Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΟΥ ΝΥ!

Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΟΥ ΝΥ!
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ (Βιτσέντζος Κορνάρος, απόσπασμα)
Τ άκουσες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα;
ο Kύρης σου μ' εξόρισε εις τση ξενιτιάς τη στράτα;

Tέσσερεις μέρες μοναχά μου 'δωκε ν' ανιμένω,
κι αποκεί να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.

Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου το χωρισμόν εκείνο

Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,
Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.

Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.

"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο,
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.

Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,

ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε,
τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι

Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,
λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.

Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν (ζωγραφιά), που'βρες στ' αρμάρι μέσα,
και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',

και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα,
που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.

Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,
μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου.


...

Ως μπήκεν ο Ρετόκριτος στη φυλακή κι αρχίζεινα τση μιλεί και σπλαχνικά να την αναντρανίζει.Λέγει τση: "Το με 'ρώτηξες θα σου το πω και γροίκαπού το 'βρηκα το χάρισμα στη φυλακή σ' αφήκα.Είναι δυο μήνες σήμερο που 'λαχα κάποια δάση,εις τη μεριά της Έγριπος κι εβγήκαν να με φάσιάγρια θεριά ν εμάλωσα κι εσκότωσα απ' εκείνακι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πια απομείναν.Με κίνδυνο εγλύτωσα οσώραν επολέμουνα γλυτωθώ απο λόγου τους δεν το' λπιζα ποτέ μουμα εβούθηξε το ριζικό τ' αστρί με λυπηθήκα(ν)και σκότωσα και ζύγωσα και αλάβωτο μ' αφήκανΔίψα μεγάλη γροίκησα στο πόλεμον εκείνογυρεύοντας να βρω δροσιά εσώθε σ' ένα πρίνοκαι παρεμπρός εφάνη μου κουτσουναράκι χτύπα,σιμώνω βρίσκω το νερό εις του χαρακιού την τρύπα.Ήπια το κι εδροσίστηκα και πέρασέ μου η δίψα,μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότε δε μου λείψαν.Έκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάριόντε γροικώ αναστεναγμό και μύσματ' αρρωστάρη.Και βιαστικά σηκώνομαι, το ζάλο μου σπουδάζεινα δω ποιος είναι που πονεί και βαριαναστενάζεικαι μπαίνω μέσα στα δεντρά που 'ταν κοντά ειςτη βρύση,δια να δω και για να βρω το νέο αυτό όπου μύσσει.Βρίσκω ένα νιον ωραιόπλουμο που 'λαμπε σαν τον ήλιοκι εκείτουντο ολομάτωτος μπροστά εις ένα σπήλιο.Σγουρά ξανθά 'χε τα μαλλιά και τα σοθέματά τουπαρ' όλο οπού 'τα σαν νεκρός, ήδειχνεγιε η μορφιά του.Και δυο θεριά στο πλάι του ήτανε σκοτωμένακαι το σπαθί και τ' άρματα όλα ησαν ματωμένα.Σιμώνω χαιρετώ τονε, λέω του: "Αδέλφι γεια σου.Ίντα 'χεις κι απονέκρωσες, πούντη λαβωματιά σου;"Τα μάτια του 'χε σφαλιχτά, τότε τ' αναντρανίζεικι εθώρειε δίχως να μιλεί και στο λαιμό του αγγίζει.Με το δακτύλι δυο φορές μου δείχνει να νοήσωπου ειχε την λαβωματιά να τον εβοηθήσωΤο στήθος του ξαρμάτωσα και μια πληγή του βρίσκωδαμάκιν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.Ολίγο του από βοτσί τον είχε δαγκαμένφαίνεται να χε το θεριό δόντι φαρμακεμένοΚαι πήρεν του τη δύναμη και την πνοήν του εχάσεκαι το φαρμάκι πέρασε και μέσα τον επιάσε.Κι αγάλι αγάλια 'χάνετο σαν το κερί όντε σβήνει,έκλαψα κι ελυπήθηκα πολύ την ώρα εκείνη.Σαν αδελφό μου καρδιακό τον έκλαιγα κι επόνου,μα πόνοι, δάκρυα, κλάηματα άνθρωπο δε γλιτώνου.Εψυχομάχε κι έλεγε να στέκω μη μισέψω,εθάρρειε πως τέτοια πληγή μπορούσα να γιατρέψω.Δείχνει μου το δαχτύλι ν του που χε το δαχτυλίδικαι γνώρισα σαν χάρισμα σαν φίλος μου το δίνει.Τότε μια σιγανή φωνή μόνο τ' αυτιά μου ακούσα(ν)και είπανε τα χείλη του: "Σε 'χασα Αρετούσα".Ετούτα είπε μοναχά και τέλειωσ' η ζωή τουκαι με πρικύ αναστεναγμό εβγήκε η ψυχή του.Τουτα τα χέρια που θωρείς λάκκο σιμιό του σκάψα(ν)και τούτα τον εσήκωσαν και τουτα τον εθάψανΩς τ' άκουσεν η Αρετή ώρα λιγάκι εστάθηαμίλητη και ο πόνος της την έκαμε και εχάθη

