Constantina Maud's Blog, page 16

December 5, 2016

The “Red String of Fate”

The “Red String of Fate” ties soul mates together.

Not unbreakably (at least that’s what I want to believe), but their respective pinkies together.

Αnd that, rumour has it, is enough to lead Theseus to the Minotaur and Ariadne to Dionysus.

…Aren’t there too many “soul mates” entangled here?

I once came across the East Asian “Red String of Fate” myth accidentally, while researching for a novel – pretty much how it happens when you’re not looking for gold: you’re bound to stumble upon a grain of it on the road…

So while I was reading about it, I came across a couple of pictures with yarns tangled in messy hanks, which looked kind of more realistic than the idealized concept of the myth… And I suspect that the string was not “anointed” red, so as not to evade notice (it’s supposed to be invisible anyway…), but because according to East Asian traditions red is the colour of luck… How lucky is it, though, after all, to follow this string – or even worse, what you take for a string – until you find its other end?

According to legend, when the knot-crafting, smiling god Yuè Lǎo showed a boy the girl he was “by string” destined to marry one day, the little boy took up a stone, threw it in the girl’s face and left. However, though, since “escaping destiny is impossible”, in any nook and cranny of this world – let alone when it’s also tied by red string – the fairytale ends of course with marriage as the “happy end”; if anything, the girl’s “lucky” scar on her forehead is the evidence…

So, since in the end everything lies within our minds, everything starts there (and fortunately ends there, too), if a time comes when you believe your “Red String” has found its other end, try your luck and tell her/him “姻缘 红線”.

If this is indeed the case, she/he can only say the password.

If, however, she/he keeps looking at you like “it’s all Chinese to me”, don’t fret.

You’ve probably just escaped from the Minotaur.



 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 05, 2016 03:36

December 3, 2016

Ύδρανος, Κεφάλαιο ΧΙΙΙ, απόσπασμα

[…]Δεν πρόλαβαν, λοιπόν, οι τέσσερις φίλοι να στρίψουν στο

πρώτο στενό μιας συνοικίας και τους επιτέθηκαν χρώματα,

αρώματα και νότες. Ντυμένοι με τις ανάλαφρες και πότε –

πότε αρκετά επιτηδευμένες φορεσιές τους, πολύχρωμο, φα-

νταχτερό συνονθύλευμα, οι Ελικαστεριώτες προχωρούσαν,

συζητούσαν, εμπορεύονταν, χόρευαν, τραγουδούσαν… εν

ολίγοις, δεν περίμεναν καμία γιορτή, οι δρόμοι τους

πλημμύριζαν μελωδίες νυχθημερόν. Κάθε σπίτι ήταν βαμμένο

μ’ άλλο χρώμα απ’ το διπλανό του, τα παραθυρόφυλλα και οι

πόρτες μ’ άλλο χρώμα απ’ τους τοίχους, μέχρι το ουράνιο

τόξο να εξαντληθεί, κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή… όσες

πόρτες έχασκαν ανοιχτές, φανέρωναν στο ανώφλι κουρτίνες

από χάντρες χρωματιστές ή κοχύλια… και σημαίες υποδοχής

τ’ απλωμένα ρούχα, όπως κρέμονταν πάνω στα σχοινιά που

ήταν δεμένα από το ένα μπαλκόνι στο απέναντι… Οι νέοι

Πλησθείς, βέβαια, δεν είχαν κέφι τίποτα απ’ όλ’ αυτά να

προσέξουν. Περνούσαν μέσ’ από τα σοκάκια με τις

φημισμένες τοιχογραφίες, δίχως καν να τις κοιτούν, έσκυβαν

το κεφάλι μπροστά στ’ απορημένα βλέμματα περαστικών και

κατοίκων και το μόνο που επιθυμούσαν ήταν να φτάσουν

γρήγορα στον προορισμό τους. Και τα στενά, τα οποία

έμοιαζαν περισσότερο με διαδρόμους παρά με δρόμους έτσι

που ασφυκτιούσαν ανάμεσα στις σφιχταγκαλιασμένες σειρές

των σπιτιών, δε βοηθούσαν· πλήθος πηγαινοερχόταν εκεί,

πλήθος πολύ κι αργοκίνητο… Παρ’ όλ’ αυτά, μετά από

σχετικά λίγη ώρα, οι νέοι έφτασαν κοντά στο τέρμα του

ακρωτηρίου, στις απαρχές ενός μικρού αλσυλλίου. Εκεί,

είδαν τον Άδειμο να πλησιάζει ένα απ’ τα τελευταία σπίτια

και να χτυπά την κοραλόχρωμη, ξύλινη πόρτα· τα σκαλί-

σματά της, που μιμούνταν άνθη και βλαστούς, ήταν πολλά

για να τα μετρήσει κανείς… πόσο μάλλον αν αυτός μετρούσε

μόλις λίγες ώρες ναυαγός…

Όταν είχαν σταθεί όλοι στη στοά, μπροστά στο κισσοστεμ-

μένο κατώφλι, η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε μια χαριτωμένη

νεαρή Ύδρια· του Σκέμμου και της Δρυνόης τα μάτια έδειξαν

αμέσως την έκπληξη της αναγνώρισης.

