Chronos (1/3)
Σε έναν κεντρικό δρόμο της Νόξφορντ, μιας μεγαλούπολης πλημμυρισμένης από ατμό και φασαρία, πιεσμένο από όλες τις μεριές με ψηλά κτήρια που, όμως, δεν έφταναν το δικό του ύψος, βρισκόταν το μεγάλο ρολόι. Δέσποζε σαν φύλακας του χρόνου, με τα μεγάλα του δάχτυλα να κινούνται αέναα και να μετρούν τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα και τις ζωές των ανθρώπων.
Οι κάτοικοι σήκωναν τα βλέμματά τους ψηλά και επιτάχυναν τον βηματισμό τους σιάζοντας τα καπέλα τους ώστε να μην σπαταλήσουν άλλο χρόνο τους δρόμους, μέσα στο θόρυβο των μηχανοκίνητων οχημάτων που είχαν κατακλύσει την πόλη τα τελευταία χρόνια. Μαζί με τις μηχανές μετακίνησης ήρθαν μαζί και άλλες παράξενες κατασκευές, οι οποίες κατέληξαν να γίνουν μόδα.
Μπορούσε κανείς να δει ένα σωρό διαφορετικές χρήσεις αυτών των μεταλλικών κατασκευών –από τσαγιέρες που μετρούσαν αντίστροφα τα λεπτά που το τσάι θα παρέμενε ζεστό μέχρι μηχανικά άκρα που βοηθούσαν τους καθαριστές των κτηρίων να φτάσουν τα δυσκολότερα και ψηλότερα σημεία χωρίς να κουνηθούν από το ασφαλές έδαφος.
Δεν θα μπορούσε να παραληφθεί η ανακάλυψη του ηλεκτρισμού που είχε μπει για τα καλά στις ζωές των ανθρώπων και είχαν σχεδόν ξεχάσει τι θα πει κερί και φλόγα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κάτι είχε πάει στραβά στην ηλεκτροδότηση και η μισή πόλη της Νόξφορντ είχε καλυφθεί από πυκνό σκοτάδι και οι κάτοικοι σκουντουφλούσαν στα έπιπλά τους, προσπαθώντας να θυμηθούν πού είχαν καταχωνιάσει τα κεριά και τα σπίρτα.
Μέσα, λοιπόν, σε όλο αυτό το συνονθύλευμα μηχανικών κατασκευών και ανθρώπων, άνοιξε ένα πανέμορφο ωρολογάδικο, το Chronos. Η ιδιοκτήτρια –και ωρολογοποιός– συστήθηκε στους πρώτους δειλούς και αμήχανους ή ενθουσιασμένους και περίεργους πελάτες ως Ιζόλντ Ουίβερ αλλά το όνομά της περνώντας από στόμα σε στόμα διαβρώθηκε λόγω του επαγγέλματός της και μέσα σε λίγες μέρες έγινε γνωστή ως Ιζόλντ Τίκερ.
Η Ιζόλντ ήταν μια γυναίκα ερχόμενη από κάποια μεγαλούπολη της Δύσης, της οποίας το όνομα χάθηκε αδιάφορα και γρήγορα, και έφερε μαζί της την γνώση των σπουδών της πάνω στον κινητό χρόνο. Οι μέρες όπου το μεγάλο ρολόι έδινε τον ρυθμό της καθημερινότητας τους ήταν πια παρελθόν και τα ρολόγια τσέπης και χειρός έγιναν η νέα μόδα. Η Νόξφορντ δεν ήταν πόλη από την οποία έλειπαν μηχανικοί που θα έκαναν επισκέψεις για να επισκευάσουν παλιά ρολόγια δαπέδου ή τοίχου αλλά κανείς στο παρελθόν δεν είχε πάρει την απόφαση να δημιουργήσει τέχνη πάνω στη μέτρηση του χρόνου.
Το ωρολογάδικο της Ιζόλντ ήταν σχεδόν πάντοτε γεμάτο κόσμο που χάζευε με τις ώρες τα ρολόγια κάθε λογής. Κυκλικά, τετράγωνα, τρίγωνα και άλλα παράξενα ρολόγια τοίχου με απίστευτα σχέδια κρέμονταν από το ταβάνι ή ομόρφαιναν τους τοίχους. Ρολόγια τσέπης και χειρός από χρυσό, ασήμι ή χαλκό που ταίριαζαν σε όλες τις τσέπες, με τις όμοιες αλυσίδες και τα χαραγμένα σχέδια ομόρφαιναν τη βιτρίνα του μαγαζιού αλλά και τις μικρές εσωτερικές γυάλινες βιτρίνες που γέμιζαν δαχτυλιές των ενθουσιασμένων επίδοξων πελατών. Υπήρχαν ρολόγια που μπορούσαν να μετρούν αντίστροφα τον χρόνο, άλλα που άφηναν έναν ήχο ειδοποίησης όταν οι δείκτες έδειχναν μια συγκεκριμένη ώρα και μερικά που είχαν πάνω τους τόσο παράξενα βαλμένα τα νούμερα που στην πραγματικότητα ήταν αδύνατον να διαβαστεί η ώρα. Τα ρολόγια είχαν αρχίσει να γίνονται της μόδας και μέσα σε όλες τις νέες τάσεις ήταν τουλάχιστον λιγότερο άχρηστα.
Η βαβούρα των συζητήσεων σκέπαζε τους χτύπους των ρολογιών και η εικόνα τους έμοιαζε παράταιρη μέσα στην σιωπή. Τουλάχιστον η κίνηση των δεικτών τους κατεύναζε το αγχωτικό συναίσθημα που προκαλούνταν στην Ιζόλντ μέχρι η ώρα να περάσει και οι άνθρωποι να επιστέψουν στις δουλειές τους, στα σπίτια και τις οικογένειές τους. Δεν ήταν συνηθισμένη να περνάει το χρόνο της ανάμεσα σε ανθρώπους και οι μέρες που είχε περάσει κλεισμένη σε δωμάτια δουλεύοντας ακατάπαυστα πάνω στους στόχους που είχε η ίδια επιβάλει στον εαυτό της φαίνονταν στις κινήσεις, τις αντιδράσεις και τη χλωμή της επιδερμίδα.
Η φασαρία έφευγε μαζί με τους πελάτες, ακολουθούμενη από το δυνατό φως της ημέρας. Το απαλό μπλε χρώμα του ηλιοβασιλέματος μαζί με τον καθαρό χτύπο των ρολογιών είχε ταυτιστεί πια με ηρεμία για την Ιζόλντ.
Όπως και κάθε απόγευμα, κλείδωνε την πόρτα, γύρισε το καρτελάκι στο «Κλειστό» με την εικόνα ενός ρολογιού που έδειχνε μεσάνυχτα και πέρασε αργά δίπλα από τα θολά τζάμια. Παρέμεινε ακίνητη λίγο πριν φτάσει στον πάγκο, πίσω από τον οποίο περνούσε την περισσότερη της ημέρα, και αφουγκράστηκε. Η βαβούρα των χτύπων των δεικτών και της κίνησης των γραναζιών δημιουργούσε μια γνωστή και καθησυχαστική συμφωνία που μαλάκωνε την αναπνοή της και το σφίξιμο στην καρδιά της.
