Μικρή ιστορία ενός “μπάζου”

Τα τελευταία πράγματα βρίσκονταν μέσα σε χαρτόκουτα όμορφα τακτοποιημένα στο χολ του σπιτιού. Την επόμενη μέρα θα μετακόμιζαν σε άλλη πόλη κι εκείνη θα πήγαινε σε καινούργιο σχολείο. Η προοπτική την πανικόβαλε και την ανακούφιζε ταυτόχρονα.


Κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Μέσα από το γυαλί την κοίταξαν δύο τρομαγμένα θαμπά μάτια. Προσπάθησε να παρατηρήσει τις λεπτομέρειες, ν’ ανακαλύψει τί ήταν αυτό που έκανε τα άλλα παιδιά στο παλιό της σχολείο να γελάνε τόσο πολύ μαζί της, να θέλουν, να έχουν ανάγκη να την κοροϊδεύουν ανελλιπώς.


Μάλλον θα είναι τα μαλλιά μου, σκέφτηκε. Κανείς δεν θα θέλει να έχει τέτοια μαλλιά. Η κομμώτρια είχε επιμείνει ότι αυτό το κούρεμα ήταν η τελευταία λέξη της μόδας αλλά μάλλον δεν πρόσεξε ότι ήταν εντελώς ακατάλληλο για φουντωτά και κατσαρά μαλλιά. Το αποτέλεσμα ήταν κάτι που έμοιαζε με μικρό καστανό μαλλιαρό κανίς που είχε χάσει το δρόμο του στο πάρκο και στριφογύριζε ψάχνοντας απεγνωσμένα το αφεντικό του.


«Πάρε το θάμνο σου από δω πέρα! Με μηχανή του γκαζόν κουρεύεσαι;»


«Αφάνα! Πώς πάνε τα κέφια;»


Μετά παρατήρησε το πρόσωπό της. Το δέρμα της ήταν γεμάτο σπυράκια. Όπου κι αν κοίταζε υπήρχε κι από ένα. Βόγκηξε απελπισμένη. Κι έπειτα κατάφερε να βρει μια καθαρή γραμμή δέρματος παράλληλη με το κόκκαλο της κάτω γνάθου και την παρατήρησε με λαχτάρα βγάζοντας μια τρεμουλιαστή ανάσα και σκεφτόμενη πόσο θα ήθελε να είναι και το υπόλοιπο πρόσωπό της τόσο καθαρό.


«Σπυριδούλα! Σπυρουλίνα! Δείτε μούρη! Σαν πίτσα πεπερόνι! Πίτσα-πίτσα-πίτσα-πίτσα-πίτσα-πίτσα και παρθενοπιπίτσα!»


Και σίγουρα ήταν το σώμα της. Αυτό το ανόητο, ενοχλητικό, πανύψηλο σώμα. Που ξεχώριζε ακόμα και ανάμεσα στα πιο ψηλά αγόρια της τάξης. Ώρες ώρες καμπούριαζε τόσο πολύ όταν ήταν δίπλα σε μια ομάδα παιδιών που ένιωθε τον αυχένα της να την πονάει και έδιωχνε τρομαγμένη από το νου της τη βροντερή φωνή του Γυμναστή, του κυρίου Βασιλείου: «Ίσια η πλάτη! Τα παιδιά που καμπουριάζουν παθαίνουν σκολίωση!»


Δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι είναι η σκολίωση, αλλά ήξερε στα σίγουρα ότι δεν ήθελε να την πάθει. Όταν όμως εκείνα τα αγόρια περνούσαν τρέχοντας από μπροστά της και φώναζαν: «Καλημέρα καμηλοπάρδαλη! Τι καιρό κάνει εκεί πάνω; Βάλε κανένα κασκόλ μην κρυώσεις!» ένιωθε το σώμα της να ζαρώνει από μόνο του προσπαθώντας να γίνει μικρούλα, ανύπαρκτη, άφαντη, ένας κόκκος σκόνης που χοροπηδάει θλιμμένα μέσα σε μια ηλιαχτίδα.


Άλλες φορές κορόιδευαν απλώς το περπάτημα της περπατώντας πίσω της πνιγμένοι στα γέλια και αναπαριστώντας το χοροπηδηχτό της βάδισμα και τα χέρια που κινούνταν προς πάσα κατεύθυνση μην ξέροντας πού να σταθούν, όλα αυτά αποτέλεσμα μιας απότομης αύξησης ύψους δέκα εκατοστών μέσα σε διάστημα ενός έτους.


