Χρύσα Αναστασίου's Blog

May 31, 2021

Οι Υπέρ και οι Κατά

Για την ιστορία, η πόλη της Νέρντια δεν ήταν ποτέ κάτι πέρα από κοινή. Όταν ο σωλήνας του εργαστηρίου της Ενς Σάι εξερράγη, πιτσιλώντας το μέρος με εκείνο το ροζ χημικό που στην πιάτσα αποκαλούνταν Κικ, έφερε το χάος. Ποντίκια, πουλιά, σκυλιά και γάτες πλησίασαν για να μυρίσουν ή να γευτούν το υγρό και πέθαναν ακαριαία. Οι δρόμοι που κάποτε δεν λερώνονταν ούτε από τσίχλες, ήταν πια γεμάτοι από σπασμένες τηλεοράσεις και τραπεζάκια, από κουτάκια αναψυκτικών και φλεγόμενους κάδους σκουπιδιών, από ο...

1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on May 31, 2021 23:20

May 9, 2021

Όχι Άλλες Νύχτες από Αίμα και Φωτιά – Έρση Λάβαρη

Ευχαριστώ την Έρση Λάβρη που ως guest writer με βοηθάει να τελειώσω σιγά-σιγά με τους κερμαμύθους γιατί με την ταχύτητα που ανεβάζω short stories, ειλικρινά δεν νομίζω να προλάβω να γράψω μια ιστορία για όλα. Θα βρείτε links με τα βιβλία της Έρσης στο τέλος του ποστ. «Όχι Άλλες Νύχτες από Αίμα και Φωτιά»

Οι σεισμοί έχουνε σταματήσει. Πάνε πια πολλές ημέρες από εκείνο το φρικτό απόγευμα που ξεκίνησαν, που η Μεγάλη Μητέρα απαρνήθηκε την υπομονή της και μαζί της βάλθηκε πεισματικά να αποτινά...

1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on May 09, 2021 04:23

March 30, 2021

March 19, 2021

*Cover Reveal* Witchpunk Ι: Ανάθεμα

4 likes ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on March 19, 2021 06:01

April 9, 2020

Ουρανοβάτισσα

Η κίνηση του αέρα έδινε στην Σιλ απλόχερα όλη τη βοήθεια που χρειαζόταν. Η έκταση των ασημένιων φτερών της είχε φτάσει το μέγιστο άνοιγμα εδώ και εβδομάδες μα οι μέρες που ένιωθε το σώμα της γερό και δυνατό, ασταμάτητο να σκίζει τον ουρανό και να διαπερνάει τα πυκνά σύννεφα σαν κεραυνός, ήταν περασμένες.


Αφήνοντας το ουρλιαχτό που κατέπνιγε εδώ και ώρα να ξεσκίσει το λαιμό της κάτω από τις λευκές τολύπες που προμήνυαν καλοκαιρία, αντίκρισε το κομμάτι γης που αποκαλούσε σπίτι της. Ήταν πολύ μικρότερο από τις κοινότητες που συνήθιζαν να επιλέγουν οι ουρανοβάτισσες της ηλικίας της, με τη βλάστησή του τόσο ψηλή που φανέρωνε την αμέλεια φροντίδας. Η θωριά του, όμως, την ηρεμούσε στη στιγμή. Ήταν το δικό της μέρος.


Έμοιαζε περισσότερο με μια αναποδογυρισμένη κορυφή ενός βουνού που δεν είχε προλάβει να φαγωθεί από τους ανέμους. Η πάνω μεριά, πλατιά και γεμάτη ψηλά δέντρα με κλαδιά βαριά από καρπούς, λουλούδια και έντομα που δεν ακολουθούσαν τις εντολές της, περιείχε και τη φωλιά της. Η μυτερή και βραχώδης κάτω μεριά ήταν σαν χέρι που αδιάκοπα της έδειχνε το μέρος όπου αποζητούσε να βρίσκεται, όπου είχε χάσει τα περισσότερα φτερά της -κρυφά και ντροπιαστικά.


Ψηλότερα από το σπίτι της ο ουρανός ήταν γεμάτος από πιτσιλιές γης. Μεγαλύτερα κομμάτια, προσεγμένα και καλοδιατηρημένα, φυλούσαν μικρές οικογένειες ή κοινωνίες που ήταν ανοιχτές για την Σιλ και το φτερωτό ταίρι της. Κάποτε την περίμεναν να τους συναντήσει μα ακόμα και η Φεν είχε πάψει να την επισκέπτεται. Είχαν χάσει την υπομονή τους και είχαν καταλάβει την αρρώστια που την κύκλωνε από εκείνο το απόγευμα που μια ματιά είχε αλλάξει τη ζωή της. Η μυρωδιά της ήταν ένα από τα στοιχεία που δεν μπορούσε να κρύψει εξ αρχής μα οι υπόλοιπες ενδείξεις δεν άργησαν να ακολουθήσουν.


Χτύπησε τα φτερά της για μια τελευταία φορά κι έπειτα τα άπλωσε, με το σώμα της κάθετο στην αιωρούμενη γης της. Κατέβηκε αργά και σταθερά, με το βλέμμα της στραμμένο ψηλά όσο κι αν η ανάγκη μέσα της ούρλιαζε να ξεκλέψει έστω και μια ψεύτικη τελευταία ματιά από το μέρος που της έκλεβε αργά και σταθερά τη ζωή.


Μόλις είχε αφήσει την Ίγκνιτ πίσω της, κλεισμένη ανάμεσα από τσιμέντο και πέτρα, με τη μύτη της χωμένη σε παλιούς τόμους βιβλίων που τις τελευταίες εβδομάδες είχε μαζέψει προσπαθώντας να δει μέσα από τη μυστηριώδη ατμόσφαιρα που κύκλωνε την ουρανοβάτισσα. Ήδη η λαχτάρα να επιστρέψει κοντά της έβραζε μέσα στην Σιλ μα ήξερε πως έπρεπε να κάνει υπομονή.


Άφησε τις πατούσες της να νιώσουν τη ζεστασιά της φωλιάς, με τα γαμψά μα ατροφικά και απεριποίητα νύχια της να χαράζουν τα μικρά κλαδάκια που ξεπετάγονταν από το πουπουλένιο εσωτερικό. Η οικογένεια των σκαντζόχοιρων που ήταν η μοναδική της παρέα τις νύχτες αναστατώθηκε από την παρουσία της αλλά επέστρεψε στο ροκάνισμα του ξύλου που κρατούσε το μέρος σταθερό. Δεν άντεχε να τους διώξει. Δεν είχε να τους προσφέρει καλύτερο μέρος.


Η Σιλ κούρνιασε, φέρνοντας τα φτερά της γύρω από το σώμα της και έκλεισε τα μάτια της. Ένα σημείο την ενοχλούσε εδώ και ώρα μα προσπάθησε να το αγνοήσει. Ήταν κουρασμένη. Είχε περάσει όλα το πρωινό κυνηγώντας τα όρνια μακριά από τη φωλιά της και είχε αφιερώσει το απόγευμά της στην Ίγκνιτ. Από μακριά, όπως πάντα, μα ήταν περισσότερο από το τίποτα.


Αποζητούσε ύπνο χωρίς όνειρα και το σημείο που την τσιμπούσε δεν την άφηνε να ηρεμήσει. Άπλωσε το χέρι της και με μια γρήγορη κίνηση αφαίρεσε το φτερό που την πλήγιαζε σαν αγκάθι. Το ασημένιο είχε λερωθεί με μαύρες γραμμές σαν φλέβες που κουβαλούσαν μέσα τους την κατάρα των Αρχαίων. Εκείνοι ήξεραν να θέτουν όρια και να βάζουν κανόνες για να κρατήσουν τη φυλή τους καθαρή -αποκομμένη και βουτηγμένη στους παλιούς τρόπους.


Έφερε το φτερό στο στήθος της και το πίεσε εκεί, λες και θα έπαιρνε με κάποιον τρόπο το βάρος που τυραννούσε τον ύπνο της και θα έδιωχνε τα ζοφερά όνειρα. Έκλεισε τα μάτια της καθώς το φως χανόταν με τον δικό του ρυθμό και σκέφτηκε εκείνη. Θα έκανε υπομονή μέχρι το επόμενο απόγευμα. Έτσι κυλούσε πια ο δικός της χρόνος. Ήταν επιλογή της.


Ένα δυνατό χτύπημα φτερών την ξύπνησε. Ο κοφτός και έντονος ήχος που ακουγόταν λίγο πριν την προσγείωση την έστειλε σε ελεγχόμενο σοκ. Τίναξε τα δικά της φτερά προς τα πίσω, αφήνοντας το πρωινό αεράκι να την περονιάσει. Φούσκωσε, προσπαθώντας να κρατήσει όση ζεστασιά είχε αποκτήσει τη νύχτα καθώς κοιτούσε ψηλά περιμένοντας τον επισκέπτη της να κατέβει.


Η γνωστή μορφή της Φεν βρισκόταν ακριβώς μπροστά στον ήλιο, κάνοντας τη σιλουέτα της τίποτα παραπάνω από ένα μαύρο στίγμα πάνω στο λαμπρό του φως. Στάθηκε στον αέρα, λίγο πριν ακουμπήσει τα ακροδάχτυλά της στην άκρη της φωλιάς. Είχε αφήσει τα νύχια της να μακρύνουν όπως άρμοζε στο αξίωμά της. Τα κίτρινα φτερά της ήταν μακριά και υγιή, φυλακίζοντας σχεδόν τις ακτίνες του ήλιου. Το πρόσωπό της ήταν σοβαρό και ίσως βαμμένο με μια πινελιά έγνοιας μα η ματιά της θύμιζε ακόμα την παιδική της φίλη.


Χτυπούσε τα φτερά της ώστε να σταθεί στον αέρα και από τη στάση του σώματός της η Σιλ κατάλαβε πως δεν είχε έρθει για μια απλή επίσκεψη. Δεν την αδικούσε.


«Φεν» της είπε, κάνοντας ένα βήμα κοντά της μα τίποτα περισσότερο.


Είδε τα μάτια της Φεν να περνούν βιαστικά από το εσωτερικό της φωλιάς της και μια λυπημένη έκφραση να χαλάει τα όμορφα χαρακτηριστικά της. Η οικογένεια των σκαντζόχοιρων το έσκασε, αφήνοντάς τη μόνη να αντιμετωπίσει την ντροπιαστική στιγμή. Το βλέμμα της Φεν στάθηκε στα πόδια της Σιλ, εκεί που βρισκόταν πια πεσμένο το κατάμαυρο φτερό της.


«Με συγχωρείς. Δεν περίμενα πως-»


«Φέρω την τελευταία σου επίκληση, Σιλβερίνα» την διέκοψε κοφτά μα όχι με αγένεια. «Πρέπει να επιλέξεις».


Με μια γρήγορη κίνηση, η Σιλ μάζεψε το καταραμένο φτερό και προσπάθησε να το κρύψει ανάμεσα στις παλάμες της. Ήταν πια κάτι λιγότερο από ένα μικρό κλαδάκι, αρρωστιάρικο και έτοιμο να γίνει στάχτη στα χέρια της.


«Δεν περίμενα να έχει προχωρήσει τόσο» της είπε η Φεν με τη φωνή τίποτα περισσότερο από έναν απαλό ψίθυρο.


«Είναι ότι είναι».


Η Φεν έκλεισε τα μάτια της και το στήθος της φούσκωσε. Τα άνοιξε και κοίταξε για μια στιγμή ψηλά προς τα υπόλοιπα κομμάτια γης. Έπειτα, κατέβηκε κοντά της. Τα βήματά της ήταν σταθερά και σίγουρα. Αυτή ήταν πάντοτε η Φεν. Έβρισκε γρήγορα την αυτοκυριαρχία της και ποτέ δεν ξεχνούσε τι ήθελε. «Είναι ότι το αφήνεις να είναι, Σιλ».


«Την αγαπώ. Δεν μπορώ να το αλλάξω αυτό».


Η Φεν ένευσε και ρούφηξε κοφτά αέρα. Η μυρωδιά της Σιλ σίγουρα θα της προκαλούσε αηδία μα δεν είπε τίποτα. Έκανε έναν κύκλο γύρω της, κοιτάζοντάς την εξεταστικά. Όταν βρέθηκε ξανά μπροστά της, άνοιξε το στόμα της μα οι λέξεις δεν ήρθαν αμέσως. «Μπορώ να σε εισάγω ξανά στην οικογένεια. Όλοι θα ξεχάσουν με τον καιρό».


«Δεν υπάρχει κάτι να ξεχάσουν. Είμαι ακόμη εγώ».


Η Φεν έκανε πίσω και θυμός χάραξε το πρόσωπό της. «Ερωτεύτηκες μια βρωμερή λασποβάτισσα. Είσαι άρρωστη. Η κατάρα των Αρχαίων ζέχνει πάνω σου, μαυρίζει τα φτερά σου και σαπίζει την ύπαρξή σου. Θα μαραζώσεις σε αυτό το αχούρι. Μόνη».


«Δεν είναι βρωμερή» της είπε, με τις λέξεις να βγαίνουν άγρια από το λαιμό της. Μπορούσε να πει ότι ήθελε για εκείνη μα η Ίγκνιτ δεν είχε κάνει τίποτα λάθος.


«Είναι μα τη διάλεξες όπως και να ‘χει».


Η στάση του σώματος της Φεν άλλαξε ξανά. Φαινόταν πως δεν θα έμενε άλλο κοντά της και ίσως αυτή ήταν η τελευταία φορά είχε πείσει τον εαυτό της πως η Σιλ άξιζε έστω και μια μικρή προειδοποίηση. Δεν μπορούσε να βρει τα λόγια να την παρακαλέσει να μείνει -η ντροπή κυριαρχούσε μέσα της- μα πίεσε τον εαυτό της να δοκιμάσει κάτι άλλο ακόμα κι αν κατέληγε να φανεί πιο αδύναμη και γελοία στα μάτια της.


Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε το τραγούδι της, τη μελωδία που η Φεν είχε ακούσει πρώτη να βγαίνει από μέσα της, να την καλέσει κοντά της. Την φανταζόταν να πιάνει τον ρυθμό με την έκφρασή της ξανά μαλακή, να την πλησιάζει και να της δείχνει πως καταλάβαινε, πως θα την στήριζε ως το τέλος -όποιο κι αν ήταν αυτό.


«Μην πεθάνεις μόνη» της είπε η Φεν, βηματίζοντας προς τα πίσω και κάνοντάς την να καταπιεί τις επόμενες νότες. «Δεν αξίζει».


Άνοιξε τα μαγευτικά της φτερά και χάθηκε στον ουρανό, σαν μια ηλιαχτίδα δίπλα σε όλες τις άλλες.


Η Σιλ παρέμεινε να κοιτάζει το άδειο σημείο μέχρι που η οικογένεια των σκαντζόχοιρων επέστρεψε. Η παρουσία της Φεν είχε πια χαθεί μα τα λόγια της έπαιζαν ξανά και ξανά στο μυαλό της. Είχε δεχτεί την τελευταία επίκληση και θα έπρεπε να λογοδοτήσει μπροστά σε όλους τους ουρανοβάτες. Η έκβαση της ιστορίας της θα άλλαζε αναλόγως με τη στάση της μα η Σιλ δεν είχε σκοπό να γονατίσει και να παρακαλέσει. Όριζε μόνη της τη μοίρα της κι αν πέθαινε θα ήταν από επιλογή της.