Με τα μάτια της κλειστά, επικεντρώθηκε περισσότερο στους ήχους ώσπου εκείνος, ο ένας και μοναδικός, ο δυνατότερος και ταυτόχρονα ο πιο ευάλωτος από όλους, έφτασε ξεκάθαρα στα αυτιά της και την κάλεσε κοντά του για ένα ακόμη βράδυ. Πριν, όμως, χαθεί στο μικρό δωμάτιο στο πίσω μέρος του Chronos έπρεπε να ετοιμάσει το μαγαζί για την επόμενη μέρα. Άναψε μια δυνατή λάμπα στο κέντρο του χώρου και ξεκίνησε.
Έσιαξε τα ρολόγια που περίεργα και ενθουσιώδη χέρια είχαν κουνήσει, τύλιξε όμορφα μερικές αλυσίδες και άπλωσε απαλά κάποια λουριά. Στο τέλος, καθάρισε τις δαχτυλιές από τις μικρές βιτρίνες και δίπλωσε το πανί στα χέρια της. Οι κινήσεις της ήταν πάντοτε μεθοδικές και σίγουρες. Στη δουλειά της δεν υπήρχαν περιθώρια για λάθη και η Ιζόλντ εκπαίδευε τα δάχτυλα και τα χέρια της με κάθε ευκαιρία.
Το στομάχι της γουργούρισε, παρακαλώντας την για ένα πρώιμο γεύμα, αλλά εκείνη έσφιξε τα χείλη της, έβαλε το πανί στη θέση του και έσβησε το μεγάλο φως. Από το μικρό δωμάτιο πίσω από τον πάγκο έβγαινε ήδη μια απαλή λάμψη. Ένας λαμπτήρας καλυμμένος από ύφασμα που διέχεε όμορφα το φως του έκαιγε μέρα-νύχτα παρόλο που κάποιος θα μπορούσε κάλλιστα να το αποκαλέσει σπατάλη. Η Ιζόλντ ήταν λογική και πραγματίστρια οπότε ο λαμπτήρας είχε λόγω που έκαιγε. Ήταν μέρος του πειράματός της, του στόχου που είχε σκοπό να πετύχει.
Τράβηξε την πόρτα πίσω της και έκλεισε την κυρία Τίκερ έξω. Τώρα πια ήταν ελεύθερη να δημιουργήσει. Ίσως σήμερα να ήταν η νύχτα που όλα θα κούμπωναν τέλεια μεταξύ τους. Αν οι υπολογισμοί της πήγαιναν σωστά –δεν υπήρχε λόγος να είχε πέσει έξω αυτή τη φορά– σύντομα θα έπρεπε να ξεκινήσει νέες δράσεις, πιο σκοτεινές και σχεδόν αδιανόητες για τους περισσότερους ανθρώπους. Η Ιζόλντ, όμως, μπορούσε να δει πέρα από τους νόμους και τους κανόνες μια απαρχαιωμένης κοινωνίας, μιας πόλη που είχε τόσα μέσα να πετύχει ένα σωρό καινοτομίες αλλά είχε βαλτώσει στη σιγουριά του παρελθόντος. Η Νόξφορντ μπορούσε να παρέχει εύκολα στην Ιζόλντ τα απαραίτητα εργαλεία για να συνεχίσει τη δημιουργία της.
Κινήθηκε με λαχτάρα προς τον λαμπτήρα καθώς το φως και ο ιδιαίτερος χτύπος που προερχόταν από το μέρος του την καλούσε όπως μια λύκαινα παρακαλούσε την σελήνη να της απαντήσει. Άρπαξε ένα ζευγάρι γυαλιά με σκούρους φακούς από τον πάγκο εργασίας της που δεν είχε καμία σχέση με την τακτικότητα που επικρατούσε στο μαγαζί της ή στο μικρό της δωμάτιο. Εξαρτήματα κάθε λογής, παλιά και νέα, γεμάτα γράσο και σπασμένα, αφημένα δίπλα από εργαλεία και χαρτιά με σημειώσεις και σχέδια κάλυπταν κάθε σπιθαμή του πάγκου με έναν παράξενα σωστό τρόπο –τουλάχιστον για την Ιζόλντ.
Ο υπόλοιπος χώρος γέμιζε από ένα μικρό ράντζο, ένα μπαούλο με τα υπάρχοντά της και τον μεγάλο πάγκο εργασίας όπου είχε αφημένα με σωστή σειρά τα ρολόγια των πελατών που χρειαζόταν επισκευή, δίπλα από το καθένα ένα χαρτί με τις πληροφορίες του ανθρώπου και ένα ακόμα με εκείνες που είχε σημειώσει για τον εαυτό της. Το να ανοίξει ένα ωρολογάδικο σε μια μεγαλούπολη δεν ήταν ποτέ το όνειρό της αλλά ήξερε πως θα την βοηθούσε στην επίτευξη του πραγματικού, που έλαμπε τώρα μπροστά της.
Κάθισε στο σκαμνί και στερέωσε καλά τα γυαλιά στη μύτη και τα αυτιά της. Με προσεκτικές κινήσεις τράβηξε το λεπτό ύφασμα από τον λαμπτήρα. Η λαχτάρα της προδόθηκε στο τρεμάμενο χέρι της και το ζεστό γυαλί την ζεμάτισε. Άφησε έναν συριγμό να της ξεφύγει αλλά κατάφερε να συγκροτήσει γρήγορα τον εαυτό της. Αν πράγματι σήμερα ήταν η σωστή νύχτα δεν ήθελε να την θυμάται για πάντα με έναν λάθος τρόπο.
Έστρεψε ξανά την προσοχή της στον λαμπτήρα και τον παρατήρησε με το πιο εξεταστικό της βλέμμα. Το φως του ήταν καθαρό και υγιές –είχε μερικές μέρες που κρατούσε αυτήν την πανέμορφη γαλάζια απόχρωση από μόνος του– και απλώνοντας το χέρι της κοντά του ένιωσε την απαλή του ζέστη να της χαϊδεύει την παλάμη. Έκλεισε τα μάτια της και αφουγκράστηκε τους χτύπους του. Μέτρησε, κρατώντας ρυθμό με το πόδι της και έπειτα από αμέτρητες επαναλήψεις άφησε τα μάτια της να ανοίξουν ξανά και να τυφλωθεί από το έντονο φως. Τα χείλη της συσπάστηκαν αλλά συγκράτησε τον εαυτό της για μια ακόμη φορά. Είχε ξαναπεράσει παρόμοιες καταστάσεις και δεν ήθελε να προτρέχει –δεν ήταν σωστό.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, η οποία τραβήχτηκε και βγήκε πολύ πιο κοφτή και γρήγορη από ότι χρειαζόταν για να προσποιηθεί πως ηρέμησε και γύρισε το σώμα της στο πλάι και πίσω. Γέρνοντας, έψαξε ανάμεσα στα χαρτιά και τα εξαρτήματα και ένιωσε τα ακροδάχτυλά της να αγγίζουν μια αλυσίδα. Την έμπλεξε ανάμεσά τους και τράβηξε το ρολόι κοντά της. Πέρασε τον αντίχειρά της από το μπροστινό του καπάκι, νιώθοντας από κάτω το χαραγμένο πουλάκι να την χαιρετά και αυτό το βράδυ, τιτιβίζοντας στον χτύπο των δεικτών του. Το ρολόι τσέπης είχε κακοποιηθεί ανά τα χρόνια, με το μέταλλό του να έχει ξεθωριάσει σε αρκετά σημεία και ένα σωρό γρατσουνιές το μίαναν. Αλλά ήταν κομμάτια του πια, όπως κάθε χαραγματιά από τα χέρια του δημιουργού του.
