Μαγιονέζα
Άνοιξε το καπάκι του σωληναρίου και άρχισε να του τοποθετεί προσεκτικά τη μαύρη κρέμα στις ανοικτές πληγές πάνω στην πλάτη, στους ώμους, στο μέτωπο. Αυτός άλλαζε στάση αντιδραστικά δεξιά κι αριστερά από τον πόνο, προκαλώντας της σοβαρή αστοχία, ωσότου το μισό του σώμα κατέληξε άτσαλα μουντζουρωμένο με δακτυλιές, σαν παρατημένο τείχος όπου αντίθετες φατριές σβήνουν η μια τα συνθήματα της άλλης. Αλλά με την επιμονή της, πέτυχε όλες τις πληγές –σχεδόν όλες. Γιατί μόλις πήγε να του βάλει λίγη στο σημείο που άνοιξε κάτω από το χείλος του, της άρπαξε το χέρι. «Ααχ».
«Μα πρέπει, γιε μου, κάνε μια προσπάθεια ...»
Την δάγκωσε ελαφρά για να τραβήξει το χέρι της. «Άλλαξε κάτι;»
«Όχι, αλλά να είσαι έτοιμος. Συντηρήσου. Θα αλλάξει ο νόμος, θα δεις. Με κάποιο τρόπο διατηρήσου.»
«Κι αν δεν το θέλω;» ψέλλισε πριν κλείσει τα κουρασμένα του μάτια.
Η μάνα του σηκώθηκε. Έκλεισε το καπάκι από το σωληνάριο και γύρισε να φύγει. Κοντοστάθηκε. Ξανάνοιξε το καπάκι και με την άκρη των δακτύλων της του έβαλε λίγη κρέμα ανάμεσα στα χείλη. Έτρεξε μετά προς την έξοδο του κελιού. Οι πόρτες άνοιξαν αυτόματα. Δεν φόραγε το βραχιόλι.
Πέρασε ένα σαββατοκύριακο και τρεις καθημερινές πριν ξανάρθει. Ο Σωκράτης την περίμενε με αγωνία. Του ανακούφιζε τον αβάσταχτο πόνο στα κόκκαλα. Τον έτρεφε η αναπνοή της, τον δρόσιζε η φωνή της γεμάτη αγάπη, κι ας την απόπαιρνε αυτός με κάθε ευκαιρία, κι ας μην την άφηνε τίποτα να δει από όλα αυτά. Η ανακούφιση παιγνίδιζε με την ανυπαρξία πίσω από ένα πέπλο λακωνισμού και υποτιθέμενης αδιαφορίας. Ένα παιχνίδι που αυτή προφανώς γνώριζε, γιατί πόνο δεν ένοιωθε όποτε πήγαινε, μόνο χαρά, μια παιδική χαρά που του την έβγαζε με χαμόγελα και νάζια. Κι ας το εκνεύριζαν τέτοιες συμπεριφορές από τη μάνα του, που του θυμίζανε το δικό του παρελθόν, πριν σταθεί αντιμέτωπος με το τέρας, πριν τραβήξει τον δρόμο τον σοβαρό. Που λίγοι θα τραβήξουν, για να χωράνε τα κελιά, να μην στοιβάζεται τόση σοβαρότης σε ένα χώρο. Η εξουσία δεν άντεχε τη σοβαρότητα, αυτός το ήξερε καλύτερα από όλους, η εξουσία ήθελε αφέλεια, αυθορμητισμό και υπακοή. Καλούς ανθρώπους, σαν τη μάνα του. Δεν θα της χαριζότανε εύκολα. Δεν θα τον έπειθε. Μα την ήθελε εκεί.
Ήταν κι αυτή η κρέμα που του έβαζε, σαν μικρό θαύμα σταματούσε τη φαγούρα στις πληγές του, αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο σίγηζε και την καταταραμένη την καούρα στο στομάχι του. Του είχε πει ο γιατρός ότι τα εσωτερικά του όργανα θα άρχιζαν πια, μετά από τρεις μήνες, να ατροφούν, ο οργανισμός του θα κατανάλωνε λαίμαργα από τους μύες του και από τους ιστούς του όλο το οργανικό υλικό.
Τί κι αν πεθάνω εδώ μέσα;
Αν έξω δεν έφευγε από την εξουσία ο σατράπης που τους έκανε όλους ίσους και κατώτερους των υπολοίπων μισών, δύο μόνο τάξεις, εργάτες και προύχοντες, πλουσιότατοι και φτωχότατοι, πεινασμένοι και παραταϊσμένοι, δεν θα σταματούσε αυτή την απεργία. Ήταν και οι φίλοι του έξω με τα πλακάτ και έτρωγαν ξύλο από την αστυνομία και το στρατό, ήταν και ο γιος του που τον έπιασε η γυναίκα του και πήγανε Αγγλία για να σωθούνε.
