίνητρο κάθε καλλιτέχνη. Συγχρόνως όμως θα δούμε και κάποια δείγματα της δικής του δουλειάς κι έτσι ίσως, υποψιαστούμε τις δικές του, πιθανές πηγές έμπνευσης.
Ας ξεκινήσουμε αυτή τη διερεύνηση των παραπάνω ερωτημάτων με τους στίχους του Νίκου Γκάτσου, που έγιναν τραγούδι σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι
Αρθούρε Ρεμπώ
απόψε θα μπωστο μαύρομεθυσμένο σου καράβιμακριά ν’ ανοιχτώσε κύκλο φριχτόπου ο κόσμοςδεν μπορεί να καταλάβειΑγγέλου γιασεμιάσκόρπισες μέσα στην βρομιάκληρονομιάγια μαςκι εσύ παντοτινάσε σταυροδρόμια σκοτεινάτο σατανά πολεμάς
Αρθούρε Ρεμπώτο βράδυ θαμπόκαι η πόρτατου παράδεισου κλεισμένηκατάρα κι οργήμοιράζουν την γηκαι χέρι χέρι παν οι κολασμένοι
Αρθούρε Ρεμπώθα μπω στο μεθυσμένο σου καράβιΑρθούρε Ρεμπώνα δω ποια σπίθασώθηκε κι ανάβει
Οι παραπάνω στίχοι του Γκάτσου κάνουν σαφή αναφορά στο ποίημα του Ρεμπώ: Μεθυσμένο καράβι. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από αυτό:

κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες! ...Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας
Ο Τάσος Λειβαδίτης, στη συλλογή του "Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου" περιλαμβάνει το ποίημα: Οι ορτανσίες. Απολαύστε το.
Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε επίμονα, εγώ αργοπορούσα ν' ανοίξω απολαμβάνοντας όπως πάντα την αγωνία μου. Όταν άνοιξα ένας νέος στεκόταν έξω."Είσαι ο Αρθούρος Ρεμπώ απ' τη Σαρλεβίλ" είπα-"τι θέλετε;" "Κινδυνεύουμε κ' οι δυο" μου λέει. Όμως εγώ δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα να σηκώνομαι αργά το πρωί, έψηνα τσάι και διόρθωνα λίγο το καπέλο μουπου για να παραπλανώ τους διώκτες μου το φορούσα ακόμα στον ύπνο μου. Αλλά το πρόβλημα ήταν μετά.Πώς θα περνούσαν οι ώρες. Η μικρή κόρη του κηπουρού είχε πεθάνει σε ένα νοσοκομείο απόρων, οι φυλακισμένοι έκοβαν βόλτες στα γκρίζα προαύλια χωρίς να κοιτάζουν τον ουρανό και το καφενείο "Η Ωραία Ελλάς" που μαζευ-όμαστε νέοι είχε κλείσει. Καθόμουν λοιπόν και χαιρόμουν την ησυχία ή ξεφύλλιζα δρομολόγια τρένων ή πλοίων( η ακτοπλοΐα ήταν ακόμα για τους πολύ τολμηρούς και η λήθη πάντα για τους χαμένους ). "Αρθούρε", του λέω, "πώς μ' ανακάλυψες; Εμένα κανείς δεν με ξέρει."Χαμογέλασε. "Πάντα αγαπούσα τις ορτανσίες." είπε.Και κατεβήκαμε τη σκάλα και πήραμε τους μεγάλους δρόμους που δεν βγάζουν πουθενά...
Μα και ο μεγάλος Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα, γράφει την παρακάτω ωδή, όπως ο ίδιος την ονομάζει προς τον Αρθούρο Ρεμπώ. (απόσπασμα)
Τώρα,αυτόν τον Οχτώβρηθα’ κλεινεςτα εκατό χρόνια,σπαραχτικέ μου φίλε.Μπορώνα σου μιλήσω;Είμαι μόνος,στο παράθυρό μουο Ειρηνικός σπάειτην αιώνια σκοτεινή βροντή του.
Είναι νύχτα.
Τα ξύλα που καίνε ρίχνουνπάνω στο οβάλτου παλιού πορτραίτου σουμια φευγαλέα αχτίδα.Ήσουν ένα παιδί,με ξανθούς βοστρύχους,μισοκλεισμένα μάτια,στόμα πικρό.Με συγχωρείςπου σου μιλώόπως είμαι, καθώς πιστεύωπώς θα ’σουν τώρα,που σου μιλώ για θαλασσινό νερόκαι ξύλα που καίνε,για πράγματα απλά κι απλές υπάρξεις.
Σε βασανίσανε και κάψαν την ψυχή σου,σε κλείσανε στα τείχη της Ευρώπηςκαι χτύπαγεςδαιμονισμένοςτις πόρτες.Κι ότανμπόρεσεςνα λευτερωθείςέφυγες πληγωμένος,σιωπηλός και πληγωμένος,νεκρός.
Πολύ καλά· άλλοι ποιητέςάφησαν ένα κοράκι, ένα κύκνο,μιαν ιτιάένα πέταλο στη λύρα,εσύ άφησες ένασπαραχτικόφάντασμαπου καταριέταικαι φτύνεικαι πηγαίνειςακόμηδίχως προορισμό,χωρίς κατοικία,χωρίς αριθμό,στους δρόμους της Ευρώπης,γυρίζοντας στη Μασσαλίαμε αφρικάνικη άμμοστα παπούτσια σου,βίαιοςσαν ένα ρίγος,διψασμένος,ματωμένος,με τσέπες αδειανές,χαμένος,προκλητικός,δυστυχισμένος.