 «ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΗΧΟΥ», Οδ. Ελύτη (απόσπασμα)
Θὰ μποροῦσε νά ᾿ναι μιὰ σονάτα τοῦ Χάυντν, μαζὶ μὲ πλῆθος κυλιόμενα καὶ κρουόμενα μανταρίνια, ἢ παθιασμένα ἐρωτόλογα μὲ μακρινὲς ἐκρήξεις λατομείων. Ἀλλὰ ὄχι.

Ἐμεῖς θὰ πᾶμε σὰν τὴ γλώσσα ποὺ περνάει ἀπὸ τὸ τρυπητὸ γιὰ ν᾿ ἀφήσει ἀπ᾿ ἔξω τ᾿ ἀπόφλουδα καὶ νὰ βρεθεῖ ποιὸς φταίει καὶ διαπράττει κάθε μέρα τὸ αὐτί μας μιὰν ἀνορθογραφία.

Κάποτε, μιὰ μέρα χειρότερη καὶ τῆς Κυριακῆς, τὸ συνειδητοποίησα! Ἡ πρωτεύουσα σ᾿ ὅλο τὸ μάκρος της εἶχε γεμίσει τρύπες. Ὄχι ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἀνοίγουν οἱ ἐργάτες τοῦ Δήμου στοὺς ὑπονόμους. Μιλῶ γιὰ τὶς ἄλλες, πάνω στὶς προσόψεις τῶν ὑψηλῶν κτιρίων, ὅπου προσεκτικὰ στήνονται οἱ ἐπιγραφὲς ἑταιρειῶν, ἱδρυμάτων καὶ καταστημάτων. ΦαρμακεῖΟ, καφενεῖΟ, ΑἱματολογικΟ ΚέντρΟ, ΠαιδαγωγικΟ ἸνστιτοῦτΟ. Ποὺ ὁ Θεὸς νὰ βάλει τὸ χέρι του.

Στὸ τηλεγραφεῖο τῶν νευμάτων μεγάλη ἀναστάτωση ἐπικρατεῖ σ᾿ ὅλη τὴ γειτονιά. Μήπως εἶναι κανένας ξένος δάχτυλος τοῦ τύπου NOVA MAKEDONIA, ἢ μήπως τοῦ ᾿φυγε τοῦ μπογιατζῆ τὸ τελευταῖο ψηφίο καὶ ἔμεινε ἀνολοκλήρωτο ἀπὸ ἀμέλεια ἤ, δὲν ἀποκλείεται, ἀπὸ οἰκονομία;

Μὰ εἶναι δυνατόν; Νὰ σοῦ φτιάχνει ὁ ράφτης ἕνα ὡραῖο σακάκι ποὺ τὸ ἕνα του μανίκι τοῦ λείπει, κι ἐσὺ νὰ κυκλοφορεῖς μὲ καμάρι, ὅπως ὁ καστράτος ποὺ ἰδίῳ δικαιώματι ἔμπαινε στὰ χαρέμια, κι ἂς τοῦ ἔλειπε κάτι· ζωὴ νά ᾿χε ὁ σουλτάνος.