«Η Νεφέλη; Ο Λένος; Κανένα νέο;»
«Τίποτα, γιε μου», είπε ήσυχα η μάνα του σαν έβαζε στη μεγάλη πληγή στο μηρό του τη μαύρη κρέμα.
Αυτός μόρφασε έντονα από το τσούξιμο. Αυτή νόμισε πως τον ενόχλησε η έλλειψη κάποιας είδησης και συνέχισε να του αλοίφει την πληγή.
«Άσε να καταλαγιάσει η εξέγερση, να σταματήσετε κι εσείς την απεργία πείνας... Μην τους συλλάβουν κι αυτούς.»
«Πρόσεξε.»
«Τι; Σε πόνεσα;»
«Πρόσεξε τη σιγουριά σου».
Ο Σωκράτης έκλεισε τα μάτια του και εκείνη του ακούμπησε το κεφάλι στο σκληρό μαξιλάρι προς τα πίσω. Έπιασε ένα κομμάτι πανί και το βούτηξε στην κούπα με το νερό και άρχισε να μαζεύει από το σώμα του τα απομεινάρια της κρέμας που δεν πήγαν στις πληγές. Έσφιξε λίγο το πανί για να αναμειχθεί η κρέμα με το νερό και μετά, σταγόνα-σταγόνα, του έσταξε το μαύρο νερό στα χείλη. Πολύ αργά, μην την καταλάβει. Σηκώθηκε γρήγορα, έκλεισε το καπάκι του σωληναρίου και έτρεξε να φύγει. Σταμάτησε απότομα και στράφηκε πίσω. Ξέχασε να πάρει το πανί μαζί της.
Αυτή τη φορά έφτασε νωρίς το πρωί – ήθελε να προλάβει τα πρώτα του ούρα. Ο γιατρός, παλιός οικογενειακός φίλος, περίμενε να τα εξετάσει. Όχι, δεν θ’ άφηνε το παιδί της να χαθεί έτσι. Ας το σκότωνε ένας αστυνομικός εκεί έξω. Όλα ήταν καλύτερα απ’ αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει.
«Κατούρα μου λίγο εδώ.»
«Τι λες βρε μάνα; Τι είναι αυτό το μπουκαλάκι; Έγινες και νοσοκόμα τους τώρα; Με παρακολουθείς; Έγινες σπιούνα των σατράπηδων; Παίζεις σκάκι με τα μαύρα; Βγες απ’ αυτή την παρτίδα, βρεεεε! Θα σε φάνε τα άλογα κι οι πύργοι σε τρεις κινήσεις ματ, βρε! Ξύπνα!»
«Τέλειωσες, Σωκρατάκο μου; Μπράβο. Ωραία. Τώρα κατούρα μου εδώ. Θα τα πάω στον Σούρελη, να τα αναλύσει.»
«Τον γιατρό; Γιατί; Τι πιστεύεις; Ότι μας κοροϊδεύουν εδώ; Για να πούνε τι; Ούτε τρώω, ούτε πίνω, έχω παραδοθεί. Τελεία. Ό,τι κι αν πει ο κάθε γιατρός, η μάχη μου είναι μία. Και δεν θα αλλάξει. Βρες έναν τρόπο να επικοινωνήσεις με τον Λένο. Πες του να έρθει πίσω. Να με προλάβει.»
«Κατούρα.»
«Εντάξει. Για σένα. Για να καταλάβεις επιτέλους ότι τελειώνω. Μπορώ να τελειώσω.»
Φύλαξε το μπουκαλάκι στο βρακί της χωρίς να τον ντραπεί. Του έβαλε κρέμα βιαστικά και έφυγε.
***
Ξαναήρθε μετά από δεκαπέντε μέρες. Άρχισε αμήχανα να του βάζει την κρέμα. Ο Σωκράτης κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Μητέρα;»
Η μητέρα του δεν του απάντησε. Έσφιγγε τα χείλη της με αγωνία μην μιλήσει.
«Μητέρα είπα».
«Τι;»
«Τι κρέμα είναι αυτή;»
Δυστυχώς, η ερώτησή του ήταν ακριβώς αυτή που περίμενε. Ήταν έτοιμη. «Δεν ξέρω ακριβώς, την παίρνω από το φαρμακείο, είναι πολύ καλή φαίνεται, οι πληγές σου σιγά-σιγά κλείνουν».
«Μάνα, τι κρέμα είναι;»
«Γιατί βρε Σωκράτη μου επιμένεις; Αφού σου είπα!»