Δεν είν' αλήθειαπως σ’ έκλεψε η φωτιά,πως έτρεχεςμε την ουράνια ορμήκαι τους υπεριώδεις λίθουςτης κόλασης,δεν είν’ έτσι,δεν το πιστεύω,σου αρνιόνταντην ειλικρίνεια, το σπίτι,τα ξύλα,σ’ απόδιωχναν,σου κλείνανε τις πόρτες,και τότες έκλεβεςοργισμένε αρχάγγελεστους τοίχουςτης απόστασης,και δεκάρα - δεκάρα,ιδρώνοντας και ματώνονταςτο κορμί σουήθελεςνα μαζέψειςτο αναγκαίο χρυσάφιγια την απλότητα, για το κλειδί,για την ήσυχη σύζυγο, για το παιδί,για τη δική σου καρέκλα,για τη μπύρα και το ψωμί.Μετάφραση ΡΗΓΑ ΚΑΠΠΑΤΟΥ
Και ποια είναι αυτή η Κόλαση που μας άφησε ως κληρονομιά ο Αρθούρος Ρεμπώ; Παρακάτω ένα απόσπασμα από το σχετικό του ποίημα:
Μια εποχή στην κόλαση
Κάποτε, αν θυμάμαι καλά, η ζωή μου ήταν ένα γλεντοκόπι όπου ανοίγαν όλες οι καρδιές και τα κρασιά κυλούσαν.Ένα βράδυ πήρα την Ομορφιά στα γόνατά μου. Και τη βρήκα πικρή. Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα εναντίον της δικαιοσύνης.
Το έβαλα στα πόδια. Μάγισσες, μιζέρια, μίσος σε σας εμπιστεύτηκα τον θησαυρό μου!
Έπνιξα μες στην καρδιά μου κάθε ανθρώπινη ελπίδα. Και σάλταρα σαν το αγρίμι στη χαρά για να τη στραγγαλίσω.
Πεθαίνοντας, φώναξα στους δήμιους να καταπιούν τις λαβές των τουφεκιών τους. Κάλεσα τις κατάρες να με πνίξουνε στην άμμο, το αίμα. Η δυστυχία ήταν ο θεός μου. Κυλίστηκα στη λάσπη. Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος. Κι έπαιξα ξύλο με την τρέλα.
Κι η άνοιξη μου έφερε το φρικαλέο χάχανο του ηλίθιου.
Και τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω οριστικά, μου ‘ρθε να ψάξω το κλειδί για το παλιό εκείνο γλεντοκόπι, μπας και μ’ ανοίξει η όρεξη ξανά.
Η αγάπη ήτανε, λέει, το κλειδί. Και μόνο αυτό δείχνει το πόσο ονειρευόμουν!
«Θα παραμείνεις ύαινα, κτλ. …» κάγχασε ο δαίμονας ποτίζοντάς με νηπενθή ναρκωτικά της Λήθης. «Αξίωσε το θάνατο μ’ όλα τα θέλγητρά του, και τον εγωισμό σου και όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα μαζί.»
μετάφραση Ζ. Δ. Αϊναλής
Και θα κλείσω την εγγραφή μου αυτή, με το τραγούδι του Μίλτου Πασχαλίδη σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Το σαράκι του Ρεμπώ το οποίο μπορείτε και να το ακούσετε στη συνέχεια.Σαν νεοσύλλεκτος στην πύλη του στρατώνα Σαν ένας δύτης μεθυσμένος στο βυθό Γυρεύω μάταια την κρυμμένη σου εικόνα Σε ποιο καινούργιο παραμύθι να δοθώ
Δρόμοι και σπίτια και μορφές μιας άλλης μέραςΧρώματα, αρώματα, φωνές και μουσικέςΞυπνούν ξανά της νοσταλγίας μου το τέραςΚι εσύ διπλά απ’ τον πυρετό μου να με καις
Χτυπάει νούμερα η φρίκη στην οθόνηΚι έξω η ζωή μελισσολόι ζωντανόΠες μου ποιος φόβος σε μεθά και σε καρφώνειΠώς να φιλτράρω των ματιών σου τον καπνό
Μας κλέψαν τ’ αύριο, μας κλέβουν και το βλέμμαΚι εσύ φρικάρεις που σου λέωσ’ αγαπώΠες το ανόρεχτα το ναι κι ας είναι ψέμαΌτι μας έδεσε για πάντα είναι εδώ
Ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τη δύσηΦυσούν αέρηδες και κόβουν τα στενάΓια το σαράκι του Ρεμπώ μ’ είχες ρωτήσειΚάποια βραδιά στου σινεμά τα σκοτεινά
Στήνει καζούρα στην πλατεία η γαλαρίαΣε τρίτη σύνοδο Αφροδίτη κι ΟυρανόςΤέσσερις τοίχοι η καινούρια μου εξορίαΔε φταις εσύ, δε λέει συγγνώμη ο κεραυνός
Σίγουρα ο κατάλογος δεν εξαντλείται εδώ, απεναντίας θα έλεγα ότι τα παραπάνω είναι ένα ελάχιστο δείγμα έργων, είτε του ίδιου του Αρθούρου Ρεμπώ είτε άλλων σημαντικών καλλιτεχνών, δικών μας και ξένων, καταξιωμένων στον χώρο τους, που τους έχει γαργαλήσει το φαινόμενο Ρεμπώ. Δυστυχώς μία μόνο εγγραφή δεν αρκεί, αλλά νομίζω ότι όλοι μας πήραμε μια μικρή γεύση από την αύρα που εκπέμπει ο ποιητής αυτός.