Ένα αντίο στον Μάνο Ελευθερίου

Πάνε μήνες τώρα που έφυγε από κοντά μας. Έσβησε στις 22 Ιουλίου, μια μέρα πριν ξεσπάσει η κόλαση στο Μάτι. Καθυστέρησα πολύ να αναρτήσω στη σελίδα μου το παρακάτω κείμενο που το έγραψα στο facebook. Κάτι η πυρκαγιά κάτι η κακή μου διάθεση εκείνο το καλοκαίρι, ο αποχαιρετισμός στον αγαπημένο μου Μάνο Ελευθερίου, έμεινε πίσω. Αλλά καθώς φεύγει αυτή η χρονιά, το 2018, νιώθω την υποχρέωση να τον αποχαιρετίσω ξανά με τα παρακάτω λόγια που έγραψα τότε:


[image error]


«Χθες έφυγε από κοντά μας ο Μάνος Ελευθερίου σε ηλικία 80 ετών. Νιώθω την ανάγκη να μοιραστώ αυτή την ιστορία που μας ένωσε.


Δεν θα μιλήσω για το πόσο σπουδαίος καλλιτέχνης ήταν αλλά για το πόσο σπουδαίος άνθρωπος υπήρξε. Και ούτε θα πω για το πόσο μεγάλο ήταν το ταλέντο και το έργο που άφησε σε εμάς αλλά για το πόσο μεγάλη ήταν η ψυχή του. Και είμαι σίγουρος πως, τώρα που έφυγε, θα την παραδώσει σε καλά χέρια.


Είχα την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσω το 2010, ένα μεσημέρι στη δουλειά. Τότε εργαζόμουν στο Metropolis, στο κατάστημα της Πανεπιστημίου, στον τρίτο όροφο όπου λειτουργούσε το τμήμα των βιβλίων. Είχα μόλις ανέβει πάνω και τον βρήκα να χαζεύει τα βιβλία όπως συνήθιζε να κάνει. Μας επισκεφτόταν συχνά, πάντα με την τραγιάσκα, τα γαλάκια και την ομπρελίτσα του και εκείνο το μελαγχολικό μα συνάμα ευγενικό και ονειροπόλο ύφος.


Δεν ρωτούσε για τις πωλήσεις των έργων του, ούτε για τα βιβλία ούτε για τα cd ούτε και έψαχνε για θαυμαστές. Περπατούσε αργά, αθόρυβα και ντροπαλά. Καμιά φορά έπιανε την κουβέντα με τον κυρ-Χρήστο που ήταν φίλος του από τον καιρό που ο δεύτερος εργαζόταν στον Κέδρο και πια δούλευε στο Metropolis για να συμπληρώσει ένσημα και να βγει στη σύνταξη. Μιλούσε αργά και ποτέ επιδεικτικά.


Ήξερα ποιος ήταν. Δεν υπήρξα ποτέ θαυμαστής του, ίσα-ίσα που παλιότερα έβλεπα την φωτογραφία του και ένιωθα όλη αυτή τη δηθενιά της ελληνικής πνευματικής κουλτούρας των τελευταίων 40 χρόνων. Ήταν μια μορφή που εμφανιζόταν συνεχώς μπροστά μου επιδεικνίοντας όλα όσα δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει ένας συγγραφέας της γενιάς μου: αναγνώριση, καταξίωση, μεγάλους εκδοτικούς, βραβεύσεις από την Ακαδημία Αθηνών και άλλα.


Μέχρι που διάβασα το βιβλίο του “Άνθρωπος στο Πηγάδι”. Εκεί ήταν που τον αγάπησα. Εκεί ήταν που άρχισα να αναθεωρώ τα προηγούμενα.


Εκείνη τη μέρα -πώς μου ήρθε και εμένα- πήγα και του μίλησα. Είχε ήδη περάσει ένας χρόνος σχεδόν από τότε διάβασα το βιβλίο του, μα βλέποντας τον εκεί κοντά, ένιωσα την ανάγκη να του το πω. Για μέρες βρισκόμασταν στον ίδιο χώρο μα ένιωθα ντροπή να πάω να του μιλήσω. Στην τελική ποιος ήμουν; Ένας 27χρονος υπάλληλος που δούλευε 8χτωρο περιμένοντας το τέλος της βάρδιας του για να συνεχίσει το φιλόδοξο μυθιστόρημα του που θα αποτύχαινε κι αυτό να βει εκδοτικό όπως και με τα προηγούμενα δύο. Ένας κανένας.


Δεν ξέρω τι με ώθησε εκείνη τη μέρα να του μιλήσω αλλά το έκανα.

-Γεια σας κύριε Ελευθερίου, του είπα.

-Γεια σας και εσάς αγαπητέ, μου απάντησε.

-Ήθελα να σας πω ότι μου άρεσε πολύ το τελευταίο σας βιβλίο, του είπα. Υπήρχε κάτι από τον Ντίκενς μέσα του και μια αληθινή κατάθεση ψυχής. Σας ευχαριστώ που το μοιραστήκατε μαζί μας.

-Να είστε καλά, μου είπε και αμέσως με ρώτησε. Γράφετε;

Αφοπλίστηκα. Δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Ολόκληρος Μάνος Ελευθερίου και αντί να μου ζητήσει να του πω περισσότερα για το έργο του, ρωτούσε εμένα αν γράφω.

-Ε… κάτι λίγα, του είπα μασώντας τα λόγια μου.

-Θέλω να δω τα γραπτά σας.

-Δεν είναι έτοιμα ακόμα, του είπα.