Με μια συνηθισμένη κίνηση, το άνοιξε και κλείνοντας τα μάτια της κράτησε ξανά ρυθμό με το πόδι της. Όπως περίμενε, ο χτύπος του ήταν σωστός. Πάντοτε ήταν και πάντοτε θα είναι, μετά το πέρας της ζωής της Ιζόλντ, όπως συνέχιζε και έπειτα από τόσα χρόνια. Με βάση αυτό θα μπορούσε να δει αν το πείραμά της ήταν σωστό ή λάθος.
Έστρεψε το βλέμμα της ξανά στον λαμπτήρα, ακολουθώντας το μαύρο του καλώδιο με το οποίο είχε τυλίξει τα σύρματα που του έδιναν ρεύμα. Με χέρι εκπαιδευμένο στη σιγουριά οποιασδήποτε κίνησης, τράβηξε το καλώδιο που ενωνόταν με τη βάση του λαμπτήρα και το άφησε να πέσει κάτω. Το φως του δεν τρεμόπαιξε και –αν είχε ακούσει καλά– ο χτύπος του δεν έχασε τον ρυθμό του. Πίεσε το κουμπάκι στο ρολόι τσέπης, κάνοντάς το να πάψει και να την περιμένει μέχρι να συγχρονίσει τον ρυθμό που κρατούσε με το πόδι της στο ξύλινο πάτωμα και με εκείνον του λαμπτήρα.
Άφησε το κουμπάκι και τα τρία χτυπήματα τραγούδησαν μαζί ξανά και ξανά, ώσπου η Ιζόλντ ακινητοποίησε το πόδι της. Φοβόταν πως υπήρχε κάποια διαφωνία και ο δικός της ρυθμός την κάλυπτε –της είχε συμβεί στο παρελθόν. Όλες οι φορές που είχε χαρεί, που είχε σηκωθεί από την καρέκλα και είχε χορέψει στο δωμάτιο, που είχε γελάσει με την ψυχή της, έσκασαν σαν χαστούκια στο μυαλό της. Δεν ήταν πια η ίδια γυναίκα. Δεν θα άφηνε τίποτα στην τύχη της στιγμής. Θα χρησιμοποιούσε όλα όσα είχε μάθει. Μεθοδικότητα και σιγουριά.
Τα λεπτά έγιναν ώρες και τα μάτια της Ιζόλντ περνούσαν γύρους ξηρασίας και υγρασίας, πόνου και καψίματος, από την κούραση και από το αέναο φως του λαμπτήρα. Οι δυο χτύποι συνέχισαν να ηχούν ταυτόχρονα, να συμφωνούν ξανά και ξανά, να κάνουν τη δική της καρδιά να χάνει το ρυθμό της.
Άφησε ένα χαμόγελο να σχηματιστεί στα χείλη της, κλείνοντας όμως τη χαρά μέσα στη σιωπή της. Δεν θα έκανε φασαρία, δεν θα έχανε ούτε χτύπο. Παρόλο που ήταν σίγουρη πως ο λαμπτήρας επιτέλους δούλευε αυτόνομα, δεν θα άφηνε τον εαυτό της να παρασυρθεί. Συνέχισε να αφουγκράζεται τους χτύπους μέχρι που το στομάχι της την πρόδωσε ξανά. Ήταν εξαντλημένη από τη μέρα δουλειάς στο μαγαζί και οι ώρες που είχε περάσει ξάγρυπνη δίπλα από τον λαμπτήρα χωρίς φαγητό ή νερό χειροτέρευσαν την κατάστασή της. Έπρεπε να αγοράσει έναν πολύ καλό καθρέπτη την επόμενη μέρα, εκτός από τα υπόλοιπα πράγματα που έπρεπε να βάλει σε μια σωστή σειρά. Συνειδητοποιούσε πως οι μέρες που έρχονταν θα ήταν ακόμα δυσκολότερες από αυτές που είχε αφήσει με αδιάλλακτη αποφασιστικότατη πίσω της.
Γνωρίζοντας πως ήταν μόνο για καλό, σηκώθηκε και άφησε το ρολόι με το πουλάκι στον πάγκο εργασίας της. Κάλυψε τον λαμπτήρα με το απαλό του ύφασμα, σκεπτόμενη πως αυτή ήταν μια από τις τελευταίες φορές που το έκανε. Σύρθηκε προς το μικρό της ράντζο που έτριζε κάτω από το βάρος της, νιώθοντας την κούραση σε όλο της το σώμα. Θα κοιμόταν, τώρα, και με το πρώτο φως του ήλιου θα αγόραζε κάτι να φάει από τον φούρνο απέναντι. Θα δούλευε αδιάκοπα ως κυρία Τίκερ, πάντα χαμογελαστή και φιλική με τους πελάτες, μέχρι το επόμενο βράδυ. Ήταν μόνο η αρχή.
***
Εβδομάδες πέρασαν στο ίδιο μοτίβο –τουλάχιστον όσο είχε να κάνει με την Ιζόλντ Τίκερ που οι κάτοικοι του Νόξφορντ έβλεπαν καθημερινά. Τους χαιρετούσε όταν έμπαιναν στο μαγαζί της με το ευγενικό της χαμόγελο που όμως δεν έδινε περιθώρια για προσωπικές ερωτήσεις ή γενικές συζητήσεις. Κανείς δεν γνώριζε πραγματικά την ωρολογοποιό και η μόνη που είχε παραπάνω σχέση μαζί της ήταν η φουρνάρισσα, η Ντοτ Λαβίνια, από την οποία αγόραζε καθημερινά το φαγητό της. Η Ντοτ δεν ήταν άνθρωπος που κουτσομπόλευε αλλά η μαθητευόμενή της, η Νέτυ, θα μπορούσε να μοιραστεί με οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο μια μικρή λίστα με τις αγορές της κυρίας Τίκερ.