Κάτω από το δυνατό φως του ήλιου, με τις κραυγές των όρνιων να πλησιάζουν ξανά τη φωλιά της και να σβήνουν το φάντασμα του τραγουδιού της που η Φεν δεν δέχτηκε να πιάσει, η Σιλ άπλωσε τα φτερά της και ανέβηκε ψηλά. Με τη ματιά της καρφωμένη στο γνωστό σημείο παρόλο που δεν το έβλεπε κάτω από τα πυκνά σύννεφα, βούτηξε για να πάει κοντά της, ίσως για τελευταία φορά.


Σύννεφο μετά το σύννεφο, άρχισε να νιώθει την παρουσία της μαγείας πάνω στο σώμα της. Οι λασποβάτες δεν γνώριζαν για τη φυλή της, δεν έπρεπε να μάθουν αν ήθελαν να παραμείνουν ασφαλείς και να διοικούν τον αέρα. Έτσι, στα μάτια τους έμοιαζαν με απλά σπουργίτια που ούτε μαγευτικό τραγούδι είχαν, ούτε μιλιά. Η Σιλ ένιωθε το σώμα της μικρό και μεγάλο ταυτόχρονα μα οι πράξεις της στη γη ήταν αδύναμες και ταιριαστές σε ένα μικρό πουλάκι. Κάτω από τη ματιά της Ίγκνιτ, όμως, ένιωθε ο εαυτός της.


Βρέθηκε γρήγορα στο γνωστό δέντρο, να τυλίγει τα νύχια της σε ένα κλαδάκι. Το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου της Ίγκνιτ άφηνε το απαλό αεράκι να χορέψει τις κουρτίνες και να γυρίσει τις σελίδες των ανοιχτών βιβλίων που απλώνονταν σε κάθε σπιθαμή. Εκείνη δεν ήταν μέσα. Δεν είχε υπομονή να την περιμένει και την κάλεσε με τον τρόπο τους.


Η Σιλ άφησε τη μελωδία της να βγει από το μικρό και παράφωνο ράμφος του σπουργιτιού καθώς οι σελίδες άλλαζαν και γύριζαν, έτοιμες να σκιστούν από τους παλιούς και ταλαιπωρημένους τόμους. Πολύ πριν τις τελευταίες νότες, η Ίγκνιτ εμφανίστηκε. Γύρισε τον τόμο στον σελιδοδείκτη και έστρεψε το βιβλίο προς το μέρος της. Η εικόνα ήταν όσο ξεκάθαρη και η πρόθεση στο όμορφό της πρόσωπο.


Την έβλεπε, δεν χωρούσε αμφιβολία, και είχε βρει τη λύση. Σκίζοντας το βλέμμα της από τα μαγευτικά μάτια της Ίγκνιτ, χτύπησε τα μικρά φτερά και ανέβηκε στον ουρανό. Όλο και πιο ψηλά, το σώμα της έσκιζε από πάνω του τη μαγεία και άφηνε το ασημί να λάμψει ανάμεσα στις μαύρες κηλίδες. Τράβηξε ένα από τα υγιή, ασημένια της φτερά και το πέταξε με δύναμη προς το μέρος από όπου το είχε μόλις σκάσει. Η Φεν θα ήταν περήφανη για την ρίψη. Κάποτε, σε μια άλλη ζωή.


Δεν περίμενε να δει το αποτέλεσμα. Η καρδιά της χτυπούσε πολύ γρήγορα και το σημείο που είχε ξεριζώσει το φτερό της πονούσε τρομερά. Ήταν ριψοκίνδυνο μα δεν είχε πια τίποτα να χάσει. Μόνο να δώσει. Ίσως έτσι κατάφερνε να αφήσει πίσω της κάτι πέρα από πόνο και ντροπή.


Έπειτα από μερικά λεπτά πτήσης ανάμεσα στα λευκά σύννεφα, μια γνωστή μελωδία την έκανε να πάψει την πορεία της. Γύρισε από την άλλη και χτυπώντας δυνατά τα φτερά της, αιωρήθηκε στο ίδιο σημείο. Περίμενε και τελικά την είδε. Μια σκουρόχρωμη φιγούρα έσκιζε τον ουρανό σαν νεοσσή.


Η Ίγκνιτ πέταξε σχετικά άτσαλα κοντά της και η Σιλ την έπιασε αυθόρμητα. Άρχισε να κουνάει ξανά σταθερά τα φτερά της, κοιτάζοντας την πρώην λασποβάτισσα στα μάτια, δίνοντάς της ρυθμό. Έμαθε γρήγορα και έβγαλε τη χαρά από μέσα της με τη μορφή τραγουδιού. Η μελωδία της Σιλ από τον λαιμό της Ίγκνιτ την ζάλισε, σαν μαγευτική μυρωδιά, και μούδιασε το σώμα της.


Άρχισε να πέφτει μα η Ίγκνιτ ήταν εκεί για να την πιάσει.


«Εκεί» της είπε, δείχνοντάς της το μικρό κομμάτι γης που αποκαλούσε σπίτι της.


Ο δυνατός και κοφτός ήχος των φτερών της Ίγκνιτ την έκανε να αναπτερωθεί και της έδωσε πίσω λίγη από τη ζωντάνια που ένιωθε όταν την είχε πρωτοαντικρίσει μα τίποτα δεν μπορούσε να διώξει μακριά τον πόνο στα φτερά της. Φανταζόταν την κατάρα να απλώνεται σαν σκοτάδι πάνω της, να την διεκδικεί.


Η Ίγκνιτ την άφησε απαλά στο εσωτερικό της φωλιάς της και γονάτισε κοντά της. Άπλωσε τα χέρια της, λες και προσπαθούσε να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει, μα παρέμειναν μετέωρα λίγα εκατοστά μακριά.


«Τι-» ξεκίνησε η Ίγκνιτ με μια φωνή τόσο μελωδική και ήρεμη που πιάστηκε όμως στον λαιμό της και την έκανε να βήξει. «Τι συμβαίνει;»


«Τίποτα αναπάντεχο. Είναι έτσι όπως είναι» της είπε, χαμογελώντας της ελαφρά πάνω από τον πόνο που απλωνόταν πια σε όλο της το σώμα.


Ένα ζευγάρι φτερά ακούστηκαν να πλησιάζουν από ψηλά καθώς οι κραυγές από τα όρνια έσκιζαν τα τύμπανά της. Η Σιλ είδε την Φεν να κατεβαίνει και πάλι μόνη. Η παιδική της φίλη έριξε μια κοφτή ματιά στην Ίγκνιτ κι έπειτα γονάτισε κοντά της. Άπλωσε τα χέρια της, έτοιμη να την αγκαλιάσει χωρίς να λογαριάζει πια κανόνες και τιμωρίες μα τα όρνια την σταμάτησαν. Κοίταξε τις δυο τους και σηκώθηκε απρόθυμα.


«Θα τα κρατήσω μακριά όσο μπορώ» είπε και άφησε το βλέμμα της να σταθεί λίγο παραπάνω στην Σιλ πριν στραφεί από την άλλη μεριά. «Δεν έχετε πολύ χρόνο». Σηκώθηκε στον αέρα και στάθηκε ανάμεσα στην Σιλ και το τέλος.


«Τι πρέπει να κάνω;» την ρώτησε η Ίγκνιτ και σύρθηκε λίγο πιο κοντά της.


«Απλώς κράτα με» της είπε και εκείνη το έκανε.


Μια απλή της κίνηση απελευθέρωσε ζεστασιά και γαλήνη στο σώμα της Σιλ, κάνοντάς την να αναπνεύσει μια φορά ακόμα, βαθιά και καθαρά. Ήταν σίγουρη πως η Ίγκνιτ μπορούσε να μυρίσει τη σήψη πάνω της. Ίσως ένας από τους παλιούς τόμους να της είχε πει το γιατί.


Κάτω από τις κραυγές των όρνιων και τα ουρλιαχτά της Φεν, από τις κοφτές ανάσες της Ίγκνιτ και τον χτύπο της καρδιάς της, η Σιλ ένιωθε επιτέλους ισορροπημένη. Αυτή ήταν η επιλογή της. Η Φεν είχε επιστρέψει και δεν θα άφηνε την Ίγκνιτ να πάθει τίποτα κακό. Το ήξερε πια και μπορούσε να ηρεμήσει.


«Είμαι η Ίγκνιτ» της ψιθύρισε καθώς την κρατούσε δυνατά πάνω της.


«Το ξέρω» της είπε μα δεν ήταν σίγουρη αν είχε ακούσει τίποτα πέρα από την ανάσα της και προσπάθησε ξανά. «Είμαι η Σιλ».


«Σε είδα, Σιλ» της είπε. «Νόμιζα πως μπορούσαμε να είμαστε μαζί».


«Είμαστε».


«Για πόσο ακόμα;»


Η Σιλ πήρε μια βαθιά ανάσα και κράτησε μέσα της το γλυκό άρωμα της Ίγκνιτ. «Απλώς κράτα με».


Οι ήχοι της μάχης της Φεν με τα όρνια έπαψε και το μόνο που άκουγε πια η Σιλ ήταν το δικό της τραγούδι από τον λαιμό της αγαπημένης της. Ο πόνος έφυγε μα η ζεστασιά της αγκαλιάς έσβησε πολύ μετά το τέλος της.


Η Ίγκνιτ δεν την άφησε να μαραζώσει μόνη.


Τέλος


Η ιστορία γράφτηκε για έναν διαγωνισμό στον οποίο δεν διακρίθηκε για αυτό είναι μικρή σε έκταση.
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 09, 2020 05:07

October 12, 2019

Ντον (Dawn)

Μέρος Ι/Ι

Ο ήλιος έκαιγε το δέρμα της και οι πληγές είχαν μετατραπεί σε εγκαύματα αλλά η Ντον δεν μπορούσε να αγνοήσει το κάλεσμα. Ακουγόταν σαν τη φωνή της μητέρας μα διαταραγμένη. Ήξερε ότι δεν γινόταν να ήταν εκείνη. Ήξερε μα δεν είχε άλλη επιλογή.


Η προηγούμενη νύχτα ήταν ευκολότερη από ότι συνήθως. Το υγρό υπόγειο με τα σακιά από χώμα και κοπριά είχε προσφέρει μια ανακούφιση στη φωτιά που έκαιγε πάνω της. Το σχεδόν άψητο κρέας κατεύνασε την πείνα στο στομάχι της και το αίμα ανάμεσα στις ίνες δρόσισε τον ξηρό της λαιμό. Η όσφρησή της την έκανε να αναγουλιάσει στην αρχή μα καταβρόχθισε το κλεμμένο κυνήγι χωρίς καθυστέρηση. Άκουγε ξεκάθαρα τους ανθρώπους στην επιφάνεια να ψάχνουν τη σούβλα που είχαν αφήσει πάνω από τα κάρβουνα και να κατηγορούν ο ένας τον άλλον ή τους επαίτες της πόλης.


Η Ντον δεν είχε ιδέα πως υπήρχαν επαίτες στο βασίλειο της Σίριθ μα ακόμα κι αν το γνώριζε δεν θα πίστευε ποτέ της πως θα αποκαλούνταν μία από αυτούς. Αυτή ήταν η μοναδική της σκέψη πάνω στο θέμα. Τίποτα περισσότερο από μια εγωιστική ιδέα για τον εαυτό της.


Το συνεχές κάλεσμα την αποσπούσε από τις επόμενες δράσεις της ή την ξυπνούσε από επιφανειακό ύπνο γεμάτο εφιάλτες. Σκηνές γεμάτες ουρλιαχτά και αίμα, με τους ήχους των σπαθιών να χτυπούν στο βάθος και τις φωνές των στρατιωτών να φωνάζουν υπέρ της προστασίας της βασιλικής οικογενείας. Η Ντον ήταν κρυμμένη καλά πίσω από μια ταπισερί -την αγαπημένη της μητέρας που απεικόνιζε τη χαραυγή πάνω από το νεόχτιστο κάστρο τους- και παρά τον φόβο της είχε πίστη στους στρατιώτες και ακράδαντη εμπιστοσύνη στους γονείς της. Το γράπωμα στο χέρι της ήταν σχεδόν αναπάντεχο και το ξαφνικό τσούξιμο στον λαιμό της έκανε το μυαλό της να σβήσει.


Οι πρόσφατες αναμνήσεις δεν την άφηναν να ξαποστάσει και συνάμα με τη φνωή την είχαν μετατρέψει σε ένα κινούμενο πτώμα. Μέσα στο ίδιο υπόγειο, δίπλα στα βρωμερά σακιά και με τα κόκαλα δαγκωμένα ως το μεδούλι, περίμενε χωρίς καμία υπομονή τη μέρα να περάσει. Ο ήλιος είχε πάψει να είναι φίλος της και το όνομά της είχε καταλήξει ένα αστείο. Βρισκόταν πια πολύ κοντά και όταν το λυκόφως έφτανε στο τέλος του θα άφηνε πίσω την κρυψώνα της και θα κινούνταν προς τον τελικό της προορισμό.


Περνούσε εύκολα ανάμεσα στις σκιές, διαλέγοντας στενά σοκάκια ή κοντινές στέγες. Δεν είχε δοκιμάσει ποτέ της την ισορροπία της σε τέτοιο βαθμό μα ήταν σίγουρη πως ποτέ στο παρελθόν δεν είχε την ικανότητα να ελίσσεται με αυτόν τον τρόπο. Παρόλο που τα κατάφερνε άριστα, ήξερε πως το σώμα της δεν βρισκόταν στην καλύτερή του κατάσταση. Δεν νοιαζόταν για το αίμα και το χώμα στο πρόσωπο και το δέρμα της, για τα σκισμένα ρούχα και τα εγκαύματα. Όλα αυτά ήταν επιφανειακά. Η δύναμή της είχε αλλάξει μα οι μύες της ήταν ακόμα αδύναμοι και τα κόκαλά της έτριζαν, έτοιμα να σπάσουν κάτω από το βάρος της κάθε φορά που σκαρφάλωνε σε κάποιον τοίχο ή φράχτη.


Η πόλη κοιμόταν από νωρίς τις τελευταίες μέρες. Οι άνθρωποι φοβούνταν να μείνουν έξω μετά το σούρουπο και κλειδαμπάρωναν τις πόρτες και τα παράθυρά τους, αρπάζοντας τα παιδιά από τα παιχνίδια τους και αφήνοντας στη μέση δουλειές και συζητήσεις. Ο φόβος είχε κατακλύσει την καθημερινότητά τους και η άγνοια της κατάστασης του κάστρου έκανε τη ζωή τους δυσκολότερη. Οι πόρτες παρέμεναν ακόμη κλειστές και τα νεύρα των κατοίκων της πόλης ήταν τεντωμένα. Δεν είχαν ιδέα πως η γνώση θα επέφερε χειρότερα αποτελέσματα και αποζητούσαν έστω και μια μικρή ενημέρωση από κάποιον αγγελιοφόρο του κάστρου. Ίσως έπειτα από λίγες ακόμη μέρες σιωπής να καταλάβαιναν πως όλοι ήταν νεκροί.