-Δεν πειράζει. Να μου τα φέρετε.


Δεν μιλήσαμε πολύ εκείνη τη μέρα. Σχόλασα και σκεφτόμουν αυτή μας τη συζήτηση. Τι να του πήγαινα να διαβάσει του ανθρώπου; Τη Νοέλα, τον Ονειροβάτη ή τους Αθέατους Αστέρες; Γύρισα σπίτι και το είπα καταχαρούμενος στην Κατερίνα. Μου είπε να του πάω την Νοέλα αλλά κολλούσα να το κάνω. Δεν θα του άρεσε, δεν θα έβρισκε τίποτα ενδιαφέρον σε μια ιστορία φαντασίας που φιλοδοξούσε να γίνει το επόμενο Χάρι Πότερ. Στην τελική μπορεί απλώς να το είχε πει έτσι, ποιος ξέρει γιατι.


Την επόμενη μέρα στο μαγαζί είχαμε πολύ δουλειά. Επιστροφές, αλλάγές και κουβάλημα. Κάποια στιγμή άκουσα μια γνώριμη φωνή από πίσω μου και γυρνώντας βλέπω ξανά τον Μάνο Ελευθερίου.

-Τι κάνετε; με ρώτησε.

-Μια χαρά κύριε Μάνο. Εσείς;

-Τα συνηθισμένα, μου είπε και μου έδωσε έναν φάκελο. Αυτό είναι εσάς.

Έκπληκτος πήρα το φάκελο. Τον άνοιξα και τι να δω; Δύο βιβλία του και ένα διπλό cd με τραγούδια του.

-Έχω μερικά αποθέματα και τα χαρίζω σε φίλους, μου είπε. Κρατήστε τα, διαβάστε τα και ακούστε τα. Και θα περιμένω να δω τα γραπτά σας.


Πόσο ευτυχισμένος ένιωσα εκείνη τη μέρα; Ένας ζωντανός θρύλος ήρθε να με βρει και να μου χαρίσει τα έργα του. Έτσι, χωρίς αντάλλαγμα, χωρίς κάτι για εκείνον. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ζητούσε να διαβάσει τις σκέψεις και τις ιδέες μου.

Και συνέχισε να το κάνει για καιρό. Συνέχισε να κάνει την βόλτα του στο βιβλιοπωλείο με την τραγιάσκα, τα γυαλάκια και τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, υπενθυμίζοντας μου ότι περίμενε να διαβάσει κάτι δικό μου. Σταδιακά έκοψε τον πληθυντικό και άρχισε να με αποκαλεί “δάσκαλο”.


-Τι κάνεις δάσκαλε; μέχρι σήμερα ακούω τη μελαγχολική φωνή του. Κάθε φορά ερχόταν για να κουβεντιάσουμε στα κενά μου. Περίμενε υπομονετικά πότε θα αφήσω τις στοίβες με τα βιβλία για να ανταλλάξουμε λίγα λόγια. Ο Μάνος Ελευθερίου και εγώ, ένας χαβαλές και τίποτα άλλο.


Δεν του πήγα ποτε κάτι δικό μου. Έβρισκα κάθε φορά άλλες δικαιολογίες. Η αλήθεια ήταν αυτή. Ντρεπόμουν και ένιωθα ποταπός μπροστά του. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι εκείνος θα μπορούσε να με βοηθήσει και να με βάλει στο Μεταίχμιο ή στους άλλους μεγάλους εκδοτικούς. Δεν το πίστεψα, δεν το επιδίωξα, σιχαινόμουν και μόνο την ιδέα. Του έδωσα μόνο τα έργα του πατέρα μου που είναι ότι πολυτιμότερο έχω και τα χαρίζω μόνο σε φίλους. Εκείνος ήταν ο συγγραφέας. Εκείνος ήταν ο ποιητής.


Το Metropolis έκλεισε μια για πάντα λίγο μετά τον ερχομό του 2012. Δεν τον ξαναείδα από τότε. Ο Μάνος Ελευθερίου έχασε το στέκι του κι εγώ τη συντροφιά του. Στο μυαλό μου θα είναι πάντα εκείνος ο γλυκός γεράκος, αγέλαστος και ανέκφραστος που θα περπατά σκυφτός ανάμεσα στα βιβλία και τους ανθρώπους κουβαλώντας το βάρος του καλλιτέχνη σε έναν κόσμο που τον είχε ήδη ξεπεράσει. Δεν γύρευε δόξα, δεν γύρευε χρήματα, γύρευε απλώς έναν άνθρωπο να κουβεντιάζει. Δεν κοιτούσε τους νέους απειλητικά, ήθελε να μάθει από αυτούς γιατί ήταν και ο ίδιος σαν και αυτούς. Είχε τόσα πολλά ακόμα να πει και δώσει μα ήταν ήδη πολύ απογοητευμένος από τους “μεγάλους” χώρους.

Αυτός ηταν ο Μάνος Ελευθερίου. Σπουδαίος, σεμνός και ταπεινός.


Και να είσαι σίγουρος αγαπητέ μου πως κάποτε θα ξανασυναντηθούμε σε ένα χώρο γεμάτο με βιβλία που θα έχει κάτι από τα παλιά της καλής σου νοσταλγίας. Και τότε θα έρθω εγώ με το φάκελο στο χέρι για να σου χαρίσω ότι μου χάρισες και να ζητήσω τα γραπτά σου.


Καλό σου ταξίδι

ο “δάσκαλος” »


23 Ιουλίου 2018

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 30, 2018 00:26
No comments have been added yet.