Αρκετοί απορούσαν πώς κατάφερνε να κρατήσει μια καλή σιλουέτα η κυρία Τίκερ με τις επιλογές που έκανε αλλά κανείς δεν σκεφτόταν πως ένα κρουασάν με σοκολάτα, ένα αλμυρό ψωμάκι ή οποιοδήποτε αρτοπαρασκεύασμα ήταν το μοναδικό γεύμα της στην κάθε της ημέρα. Ο χρόνος της Ιζόλντ ήταν μετρημένος και οι πόροι της επίσης. Έβγαζε αρκετά χρήματα από το Chronos αλλά τα έξοδά της –τα πράγματα που προμηθευόταν από ανθρώπους των οποίων έπρεπε να εξαγοράσει τη σιωπή, τα εξαρτήματα και τα εργαλεία, τα σπάνια βιβλία– ξεπερνούσαν τους αρχικούς της υπολογισμούς. Έτσι, έπρεπε να γλιτώσει από όπου μπορούσε και να υπομείνει το πονεμένο της στομάχι, την κούραση και της ζαλάδες, τις κομμάρες και τις εκρήξεις θυμού. Η δημιουργία της άξιζε τα πάντα.
Όπως κι αν είχε η κατάσταση, η δουλειά της ωρολογοποιού ήταν αψεγάδιαστη και κανείς δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Αλλά οι ερωτήσεις που πλανιόνταν από την αρχή γύρω από εκείνη και το μαγαζί της βάραιναν τα κεφάλια των κατοίκων της Νόξφορντ. Από πού ερχόταν; Γιατί είχε διαλέξει της πόλη τους; Πώς άντεχε την μοναξιά της; Ήταν παντρεμένη ή είχε χηρέψει και τώρα συνέχιζε τη λυπητερή ζωή της μόνη, χωρίς άνδρα και παιδιά; Γιατί ήταν τόσο χλωμό το δέρμα της; Την είχε δει ποτέ κανείς έξω από το Chronos;
Όσες συζητήσεις κι αν είχαν γίνει πάνω από τσάι και γλυκίσματα, μέσα σε αίθουσες εκδηλώσεων γύρω από όμορφα φορέματα και κουστούμια, ψιθυριστές γύρω από ανθρώπους που θα έλεγαν πως υπήρχαν καλύτερα και ομορφότερα πράγματα στη ζωή κανενός από το κουτσομπολιό, κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα. Η Ιζόλντ Τίκερ έκανε πολύ καλά τη δουλειά της, ήταν ευγενική και δεν είχε δώσει δικαίωμα σε κανέναν να την κακολογήσει και, στο κάτω-κάτω, η προσωπική της ζωή ήταν δικό της θέμα. Στόλιζε την πόλη τους με το όμορφό της μαγαζί και της κατασκευές της και είχε σώσει ένα σωρό οικογενειακά κειμήλια από τον σκληρό χέρι του χρόνου.
Κανείς τους δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί τι ακριβώς γινόταν στο πίσω μέρος του ωρολογάδικου Chronos. Η ησυχία που απαιτούσε η δουλειά, η σιγουριά και η ακρίβεια, δεν άφηναν κανέναν ήχο να βγει προς τα έξω που θα μαρτυρούσε πως κάτι παράξενο –αηδιαστικό και απάνθρωπο– έτρεχε εκεί. Το φως στο δωμάτιο ήταν πάντοτε ανοιχτό –όλοι το γνώριζαν αυτό– μιας και η κυρία Τίκερ δούλευε ως αργά στην επιδιόρθωση των ρολογιών τους ή πάνω σε νέα σχέδια για να ομορφύνει το μαγαζί και τις ζωές τους. Το χοντρό ύφασμα των κουρτινών της δεν άφηνε ούτε το πιο έμπειρο μάτι να ρίξει μια μικρή ματιά στο εσωτερικό του κρυφού δωματίου.
Δεν είχε καθυστερήσει ποτέ της κάποια παραγγελία και ίσως για αυτό το κουτί με τις μικρές δωρεές δίπλα από την πόρτα γέμιζε τακτικά. Κανείς δεν μπορούσε να πει λέξη για την κυρία Τίκερ, εκτός αν προερχόταν μόνο από καλοσύνη. Ναι, μπορεί η παρουσία της να είχε αλλάξει ραγδαία μέσα στους μήνες που πέρασαν και τις τελευταίες εβδομάδες να έδειχνε πολύ πιο κουρασμένη από ότι συνήθως αλλά το φόρτο εργασίας ήταν μεγάλο. Μπορεί πράγματι να είχε αλλάξει συνήθειες στο φαγητό που αγόραζε από τον φούρνο και κάθε μέρα να δοκίμαζε κάτι καινούριο ή να ζητούσε παράξενους συνδυασμούς γεύσεων που η Ντοτ Λαβίνια ετοίμαζε για εκείνη. Η ζωή της Ιζόλντ Τίκερ έμοιαζε να κυλάει όπως ένα καλοκαρδισμένο ρολόι.
Μέχρι τη μέρα –σχεδόν ένα χρόνο έπειτα από τα εγκαίνια του Chronos– που εθεάθη πίσω από τον πάγκο του μαγαζιού της, να περιμένει τους πρώτους πελάτες, όχι μόνη όπως πάντα, αλλά με παρέα. Το ωρολογάδικο γέμιζε πάντοτε κόσμο, από πραγματικούς πελάτες μέχρι ανθρώπους που δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν από το να χαζεύουν βιτρίνες όλη μέρα και να συζητούν επί ώρες κάθε μικρή ή νέα λεπτομέρεια που είχε πάρει το έμπειρο μάτι τους.
Ποτέ, όμως, στο παρελθόν δεν είχε σχηματιστεί ουρά έξω από το Chronos, με ανθρώπους να συζητούν δυνατά, προκαλώντας όχι εκείνη την ήρεμη βαβούρα του απαλού ενθουσιασμού αλλά τη διαφωνία των κουτσομπολιών, της περιέργειας και του σοκ. Περίεργοι περαστικοί και μη ακουμπούσαν τα χέρια και τα κεφάλια τους στην μεγάλη βιτρίνα, προσπαθώντας να δουν με τα δικά τους μάτια την νεαρή γυναίκα που στεκόταν χαμογελαστή δίπλα από την Ιζόλντ Τίκερ.
Τα καστανά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια όμορφη κοτσίδα και στο κεφάλι της φορούσε ένα γλυκύτατο καπέλο. Το πρόσωπό της ήταν χαμογελαστό και ευγενικό, με μια έκφραση που τόσο πολύ θύμιζε εκείνη της κυρίας Τίκερ. Τα ρούχα της ταίριαζαν με τη δουλειά της αλλά δεν είχαν χάσει την φινέτσα της νεαρή της ηλικίας. Δύο σημαντικές πληροφορίες είχαν κυκλοφορήσει αμέσως σε όλη την γειτονιά –αλλά και πέρα από αυτή. Το όνομά της νεαρής γυναίκας ήταν Μοντ και τα μάτια της ήταν ομορφότερα και από το πρώτο φως του ήλιου, από τα χρώματα της άνοιξης, πιο ζεστά και από μια φωτιά που καίει από το πρωί ως το βράδυ, πιο εκτυφλωτικά και μαγευτικά από ένα ουράνιο τόξο έπειτα από γκρίζες και βαριές μέρες.