Όλοι εκτός από την Ντον. Την μικρότερη της οικογενείας, εκείνη που δεν θα μπορούσε ποτέ της να διεκδικήσει το θρόνο και που όλοι είχαν πάψει να ενοχλούν. Δεν την αγνοούσαν μα λόγω της αθωότητας της θέσης της ίσως ήταν η αγαπημένη όλων τους. Της εκμυστηρεύονταν σκέψεις και μυστικά γνωρίζοντας πως δεν θα τα χρησιμοποιούσε εναντίον τους μα η Ντον δεν άργησε να καταλάβει πως κάποιοι την χρησιμοποιούσαν για να μάθουν πληροφορίες για τις κινήσεις των υπολοίπων. Δεν την ένοιαζε διόλου και απολάμβανε την προσοχή ενώ δεν βρισκόταν σε κανέναν απολύτως κίνδυνο.


Εκείνη δεν ενδιαφερόταν για τον θρόνο. Ήξερε από μικρή ηλικία πως τα μεγαλύτερα αδέρφια της θα πάλευαν μεταξύ τους για τη βασιλεία της Σίριθ κι εκείνη απλώς θα παρακολουθούσε από την ξεχασμένη της γωνία. Είχε καταλήξει να αγαπάει από μακριά την οικογένεια που την άφηνε να κάνει οτιδήποτε περνούσε από το νου της, άφοβα και αψήφιστα -όσο παρέμενε μέσα στα όρια του κάστρου. Η έκτασή του ήταν τεράστια, εσωτερικά και εξωτερικά, με υπόγεια και κρυφά δωμάτια, κήπους και στάβλους γεμάτους άτια και κυνηγετικά σκυλιά. Δεν ένιωσε ποτέ μόνη ή παραγκωνισμένη, δεν υπήρχε ούτε μια στιγμή ανίας στη ζωή της ενώ ακροβατούσε από τοίχο σε τοίχο ή πάνω στην σέλα ενός αλόγου με τον σταβλάρχη να τρέχει πίσω της ουρλιάζοντας της να σταματήσει.


Είχε μια καλή ζωή πίσω από το ψηλό τείχος του κάστρου. Τώρα φανταζόταν τις ξύλινες πόρτες να ανοίγουν και καυτό αίμα να αναβλύζει ανάμεσά τους σαν μια καταραμένη πηγή που θα έρεε αέναα. Αν οι κάτοικοι μπορούσαν να δουν μέσα από τα μάτια του μυαλού της τότε θα παρακαλούσαν τους Θεούς να σφραγίσουν τις πόρτες ή θα μετακόμιζαν στο διπλανό βασίλειο -ή ότι είχε απομείνει από εκείνο. Κανένα νέο δεν είχε φτάσει ακόμα από την Κρούβεν.


Με τις σχετικά επαυξημένες της αισθήσεις, διένυσε τα τελευταία μέτρα προς την έπαυλη. Στο τελευταίο στενό είχε ακούσει και είχε μυρίσει μερικούς αρουραίους αλλά κατάφερε να συγκρατήσει τον εαυτό της και να μην σταματήσει. Το κάψιμο στον λαιμό της ήταν αβάσταχτο μα το κάλεσμα κυρίευε πια τα πάντα. Όσο πιο κοντά βρισκόταν στην έπαυλη τόσο λιγότερο μπορούσε να σκεφτεί για τον εαυτό της.


Δεν δοκίμασε να δει αν η σιδερένια πόρτα με τις μυτερές προεξοχές ήταν ανοιχτή μα διάλεξε να σκαρφαλώσει από το τείχος που τώρα πια έμοιαζε χαμηλό. Πέφτοντας απαλά από τη μέσα μεριά, κοντοστάθηκε για να αφουγκραστεί. Τα σκυλιά θα έπρεπε να την είχαν ήδη πάρει είδηση μα δεν άκουγε τις ανάσες ούτε τα βήματά τους, λες και δεν υπήρχε καμία ζωντανή παρουσία τριγύρω. Συνέχισε την πορεία της προς την είσοδο της έπαυλης των Χάριαν. Ήξερε τον Δούκα και τη Δούκισσα και ουκ ολίγες φορές είχε ψυχαγωγήσει τα μικρότερα σε ηλικία παιδιά τους σε κάποιον χορό του κάστρου.


Βρήκε την πόρτα μισάνοιχτη και την έσπρωξε απαλά. Εκείνη φανέρωσε το σκοτεινό εσωτερικό χωρίς να τρίξει, αντιθέτως με τις πόρτες και τις καταπακτές για τα κελάρια των χωρικών.


Τα βήματά της αντηχούσαν σε μια απόλυτη ησυχία. Η μεγάλη σάλα ήταν άδεια και οι σκάλες που οδηγούσαν στα πάνω πατώματα υποφωτίζονταν από μερικά αναμμένα κεριά. Το κάλεσμα της μητέρας είχε δυναμώσει και είχε φουντώσει τη λαχτάρα μέσα της, κάνοντας τον ρυθμό της βιαστικό και απρόσεκτο. Έπρεπε να μάθει. Όσο κι αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως δεν θα αντίκριζε τη μητέρα να την περιμένει, δεν μπορούσε να πνίξει εκείνη τη μικρή ελπίδα αν δεν έφτανε στην πηγή.


Πήρε τις σκάλες για το υπόγειο, πατώντας με τα βρώμικα και γρατζουνισμένα πόδια της πάνω στο πλούσιο χαλί. Φανταζόταν τον εαυτό της να κατεβαίνει σε αυτήν την κατάσταση μπροστά σε όλους τους ευγενείς και το σοκ μαζί με τα κρυφά γέλια που θα αντίκριζε στα πρόσωπά τους την έκανε να νιώσει ένα σφίξιμο στο στήθος. Όταν εκείνο χαλάρωσε, άφησε πίσω του κενότητα και ακινησία. Ήταν κάτι ακόμα παράξενο και ανεξήγητο που είχε παρατηρήσει την πρώτη εκείνη βραδιά καθώς τα συναισθήματά της έρχονταν κι έφευγαν σαν καλοκαιρινό αεράκι.


Σταμάτησε στο τελευταίο σκαλί μπρος στον μακρύ διάδρομο που απλωνόταν στον κάτω όροφο. Δεν είχε βρεθεί ποτέ ξανά εκεί μα η αρχιτεκτονική του ήταν απλή και γνωστή. Ο διάδρομος ήταν κατά κύριο λόγο σκοτεινός εκτός από τα κεριά που ήταν αναμμένα στους στοίχους στο βάθος, εκεί που θα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται μια ακόμη σάλα. Ο πατέρας είχε μετατρέψει ένα παρόμοιο δωμάτιο σε βιβλιοθήκη όπου κρατούσε τα λιγότερο σπάνια βιβλία του ώστε να μπορούν τα παιδιά να διαβάζουν χωρίς εκείνον να αγωνιά για σκισμένες σελίδες ή λερωμένα χέρια.


Βημάτισε αργά, με το κάλεσμα στο κεφάλι της να συνεχίζει μα έχοντας αλλάξει ελάχιστα την αίσθηση που της προκαλούσε. Ως τότε ήταν μόνο επιτακτικό αλλά όσο πλησίαζε την έκανε να νιώθει μια μικρή ηρεμία μέσα της, μια ζέστη που της θύμιζε τις στιγμές που καθόταν κάτω από τον ήλιο και απολάμβανε ένα από τα αγαπημένα της γλυκίσματα.


Κοντοστάθηκε μπροστά από μια πόρτα. Από την κλειδαρότρυπα έβγαινε δυνατό φως, κάτι που στο παρελθόν δεν θα είχε την ικανότητα να παρατηρήσει. Άπλωσε το χέρι της προς το χερούλι μα το άφησε να πέσει πίσω. Αντί για αυτό, λύγισε τα γόνατά της και κοίταξε μέσα. Η όρασή της δεν την απογοήτευσε. Μπορούσε να δει ξεκάθαρα τα αμέτρητα κεριά που φώτιζαν το μέρος με φως παρόμοιο του ήλιου χωρίς να την καίει. Μερικές σκληρές σκιές έβαφαν μαύρους τους τοίχους και τρεμόπαιζαν σαν ανθρώπινες μορφές καθώς οι φλόγες κινούταν απαλά. Τα δεκάδες είδωλα που είχαν τοποθετηθεί τακτικά δίπλα από τα κεριά σχημάτιζαν έναν βωμό. Απεικόνιζαν μια γυναίκα, μια αράχνη, έναν δαίμονα με φτερά, ένα μισοφέγγαρο αλλά και ένα ολόγιομο φεγγάρι. Τα αγαλματίδια δεν έμοιαζαν να έχουν κάποια συνοχή στον τρόπο που ήταν στημένα μα ταίριαζαν μεταξύ τους λόγω της συνοχής της αισθητικής τους. Κάτι απόκοσμο και τρομακτικό, βγαλμένο από εφιάλτες ή ιστορίες των προκατειλημμένων χωρικών.


Μια σκιά πέρασε μπροστά από τον βωμό και γονάτισε. Η παλιά Ντον θα το είχε βάλει ήδη στα πόδια και θα άφηνε πίσω της οποιαδήποτε ερώτηση αναπάντητη, μα ο νέος της εαυτός παρέμεινε ριζωμένος στο ίδιο σημείο. Ο άνδρας έσκυψε το κεφάλι του, λαμβάνοντας μια στάση προσευχής και δεν κινήθηκε ξανά για τα επόμενα λεπτά. Η Ντον αποχώρησε οικειοθελώς και ακολούθησε για μια ακόμη φορά -ίσως για τελευταία- το ζεστό κάλεσμα προς το βάθος του διαδρόμου.


Η διπλή ξύλινη πόρτα ήταν σφαλισμένη και το φως των κεριών στους τοίχους τρεμόπαιζε πάνω στα χρυσά πόμολα. Άπλωσε το χέρι της και έστριψε αργά το ένα, αφήνοντας το κλικ να υπερκαλύψει την ησυχία. Η μόνη παρουσία που ένιωθε ήταν μόνο εκείνη του Δούκα μα για κάποιον λόγο ήξερε πως δεν ήταν μόνη μαζί του. Άνοιξε μια μικρή χαραμάδα και κοίταξε μέσα. Το φως του σχεδόν ολόγιομου φεγγαριού έλαμπε ασημένιο από τη μεγάλη μπαλκονόπορτα και της επέτρεπε να δει τις δεκάδες σειρές βιβλίων πάνω σε βαριά ράφια. Έβλεπε την άκρη μιας πολυθρόνας και χωρίς να χρειαστεί να μπει μέσα ήξερε την υπόλοιπη αρχιτεκτονική του χώρου.


Ο Δούκας είχε δημιουργήσει μια ρέπλικα της βιβλιοθήκης του πατέρα και η πράξη του για κάποιον λόγο την έκανε να νιώθει εκδικητική. Θα μπορούσε να πατήσει πάνω στα βήματά της και να βρεθεί ξανά κοντά του, να γλιστρήσει αθόρυβα μέσα στο παράξενο δωμάτιό του και να του σκίσει τον λαιμό. Να δει το αίμα του να λιμνάζει και να πήζει κοντά στα είδωλα και τα αγαλματίδια που λάτρευε. Ένιωθε πως του άξιζε ένα τέτοιο τέλος μα δεν ήξερε γιατί. Οι σκέψεις ήταν εκεί μα δεν μπορούσε να τις φτάσει.


Το κάλεσμα έβαλε στην άκρη κάθε είδους περιττής καθυστέρησης και την ώθησε να εισχωρήσει στο δωμάτιο. Παρατηρώντας τον χώρο γύρω της είδε πυκνούς ιστούς αράχνης να καλύπτουν τα ράφια και το μακρύ τραπέζι με τα ανοιχτά βιβλία των οποίων οι σελίδες είχαν μείνει ανέγγιχτες για καιρό. Λιωμένα κεριά είχαν στάξει στις άκρες του ξύλου και είχαν παραμείνει μετέωρα πριν αγγίξουν ολοκληρωτικά το πλούσιο χαλί.


Ένας συνεχής ήχος, ανατριχιαστικός και παράξενος έφτασε στα αυτιά της, λες και πολλές αράχνες ξυπνούσαν από το λήθαργό τους και τέντωναν ένα-ένα τα μικρά και μακρυά τους πόδια πριν βγουν για κυνήγι. Παρέα με την παγερότητα του χώρου, η Ντον περίμενε ρίγη να τη διαπεράσουν μα τίποτα δεν ήρθε να διαταράξει την κατάσταση του σώματός της. Η δίψα κυριαρχούσε ακόμα, κάνοντάς τη να αναρωτηθεί αν θα κατάφερνε ποτέ να την κατευνάσει.


Πήρε μια βαθιά ανάσα που δεν ένιωθε πως χρειαζόταν στην πραγματικότητα μα τη βοήθησε να μαζέψει το ξεχασμένο της θάρρος. «Μητέρα;»


Η φωνή της βγήκε σπασμένη και δειλή, καμία σχέση με τον αντίλαλο που έκανε εδώ και ώρες στο μυαλό της. Πίστευε ακόμη πως το κάλεσμα προερχόταν από τη μητέρα της μα ο τρόπος που είχε προφέρει τη λέξη φανέρωνε το τρόμο και το άγχος της.


Ο ήχος από τα ποδαράκια αραχνών οξύνθηκε και δυνάμωσε, υπερκαλύπτοντας το κάλεσμα για πρώτη φορά εδώ και μέρες, κάνοντάς την να στραφεί προς τα αριστερά. Πίσω από την πρώτη βιβλιοθήκη και μέσα από τον στενό διάδρομο που έφτιαχνε έναν μικρό λαβύρινθο γεμάτο γνώση και ιστορίες, η ακινησία ταράχτηκε. Μια φιγούρα έκανε την εμφάνισή της, αργά και ρευστά, λες και κινούνταν πάνω σε ένα αόρατο πέπλο ομίχλης.


Το δέρμα της ήταν σκούρο γκρίζο στο χρώμα του κάρβουνου και τα μαλλιά της ασημένια και χυμένα πάνω στους γυμνούς της ώμους και στην πλάτη της. Φορούσε ένα σκούρο μοβ ύφασμα που κάλυπτε το στήθος της μα άφηνε την κοιλιά της γυμνή, και συνέχιζε προς τα κάτω δημιουργώντας μια μακριά φούστα με χρυσή διακόσμηση στον περίγυρο της μέσης της. Τα νύχια της ήταν μακριά και μαύρα και τα δάχτυλα της κοσμούσαν χάλκινα δαχτυλίδια που ταίριαζαν με τα χοντρά βραχιόλια περασμένα στο ύψος λίγο πάνω από τον αγκώνα της.


«Δεν είμαι ακόμα» της είπε η γυναίκα με μια φωνή απαλή και γλυκιά, σαν νανούρισμα, και σταμάτησε μερικά βήματα μακριά της. Έγειρε το κεφάλι της από τη μια μεριά, περνώντας μια εξεταστική ματιά από πάνω της. Οι άκρες των χειλιών της συσπάστηκαν λες και έβλεπε κάτι που της άρεσε. «Μα μπορώ να γίνω».