— Τα μεγάλα πνεύματα συναντιούνται…! Καλά δεν το λέω

για Άλια; ρώτησε η κόρη γελώντας.

— Ποια είσαι εσύ επιτέλους; ρώτησε μ’ αγανάκτηση η

Δρυνόη, καθώς στο πρόσωπο της κοπέλας είχε αναγνωρίσει

την Ύδρια, που τόσο καιρό έβρισκε μπροστά της.

— Εννοείς εκτός από εκνευριστική, άμετρα ενοχλητι-

κή, χαζοχαρούμενη Άλια; Τίποτ’ άλλο. Εκτός αν το βαρέθη-

κε κι αυτό, είπε ο Σκέμμος, με το πρόσωπό του να ’χει πάρει

ένα πρωτόγνωρο για τους φίλους του χρώμα βαθιά ριζωμένης

αντιπάθειας.

— Την ξέρεις;! απόρησε η Δρυνόη κι έμεινε να κοιτά το

Σκέμμο σαν εκείνος να ’χε ξεστομίσει το πιο αναπάντεχο

πράγμα στον Κόσμο.

— Δυστυχώς ναι, άπειρες φορές είχε την τύχη να συναντή-

σει την αφεντιά μου εδώ στα εμπορικά μου ταξίδια… Και… Κι

εσύ, Δρυνόη; Ω! Αυτή; Αυτή είναι η περίφημη σωτήρας;!

— Τι ευγενικό, ειρωνεύτηκε μ’ ένα χαμόγελο η κοπέλα,

που δεν ήταν άλλη από τη Βρύχα. Μα είστε πολύ ευγενικοί.

Σωτήρας σας εγώ; Είστε απόλυτα ικανοί να… σωθείτε και μό-

νοι σας…

— Μην της μιλάτε! Τροφή της είναι να σπάει νεύρα. Ας

βρούμε το σπιτονοικοκύρη, Άδειμε, είπε ο Σκέμμος κι έπιασε

το φίλο του απ’ το μπράτσο.

Τότε, τα βλέμματα έπεσαν στον Άδειμο, που ’χε παγώσει

στη θέση του και μόνο τα μάτια του κουνιούνταν, πηγαίνο-

ντας σωστό εκκρεμές από τον ένα στον άλλο.

— Εγώ δε σας κάνω; Κρίμα και τα συμφωνήσαμε τόσο

καλά με το φίλο σας, είπε δήθεν απογοητευμένα η Βρυξ και

χαμογελώντας μπήκε ξανά στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα και

τους άφησε και τους τέσσερις εμβρόντητους.

Μόλις ο Σκέμμος βρήκε ξανά τη λαλιά του, ξεσπάθωσε:

— Σ’ αυτή;! Σ’ αυτή να μείνουμε;! Και να βοηθάμε, σε ό, τι

μας ζητήσει;! Η Δεινάη;!

— Δε νομίζω ότι έχουμε επιλογές, Σκέμμο. Ούτε εγώ την

εμπιστεύομαι, μα ας μείνουμε απόψε και βλέπουμε, τον παρό-

τρυνε η Δρυνόη.

Με μεγάλη απροθυμία και κατσούφιασμα, ο Σκέμμος υπο-

χώρησε κι αυτή χτύπησε ξανά την πόρτα. Η Βρυξ άργησε

λίγο, μα άνοιξε.

— Αλλάξατε γνώμη; Ω, δεν ξέρω αν πρέπει να ενδώσω,

είπε κοιτώντας τους τάχα με μισό μάτι ενώ η Δρυνόη συγκρά-

τησε με το χέρι της το Σκέμμο, που έβραζε σαν ηφαίστειο του

Ακτίωνα.