Οι ερωτήσεις, βέβαια, γεννιόνταν ανά το δευτερόλεπτο και πλήθαιναν με κάθε νέο σχόλιο. Ποια ήταν η νεαρή γυναίκα; Από πού είχε έρθει η δεσποινίς Μοντ; Την είχε αφήσει η μητέρα της με κάποιο μέλος οικογενείας ώσπου να ανοίξει στο ωρολογάδικο και να μπορέσει να σταθείς τα πόδια της ώστε να της προσφέρει ένα μέρος να ζήσει ευπρεπώς; Γιατί δεν είχε μιλήσει σε κανέναν τους για την χαμένη της κόρη;
Οι δυο τους, όμως, δεν έμοιαζαν αρκετά και η κυρία Τίκερ ήταν πολύ νέα για να έχει μια ενήλικη κόρη αλλά δεν υπήρχε κάποια καλύτερη εξήγηση. Η Ιζόλντ Τίκερ δεν ήταν γυναίκα που μοιραζόταν την προσωπική της ζωή αλλά μια κουβέντα θα μπορούσε να την έχει πει. Άραγε την κρατούσε μυστικό για κάποιον σοβαρό λόγο; Την έκρυβε;
Οι αμέτρητες ερωτήσεις, παρέα με ένα σωρό ακόμα φράσεις και πραγματικά ξεδιάντροπες προτάσεις έφταναν ξανά και ξανά στα αυτιά των δυο γυναικών. Καμιά τους, όμως, δεν φάνηκε να ενοχλείται ή να δίνει περιθώριο για άνοιγμα συζήτησης. Η μέρα για εκείνες άρχισε και τελείωσε όπως κάθε άλλη. Δέχτηκαν χαλασμένα ρολόγια και κράτησαν τις πληροφορίες του κάθε πελάτη, δίνοντάς του μια πρόβλεψη για το κόστος και έπειτα για τον χρόνο που θα χρειαζόταν η επιδιόρθωση. Η Ιζόλντ κάποιες φορές βγήκε από τον πάγκο για να δείξει ρολόγια που θα ταίριαζαν σε τοίχους ανάλογα με τις περιγραφές ή σε χέρια πελατών που τα ήθελαν για τους ίδιους ή τα προόριζαν για δώρα. Η Μοντ παρέμεινε μακριά τους, κρατώντας μια απόσταση ασφαλείας που έπειτα συζητήθηκε για το αν ήταν εσκεμμένη ή όχι. Έβαζε πολύ συχνά το χέρι της μέσα στην τσέπη της όμορφης ποδιάς της και κρατούσε κάτι που κανένας δεν κατάφερε να δει.
Με το τελευταίο φως της ημέρας και αφού οι λάμπες στους δρόμους είχαν ανάψει προ πολλού, η Ιζόλντ Τίκερ καληνύχτισε τους τελευταίους πελάτες που είχαν μείνει παραπάνω του δεόντως αλλά δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από την Μοντ. Η πόρτα του Chronos έκλεισε, το καρτελάκι γύρισε και το μεγάλο φως έσβησε. Η Ιζόλντ κινήθηκε προς τον πάγκο της χωρίς να σιάξει τις θέσεις των ρολογιών, χωρίς να καθαρίσει τις τζαμαρίες ή την βιτρίνα που είχαν θολώσει περισσότερο από ποτέ, χωρίς να αφουγκραστεί την ηρεμία κάτω από τους σταθερούς χτύπους των δεικτών.
«Έλα, Μοντ» είπε απαλά και απλώνοντας το χέρι της στην πλάτη της κοπέλας, την βοήθησε να στρίψει και να προχωρήσει προς το πίσω μέρος του μαγαζιού, προς το δωμάτιο που άνηκε πια και στις δυο τους.
«Πώς τα πήγα;» την ρώτησε με ενδιαφέρον στη φωνή της, που όμως δεν φάνηκε στο πρόσωπό της. Η έκφρασή της παρέμεινε εκείνη η ευγενική που είχαν προβάρει οι δυο τους αμέτρητες φορές μπροστά στον καθρέπτη μέχρι να μοιάζει φυσιολογική.
Έβγαλε το ρολόι με το πουλάκι από την τσέπη της και το κράτησε σφιχτά στο χέρι της. Η Ιζόλντ χάρηκε που η ιδέα της να δώσει στην Μοντ κάτι γνώριμο να έχει κοντά της, κάτι να κρατιέται τις στιγμές που ένιωθε πως ήθελε να καταρρεύσει από την περιέργεια των ματιών των ανθρώπων, από τις λέξεις που έβγαιναν απερίσκεπτα από τα στόματά τους, ή όταν ένιωθε πως ήθελε να χαθεί ξανά στο μικρό τους δωμάτιο.
«Πολύ καλά, Μοντ» της είπε η Ιζόλντ, χαμογελώντας της ζεστά και χαϊδεύοντας την πλάτη της με απαλές κινήσεις.
Είχε πολλά χρόνια να νιώσει πως ήθελε να φερθεί με τόση αγάπη σε κάποιον και δεν ήξερε αν η ελευθερία των συναισθημάτων της προκαλούνταν από την φυσιολογία της Μοντ ή ένιωθε πράγματι αυτή τη χαρά, την αγάπη και της προστασία πάνω στην δημιουργία της.
«Θα πρέπει να δουλέψουμε πάνω σε μερικές ακόμα εκφράσεις» πρόσθεσε και έκλεισε την πόρτα πίσω τους.
Η Μοντ κοντοστάθηκε και γύρισε να την κοιτάξει με έναν τρόμο στο πρόσωπό της που είχε τελειοποιήσει ήδη από τις πρώτες μέρες, όταν δυνατές καταιγίδες μάστιζαν τη Νόξφορντ, γεμάτες αστραπές και βροντές που η νεογέννητη γυναίκα δεν είχε ακούσει ποτέ της.
«Φανερώθηκα, Ιζόλντ;»
Η Ιζόλντ πήρε μια βαθιά ανάσα στο άκουσμα του ονόματός της από εκείνη και της χαμογέλασε ζεστά, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της. «Ήσουν τέλεια. Έκανες όλα όσα είπαμε και δεν έδωσες δικαίωμα για κουβέντα».
Οι δυο τους κάθισαν στις θέσεις τους, με την Ιζόλντ να παίρνει το σκαμνί κοντά στον γεμάτο πράγματα πάγκο και την Μοντ να κάθεται σε μια αναπαυτική καρέκλα όπου από την απαρχή του Chronos ήταν η θέση του λαμπτήρα που έκαιγε μέρα-νύχτα. Και έκαιγε ακόμα, πιο λαμπερός από ότι ένα κοινό μάτι θα μπορούσε να δει, πιο ζωντανός από ότι μια ανθρώπινη παρουσία μπορούσε να καταλάβει, πιο ζεστός και από την αγκαλιά μιας χαμένης αγάπης. Το μακρύ καλώδιο που χανόταν σε μια εσοχή του τοίχο βρισκόταν στα πόδια της Μοντ και η Ιζόλντ έσκυψε και το σήκωσε.
«Δεν νιώθω κουρασμένη» της είπε η Μοντ.