Η Ντον παρέμεινε να την κοιτάζει μαγεμένη και σχετικά αποσβολωμένη από την ξαφνική γαλήνη στο κεφάλι της. Ένιωσε μια τρομερή κούραση να κατακλύζει το σώμα της και το κάψιμο στον λαιμό της επέστρεψε δριμύτερο. Άνοιξε το στόμα της για να ανασάνει μα αυτό χειροτέρευσε την κατάστασή της.


Ασυναίσθητα, σήκωσε τα χέρια της για να τα φέρει κοντά στον λαιμό της μα σταμάτησε. Κοίταξε τις βρώμικες παλάμες της, τη λέρα κάτω από τα νύχια της. Πέρασε την ξερή σαν στάχτη γλώσσα από τα σκασμένα χείλη της και γεύτηκε το ξεραμένο αίμα από το κρέας που είχε κλέψει. Ήξερε πως η κατάσταση του φορέματος ήταν άθλια και πως έζεχνε κοπριά από τις ώρες που είχε περάσει δίπλα στα σακιά.


Η πανέμορφη γυναίκα, το πλάσμα που είχε βγει μέσα από τις σελίδες των ιστοριών που κάποτε έμοιαζαν τρομακτικές μα τώρα ήταν μονάχα μαγευτικές και θελκτικές, άπλωσε το χέρι της προς το μέρος της Ντον με την παλάμη προς τα πάνω. Το φεγγαρόφως έπεσε πάνω στο δέρμα και στα κοσμήματά της, προκαλώντας μια αχνή ασημένια λάμψη που τόσο ταίριαζε στη θωριά της.


«Η επιλογή είναι δική σου, Ντον της Σίριθ».


«Εγώ…» ξεκίνησε μα οι λέξεις δεν είχαν νόημα πια. Τίποτα δεν θα έλεγε περισσότερα από μια της κίνηση.


Το τρεμάμενο χέρι της αφέθηκε πάνω στην καθαρή παλάμη του απόκοσμου πλάσματος και ένιωσε αμέσως το άγγιγμά της σωστό και καλοδεχούμενο. Τα δάχτυλα της γυναίκας τυλίχτηκαν γύρω από πληγιασμένο της χέρι και την τράβηξε κοντά της. Με μια απότομη κίνηση την έστρεψε από την άλλη μεριά και κόλλησε την πλάτη της Ντον πάνω στο στήθος της.


Οι διπλές πόρτες άνοιξαν με φόρα και ένας νεαρός άνδρας -καθαρός και πανέμορφος, με δέρμα μαρμάρινο και μάτια στο χρώμα του πάγου- έσυρε μέσα τον Δούκα Χάριαν. Εκείνος έπεσε στα γόνατα μπροστά στην Ντον και με τα μάτια του σφαλισμένα, έκανε πίσω το κεφάλι του προθέτοντας τον λαιμό του προς το μέρος της. Ήταν γεμάτος δαγκωματιές και ξεραμένο αίμα. Το χέρι της Ντον τινάχτηκε προς τον δικό της λαιμό και χωρίς να χρειαστεί να ψηλαφίσει βρήκε το δικό της παρόμοιο σημάδι.


«Πιες, Ντον, και επέτρεψέ μου να γίνω η μητέρα σου». Η φωνή της γυναίκας χάιδεψε το αυτί της και η ζεστή ανάσα που κουβαλούσε λόγια κρυφού πόθου χαλάρωσε το σώμα της.


Την άφησε ελεύθερη και η Ντον έμπηξε τα δόντια της στον κατακρεουργημένο λαιμό. Ήθελε να ουρλιάξει από αγαλλίαση μα μόλις είχε ξεκινήσει. Το κάψιμο στον λαιμό της αυξήθηκε με τις πρώτες σταγόνες που κύλησαν μέσα και έξω καθώς το σώμα του Δούκα τιναζόταν απαλά κάτω από το δυνατό της κράτημα. Ο Χάριαν πάντοτε προσπαθούσε να φανεί κάτι περισσότερο από αυτό που ήταν και η ρέπλικα της βιβλιοθήκης του πατέρα ήταν η πιο ζωντανή απόδειξη. Του άξιζε αυτή η μοίρα.


«Με αποκάλεσες μητέρα εν αγνοία σου» ακούστηκε η φωνή της γυναίκας, πιο κοφτή και αυταρχική από πριν, πιο δυνατή και βαθιά. «Έχω λάβει εκατοντάδες ονόματα ανά τις χιλιετίες και τα νέα σου αδέλφια με αποκαλούν Μάτρον» της είπε και βρέθηκε ξανά δίπλα στο αυτί της. «Μα εσύ θα με αποκαλείς μητέρα».


Η Ντον είχε χαθεί σε μια παραζάλη ικανοποίησης και δεν είχε τη δύναμη να σταματήσει και να της απαντήσει. Ο Χάριαν μούγκριζε κάτω από τη λαβή της και με την άκρη του ματιού της μπορούσε να δει περισσότερες φιγούρες να εισέρχονται στον χώρο. Δεν ένιωθε κανέναν τους όπως τον Δούκα μα με κάποιον τρόπο ήξερε πού στεκόταν ο καθένας τους. Κατέληξαν να σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω της και παρέμειναν να την παρατηρούν ακίνητοι.


Κάποιος έσπασε και βρέθηκε κοντά της. Ένιωσε τα χέρια της γυναίκας στους ώμους της και τη γλυκιά της φωνή να της προτείνει να σταματήσει. Μα η Ντον διψούσε ακόμα και ο Χάριαν έπρεπε να πληρώσει για την προδοσία του. Η εκδίκηση ήταν δική της και δεν έπρεπε να τον αφήσει να αναπνέει λεπτό παραπάνω ενώ είχε φέρει τον θάνατο στο δικό της σπίτι. Το αίμα που είχε κυλήσει στα δωμάτια του κάστρου θα πληρωνόταν τώρα.


«Ελευθέρωσέ τον».


Η εντολή ήρθε αυτή τη φορά από εκείνη, από τη μητέρα, και η Ντον δεν μπορούσε να αρνηθεί. Έσπρωξε με δύναμη το σώμα του Δούκα μακριά της και τον είδε να πέφτει προς τα πίσω. Σύρθηκε προς τα πόδια μιας γυναίκας που στεκόταν κοντά στην πόρτα και κατέρρευσε. Εκείνη έσκυψε απρόθυμα και τον οδήγησε έξω από τη βιβλιοθήκη.


«Είσαι πια δική μου, Ντον της Σίριθ».


«Είμαι» της είπε η Ντον, εκπλήσσοντας τον εαυτό της με τη δύναμη και το κύρος που κουβαλούσε πια η φωνή της.


Σήκωσε το κεφάλι της προς τη μαγευτική γυναίκα και την είδε πιο καθαρά. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και τις γωνίες του, το πορφυρό χρώμα των ματιών της που έβαφαν χάλκινο μερικές πινελιές, τα λευκά και μυτερά της δόντια που εμφανίζονταν σιγά-σιγά στη θωριά της Ντον. Έμοιαζε περήφανη και ένα παράξενο συναίσθημα έκανε το στήθος της Ντον να φουσκώσει και το σώμα της να πάρει μια πιο στητή στάση, μια που της ταίριαζε περισσότερο πια.


«Είμαι» επανέλαβε ξανά και σηκώθηκε για να σταθεί μπροστά σε εκείνη. «Μητέρα».


Η μητέρα παρέμεινε σιωπηλή μα η έκφρασή της κρατούσε μια φανερή αυταρέσκεια. Έκανε μια ανεπαίσθητη κίνηση με το κεφάλι της και μια νεαρή γυναίκα βρέθηκε δίπλα τους. Ήταν κι εκείνη πανέμορφη, με γεμάτα χείλη και πυκνά καστανά μαλλιά. Τα μελί της μάτια έπαιξαν μια στιγμή προς την Ντον κι έπειτα έσκυψε το κεφάλι της προς τη μητέρα.


«Οδήγησέ την πίσω στο κάστρο και βεβαιώσουν να την φέρεις πίσω ευπαρουσίαστη. Θα αποχωρήσουμε σύντομα».


«Όπως επιθυμείς, Μάτρον».


Η Ντον άνοιξε το στόμα της μα το σφάλισε ξανά στη θέα της μπρούτζινης έκφρασης της μητέρας. Ακολούθησε την κίνηση της νέας της συντρόφου και οι δυο τους βγήκαν γρήγορα και εύκολα έξω, στην πίσω αυλή της έπαυλης. Η γυναίκα της έκανε νόημα και άρχισε να τρέχει. Κινήθηκε με την ταχύτητα φοβισμένου ελαφιού και προς έκπληξή της, η Ντον κατάφερε να την ακολουθήσει μέχρι τις κλειστές πόρτες του κάστρου. Μια πορεία που της είχε πάρει αμέτρητες μέρες να διανύσει είχε χαθεί μέσα σε μερικά μόλις λεπτά.


«Περίμενε» της είπε σχεδόν παρακλητικά και σιχάθηκε τον εαυτό της. Ήταν δυνατή πια και τέτοιο ύφος δεν της ταίριαζε μα έπρεπε να μάθει. «Τι θα γίνει με το κάστρο;»


«Θα το αναλάβει η Μάια μέχρι να επιστρέψεις» της είπε και σκαρφάλωσε εύκολα το τείχος. Η Ντον την ακολούθησε και βρέθηκε στο έδαφος δίπλα της. «Αν επιστρέψεις, Ντον» πρόσθεσε και γέλασε ελαφρά. Έριξε μια ματιά στο τρομαγμένο βλέμμα της που δεν προσπάθησε καν να κρύψει και άπλωσε το χέρι της. «Είμαι η Σάρυν του-»


«Βασιλείου της Κρούβεν» την πρόλαβε, ανατείνοντας το δικό της παγωμένο χέρι.


Η Σάρυν μισοχαμογέλασε ικανοποιημένη. «Το έπιασες, λοιπόν. Δεν θα χρειαστεί να σου εξηγήσω και πολλά. Ευκολότερο για μένα» της είπε και έκλεισε τη χειραψία. «Έλα, ας τελειώνουμε με αυτό. Είναι το δυσκολότερο κομμάτι αλλά θα δεις πως σε λίγους μήνες οι ενοχές θα υποκύψουν».


Η Σάρυν προχώρησε μπροστά και εξέπληξε την Ντον επιλέγοντας να μπει στο κάστρο από την πίσω πόρτα των υπηρετών. Ελίχθηκε ανάμεσα στα πτώματα και το πηχτό αίμα και πήρε τις σκάλες που οδηγούσαν στα δωμάτια της βασιλικής οικογενείας. Η Ντον απλώς την ακολουθούσε νιώθοντας πια ξένη στο ίδιο της το σπίτι. Με την άκρη του ματιού της παρατήρησε την Σάρυν να την κοιτάζει.


«Ήμουν μαζί με τους υπόλοιπους τη νύχτα της επίθεσης. Όπως σου είπα όμως, η Μάια ήταν η αρχηγός και σε εκείνη ανήκουν τα εύσημα. Ήταν από τις γρηγορότερες αλώσεις που έχω δει. Στοχευμένη και καθαρή».


Οι δυο τους βημάτιζαν γρήγορα στους άδειους διαδρόμους μέχρι που έφτασαν στο δωμάτιο της Ντον. Παρόλο που έλειπε ελάχιστο χρόνο, η ατμόσφαιρα κουβαλούσε μια βαρύτητα εγκατάλειψης και λησμονιάς. Περίμενε να νιώσει περισσότερα -ενοχές, στεναχώρια, θυμό- μα συνέχισε την μικρή τους αποστολή. Άρπαξε μια καθαρή αλλαξιά ιππασίας και πέρασε πίσω από το παραβάν.


Άκουγε διάφορους ήχους που φανέρωναν πως η Σάρυν πείραζε τα πράγματα που κάποτε της άνηκαν. «Η μητέρα θα στεκόταν πιο τυχερή αν η Μάια είχε επιλέξει την μεγάλη μου αδελφή. Εκείνη είχε πολλές γνώσεις και ικανότητες και θα της πρόσφερε περισσότερα από εμένα. Ξέρεις πώς είναι να είσαι το τελευταίο παιδί» της είπε, γνωρίζοντας πως η Σαρύν δεν θα έβλεπε ποτέ τον θρόνο όπως και η ίδια ακόμη κι αν οι ζωές τους δεν είχαν γυρίζει ανάποδα.


«Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που σε επέλεξε η Μάτρον. Θα σου μάθει εκείνη ότι χρειάζεται να ξέρεις» της είπε η Σαρύν, εμφανίζοντας το κεφάλι της από την άκρη του παραβάν και ρίχνοντας μια επιδοκιμαστική ματιά στην ενδυμασία που είχε σχεδόν φορέσει. «Έτοιμη;»


Η Ντον ένευσε, σιάζοντας καλύτερα τα ρούχα πάνω της. Ποτέ δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα το παρουσιαστικό της μα για κάποιον λόγο αδημονούσε να δει την έκφραση της μητέρας όταν την έβλεπε πιο περιποιημένη. Πριν βγει από το παράθυρο, έκανε μια στάση μπροστά από τον καθρέφτη που σπάνια χρησιμοποιούσε και άρπαξε μια χτένα. Έριξε μια ματιά στο είδωλό της μα τίποτα δεν αντιγύρισε το βλέμμα. Άφησε τη χτένα να πέσει κάτω και έτρεξε πίσω από την Σαρύν.


Η Ντον επέλεξε να αποχωρήσουν από τις μπροστινές πόρτες του κάστρου και η Σαρύν δεν έφερε αντίρρηση, ανάμεσα στις πληροφορίες που την τάιζε ρυθμό που ταίριαζε στην ταχύτητά τους. Σε λίγες ώρες τα νέα για τη νέα βασίλισσα Μάια θα ταξίδευαν στην πόλη και από εκεί σε όλο το βασίλειο. Η Μάτρον δεν θα την άφηνε μόνη μα περισσότερα από τα παιδιά της θα κατέφθαναν. Εκείνη μαζί με την μικρή και σφιχτή της ομάδα θα ταξίδευαν στον επόμενο βασίλειο για κατάκτηση.


«Κι εκεί θα πρέπει να αναδείξεις την αξία σου, μικρή» της είπε η Σαρύν με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα γεμάτα της χείλη. «Η Μάια έθεσε ψηλά τον πήχη».


«Είναι σαν εμένα; Τόσο καινούργια σε όλο αυτό;»


Η Σαρύν ένευσε καθώς περνούσαν σαν βέλη στο σκοτάδι. «Ήταν τιμή μου να την αλλάξω πριν μερικούς μήνες μα η Μάτρον δεν με άφησε να διοικήσω το Βασίλειο της Ζαχάν. Με χρειάζεται ακόμη κοντά της για κάποιον λόγο» είπε χαμηλόφωνα, λες και υπήρχε περίπτωση κάποιος να την ακούσει. Στράφηκε προς την Ντον και της έκλεισε το μάτι, «Έχεις πολλά ακόμη να μάθεις μα το σημαντικότερο είναι ένα».