Και ύστερα θυμήθηκε και το χειρότερο απ’ όλα και η ανάμνησή του την χτύπησε με τέτοια ορμή που το στομάχι της μαζεύτηκε σαν μπάλα και στο στόμα της ανέβηκαν σάλια –προεόρτια εμετού. Το πρόσωπο στον καθρέφτη την κοιτούσε κατακόκκινο και  τα σπυράκια το έκαναν να μοιάζει σα να έχει πάρει φωτιά. ΤΟ ΛΑΘΟΣ.


Το λάθος ήταν ολοκληρωτικά δικό της. Δεν έπρεπε ποτέ, ποτέ, ποτέ, να είχε πει σε εκείνη την υποκρίτρια τη Νεφέλη που προσποιήθηκε ότι είναι φίλη της ότι είναι ερωτευμένη με τον Τάσο.  Την επόμενη κιόλας μέρα ξεκίνησε ο εφιάλτης. Δεν μπορούσε να διασχίσει την αυλή του σχολείου για να πάει στο κυλικείο χωρίς να της φωνάξουν του κόσμου τα πειράγματα και χωρίς να γονατίσουν από τα γέλια.


«Έλα Αγγελικούλα, έλα σε περιμένει ο Τασούλης στα σκαλιά της εκκλησίας! Έλα κοπελάρα μου εσύ! Μα είσαι κούκλα πανάθεμά σε! Αυτή η μαλλούρα κάνει και για σφουγγαρίστρα και οι αυτούκλες σου για δορυφορικές κεραίες! Έλα, έλα σε περιμένει ο έρωτάς σου!»


Φυσικά, δεν απαντούσε ποτέ σε τίποτα απ’ αυτά και αυτό κάποια στιγμή η σιωπή της εκνεύρισε τόσο πολύ το παρεάκι των πειραχτηριών που ένας απ’ αυτούς έκανε μερικά γρήγορα βήματα προς το μέρος της, την πρόλαβε και την άρπαξε από τους ώμους και μόνο τότε παρατήρησε κατατρομαγμένη ότι τον περνούσε κι αυτόν κατά μερικά εκατοστά. Παρόλ’ αυτά τα μπράτσα του ήταν φουσκωμένα από το μπάσκετ και τα χέρια του έμοιαζαν με πελώρια κουπιά.


«Μπελογιάννη σου είπα ότι σε περιμένει ο καλός σου! Τι έγινε μωρή φυτούκλα; Δεν άκουσες; Μήπως χάζεψες από το πολύ διάβασμα;» Έκανε να τον σπρώξει αλλά εκείνος έσφιξε ακόμα περισσότερο σαν τανάλιες τα χέρια στους ώμους της και με μια κίνηση την πέταξε προς τα πίσω κάνοντας την να σκάσει πάνω στα οπίσθια της και να γδάρει και τις δυο παλάμες της στο τσιμέντο της αυλής.


Το μόνο ανακουφιστικό σε όλο αυτό, ήταν ότι ο Τάσος που δεν είχε το κουράγιο ούτε από μακριά να τον κοιτάξει πια, δεν συμμετείχε στην καζούρα των συμμαθητών του. Μία φορά μάλιστα με ύφος τρομερά ενοχλημένο τους είχε πει  «Φτάνει!» με τα φρύδια του ζαρωμένα. Τόλμησε να αναρωτηθεί αν υπήρχε περίπτωση να του άρεσε έστω και λίγο και ύστερα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Σε κανέναν δεν αρέσει ένα «ΜΠΑΖΟ».


«Τουλάχιστον στο καινούργιο σχολείο θα ξέρεις καλύτερα ώστε να μην κάνεις τα ίδια λάθη!» ψιθύρισε μια φωνούλα στο μυαλό της κι εκείνη συμφώνησε και αποφάσισε ότι θα ήταν πράγματι καλύτερα να μην προσπαθήσει καν να κάνει νέους φίλους αυτή τη φορά. Μέσα της όμως έκαιγε μια μικρή φλογίτσα ελπίδας, ότι μπορεί να μην είναι όλα τα παιδιά του κόσμου τόσο κακιασμένα. Και όπως έμελλε να διαπιστώσει πολύ σύντομα, είχε απόλυτο δίκιο.


3 likes ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on November 03, 2017 12:44
No comments have been added yet.