Φαίνεται πὼς ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν ἔγινε γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ «κάτι δύσκολο ἢ κάτι τὸ ὑψηλό». Καθόλου. Ἔγινε γιὰ τὴν εὐκολία μας. «Πονάει δόντι, βγάζει δόντι» ποὺ ἔλεγαν οἱ παλαιοί. Πονάει περισπωμένη, βγάζει περισπωμένη· πονάει δασεῖα, βγάζει δασεῖα. Καὶ λαμπρὰ ταιριάζουν ὅλα.

Συγνώμην, ἀλλὰ τὸ σώβρακό σου δὲν τ᾿ ἀφήνεις νὰ φαίνεται ποτέ του. Ἀλλὰ τὸ φορεῖς. Δὲν εἶναι τὸ πρακτικὸ μέρος τῶν πραγμάτων ποὺ πρωτεύει στὴ ζωή μας. Τὰ τρία τέταρτα τῆς ἀνθρωπότητας διαβιοῦν κατὰ λάθος. Διαγράφουν τὸ περιττόν, καὶ ἂς εἶναι ὡραῖον, κερδίζοντας μερικὰ εἰκοσιτετράωρα πλήξης. Ἀλλοῦ, μακριά τους στάζει ὁ χυμός, ἔστω καὶ ὡς ἦχος στὰ χείλη μιᾶς θυγατρὸς τοῦ Ὁμήρου.

Στὶς δέκα λέξεις μας οἱ πέντε εἶναι ξένες. Ὁλοταχῶς βαδίζουμε πρὸς μιὰν ἐσπεράντο παρὰ πέντε. Κανένας Ἡρώδης δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ διατάξει τέτοια γενοκτονία, ὅπως αὐτὴ τοῦ τελικοῦ -ν· ἐκτὸς κι ἂν τοῦ ᾿λειπε ἡ ὀπτικὴ τοῦ ἤχου.

Μιὰ Φύση εὐκτική, ἀνώτερη καὶ τῆς Ἀττικῆς, ἐξαποστέλλει ρυακισμοὺς καὶ θροΐσματα στὸ Θριάσιο πεδίο τῶν ἀποξηραμένων μεταρρυθμιστῶν, ποὺ χάρη στὸν εὐφωνικὸ στραβισμό τους ἐκλαμβάνουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ προοδευτικό. Ἀλλὰ στοὺς φθόγγους, ὅπως καὶ στὰ χρώματα, δὲν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς προόδου. Ἐκτὸς κι ἂν ἐσὺ εἶσαι ὁ δράστης, ὁπότε ὅσο πιὸ εὐώχυμο εἶναι τὸ ἕνα τόσο δυσαπεικόνιστο εἶναι τὸ ἄλλο.

Μιὰ κοινωνία ὅπου τ᾿ ἀναγνώσιμα δέντρα γίνονται καὶ πολυφωνικὰ τῆς ἴριδας βρίσκεται ἤδη ἐν ἐξελίξει. Ἂς εἶναι καλὰ ὁ ἑκάστοτε γεωμέτρης ποιητής, πού ᾿χει κερδίσει τὸν στέφανο τοῦ ἀνέμου. Ἴσως ὁ νέος Ἀρίων νὰ γεννήθηκε μόλις ἐχθές.

ΥΓ. Μπορεῖ νὰ παραξενεύεται κανεὶς μὲ τὴν ἀπὸ σκοποῦ ἀποχαλινωμένη Κυριακὴ τῆς γραφῆς μου. Δὲν ἔχει ὅμως παρὰ νὰ τὴν ἐξωθήσει ὣς τὸ ἔσχατο ἄκρο της, γιὰ νὰ ἀνατραπεῖ καὶ νὰ βρεθεῖ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριά, στὴν τάξη μιᾶς κλασικῆς Δευτέρας.

πρόσφατος εμπλουτισμός / επιμέλεια 05.03.20.
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 23, 2020 01:59
No comments have been added yet.