«Ποιο;»


«Όταν δαγκώσεις τον τελευταίο γόνο της βασιλικής οικογενείας, προσπάθησε να μην τον σκοτώσεις. Η Μάτρον δε συγχωρεί εύκολα».


Με αυτά τα λόγια έκοψε ταχύτητα και την άφησε να κινείται μόνη της μπροστά, μειώνοντας την απόστασή της από την έπαυλη του Χάριαν καθώς το κάλεσμα της μητέρας κυρίευε ξανά τις αισθήσεις της. Της είχε δώσει μια ευκαιρία που δεν είχε ζητήσει μα μέσα της ήξερε πως δεν είχε σκοπό να την απογοητεύσει. Ο θρόνος ενός βασιλείου την περίμενε και μια φωτιά άναψε μέσα στην Ντον που δεν είχε αφήσει ποτέ τον εαυτό της να νιώσει. Θα τον έκανε δικό της με την αξία της ή θα πέθαινε προσπαθώντας. Αυτή τη φορά είχε πολλά να χάσει.


Τέλος
 Υ.Γ. Επειδή δεν σας έχω συνηθίσει με μικρό μέγεθος, η συγκεκριμένη ιστορία ήταν για διαγωνισμό στον οποίο δεν διακρίθηκα και είχε όριο λέξεων.
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 12, 2019 07:18

April 10, 2019

Pirate’s Progress (2/2)

Μέρος ΙΙ

Ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά και σίγουρα ο Κουέντιν -τα χέρια του οποίου γνώριζε καλύτερα και από τα δικά της, κάθε γρατζουνιά και κάθε ουλή- και ο Ουίλαρντ -το αφεντικό των δυο τους και άλλων ταλαίπωρων κορμιών του σιδηρουργείου- θα αναρωτιούνταν πού στις εφτά κολάσεις είχε χαθεί. Ποτέ της δεν είχε λείψει ούτε μια μέρα, δεν είχε αργήσει ούτε λεπτό. Δεν είχε την πολυτέλεια να ψάξει για άλλη δουλειά και επίσης ήξερε πως δεν θα κατάφερνε να βρει εύκολα κάτι στο οποίο ήταν καλή εκτός απ...

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 10, 2019 11:14

April 3, 2019

Pirate’s Progress (1/2)

Μέρος Ι

            Το μπαρ του πανδοχείου της Κρεμασμένης ήταν γεμάτο -όπως και κάθε βράδυ άλλωστε- αλλά για μια θαμώνα τα πρόσωπα που έπιαναν το γνωστό τραπέζι στη γωνία έλειπαν και μαζί τους είχαν χαθεί τα πειράγματα, τα δυνατά γέλια και οι φωνές. Η παρέα του Ντάροου είχε χωριστεί -είχε μοιραστεί- σε ένα σωρό διαφορετικά τραπέζια αλλά κυρίως κάθονταν στον μεγάλο ξύλινο πάγκο που καταλάμβανε τον περισσότερο χώρο του μπαρ και παρακολουθούσε τις νέες παρουσίες, εκείνες που τους είχαν αρνηθεί τις...

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 03, 2019 10:10

November 2, 2018

Chronos (3/3)

Μέρος ΙΙΙ

Όταν η Μοντ ανέκτησε ξανά την εξουσία του σώματός της, τράβηξε με αηδία το καλώδιο από το στήθος της. Το άφησε να πέσει κάτω και βάλθηκε να φτιάχνει το σκισμένο της φόρεμα για να καλύψει τη γύμνια της. Το έδεσε όπως-όπως και έριξε μια ματιά στον άδειο χώρο. Η Ιζόλντ δεν ήταν στον δωμάτιο. Από το φως του ήλιου πίσω της κατάλαβε πως ήταν σχεδόν μεσημέρι αλλά δεν άκουγε φασαρία από το μαγαζί.

Στράφηκε προς το κρεβάτι και είδε την Κορώνη ακόμη εκείνη, τυλιγμένη με τις κουβέρτες. Δίπλα της ...

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on November 02, 2018 12:35

October 29, 2018

Chronos (2/3)

Μέρος II

Ένα πρωί που η Ιζόλντ δεν είχε να σημειώσει πολλά στο βιβλίο της και είχε χρόνο να πάρει το πρωινό της με την Μοντ με άνεση –η Ντοτ Λαβίνια τους είχε προτείνει μια νέα της δημιουργία και οι δυο τους απολάμβαναν μια σφολιάτα γεμιστή με καραμέλα και μερικούς χοντρούς κόκκους αλατιού που παράδοξα ταίριαζαν πολύ ευχάριστα–, η Μοντ ξεροκατάπιε με τρόπο που έδειχνε πως κάτι την απασχολούσε.


«Μπορείς να μου μιλήσεις για οτιδήποτε, Μοντ» της είπε η Ιζόλντ, μέσα στο ήσυχο δωμάτιο.


Το κάποτε ακατάστατο γραφείο είχε πάνω του μόνο πένες και μελάνι, με μερικά καθαρά χαρτιά, και ο μεγάλος πάγκος εργασίας συνέχιζε να κατακλύζεται από ρολόγια που χρειάζονταν επιδιόρθωση καθώς μερικά πράγματα δεν θα άλλαζαν ποτέ. Η πόρτα που οδηγούσε στον μεγάλο χώρο του μαγαζιού ήταν ανοιχτή και οι χτύποι των ρολογιών κρατούσαν όμορφη συντροφιά στις δυο γυναίκες.


Τα ζεστά μάτια της Μοντ έπαιξαν προς το παράθυρο και μερικές σκιές πέρασαν από το όμορφο πρόσωπό της. Κοιτούσε ξανά τα σμήνη των πουλιών, κάτι που φανέρωνε στην Ιζόλντ το περιεχόμενο της επερχόμενης συζήτησής τους. Ετοιμάστηκε να αρνηθεί για μια ακόμη φορά από την νεογνή ακόμα φίλη της να βγει έξω. Θα της υποσχόταν για μια ακόμη φορά πως κάποια στιγμή στο μέλλον –όταν δεν είχαν πολύ κόσμο στο μαγαζί, όταν ο καιρός το επέτρεπε, όταν η δουλειά έπεφτε λίγο– πως θα έκαναν οι δυο τους έναν μικρό περίπατο στη γειτονιά και να θα της υπενθύμιζε πως θα έβρισκε τη λύση στο πρόβλημά της. Παρόλο που ο λαμπτήρας δεν είχε αντιδράσει ποτέ πέρα των προβλέψεων της Ιζόλντ, δεν θα άφηνε ποτέ την Μοντ στην τύχη του χάους της Νόξφορντ.


«Συνήθιζες να μιλάς για σωστό και λάθος» της είπε, στρέφοντας τα γαλάζια μάτια της πάνω στο απορημένο πρόσωπο της Ιζόλντ.


«Πράγματι» της είπε εκείνη και άφησε το πιρούνι της απαλά πάνω στο πιάτο της. Δεν είχε τελειώσει ακόμα το πρωινό της αλλά το στομάχι της δέθηκε κόμπος με έναν τρόπο που είχε πολύ καιρό να νιώσει. Η σκεπτική έκφραση της Μοντ φανέρωνε πως η συζήτηση θα ήταν διαφορετική αυτή τη φορά.


«Έχεις αλλάξει γνώμη;» την ρώτησε και, ανασυγκροτώντας τις σκέψεις της, συνέχισε, «Δεν πιστεύεις πια στο καλό και το κακό; Στο σωστό και το λάθος; Στην αγάπη και το μίσος;»


Η Ιζόλντ χαμογέλασε και εναπόθεσε το χέρι της στο ζεστό μάγουλο της Μοντ. «Συγχέεις ανόμοια πράγματα, Μοντ. Το καλό, το σωστό και η αγάπη δεν πρέπει να είναι πάντοτε διαφορετικά από το κακό, το λάθος και το μίσος. Παίζει μεγάλο ρόλο η αντίληψη του καθενός».


«Δηλαδή;»


«Για κάποιους η αγάπη μιας μητέρας για το παιδί της θεωρείται καλή και σωστή αλλά τι πιστεύεις πως θα έλεγαν οι ίδιοι άνθρωποι για μια μητέρα που αγαπούσε με τον ίδιο τρόπο να δουλεύει ακατάπαυστα πάνω στις ιδέες της;»


Η Μοντ πήρε το χρόνο της. «Η οικογένεια έρχεται πάντα πρώτη στις επιλογές των ανθρώπων».


Το νεύμα της Ιζόλντ έδειξε να την ηρεμεί τόσο που πήρε μια ακόμα μπουκιά από το πρωινό της. «Τι θα έλεγαν για έναν άνδρα που σκότωσε έναν λύκο που έτρωγε το κοπάδι του και τι για κάποιον που θα προστάτευε κάθε είδους ζωή και θα προσπαθούσε να βρει μια ισορροπία;»


«Το κατάλαβα, Ιζόλντ» της είπε κάπως απότομα η Μοντ, αλλάζοντας συμπεριφορά από τη μια στιγμή στην άλλη. Κάτι βαρύ την απασχολούσε όταν φερόταν έτσι.


«Δεν θα αμφέβαλλα ποτέ» της είπε με χαμηλό τόνο και της έδωσε λίγο χρόνο να συνεχίσει αλλά η Μοντ είχε κολλήσει το βλέμμα της στο τραπέζι. «Τι σε απασχολεί πραγματικά;»


«Πιστεύεις ότι είμαι κάτι σωστό ή κάτι λάθος;» είπε, με τις λέξεις να βγαίνουν σαν χείμαρρος από το στόμα της. «Δεν είμαι άνθρωπος, όχι πραγματικά, ότι κι αν λες εσύ. Οι άνθρωποι γεννιούνται από ανθρώπους. Αποτελούνται από κρέας και αίμα και ψυχή. Εγώ είμαι άδεια» είπε και παίρνοντας μια ανάσα κοπάνησε μερικές φορές το στήθος της, στο σημείο κοντά στον λαμπτήρα.


Ο κενός ήχος που έκανε ο θώρακας της ήταν σαν σφαλιάρες στα μάγουλα της Ιζόλντ. Άρπαξε το χέρι της Μοντ και το σταμάτησε πριν τον επόμενο χτύπο. Συνέχισε να της κρατάει δυνατά τον καρπό καθώς την κοίταζε στα μάτια.


«Θα πληγωθείς έτσι, Μοντ».


«Δεν πονάω καν» της είπε και έκανε να τραβήξει πίσω το χέρι της.


«Πονάς εμένα».


Το σώμα της Μοντ τινάχτηκε λίγο πίσω, λες και περισσότερο ρεύμα από ότι χρειαζόταν πέρασε μέσα της. Η Ιζόλντ ελευθέρωσε το χέρι της και έκανε πίσω την καρέκλα της, γονατίζοντας μπροστά της. Άφησε το βλέμμα της να περάσει ξανά και ξανά εξεταστικά πάνω από το σώμα της Μοντ και τα χέρια της ψηλαφούσαν καίρια σημεία. Θα έβρισκε τι είχε χαλάσει και θα το επιδιόρθωνε, ακόμα και αν έπαιρνε όλη της τη ζωή.


«Ιζόλντ» της είπε παρακλητικά η Μοντ. «Κοίτα με».


«Πρέπει να βρω τι-»


«Είμαι καλά» την διέκοψε. «Κοίτα με».


Η Ιζόλντ σήκωσε το βλέμμα της και είδε την τα γαλάζια μάτια της Μοντ να έχουν αλλάξει χρώμα και να έχουν πάρει μια πιο σκούρα απόχρωση. Ήταν λες και τα λόγια της είχαν χτυπήσει κάποια ευαίσθητη χορδή μέσα της και αυτό αντικατοπτριζόταν στα μάτια της.


«Τι βλέπεις;» την ρώτησε η Μοντ και η Ιζόλντ είπε ταυτόχρονα, «Τι νιώθεις;»


Οι δυο τους χαμογέλασαν από αυτή την παράξενα λυπητερή αλλά και χαρούμενη στιγμή και η Μοντ βοήθησε την Ιζόλντ να καθίσει ξανά δίπλα της. «Ένιωσα μια ζέστη να πηγάζει από εδώ,» της είπε η Μοντ και ακούμπησε –απαλά αυτή τη φορά– το σημείο στο στήθος της όπου υπήρχε ο λαμπτήρας, «όταν είπες ότι σε πλήγωσα με τα λόγια μου. Ταξίδεψε μέσα μου και έπειτα,» συνέχισε, διαγράφοντας την πορεία με το χέρι της και αφήνοντας το να καταλήξει στα μάτια της, «ήταν σαν να κορυφώθηκε εδώ».


«Ω, Μοντ» της είπε η Ιζόλντ, πιάνοντας τα χέρια της και αφήνοντάς τα για να χαϊδέψει το πρόσωπο και τα μαλλιά της, για να την αγγίξει παντού και να την κάνει να νιώσει ασφαλής και αγαπημένη και σωστή.


«Σειρά σου. Πες μου τι βλέπεις».


«Η απόχρωση των ματιών σου έχει αλλάξει, το γαλάζιο έγινε μπλε, σαν εκείνο του ουρανού που χαζεύαμε μερικές καθαρές νύχτες του χειμώνα λίγο πριν το σκοτάδι καλύψει τα πάντα.» της είπε χαμηλόφωνα, λες και οι λέξεις της μπορεί να ανατάρασσαν το θαύμα της αλχημείας που είχε λάβει χώρα μπροστά της. «Δες».


Άρπαξε το χέρι της και την τράβηξε απαλά κοντά της, προς τον μεγάλο καθρέφτη που οι δυο τους –η Μοντ κυρίως– είχαν περάσει ώρες μαθαίνοντας εκφράσεις. Η Μοντ στάθηκε μπροστά του και το σώμα της κοκάλωσε. Μόνο τα μάτια της κινούταν, δεξιά και αριστερά, παρατηρώντας το νέο τους χρώμα, ώσπου τα χείλη της συντρόφευσαν την ευχαρίστηση που απλώθηκε στο πρόσωπό της. Το χρώμα άλλαξε ξανά, πιο αργά αυτή τη φορά, αφήνοντας τις δυο γυναίκες να παρακολουθούν και πάλι ένα ζευγάρι γαλάζια και ζεστά μάτια.


«Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαι στεναχωρημένη πια» είπε η Μοντ, με μια στάλα ερώτησης στη φωνή της.


Η Ιζόλντ πέρασε τα χέρια της γύρω από την Μοντ, πιάνοντάς τα μπροστά από το στήθος της. Μπορούσε να νιώσει τη ζεστασιά και τους χτύπους του λαμπτήρα κάτω από τις στρώσεις ρούχων, από το λεπτό δέρμα και από τα μέταλλα που κρατούσαν τα πάντα στις θέσεις τους.


«Αυτό σημαίνει πως είσαι σωστή».


Οι δυο τους παρέμειναν αγκαλιασμένες και σιωπηλές, κάτω από τους σταθερούς χτύπους των ρολογιών, κοιτάζοντας τις αντανακλάσεις τους και παρατηρώντας πράγματα που δεν είχαν ποτέ το χρόνο να δουν πραγματικά.