«Σταμάτησα να πεινάω και η κατάστασή μου δεν επιδεινώνεται. Ο γιατρός ψιθυρίζει με τους άλλους για θαύμα.»
«Αλήθεια;»
«Μάνα, δεν πιστεύω να μου κάνεις καμιά χαλάστρα, έτσι;»
«Τι εννοείς;»
«Φέρτο εδώ.»
«Ποιο;»
Ο Σωκράτης σηκώθηκε απότομα για να την προλάβει πριν τρέξει. Τρίκλισε και σωριάστηκε αλλά πρόλαβε και άρπαξε της σφικτή της φούχτα. Νίκησε τα δάκτυλά της και απέσπασε το σωληνάριο. Ήδη αυτή έσκουζε τρομαγμένη και ανήμπορη. Έβαλε την αδύναμή του γλώσσα στο στόμιο και ζούληξε για να βγει λίγο και να γευτεί.
«Μη!»
«Γιατί δεν το σκέφτηκα τόσο καιρό; Γιατί δεν μάζεψα λίγη απ’ τις πληγές μου να τη γευτώ σαν έφευγες; Να σε σταματήσω; Να τη σκουπίσω από πάνω μου! Βλάκα-βλάκα-βλάκα μου!»
«Ποια;»
«Τη μαγιονέζα, γαμώτο! Τη μαγιονέζα με το κάρβουνο! Τη μαύρη μεταμφιεσμένη μαγιονέζα! Το υποκατάστατο για μια ζωή που έχω ήδη αρνηθεί. Φύγε, γιατί θα σε αρπάξω… Δεν φταίνε αυτοί! Εσύ φταις, εσύ, εσύ, εσύ είσαι κατά βάθος αυτοί…»
«Είσαι παιδί μου. Σπλάχνο μου. Θα σε τάιζα με κάθε κόστος, αυτοί στους οποίους αναφέρεσαι, παιδί μου, είναι ανίκανοι να σε φροντίσουν.»
«Με μαγιονέζα! Την κρέμα που βάζεις σε όλα τα κωλοφάγια των πολυεθνικών και τους δίνεις γεύση! Την κρέμα με τα συντηρητικά που ξαναζωντανεύουν ελέφαντα κι αν δεν το θέλει! Μαύρη μαγιονέζα! Χα! Φύγε, γιατί θα σε αρπάξω από το λαιμό και θα μου φταίξεις πιο πολύ κι από το σύστημα, καταραμένη! Εσύ φταις για όλα! Εσύ τους ψήφιζες! Γιατί σου υποσχέθηκαν μια καλύτερη ζωή για όλους μας! Ηλίθια! Ανόητη!»
Κι όσο φώναζε στο παραλήρημά του ο Σωκράτης ξαπλωμένος στο πάτωμα, αυτή τον είχε αγκαλιάσει και τον τάιζε λίγο-λίγο τη μαγιονέζα ανάμεσα στις βρισιές του.
«Έφτασε στα όργανά σου όλα, μα στην καρδιά σου σχεδόν καθόλου. Μάλλον χειρότερα την έκανε. Ίσως να έσφαλα, έχεις δίκηο. Είναι αδύναμη, γι’ αυτό δεν σου είπα τίποτα. Μην πάθεις κανένα καρδιακό επεισόδιο έτσι ξαφνικά. Τώρα που όλα τελείωσαν. Όμως τώρα που ξέσπασες ξέρω ότι είσαι πιο δυνατός.»
«Τι τελείωσε;»
«Έξω περιμένει η Νεφέλη κι ο Λένος. Η κυβέρνηση έπεσε πριν δυο μέρες. Όλοι οι αστυνομικοί έφυγαν αλλά άφησαν ασφάλεια έξω και δεν μας άφηναν να μπούμε. Μαζευτήκαμε όλοι οι συγγενείς των φυλακισμένων μαζί πριν λίγο. Σκοτώσαμε όλους τους φρουρούς. Όχι, εγώ δεν μπόρεσα. Έλα, σήκω, πάμε, τουλάχιστον θα πας χορτάτος στο παιδί σου. Έλα, θα σε τυλίξω με το σεντόνι, μην σε δει σαν φάντασμα που κατάντησες.»
«Συγ.../»
«Όχι, μην ζητήσεις συγνώμη. Θα μου χαλάσεις το δικό μου αγώνα. Στάσου μόνος σου, να σε τυλίξω, δεν μπορώ να σε σηκώσω.»
«Όχι, άσε, έτσι να με δει, οι καλές και οι κακές μέρες εναλλάσονται αιώνια, ποτέ δεν ξέρεις τι συνταγή θα πρέπει να σκαρφιστείς στο μέλλον για τον Λένο.»
© Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης
Published on January 19, 2016 23:22
No comments have been added yet.