Το ζεστό της χαμόγελο ήταν τόσο φυσικό που αν η Ιζόλντ δεν την είχε δει να προβάρει μπροστά στον καθρέπτη τόσες και τόσες φορές δεν θα καταλάβαινε πως ήταν βαλτός. Από την άλλη, μπορεί η Μοντ να είχε αλλάξει μέσα της παρόλο που δεν είχε περάσει αρκετός καιρός. Το βιβλίο της Αλχημείας του Μόρντεκαϊ περιέγραφε αναλυτικά την κάθε μέρα ζωής του αυτόματου που είχε ο ίδιος ο Αλχημιστής δημιουργήσει και τα συναισθήματα του Αμόν είχαν βγει στην επιφάνεια αρκετούς μήνες μετά τη γέννησή του. Η Ιζόλντ θα έριχνε μια ακόμη ματιά στο βιβλίο πριν κοιμηθεί.
«Μπορεί να μην το νιώθεις ακόμη, καλή μου Μοντ» της είπε με τον πιο απαλό τόνο που κατείχε και περίμενε από την νεαρή της… –ή φίλη ίσως ή κόρη, η Ιζόλντ δεν είχε πάρει ακόμα το χρόνο της να το σκεφτεί– σύντροφο να δεχτεί την πρότασή της. Μέσα στη σιωπή του δωματίου μπορούσε να ακούσει τον σταθερό χτύπο του λαμπτήρα, μέσα στο στήθος της Μοντ.
Η Μοντ παρέμεινε να την κοιτάζει με τα λαμπερά γαλάζια μάτια της, με το φως τους τόσο ζεστό και όμορφο που έφερνε στην Ιζόλντ αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων, ανάμεσα στα αδέρφια της που έτρεχαν στο μικρό τους σπίτι και τρέλαιναν τους γονείς και τους γείτονές τους. Κανείς δεν είχε παράπονο από εκείνα, όση φασαρία κι αν έκαναν σε απαγορευμένες ώρες. Οι καιροί αυτοί, όμως, είχαν περάσει προ πολλού και είχαν θαφτεί κάτω από το σκοτεινό πέπλο του πυρετού.
«Θα κοιμηθείς κι εσύ τώρα;»
Η Ιζόλντ άνοιξε το στόμα της, έτοιμη να απαντήσει θετικά, αλλά το καθαρό βλέμμα της Μοντ την σταμάτησε. Άφησε μια κουρασμένη ανάσα να βγει καθώς έριχνε μια ματιά στο γεμάτο ρολόγια που χρειάζονταν επιδιόρθωση τραπέζι πίσω της και στράφηκε ξανά προς την Μοντ.
«Όχι ακόμα. Έχω λίγη δουλειά να κάνω».
Η Μοντ γούρλωσε τα μάτια της με λαχτάρα –κάτι που η Ιζόλντ δεν την είχε δει ποτέ να προβάρει στον καθρέπτη. «Μπορώ να βοηθήσω, σε παρακαλώ;»
«Δεν θέλω να σε κουράσω άλλο».
Η Μοντ έσμιξε τα φρύδια της –μια ακόμη πολύ φυσική έκφραση και αντίδραση που το αυτόματο έμοιαζε να έχει μάθει μόνο του ή πράγματι να έβγαινε ήδη φυσικά από μέσα του– και την κοίταξε μπερδεμένη.
«Μοντ; Τι συμβαίνει;»
«Δεν είχαμε πριν λίγο την ίδια συζήτηση, Ιζόλντ;» την ρώτησε πραγματικά απορημένη. «Μου ζήτησες να κοιμηθώ αλλά σου είπα πως δεν νιώθω ακόμα κουρασμένη. Έτσι δεν είναι;»
Η Ιζόλντ γέλασε ελαφρά, πράγμα που προκάλεσε περισσότερη ταραχή στην Μοντ. Άφησε κάτω το καλώδιο και με τα ελεύθερα πια χέρια της σκέπασε εκείνα της Μοντ. «Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς» της είπε, πρώτα-πρώτα για να την ηρεμήσει κι έπειτα για να δώσει λίγο χρόνο στον εαυτό της να αναλογιστεί την απόφασή της.
Ήθελε την παρέα της Μοντ όσο τίποτα άλλο στον κόσμο και είχε δουλέψει πολύ σκληρά για να καταφέρει να την δημιουργήσει. Αυτό όμως δεν σήμαινε πως έπρεπε να αρχίσει να φέρεται απρόσεκτα. Ήταν ακόμη νεογέννητη και δεν μπορούσε να ελέγξει –τουλάχιστον έτσι έλεγε στις σημειώσεις του ο Μόρντεκαϊ– τα συναισθήματά της, πόσο μάλλον να καταλάβει αν ένιωθε κούραση ή όχι. Η Μοντ, όμως, δεν έμοιαζε στον Αμόν. Εκείνη είχε ήδη διανύσει τρομερή απόσταση από την πρώτη της ημέρα ζωής και η συμπεριφορά της θύμιζε έναν τουλάχιστον δίχρονο Αμόν.
Υπήρχε άραγε περίπτωση να είχε κάνει η Ιζόλντ καλύτερη δουλειά από τον Μόρντεκαϊ, τον Αλχημιστή που είχε γράψει το πρώτο βιβλίο πάνω στη δημιουργία των αυτόματων, που το είχε γεμίσει σημειώσεις, σκέψεις και πειράματα; Λαμβάνοντας υπ’ όψιν της τα γεγονότα, η Ιζόλντ θα απαντούσε θετικά αλλά δεν ένιωθε άξια να βάλει τον εαυτό της σε τόση υψηλή θέση –ακόμα και κρυφά.
Η απόφαση είχε παρθεί και μαζί της ήρθε μια δεύτερη. Η Ιζόλντ θα έγραφε το δικό της βιβλίο Αλχημείας ώστε να μπορέσει να σημειώσει τη δική της εμπειρία και τις δικές της κινήσεις πάνω στη δημιουργία της Μοντ. Είχε, ούτως ή άλλως, ένα σωρό χαρτιά όπου κατέγραφε τα πειράματά της και το μόνο που της έμενε ήταν να τα βάλει σε μια σειρά και να συνεχίσει το έργο της.
Στο παρελθόν δεν θα μπορούσε να σκεφτεί καν κάτι τέτοιο. Δεν είχε κανέναν να προσέχει το μαγαζί της. Τώρα πια είχε έναν ενθουσιώδη και –σχεδόν– ακούραστο βοηθό. Υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι δεν θα εκμεταλλευόταν την Μοντ, ούτε θα την έβαζε ποτέ να κάνει κάτι που δεν ήθελε. Ήταν ένας ζωντανός οργανισμός, όπως και η ίδια η Ιζόλντ, και είχε τα ίδια δικαιώματα στις επιλογές της. Η Ιζόλντ ήταν η δημιουργός της αλλά όχι η αρχόντισσα της ζωής της.
«Εντάξει» είπε τελικά στην Μοντ και είδε την έκφρασή της να αλλάζει. «Δεν θα το κάνουμε συνήθεια, όμως. Δοκιμάζουμε σήμερα και βλέπουμε πώς πάει».