Η πόρτα του μαγαζιού έσπασε αυτή τη γαλήνη. Η Ιζόλντ τρόμαξε περισσότερο από την Μοντ. Στράφηκε προς τα πίσω. «Περιμένουμε κάποιον τόσο νωρίς;»


«Όχι» αποκρίθηκε η Μοντ και έκανε να κινήσει προς την πόρτα.


Η Ιζόλντ την κράτησε πίσω. «Άσε εμένα σήμερα» της είπε και χωρίς να περιμένει την άφησε πίσω της, κοντά στον καθρέφτη, να απολαύσει για λίγο ακόμα αυτές τις μοναδικές στιγμές που είχαν μοιραστεί.


Από την βιτρίνα μπορούσε να δει έναν άνδρα να στέκεται στην εξώπορτα. Φορούσε ένα καθαρό γκρίζο κοστούμι και ένα ψηλό καπέλο. Κουνούσε τα πόδια του παρόλο που στεκόταν στο ίδιο σημείο, λες και βιαζόταν τρομερά. Κάτι τον ενοχλούσε τόσο πολύ που δεν είχε δει την Ιζόλντ να πλησιάζει και κοπάνησε ξανά την πόρτα, δημιουργώντας μια ρωγμή στην ήρεμη επιφάνεια της σταθερότητας των χτύπων.


«Παρακαλώ» είπε η Ιζόλντ, τραβώντας την πόρτα προς τα μέσα αλλά χωρίς να κάνει άκρη για να περάσει μέσα ο άγνωστος κύριος.


Εκείνος την κοίταξε από πάνω ως κάτω. «Είστε η Ιζόλντ Τίκερ;» τη ρώτησε απότομα και, παρόλο που αυτό δεν ήταν το πραγματικό της όνομα και δεν είχε το δικαίωμα να την ρωτάει τόσο απροκάλυπτα, εκείνη ένευσε καταφατικά. Ο άνδρας φάνηκε να βρίσκει τους χαμένους του τρόπους και ανασυγκρότησε τον εαυτό του. Έβγαλε το καπέλο του και έκανε μια βαθιά υπόκλιση. «Ονομάζομαι Σίζαρ Ντάρλστον και είμαι απεσταλμένος του Δημάρχου μας».


Η Ιζόλντ ανασήκωσε τα φρύδια της. Δεν είχε ποτέ προσωπικές σχέσεις με τον Δήμαρχο της Νόξφορντ παρόλο που είχε επιδιορθώσει πολλά από τα ρολόγια της έπαυλής του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να φερθεί με την ευγένεια που άρμοζε στην κατάσταση. Έκανε στην άκρη, απλώνοντας το χέρι της ώστε να αφήσει τον Σίζαρ Ντάρλστον να περάσει στο μαγαζί της.


«Όχι, όχι, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο» είπε και για κάποιον λόγο αυτό του φάνηκε αστείο και γέλασε. Κούνησε το κεφάλι του, σοβαρεύοντας την έκφρασή του. «Με συγχωρείτε, κυρία Τίκερ, αλλά χρειαζόμαστε την εμπειρογνωμοσύνη σας άμεσα».


«Πάνω σε τι;» τον ρώτησε και έριξε μια γρήγορη ματιά στο ισχνό άνοιγμα της πόρτα πίσω από τον πάγκο, βλέποντας ένα γαλάζιο μάτι να παρακολουθεί κρυφά. Ήλπιζε η Μοντ να μην είχε αναστατωθεί από την παράξενη αυτή κατάσταση.


«Μπορείτε να με ακολουθήσετε, παρακαλώ;» την ρώτησε εκείνος και έκανε να ξεκινήσει αμέσως. Όταν είδε ότι η Ιζόλντ δεν είχε κουνηθεί από τη θέση της, στράφηκε ξανά προς το μέρος της, κοιτάζοντάς την κάπως κουρασμένα.


«Θα ήταν καλό να γνωρίζω περί τίνος πρόκειται ώστε να πάρω μαζί μου τα απαραίτητα εργαλεία, κύριε Ντάρλστον» τον πληροφόρησε και αυτός έκανε μια γκριμάτσα λες και είχε φερθεί πραγματικά χαζά. «Κάποιο ρολόι, να υποθέσω».


«Με συγχωρείτε, κυρία Τίκερ» είπε εκείνος βιαστικά και έκανε άλλη μια υπόκλιση. «Από τη βιασύνη μου, ξέχασα τους τρόπους μου».


«Συγχωρεμένος, κύριε Ντάρλστον».


Εκείνος ένευσε, ευχαριστώντας την, και έφερε ξανά πίσω τους ώμους του. «Πράγματι, ένα ρολόι χρειάζεται επιδιόρθωση».


«Και είναι τόσο επείγον; Τι ρολόι είναι αυτό, γνωρίζετε;»


Ο Σίζαρ Ντάρλστον ένευσε, έκανε ένα βήμα πίσω, λίγα μέτρα μακριά από τον πολυσύχναστο δρόμο γύρω από τον οποίο είχαν μαζευτεί ένα σωρό περαστικοί και παρατηρούσαν τους δυο τους, και τέντωσε το χέρι του δείχνοντας προς το πέρας του δρόμου.


Η Ιζόλντ έβγαλε το κεφάλι της και το έστριψε προς το μέρος όπου έδειχνε ο Ντάρλστον. Στο βάθος, πίσω από τις πολυκατοικίες και τυλιγμένο από ατμό, έστεκε επιβλητικό το μεγάλο ρολόι της Νόξφορντ. Ακόμα και από τέτοια απόσταση, μέσα στην βαβούρα του δρόμου και τις ομιλίες των ανθρώπων, η Ιζόλντ ήξερε πώς αν έκλεινε τα αυτιά της θα μπορούσε να πιάσει έστω και έναν αμυδρό χτύπο. Οι δείκτες, όμως, έστεκαν σταματημένοι.


«Καταλαβαίνετε τώρα τη σημαντικότητα της κατάστασης» είπε ο Ντάρλστον, κατεβάζοντας το χέρι του.


Η κίνησή του έκανε πολλούς περαστικούς να συνειδητοποιήσουν το πρόβλημα και πριν καλά-καλά περάσουν μερικά λεπτά –μέχρι η Ιζόλντ να επιστρέψει μέσα για να πάρει μερικά εργαλεία, να εξηγήσει στα γρήγορα τι συνέβαινε στην Μοντ που είχε κρυφακούσει σχεδόν τα πάντα και να βγει έξω με το πανωφόρι της– τα νέα είχαν ταξιδέψει σε όλη τη γειτονιά.


«Στηριζόμαστε σε σένα, Ιζόλντ!» της φώναξε η Νέτυ, η εκπαιδευόμενη φουρνάρισσα, από τον δρόμο απέναντι, κερδίζοντας ένα κοφτό βλέμμα από την Ντοτ Λαβίνια, το οποίο μετατράπηκε σε ένα γεμάτο εμπιστοσύνη και καλοσύνη όταν στράφηκε προς την Ιζόλντ.


Η ωρολογοποιός ένευσε αμήχανα και έκανε νόημα στον Σίζαρ Ντάρλστον να της δείξει το δρόμο. Ήταν σίγουρη πως δεν είχε έρθει ως εκεί με τα πόδια και είχε δίκιο. Ο Δήμαρχος είχε μισθώσει ένα ολόκληρο αυτοκίνητο για τους δυο τους, με οδηγό τον Ντάρλστον. Η Ιζόλντ κοντοστάθηκε πριν μπει μέσα –είχε κάνει πολλές βόλτες με αυτοκίνητο αλλά προτιμούσε τις άμαξες μιας και τις ένιωθε ασφαλέστερες– και έριξε μια ματιά στο ωρολογάδικό της.


Δεν της άρεσε καθόλου που άφηνε μόνη τόσο ξαφνικά την Μοντ, κυρίως έπειτα από μια τόσο μεγάλη ανακάλυψη. Τα συναισθήματα πάλευαν για μια κυρίαρχη θέση μέσα της. Από τη μια χαιρόταν που έβγαινε έξω και θα βοηθούσε τον ίδιο τον Δήμαρχο και ολόκληρη την πόλη της Νόξφορντ –δεν διανοούταν τι πόρτες θα άνοιγε αυτή της η πράξη αλλά είχε βάλει ήδη κατά νου μερικά βιβλία που ήταν κρυμμένα σε ιδιωτικές βιβλιοθήκες– αλλά από την άλλη ένιωθε πως το δέσιμο μεταξύ εκείνης και της Μοντ, αυτό που είχε μόλις δυναμώσει, χρειαζόταν περισσότερο χρόνο που εκείνη τώρα ξέκλεβε.


Ακόμα, είχε αφήσει την Μοντ σε μια περίεργη ψυχολογική κατάσταση για να ανοίξει και να δουλέψει μόνη της το μαγαζί για άγνωστο αριθμό ωρών. Ποτέ δεν είχε φύγει ξανά στο παρελθόν χωρίς να γνωρίζει στο περίπου την ώρα που θα επέστρεφε. Η φίλη της, όμως, δεν την είχε απογοητεύσει ποτέ στο παρελθόν και η Ιζόλντ ήταν σίγουρη –έπρεπε να την εμπιστευθεί ξανά– πως δεν θα άλλαζε συμπεριφορά. Παρόλο που όλες τις φορές που η Μοντ δούλευε στο μαγαζί ενώ η Ιζόλντ ήταν στο πίσω δωμάτιο και έγραφε ή ασχολούνταν με κάτι σημαντικό, η νεαρή γυναίκα δεν είχε ζητήσει ποτέ τη βοήθειά της. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε λόγος να αλλάξει κάτι.


«Έχετε μετακινηθεί ξανά με αυτοκίνητο;» την ρώτησε ο Σίζαρ Ντάρλστον όταν τελικά εκείνη μπήκε στη θέση του συνοδηγού και έκλεισε τη βαριά πόρτα πίσω της.


Το σκληρό δέρμα του καθίσματος ήταν άβολο στην πλάτη της και ο χώρος που είχε για να βάλει τα πόδια και το κουτί με τα εργαλεία της ήταν ελάχιστος σε σχέση με εκείνον που θα της πρόσφερε μια άμαξα. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου ήταν καθαρό και είχε ακόμα την μυρωδιά του καινούργιου, κάτι που έκανε την Ιζόλντ να νιώσει μια μικρή ηρεμία μέσα της.


«Ναι, φυσικά».


«Όμορφα» είπε εκείνος και έβαλε μπρος τη μηχανή που θορύβησε σαν χαλασμένος σωλήνας νερού. «Προς στιγμής φανήκατε να διστάζετε. Σας διαβεβαιώνω πως είμαι εξαιρετικός οδηγός».


«Μμμ…» έκανε η Ιζόλντ καθώς το αυτοκίνητο ξεκινούσε και έπαιρνε τη θέση του στον δρόμο, πίσω από μια μεγάλη άμαξα.


Το βλέμμα της ήταν πάνω στον μικρό καθρέπτη που αντικατόπτριζε την είσοδο από το Chronos. Θα ορκιζόταν πως είδε την πόρτα να ανοιγοκλείνει αμυδρά και ένα όμορφο και γνωστό πρόσωπο να της ρίχνει μια ματιά πριν χαθεί ξανά. Η καρδιά της σφίχτηκε από το άγχος αλλά αφού είχε πάρει την απόφασή της έπρεπε να φερθεί ανάλογα. Η Μοντ θα τα πήγαινε μια χαρά και η ίδια η Ιζόλντ έπρεπε να σκεφτεί τη δουλειά που είχε μπροστά της.


«Έχετε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το ρολόι;»


«Όπως;» ρώτησε ο Σίζαρ Ντάρλστον, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τον δρόμο παρόλο που είχαν σταματήσει για μια ακόμη φορά. Τα κόκαλα στα χέρια του είχαν ασπρίσει από τη δυνατή λαβή με την οποία κρατούσε το τιμόνι και η Ιζόλντ μπορούσε να παρατηρήσει σταγόνες ιδρώτα να σχηματίζονται στους κροτάφους, κάτω από το καπέλο του.


«Πότε σταμάτησε; Ποια ήταν η τελευταία φορά που το επιδιόρθωσε κάποιος;» ξεκίνησε εκείνη και έσμιξε τα φρύδια της. «Και τώρα που το ανέφερα, ποιος ήταν ο αρμόδιος για αυτή τη δουλεία;»


«Για ποια δουλειά;» την ρώτησε εκείνος, λες και δεν είχε ακούσει λέξη από όσα τον είχε μόλις ρωτήσει. Ξεκίνησε ξανά το αυτοκίνητο και το πρόσωπό του κοκκίνισε από την ένταση. Φαινόταν λες και κρατούσε την ανάσα του καθώς το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο δρόμο μπροστά του.


«Για την επισκευή του-» ξεκίνησε η Ιζόλντ αλλά το απότομο φρενάρισμα της έκοψε την πρόταση. Στράφηκε προς το μέρος του. «Είσαι σίγουρος ότι είστε άνετος με την οδήγηση;»


Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, μαζί με το στόμα του. Μια δυνατή κόρνα από το αυτοκίνητο πίσω τους τον έκανε να ξεκινήσει μια βρισιά αλλά την έκοψε για χάρη της Ιζόλντ. Κινήθηκαν ξανά και αυτή τη φορά ο Ντάρλστον ξεφύσησε. «Για να είμαι ειλικρινής, είναι η δεύτερη φορά που οδηγώ».


«Η δεύτερη» αναφώνησε σχεδόν η Ιζόλντ και πριν προλάβει να συνεχίσει, ο Ντάρλστον την πρόλαβε.


«Για σήμερα».


Τα λόγια του την καθησύχασαν λίγο. «Ώστε έχετε οδηγήσει ξανά απλώς όχι τόσο συχνά».


«Κατά κάποιο τρόπο» είπε εκείνος μέσα από τα δόντια του και έπειτα πάτησε ξανά απότομα το φρένο.


Η Ιζόλντ άπλωσε τα χέρια της για να πιαστεί από όπου μπορούσε, περνώντας την παλάμη της από το καθαρό τζάμι και θολώνοντας τον. Θύμισε στον εαυτό της τους πελάτες του ωρολογάδικου και η εικόνα της Μοντ πελαγωμένης μέσα στους ανθρώπους που τις έκαναν ένα σωρό ερωτήσεις επανήλθε όσο σκληρά και το φρενάρισμα του Ντάρλστον.


«Θα είμαι ευθύς μαζί σας, κύριε Ντάρλστον» του είπε κάπως πιο κοφτά και αγενή από ότι έπρεπε λόγω της σύντομής τους γνωριμίας. Αλλά πάνω στην ταραχή της στιγμής δεν μπόρεσε να κρύψει τα συναισθήματά της από τη φωνή της. «Είναι σήμερα η πρώτη φορά που οδηγείτε;»


Ο Σίζαρ Ντάρλστον δεν στράφηκε προς το μέρος της, δεν άνοιξε το στόμα του να απαντήσει, παρά μόνο –έπειτα από μια μεγάλη παύση– ένευσε καταφατικά.


Η Ιζόλντ κοίταξε αγανακτισμένη τον ουρανό του αυτοκινήτου και αυτή τη φορά έψαξε πραγματικά ένα καλό σημείο για να κρατηθεί. Θα μπορούσε να οδηγήσει η ίδια παρόλο που δεν προτιμούσε να βρεθεί πίσω από το τιμόνι και θα ήταν ασφαλέστερη επιλογή από το να αφεθούν στα αγχώδη χέρια του Σίζαρ Ντάρλστον.


«Με συγχωρείτε, αλλά ο Δήμαρχος με-»


«Σας παρακαλώ, μην μιλάτε και επικεντρωθείτε στην οδήγηση» τον διέκοψε εκείνη, σκεπτόμενη πως είτε θα οδηγούσε η ίδια στον δρόμο του γυρισμού είτε θα μίσθωνε μια άμαξα.


«Έχετε δίκιο» είπε ο κύριος Ντάρλστον και έσιαξε καλύτερα τα χέρια του στο τιμόνι.


Καθ’ όλη την διαδρομή, δεν μίλησε ξανά.


***


Ο ήλιος είχε πάρει τη θέση του ψηλά στον ουρανό, τα ρολόγια γύρω της σήμαναν την περασμένη ώρα και οι φωνές των ανήσυχων πελατών που περίμεναν –με κεφάλια κολλημένα στη βιτρίνα στα σίγουρα– ήταν μερικές από τις ενδείξεις πως η Μοντ έπρεπε να κλείσει το βιβλίο της Ιζόλντ και να ανοίξει το μαγαζί. Αλλά πώς θα μπορούσε κανείς στη θέση της να βρει τη δύναμη να το κάνει; Κρατούσε στα χέρια της τις απαντήσεις για την ύπαρξή της και δεν είχε προλάβει ακόμα να μάθει όσα λαχταρούσε.


Η κλειδαριά που είχε βάλει η Ιζόλντ να φυλάει το μπαούλο ήταν παιχνιδάκι για τα έμπειρα χέρια της Μοντ και τώρα βρισκόταν αφημένη στο πάτωμα δίπλα από τα μικρά εργαλεία που είχε χρησιμοποιήσει για να την απασφαλίσει. Είχε βγάλει έξω τακτικά τα ρούχα ώστε να μην καταλάβει τίποτα η μητέρα της –ή φίλη της, σύντροφος, δεν είχε κατασταλάξει ακόμα– και είχε βρεθεί αντιμέτωπη με μια επιλογή. Διάλεξε να διαβάσει το βιβλίο της Ιζόλντ αντί για το άλλο σκληρόδετο και στραπατσαρισμένο αντίτυπο που είχε αγαπηθεί ξανά και ξανά πάνω σε ανθρώπινα χέρια. Το βιβλίο Αλχημεία του Μόρντεκαϊ θα ήταν σίγουρα το επόμενό της ανάγνωσμα αλλά με την ιδέα πως ίσως αυτή να ήταν  πρώτη και τελευταία φορά που είχε τόσο ελεύθερο χρόνο μόνο της, αποφάσισε να μάθει ξεκάθαρα για τη δική της προέλευση.


Δεν ήταν σίγουρη αν είχε πράξει σωστά ή όχι αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί πως οι πληροφορίες που είχε μάθει ήταν άκρως σημαντικές –για την ίδια αλλά και για την Ιζόλντ. Ο ενθουσιασμός που ένιωσε στις λέξεις της πρώτης σελίδας παρέα με ευγνωμοσύνη προς την Ιζόλντ που είχε πάρει το χρόνο της να της μάθει να διαβάζει είχε πια αντικατασταθεί από άγχος, απορία και φόβο. Δεν θα περίμενε ποτέ της πως η δημιουργία της είχε κοστίσει τόσα πολλά στην Ιζόλντ και την είχε βάλει να διαπράξει αποτρόπαιες πράξεις, να κλείσει παράνομες συμφωνίες και να περπατήσει σε χώματα απαγορευμένα. Και όλα αυτά για την Μοντ.


Με μια καλοκουρδισμένη ανάσα, έκλεισε το βιβλίο και το τοποθέτησε στη θέση του πάνω από τον σκουρόχρωμο σύντροφό του. Έπειτα, τακτοποίησε τα ρούχα και σφάλισε ξανά την κλειδαριά. Έβαλε τα εργαλεία πίσω στο τραπέζι –όχι πως η Ιζόλντ θα πρόσεχε ότι βρίσκονταν σε άλλο σημείο, όχι πια– και έσιαξε την κουβέρτα στο ράντζο όπου είχε καθίσει για να περάσει γρήγορα τις σελίδες.


Η λαχτάρα της να επιστρέψει ξανά σε αυτή την κακή ενασχόληση την έκανε να νιώθει ακόμα χειρότερα. Πράγματι το βιβλίο της Ιζόλντ της είχε μάθει πράγματα για τον εαυτό της που ποτέ δεν θα μπορούσε να μάθει –εκτός από τα χείλη της δημιουργού της που ήταν ερμητικά κλειστά– αλλά χρειαζόταν περισσότερο χρόνο να σκεφτεί αν άξιζε να γνωρίζει. Τι ακριβώς παρείχαν αυτές οι πληροφορίες στην Μοντ;


Φόρεσε μια καθαρή ποδιά και παράχωσε βιαστικά το ρολόι με το χαραγμένο πουλάκι στην μπροστινή της τσέπη. Έβαλε ένα μικρό καπέλο στο κεφάλι της για να κρύψει τα μπλεγμένα της μαλλιά και άφησε στην άκρη τα προσωπικά της προβλήματα. Τώρα προείχε το ωρολογάδικο. Ήλπιζε να μην ταξιδέψουν τα νέα πως είχε καθυστερήσει να το ανοίξει αλλά αν βρισκόταν σε αυτήν τη δύσκολη θέση θα έλεγε ψέματα πως είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο.


Και μόνο στη σκέψη πως θα διαστρέβλωνε την αλήθεια με τόση ευκολία ένιωσε απέχθεια για τον εαυτό της. Μετά από όσα είχε διαβάσει για την ύπαρξή της θα έπρεπε να δουλεύει στο να καλυτερεύσει τους τρόπους της και τη συμπεριφορά της και όχι να πνίγεται σε περισσότερες αμαρτίες. Μπορεί η Ιζόλντ να πίστευε πως η Μοντ είχε ψυχή –ή τουλάχιστον πως δεν έπαιζε ρόλο αν είχε ή όχι– αλλά η ίδια η Μοντ δεν μπορούσε να ησυχάσει αν δεν μάθαινε την αλήθεια. Ήθελε να ξέρει αν περπατούσε έναν σωστό ή λάθος δρόμο και δεν θα σταματούσε μέχρι να τα καταφέρει.


Τη στιγμή που η Μοντ πέρασε μπροστά από τη βιτρίνα και κατευθύνθηκε προς την πόρτα για να γυρίσει το καρτελάκι, οι πελάτες ακολούθησαν την κίνησή της σαν μια ασύγχρονη σκιά. Ο ήσυχος χώρος γέμισε από την βαβούρα και τον θόρυβο του δρόμου, από τις ομιλίες και τα βήματα των ανθρώπων και η Μοντ άφησε πίσω της τις ανησυχίες της, λες και βρήκε έναν διακόπτη που μπορούσε να κλείσει ώστε να μπορέσει να κάνει τη δουλειά της.


«Καλημέρα» είπε σε όλους τους και έστριψε προς τον πάγκο. Πέρασε από πίσω και περίμενε τους πρώτους πελάτες να καταφθάσουν κοντά της για να τις ζητήσουν τα επισκευασμένα τους κοσμήματα. Αντί για αυτό, διάφορες ερωτήσεις και απαντήσεις πλανήθηκαν στο χώρο, κάνοντας τον να μοιάζει με αίθουσα μάζωξης και όχι με ωρολογάδικο.


«Πού είναι η κυρία Τίκερ; Δεν γύρισε ακόμα;»


«Ένας άνδρας ήρθε και την πήρε με το αυτοκίνητό του».


«Και μπήκε σε ξένο όχημα;»


«Ποιος σου είπε πως ήταν ξένος;»


«Ποιος ήταν;»


«Δεν τον ξέρω».


«Κανείς σας δεν τον παρατήρησε;»


«Το ερώτημα είναι, πού πήγαν;»


«Η Ντοτ Λαβίνια ξέρει αλλά δε λέει τίποτα».


«Κάτσε, θα πάω να ρωτήσω την εκπαιδευόμενη» είπε μια κυρία και βγήκε χωρίς να χάσει χρόνο από το μαγαζί, περνώντας γρήγορα το δρόμο απέναντι.


«Πώς άφησε το μαγαζί έτσι και απλά και έφυγε;»


«Εμάς δεν μας σκέφτηκε;»


«Όταν μπαίνει στο παιχνίδι ο έρωτας, χάνεται η λογική».


Αυτή η φράση άφησε το σημάδι της πάνω σε όλα τα πρόσωπα αλλά κανείς δεν έμοιαζε να ξέρει από πού προήλθε. Η Μοντ δεν ενδιαφερόταν για συζητήσεις περί έρωτα ή αγάπης αλλά άρπαξε αυτό το άνοιγμα όπως τα πουλιά τα ψίχουλα.


«Η κυρία Τίκερ απάντησε στο κάλεσμα του Δημάρχου» είπε με καθαρή φωνή η Μοντ και ανακουφίστηκε που δεν είχε τη δυνατότητα να τρεμοπαίξει από το άγχος της, όπως κάποιου κανονικού ανθρώπου. Η σιγουριά της φάνηκε να καθησυχάζει το ανεξέλεγκτο μικρό πλήθος που στράφηκε μονομιάς προς το μέρος της και έκλεισε σαν τανάλια γύρω της.


«Ο Δήμαρχος;»


«Για ποιον λόγο την κάλεσε;»


«Ήρθε ο ίδιος ο Δήμαρχος Λάρκιν στη γειτονιά μας και κανείς δεν τον κατάλαβε;»


«Δεν ήταν εκείνος».


«Προφανώς θα έστειλε κάποιον άλλον στη θέση του».


Η πόρτα του ωρολογάδικου άνοιξε και η γυναίκα που είχε τρέξει να μάθει τα νέα μπήκε μέσα φουριόζα και άφησε τη γλώσσα της να κυλήσει ροδάνι. Πληροφορίες που η Ιζόλντ δεν είχε προλάβει να πει ούτε καν στην Μοντ έγιναν γνωστές με τον πιο απλό και γρήγορο τρόπο πριν καλά-καλά κλείσει η πόρτα πίσω της.


Από μια μικρή χαραματιά, χώρεσε ένα μαύρο πουλάκι. Ελίχθηκε, αποφεύγοντας τα κρεμαστά ρολόγια του ταβανιού αλλά οι αντανακλάσεις εκείνων που ήταν στερεωμένα στον τοίχο το μπέρδεψαν. Κοπάνησε μερικές φορές πάνω τους, φέρνοντας τον πανικό στο μικρό πλήθος από κάτω του. Μερικές γυναίκες ούρλιαξαν από τρόμο και έσκυψαν προς το πάτωμα, καλύπτοντας τα κεφάλια με τα χέρια τους ενώ κάποιοι άνδρες προσπάθησαν να τις καθησυχάσουν και άλλοι άρχισαν να κουνάνε τα ψηλά τους καπέλα προς το μέρος του ζαλισμένου πουλιού με την ελπίδα να τον πιάσουν.


Η Μοντ πετάχτηκε πίσω από τον πάγκο και με απλωμένα χέρια πλησίασε το μέρος όπου το πουλί πληγωνόταν ξανά και ξανά. «Μη!» φώναξε στους ανθρώπους που ήθελα να το παγιδεύσουν.


Οι περισσότεροι την άκουσαν και σταμάτησαν την προσπάθεια αλλά ένας επίδοξος άνδρας συνέχισε να κουνάει το καπέλο του μέχρι που χτύπησε με δύναμη το πουλάκι και το έριξε στο πάτωμα.


«Ορίστε!» είπε θριαμβευτικά και άρχισε να χειροκροτεί τον εαυτό του με αποτέλεσμα οι πελάτες γύρω αλλά και πιο μακριά του να ακολουθήσουν.


«Άκρη!» είπε η Μοντ, σπρώχνοντας τους πελάτες που προσπαθούσαν να μπουν μπροστά στον κύκλο και να δουν από κοντά την ύπαρξη που έφερε το χάος μέσα στο μικρό ωρολογάδικο. «Στην άκρη!» είπε ξανά και πρόσθεσε, «Σας παρακαλώ».


Βρέθηκε μπροστά και γονάτισε αμέσως δίπλα από το μικρό και γεμάτο μαύρα φτερά σώμα. Ο θώρακας του ανεβοκατέβαινε με πολύ γρήγορο και ασύγχρονο ρυθμό, θυμίζοντας στην Μοντ ένα χαλασμένο ρολόι που άφηνε τους τελευταίους του χτύπους πριν πάψει. Άπλωσε τα χέρια της και τα έφερε αργά γύρω από το σώμα του πουλιού, τυλίγοντάς το μέσα τους και σηκώνοντάς το.


«Μην το αγγίζετε, δεσποινίς Μοντ» αναφώνησε μια κυρία κοντά της.


Ήταν τόσο ελαφρύ.


«Το σκότωσες;» ακούστηκε μια άλλη γυναικεία φωνή κοντά στην Μοντ.


Ήταν τόσο απαλό.


«Μόνο να βοηθήσω ήθελα» είπε ο νεαρός άνδρας με χαμηλό και ένοχο τόνο στη φωνή του πια.


Ήταν ακόμη ζωντανό.


Η Μοντ άφησε τους πελάτες στην παράξενη σιωπή τους και πέρασε στο πίσω δωμάτιο. Με προσεκτικές κινήσεις, άφησε το μαύρο πουλάκι στο ράντζο της Ιζόλντ, λίγο δίπλα από το μαξιλάρι της, και το τύλιξε απαλά με μια από τις κουβέρτες. Τα φτερά του έμοιαζαν τόσο εύθραυστα στο άγγιγμα και είχαν ανοίξει σε παράξενες στάσεις αλλά η Μοντ φοβόταν να τα μετακινήσει. Θα το άφηνε να ξεκουραστεί και να γιάνει μόνο του. Όσο κι αν ήθελε να μείνει μαζί του, έπρεπε να επιστρέψει στο μαγαζί.


Ρίχνοντας ακόμη μια ματιά στο μαύρο στήθος του που ανεβοκατέβαινε ακόμα, στάθηκε στα πόδια της. Έστριψε και άρπαξε ένα ρολόι τσέπης που είχε επιδιορθώσει το προηγούμενο βράδυ και βγήκε ξανά στο μπροστινό δωμάτιο. Ομιλίες είχαν ανάψει ξανά στον χώρο αλλά έσβησαν στη θέα της Μοντ. Πολλά στόματα άνοιξαν σε άηχες ερωτήσεις αλλά η Μοντ ήξερε τι έπρεπε να κάνει.


«Το ρολόι σας είναι έτοιμο, κύριε Ουέλερ» είπε, κοιτάζοντας τον κατευθείαν στα μάτια. Τα βήματά του έσπασαν τη σιωπή και έπειτα η Μοντ συνέχισε, με πιο ήπιο τόνο. «Αντικατέστησα τον παλιό μηχανισμό με έναν νέο και σαν υπόσχομαι πως θα χτυπάει για τον επόμενο αιώνα χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο».