Το χαρούμενο βλέμμα της Μοντ, το πλατύ χαμόγελο και το σφίξιμο στα χέρια της ήταν η πιο ζεστή απόκριση που είχε πάρει ποτέ της η Ιζόλντ. Οι δυο τους σηκώθηκαν μαζί, τόσο συγχρονισμένα που έμοιαζαν σαν ένας άνθρωπος με την πιο όμορφη σκιά του, και πήραν τις θέσεις τους στον πάγκο εργασίας.
Η Ιζόλντ διάλεξε τα ρολόγια που χρειάζονταν πιο άμεσα επιδιόρθωση και έδωσε το πιο απλό στην Μοντ. Εκείνη καταπιάστηκε αμέσως και για πρώτη φορά εδώ και πολλές μέρες το βλέμμα της άργησε πάρα πολύ από το να στραφεί προς το παράθυρο που έβλεπε σε ένα άνοιγμα του ουρανού. Το ρολόι τσέπης με το χαραγμένο πουλάκι βρισκόταν κοντά στα χέρια της Μοντ και η Ιζόλντ την είδε πολλές φορές να το κοιτάζει και να το αγγίζει απαλά, λες και της έδινε δύναμη και θάρρος να συνεχίσει να προσπαθεί.
Κι έτσι οι μέρες και οι νύχτες της Ιζόλντ άλλαξαν. Το πρώτο βράδυ που η Ιζόλντ ξεκίνησε να μαζεύει τις σημειώσεις της, η Μοντ προσφέρθηκε ξανά να βοηθήσει με τα ρολόγια. Η Ιζόλντ δέχτηκε ευχαριστώντας την και δίνοντάς της μια υπόσχεση πως σε λίγο θα καθόταν κι εκείνη κοντά της να βοηθήσει. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η Ιζόλντ δεν είχε κρατήσει το λόγο της.
Οι ώρες πέρασαν πριν η ωρολογοποιός το καταλάβει και βρέθηκε να ξυπνάει με έναν έντονο πόνο στον λαιμό της. Συνειδητοποίησε πως την είχε πάρει ο ύπνος καθώς έγραφε τα γεγονότα της τελευταίας ημέρας, μαζί με τις προσωπικές της σημειώσεις και σκέψεις. Έντρομη, στράφηκε προς τον πάγκο και είδε πως πολλά από τα ρολόγια έλειπαν. Η καρέκλα της Μοντ ήταν άδεια και το καλώδιο που οδηγούσε στην βαριά μπαταρία τροφοδοσίας ήταν κουλουριασμένο τακτικά στο πάτωμα.
Σηκώθηκε, προσπαθώντας να αγνοήσει τον πόνο στο πίσω μέρος του λαιμού της, και μάζεψε βιαστικά τα χαρτιά της. Τα παράχωσε στο μπαούλο της, κάτω-κάτω, εκεί που έκρυβε τα βιβλία της Αλχημείας –και η Μοντ είχε ορκιστεί να μην ανοίξει ποτέ– και έφυγε καρφί για την πόρτα. Το φως που γέμιζε το μέρος της έδειξε πως είχε παρακοιμηθεί. Η απουσία της Μοντ μαζί με τις έντονες συζητήσεις από τον μεγάλο χώρο του μαγαζιού την έκαναν να καταλάβει πως η νεαρή σύντροφός της είχε πάρει μια βαρυσήμαντη πρωτοβουλία και είχε ανοίξει το ωρολογάδικο χωρίς την άδεια της Ιζόλντ.
Κατέβασε αργά το χερούλι και άφησε τη φασαρία να μπει στον ήσυχο χώρο. Έριξε μια ματιά και είδε πως ο κόσμος ήταν για μια ακόμη φορά πολύς αλλά όχι όσο ανεξέλεγκτος την προηγούμενη φορά. Γυναίκες και άνδρες συζητούσαν καθώς χάζευαν τις βιτρίνες, άλλοι παραλάμβαναν τις παραγγελίες τους και αποχαιρετούσαν ευχαριστημένοι την Μοντ ενώ υπήρχαν και μερικοί που φαινόταν πως είχαν έρθει για κουτσομπολιό αλλά τουλάχιστον φέρονταν λιγότερο επιδεικτικοί.
«Μοντ» την κάλεσε η Ιζόλντ, όσο πιο ψιθυριστά και διακριτικά μπορούσε, τραβώντας μόνο μερικά παράξενα βλέμματα που αμέσως επέστρεψαν πάνω στην Μοντ.
«Με συγχωρείτε, για ένα λεπτό» είπε στους πελάτες μπροστά της και μπήκε βιαστικά στο πίσω δωμάτιο. Πέρασε ένα εξεταστικό βλέμμα από την Ιζόλντ και φάνηκε να παρατηρεί το χέρι της που κρατούσε σταθερό το κεφάλι της στον λαιμό της. «Έτσι μοιάζουν οι άρρωστοι άνθρωποι, Ιζόλντ;»
Η Ιζόλντ έκανε να κουνήσει αρνητικά το κεφάλι της αλλά ο πόνος την απότρεψε τελικά. «Όχι, απλώς πιάστηκα επειδή κοιμήθηκα στο τραπέζι».
Η Μοντ έφερε το χέρι της στο στόμα της, δείχνοντας σοκαρισμένη. Έπειτα το κατέβασε, μαζί με τους ώμους της. «Με συγχωρείς. Είναι δικό μου λάθος που σε άφησα εκεί όλο το βράδυ» της είπε και άφησε το βλέμμα της να πέσει κι εκείνο κάτω. «Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω αλλά δεν σκέφτηκα πως θα πληγωνόσουν».
«Μη στεναχωριέσαι» της είπε η Ιζόλντ και την πήρε στην αγκαλιά της χωρίς να νοιάζεται για τον πόνο, ρίχνοντας και ένα γρήγορο βλέμμα στο γεμάτο μαγαζί. Οι χτύποι του λαμπτήρα στο σημείο της καρδιάς της Μοντ πέρασαν στο δικό της σώμα και μαζί με τη ζέστη του την έκανε να νιώσει καλύτερα.
Κάποια από τις δυο τους θα έπρεπε να είναι εκεί έξω και να προσέχει τους πελάτες, να τους εξυπηρετεί και να πουλάει ρολόγια. Προφανώς θα έπρεπε να είναι η ίδια η Ιζόλντ αλλά η πρόσφατη συμπεριφορά της Μοντ της είχε ανοίξει τόσους δρόμους. Ήθελε να κρατήσει γρήγορα σημειώσεις από τις νέες εκφράσεις που είχε ήδη μάθει η νεογέννητη γυναίκα και να τις συγκρίνει με εκείνες του Αμόν. Υπήρχαν μερικά βιβλία που δεν είχε προλάβει να μελετήσει καθώς δημιουργούσε την Μοντ και μπορεί μέσα τους να έβρισκε μερικές απαντήσεις.
Ίσως να μην ήταν τόσο κακή ιδέα να μείνει η Μοντ μόνη της στο μαγαζί για λίγες ακόμα ώρες. Έμοιαζε να τα έχει πάει περίφημα και δεν είχαν φτάσει αρνητικά σχόλια στα αυτιά της ως τώρα από τους πελάτες. Οι εκφράσεις τους ήταν φυσιολογικές και κανένας δεν φαινόταν εκνευρισμένος ή απογοητευμένος.