Ο Ουέλερ άπλωσε τα χέρια του και πήρε το ρολόι από την αλυσίδα του. Το άφησε να κρέμεται μπροστά στα μάτια του και χαμογέλασε στενάχωρα στη θέα του. «Ο πατέρας μου θα σας είναι υπόχρεος, δεσποινίς Μοντ».


«Στη διάθεσή σας» είπε εκείνη, χαμογελώντας ευγενικά, και παίρνοντας την ανταμοιβή της δουλειάς της από τον Ουέλερ.


Ακολούθησε την ίδια διαδικασία για μερικά λεπτά, με όλα τα βλέμματα των επίδοξων πελατών στραμμένα πάνω της αλλά καμία άλλη κουβέντα δεν άνοιξε για την Ιζόλντ και τον άγνωστο άνδρα ή για το μαύρο πουλάκι που ξεκουραζόταν στο πίσω δωμάτιο. Η μέρα θα κυλούσε όμορφα και ήμερα, όπως και κάθε άλλη. Το απόγευμα, όμως, ήταν πολλά υποσχόμενο.


***


Η Ιζόλντ ανέβηκε σχετικά εύκολα τους δώδεκα ορόφους του μεγάλου ρολογιού –τουλάχιστον δεν αγωνίστηκε όσο ο κύριος Ντάρλστον. Εκείνος φυσούσε και ξεφυσούσε κάθε φορά που η Ιζόλντ σταματούσε και κοίταζε από κάτω και της έκανε νόημα με το χέρι του να συνεχίσει καθώς προσπαθούσε να ηρεμήσει την καρδιά του και να σκουπίσει ξανά τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Τα βαριά του ρούχα σίγουρα θα τον έβραζαν μέσα τους αλλά και η Ιζόλντ φορούσε τα ίδια –ίσως και περισσότερα, αν λογάριαζε κάποιος και τον κορσέ που πίεζε τα εσώψυχά της χωρίς έλεος.


Οι σκάλες ήταν μεταλλικές και παλιές, τρίζοντας κάτω από το βάρος της και το κάθε ελαφρύ βήμα. Πέρασε δίπλα από πυκνούς ιστούς αράχνης και μπορούσε να ακούσει ξεκάθαρα ήχους τρωκτικών που είχαν κάνει το εσωτερικού του μεγάλου ρολογιού σπίτι τους όλα αυτά τα χρόνια. Όσο ανάβαινε ψηλότερα, παρατηρούσε φωλιές πουλιών δίπλα σε ανοίγματα των τοιχωμάτων από όπου είχε εμφανώς μπει νερό και υγρασία, σκουριάζοντας και διαβρώνοντας τα μέταλλα που κρατούσαν το κτίσμα σταθερό.


Οι χοντροί μεταλλικοί σωλήνες που κινούσαν τα γιγάντια γρανάζια ήταν ακίνητοι μαζί με τους στρογγυλούς τους φίλους, προσδίδοντας ένα βαρύ συναίσθημα θανάτου και αποσύνθεσης που η Ιζόλντ ένιωθε να την κουράζει περισσότερο από τις αμέτρητες σκάλες. Δεν μπορούσε καν να φανταστεί τη φασαρία των σκουριασμένων γραναζιών και την κατάσταση που θα επικρατούσε στις κλειδώσεις και στους συνδέσμους του μηχανισμού αλλά έφτιαχνε ήδη μια λίστα με τα προβλήματα που είχε δει και ο Σίζαρ Ντάρλστον θα έπρεπε να μεταφέρει στον Δήμαρχο Λάρκιν.


Αποφάσισε να μην περιμένει τον κύριο Ντάρλστον και στρώθηκε στη δουλειά. Έκανε αρκετές βόλτες γύρω από τα γρανάζια, εξετάζοντάς τα προσεκτικά. Έπειτα, γονάτισε και έριξε μια ματιά στα χαμηλότερα σημεία, εκεί που οι μηχανισμοί ήταν μικρότεροι και κρυμμένοι κάτω από τους μεταλλικούς γίγαντες που γύριζαν τους δείκτες. Ίσως το πρόβλημα να ήταν εκεί, ριζωμένο στις σκιές και στα ξεχασμένα γρανάζια. Ακόμη και ένα ελατήριο που έμοιαζε ασήμαντο στο κοινό μάτι θα μπορούσε να κόψει την ανάσα αυτού του μεγαθήριου.


Η όλη κατασκευή ήταν σκουριασμένη και είχαν περάσει αρκετά χρόνια από την τελευταία φορά που κάποιος μηχανικός ή ακόμα και επιστάτης είχε ενδιαφερθεί για εκείνη. Έβγαλε τον φακό που ευτυχώς είχε σκεφτεί να πακετάρει και έριξε φως σε γωνιές που ήταν περισσότερο οικίες με σκιές και ιστούς.


Ο λαχανιασμένος κύριος Ντάρλστον βρέθηκε πίσω της. Ακούμπησε τα χέρια του στα λυγισμένα του γόνατα καθώς προσπαθούσε να ηρεμήσει τα πνευμόνια και την καρδιά του. Η ανάσα του έβγαινε γρήγορη και κοφτή, κάποιες φορές σχεδόν σφυριχτή, και ενοχλούσε την Ιζόλντ στη συγκέντρωσή της. Του έριξε μια ματιά κι εκείνος ανασυγκρότησε τον εαυτό του αμέσως. Στάθηκε ξανά στα πόδια του και ίσιωσε το κουστούμι του με τις παλάμες του.


«Τι έχετε να πείτε, κυρία Τίκερ;» την ρώτησε βιαστικά, προσπαθώντας να κρύψει την ακόμα ανισόρροπη φωνή του.


«Πολλά, κύριε Ντάρλστον» του είπε εκείνη και σηκώθηκε. Ο Σίζαρ Ντάρλστον έκανε να τη βοηθήσει αλλά ήταν πολύ αργός για το συνηθισμένο της σώμα –ακόμα και με τον κορσέ. «Έχω συντάξει ήδη μια λίστα που θα σας παρακαλούσα να μεταφέρετε στον Δήμαρχο».


Τα μάτια του Ντάρλστον άνοιξαν διάπλατα, μαζί με το στόμα του. Τα χείλη του κουνήθηκαν μερικές φορές, βγάζοντας ακατάληπτους ήχους, μέχρι που ξανά κάτω από το σοβαρό βλέμμα της Ιζόλντ, επανέφερε τον εαυτό του σε μια φυσιολογική και ήρεμη κατάσταση.


«Βεβαίως και θα μεταφέρω την κάθε σας λέξη στον Δήμαρχο μας» ξεκίνησε εκείνος και την ακολούθησε καθώς έριχνε μερικές ακόμα ματιές στον χώρο γύρω τους. Το μεταλλικό πάτωμα έτριζε σε διάφορα σημεία κάτω από τα βήματά τους αλλά δεν έμοιαζε να ενδιαφέρει ούτε στο ελάχιστο την Ιζόλντ που είχε απορροφηθεί ξανά με τον γρίφο που είχε μπροστά της. «Αλλά, όπως καταλαβαίνετε, θα πρέπει να ξεκινήσω με καλά νέα πριν καταλήξω στο να ζητάω χάρη».


Το σώμα της Ιζόλντ τινάχθηκε αμυδρά και η γυναίκα στράφηκε προς το μέρος του. «Χάρη;» τον ρώτησε, ρητορικά. «Το ρολόι σταμάτησε γιατί δεν υπάρχει κανένας αρμόδιος για τη συντήρηση και επισκευή του, κύριε Ντάρλστον. Η λίστα περιέχει μόνο σημεία που έχουν να κάνουν με το ρολόι και μόνο με αυτό. Δεν ζητάω προσωπικές χάρες,» είπε και τόνισε την λέξη που είχε ο ίδιος χρησιμοποιήσει, «από τον Δήμαρχο ή από κανέναν άλλον παρόλο που βρίσκομαι εδώ για να εκπληρώσω μία».


Ο Ντάρλστον έμεινε για λίγο αποσβολωμένος να την κοιτάζει. Η Ιζόλντ ένιωσε το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει από τη φούρια της στιγμής και ένα χαμόγελο ετοιμάστηκε να σχηματιστεί στα χείλη της. Δεν το άφησε όμως. Είχε πολλά χρόνια –δεν μπορούσε καν να θυμηθεί πόσα– να βρεθεί σε μια τέτοια συζήτηση, να λογομαχήσει με επιχειρήματα και να αρπάξει τη θέση που της άξιζε. Αν ήταν ειλικρινής με τον εαυτό της, θα έλεγε πως της είχε λείψει.


Ποτέ δε σήκωνε μύγα στο σπαθί της αλλά καθώς προσπαθούσε να βρει όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν για να φτιάξει την Μοντ –τα βιβλία, τις ιστορίες και τους μύθους, τα πειράματα, τα εξαρτήματα και σώματα που θα χρησιμοποιούσε και ένα σωρό άλλα πράγματα– είχε κλείσει αυτό της το κομμάτι κάπου βαθιά. Έπρεπε να φέρεται πάντοτε μετρημένα και προσεγμένα, να μην τραβάει τα βλέμματα και να μπορεί να περνάει από μέρη χωρίς να αφήνει πίσω την προσωπική της σφραγίδα.


Εκείνη τη στιγμή όμως, δίπλα στον κύριο Ντάρλστον –τον ιδρωμένο και κουρασμένο άνδρα που έμοιαζε να αγχώνεται στη σκέψη και μόνο να ξεστομίσει κάτι αρνητικό μπροστά στον Δήμαρχο– ο παλιός της εαυτός βγήκε στην επιφάνεια. Το βλέμμα του ταλαίπωρου άνδρα της εξαφάνισε το αίσθημα της νίκης και το αντικατέστησε με ενοχή. Δεν πάλευε ποτέ της με ανθρώπους που βρίσκονταν στην ίδια μοίρα με εκείνη και δεν ήταν η ώρα να ξεκινήσει.


Αυτή τη φορά ήταν η Ιζόλντ που συνέφερε τον εαυτό της. Καθάρισε το λαιμό της και χαλάρωσε την έκφραση του προσώπου της. Ο Ντάρλστον φάνηκε να πιάνει την αλλαγή πάνω της και η έκφραση του καθρέπτισε τη δική της. Κατέβασε ελάχιστα το κεφάλι της προς τα κάτω, ως ένδειξη συμφιλίωσης, και ο Ντάρλστον ακολούθησε ξανά το παράδειγμά της.


            «Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, κύριε Ντάρλστον» του είπε και πέρασε δίπλα του, κατευθυνόμενη προς τα εργαλεία της. «Ο Δήμαρχος θα σας συγχαρεί για την καλή δουλειά σήμερα».


            «Ώστε θα δουλέψει; Μπορείτε να το φτιάξετε;» την ρώτησε, τρέχοντας πίσω της και σκουπίζοντας το μέτωπό του με το μανίκι του.


Η Ιζόλντ άνοιξε το στόμα της, έτοιμη να του απαντήσει κάτι αινιγματικό και έξυπνο, αλλά το ξανασκέφτηκε. Άφησε την ανάσα της να βγει χωρίς λέξεις και προσπάθησε ξανά. «Αν οι δείκτες δεν γυρίσουν ξανά, να μην με λένε Ιζόλντ Τίκερ» κατέληξε εκείνη, χωρίς να καταφέρει να συγκρατήσει τον εαυτό της από το να ξεφουρνίσει μια άλλη εξυπνάδα.


Ο Ντάρλστον, βέβαια, δεν γνώριζε πως το πραγματικό της όνομα –Ουίβερ– είχε χαθεί από τις πρώτες κιόλας μέρες της στην Νόξφορντ καθώς οι κάτοικοι της γειτονιάς και οι σχεδόν μόνιμοι πελάτες –που με κάποιον τρόπο έβρισκαν ένα σωρό ρολόγια που χρειάζονταν επιδιόρθωση από τότε που εμφανίστηκε η Μοντ– είχαν μετατρέψει σε Τίκερ, λόγω της δουλειάς της.


Τον άκουσε να αναστενάζει από ανακούφιση και έπειτα έκανε μερικά βήματα πίσω, δίνοντάς της χώρο να δουλέψει. Η Ιζόλντ τον ένιωθε να την κοιτάζει –λες και το βλέμμα του την πίεζε στην πλάτη– αλλά μετά από λίγη ώρα ξέχασε εντελώς την παρουσία του και αφέθηκε ολοκληρωτικά στην επιδιόρθωση αυτού του όμορφου μηχανισμού. Δεν είχε σκοπό να φύγει από εκεί μέχρι να βρει το πρόβλημα και να το επιδιορθώσει.


Τα λεπτά έγιναν γρήγορα ώρες και η μέρα έδωσε τη σκυτάλη της στο έντονο πορτοκαλί του ηλιοβασιλέματος, μέχρι η Ιζόλντ να πατήσει ξανά το πόδι της στον πλακόστρωτο δρόμο. Ο Ντάρλστον την ακολούθησε εύκολα αυτή τη φορά, μοιάζοντας να μην έχει κανένα πρόβλημα με το κατέβασμα. Οι δυο τους έστρεψαν τα κεφάλια τους προς τα πάνω και εναπόθεσαν τα μάτια τους πάνω στους δείκτες του ρολογιού. Περίμεναν υπομονετικά, ακίνητοι δίπλα στον πολυσύχναστο δρόμο, τραβώντας αρκετά βλέμματα περαστικών.


Όταν ο μεγάλος δείκτης κινήθηκε, τα σώματα τους φάνηκαν να χάνουν την έντασή τους και να κυματίζουν από τη χαρά και την ανακούφιση. Πολλοί κάτοικοι παρατήρησαν πως το μεγάλο ρολόι δούλευε ξανά και οι συζητήσεις απλώθηκαν γύρω από την μηχανικό και τον βοηθό του Δημάρχου, ταξιδεύοντας γρήγορα μέχρι εκεί που τα αυτιά τους δεν μπορούσαν να ακούσουν.


Ο Σίζαρ Ντάρλστον στράφηκε προς την Ιζόλντ και χαμογέλασε πλατιά. Η έγνοια είχε εξαφανιστεί από τα χαρακτηριστικά του, που για πρώτη φορά παρατηρούσε η Ιζόλντ. Τα μάτια του είχαν ένα ανοιχτό καφέ χρώμα που έφερνε περισσότερο σε ζεστό μέλι και ταίριαζε γάντι με το σκούρο δέρμα του. Το πρόσωπό του ήταν φρεσκοξυρισμένο αλλά τα σημάδια της κούρασης έκαναν αισθητή την παρουσία τους κάτω από τα μάτια του. Έβγαλε το καπέλο του, αποκαλύπτοντας μακριά μαύρα μαλλιά που ήταν πιασμένα πίσω, και έκανε υπόκλιση.


«Κυρία Τίκερ, σας βγάζω το καπέλο» είπε με στόμφο που έκανε την Ιζόλντ να γελάσει πραγματικά.


Όταν εκείνος σηκώθηκε ξανά, βρήκε το απλωμένο χέρι της Ιζόλντ τον περιμένει. Έβαλε βιαστικά το καπέλο του κα

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 29, 2018 11:48