«Πώς νιώθεις εκεί έξω με τους πελάτες; Μόνη;»
Η Μοντ έκανε πίσω και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Μου αρέσει».
«Θέλεις να συνεχίσεις για λίγο ακόμα σήμερα;»
Η Μοντ χαμογέλασε αλλά έπειτα φάνηκε να το σκέφτεται. «Είναι πείραμα;»
«Όχι κακό πείραμα».
«Δεν ήξερα πως υπάρχουν καλά και κακά».
Η Ιζόλντ ξεφύσησε. Ήταν τόσα πράγματα που η Μοντ δεν γνώριζε και το νεογνό μυαλό της θα χρειαζόταν χρόνο για να επεξεργαστεί και να καταλάβει αλλά από την σύντομη τους γνωριμία η Ιζόλντ πίστευε πως τα πήγαινε ήδη εξαίσια. Φερόταν με τρόπο εξαιρετικό, ευφυή και δημιουργικό, πολύ πάνω από το προβλεπόμενο επίπεδο που θα έπρεπε να βρίσκεται.
«Με εμπιστεύεσαι, Μοντ;»
«Περισσότερο από τον εαυτό μου».
«Ωραία.» της είπε και έστριψε το σώμα της προς την πόρτα. «Εγώ εμπιστεύομαι εσένα να κρατήσεις το μαγαζί στην εντέλεια σήμερα».
«Είναι σωστό αυτό; Τόσο σύντομα;»
Η Ιζόλντ γέλασε απαλά καθώς άκουγε σχεδόν τον ίδιο της τον εαυτό στα λόγια της Μοντ. «Είναι» της είπε και ένιωσε ένα τσίμπημα ενοχής στο μικρό της ψέμα.
Καθώς η Μοντ έβγαινε ξανά έξω από το μικρό δωμάτιο και οι συνομιλίες των πελατών κατεύνασαν στην παρουσία της, η Ιζόλντ υποσχέθηκε στον εαυτό της πως δεν θα έκανε συνήθεια με τόσο ριψοκίνδυνη συμπεριφορά. Μόνο εκείνη τη μέρα χρειαζόταν λίγο χρόνο για τον εαυτό της. Έπρεπε να βγει έξω και να αγοράσει ένα κενό σκληρόδετο βιβλίο και να επιστρέψει αμέσως ώστε να πάρει τη θέση της πίσω από τον πάγκο, με την Μοντ στο πλάι της. Ίσως στον γυρισμό αγόραζε κάτι να φάει από την Ντοτ Λαβίνια και να φυλάξει μια νέα λιχουδιά για την Μοντ.
Παρόλο που δεν χρειαζόταν να τρώει –ή να αναπνέει– η Ιζόλντ ήθελε να την κάνει να συνηθίσει τέτοιες ανθρώπινες συμπεριφορές γιατί θα έμοιαζε φυσιολογική μπροστά σε άλλους ανθρώπους. Τελικά η Μοντ είχε λατρέψει το φαγητό περισσότερο από ότι περίμενε η Ιζόλντ και ζητούσε συνεχώς νέες γεύσεις και παράξενους συνδυασμούς. Αυτό σίγουρα θα άρεσε στη σύντροφό της και έτσι θα την αντάμειβε για τη βοήθειά της.
Μια φορά, όμως, δεν ήταν αρκετή και έτσι μια νέα καθημερινότητα δημιουργήθηκε ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Τα βράδια περνούσαν και οι δυο τους μερικές ώρες πριν την ξεκούρασή τους στο πίσω μέρος του δωματίου, δουλεύοντας πάνω σε διαφορετικά πράγματα.
Η Μοντ επιδιόρθωνε τα ρολόγια των πελατών και ακολουθώντας κάποια σχέδια της Ιζόλντ έφτιαχνε νέες κατασκευές που μετρούσαν την ώρα και έκαναν τους πελάτες να τρελαίνονται από ενθουσιασμό κατά τις ώρες της ημέρας που κρατούσε μόνη πια το μαγαζί.
Η Ιζόλντ έγραφε και διάβαζε ακατάπαυστα, κάνοντας μικρά διαλλείματα για φαγητό, νερό ή μικρές συζητήσεις που συνήθως ξεκινούσαν από κάποια παράξενη ερώτηση που έκανε στην Μοντ. Έπειτα, επερχόταν περισσότερο γράψιμο και μερικά πρωινά χανόταν για ώρα σε άγνωστα μέρη της Νόξφορντ.
Η νεογέννητη γυναίκα λαχταρούσε να βγει και η ίδια στους δρόμους της πόλης αλλά η Ιζόλντ της το απαγόρευε ακόμα. Ο λαμπτήρας της χρειαζόταν φόρτιση –ήταν ένα από τα αρνητικά της κατασκευής της και η Ιζόλντ της είχε δώσει το λόγο της ότι έψαχνε να βρει μια λύση– και φοβόταν πως θα σβήσει απρόσμενα κάπου και η Ιζόλντ δεν θα μπορούσε να την βρει –αν ήταν μόνη– ή να την κουβαλήσει πίσω –αν ήταν μαζί της. Θα τραβούσαν ένα σωρό βλέμματα και μια βόλτα μέσα στον ατμό και τη φασαρία δεν άξιζε τέτοιο ρίσκο.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει η Μοντ ήταν να επιστρέφει στο περβάζι του παραθύρου και, κρατώντας σφιχτά το ρολόι με το πουλάκι, να χαζεύει το κομμάτι του ουρανού που φαινόταν ανάμεσα από τα ψηλά κτήρια. Παρατηρούσε πουλιά να πετούν σε παράξενα όμορφους σχηματισμούς και μερικά αερόπλοια να κρύβουν την απεραντοσύνη του ουρανού, δίνοντας μεγαλύτερη ανάγκη στην Μοντ να βγει έξω, να δει, να μάθει, να γνωρίσει, να ζήσει. Αλλά η Ιζόλντ ήταν απόλυτη και η λογική της δεν είχε ψεγάδι.
Το βιβλίο Αλχημείας της Ιζόλντ ανανεωνόταν πια καθημερινά. Είχε καταφέρει να προφτάσει τη ζωή της, καταγράφοντας τις πράξεις της από τη μέρα που ο πυρετός είχε γραπώσει τη ζωή των ανθρώπων γύρω της, αποδιώχνοντας την από κάθε τι γνώριμο και στέλνοντάς την μακριά, σε μέρη καινούργια με μια ελπίδα για ζωή. Μιλούσε για την πρώτη φορά που είχε πιάσει το βιβλίο του Μόρντεκαϊ στα χέρια της, μέσα στις σελίδες του οποίου είχε βρει το νόημα της ζωής της και την είχε στείλει να περπατήσει στο δρόμο του γυρισμού έπειτα από τόσα χρόνια.
Αν κάποιος την έβλεπε να προχωράει στο μέρος όπου είχαν δημιουργηθεί οι μαζικοί τάφοι, κρατώντας μια λάμπα με ένα καλώδιο που συνδεόταν με