Πέρασαν, τελικά, μέσα και πριν απ’ οτιδήποτε άλλο, τα

ταλαιπωρημένα τους πνευμόνια φούσκωσαν μυρωδιές από

γιασεμιά και γαρίφαλα· και θάσσονες, πολλούς θάσσονες…

Από κάπου ερχόταν ταιριαστή κι η επωδός νερού

τρεχούμενου… Έμειναν λίγο να χαζεύουν μουδιασμένα τις

αψίδες που κύκλωναν σαν κοραλένιο φρούριο τον πρόδομο

κι έκαναν βήματα διστακτικά πάνω στο μαρμάρινο δάπεδό

του· άλλος ένας θάσσονας εκεί, τεράστιος και ζωγραφιστός

με παραπάνω χρώματα απ’ τα φυσικά του… σχεδόν με δέος

απέφυγαν τα παιδιά να τον πατήσουν… Τοιχογραφίες με

πελώρια ανθοδοχεία κι ευφάνταστες ταξιανθίες διέτρεχαν

τους τοίχους των στοών, πίσω απ’ τις αψίδες, και

συνταίριαζαν την ψευδαίσθηση με το αισθητό. Η Βρυξ έριξε

κάποια στιγμή με χάρη πάνω απ’ τον ώμο της την ελεύθερη

άκρη του ελικαστεριώτικου ιματίου της, που ’χε τις χροιές

της πιο άγουρης δύσης, γλίστρησε πλάι στη Δρυνόη σαν

αερικό και της Πλησθείας τής φάνηκε πως σιγοτραγουδούσε

γλωσσοδέτη, «Λίθος μύθος λάθος ήθος… ». Και σαν η

Δρυνόη την κοίταξε εξεταστικά, η νεαρή Άλια έσκασε σε

ψυχωμένα γέλια και σχεδόν χορεύοντας ανέβηκε την

καλλαϊτόχρωμη σκάλα του σπιτιού. Στη βάση εκείνης της

σκάλας η Δρυνόη εντόπισε τότε μια από τις πηγές των

αρωμάτων· μες σ’ ένα μεγάλο, πήλινο αγγείο, γεμάτο νερό,

έπλεαν χούφτες πάλλευκα γιασεμιά. Τα κουνούσε η ίδια

δροσάτη αύρα που ερχόταν ίσα από τη θάλασσα έξω και

παρέσερνε τις κουρτίνες και η οποία μόνο καλοδεχούμενη

ήταν από τους Πλησθείς. Δεν είχαν προλάβει, όμως, να

περιηγηθούν λίγο παραπέρα, προς τις στοές της εσωτερικής

αυλής, και η Βρυξ και το χαμόγελό της κατέβηκαν ξανά

κάτω.

— Λοιπόν, τρία δωμάτια έχει το σπίτι και το ένα προφανώς

το χρειάζομαι. Μπορείτε να μοιραστείτε τα υπόλοιπα. Υπάρ-

χουν και ρούχα, να πετάξετε αυτά τα κουρέλια. Σήμερα σας

φιλοξενώ δωρεάν, μα αν θέλετε να μείνετε περισσότερο, θα

πρέπει να με βοηθάτε, είπε και κοίταξε – χαμογελώντας πά-

ντα… – έναν κατακόκκινο Σκέμμο.

— Και τι δουλειά θα κάνουμε; ρώτησε ο Άδειμος.

Η Βρυξ, όμως, ανέβηκε πάλι τα σκαλιά κι εκείνοι έπρεπε

να καταλάβουν να την ακολουθήσουν. Τους επέστησε χαμο-

γελαστή να προσέξουν τα κεφάλια τους, από το μεγάλο φα-

νάρι που κρεμόταν απ’ το ταβάνι κι έφτανε χαμηλά στη μέση

του διαδρόμου, και τους οδήγησε προς τον εξώστη, όπου τους

περίμεναν νερό, ψωμί και ψητά όσπρια. Σκέψεις ή ενδοιασμοί

θα υπάκουαν στο αίσθημα της πείνας, αν η όρεξη τους δεν είχε

χορτάσει από τον πόνο για τον Αγάθωνα…

Ένα κιόσκι, σωστό κέντημα από φλεβιστό μάρμαρο και κα-

λυμμένο από πυκνό, ανθισμένο κισσό τούς προστάτευε από

το μεσουράνημα της λυκώς. Αυτήν πάσχιζαν να ξορκίσουν τα

τζιτζίκια κι οι καλλιτεχνικοί ανεμόμυλοι της Βρυχός, οι οποί-

οι έστελναν γύρω τους ρεύματα αέρα. Πάνω απ’ τα κεφάλια

τους κρέμονταν και γλαστράκια με φτέρες και ταγέτες. Ήταν

όμορφος εξώστης, ήταν όμορφο σπίτι, αριστερά το χαιρετού-

σε το Νυφαοσκοπείο, ο φάρος – παρατηρητήριο των νυφαο-

δίφων, των ξακουστών αστρονόμων· και δεξιά, από τα γειτονι-

κά σπίτια, ξεπρόβαλαν κάθε τόσο ασημοντυμένες παρουσίες,

που τραβούσαν κυρίως κατά το φάρο…

Αυτές οι παρουσίες έκαναν το Φείδωνα να κοιτάξει τη

Βρύχα σαν να ’βλεπε τον Οίακα και το Δρανό να γευματίζουν

παρέα.

-Νυφαοδίφης είσαι; τη ρώτησε.

— Και μάντις· Άλια μάντις…, είπε ο Σκέμμος καγχάζοντας.

Ο αντίποδας του Ηδύ…

Η Βρυξ – τι άλλο; – χαμογέλασε.

— Θες να μηνύσω σε κανέναν για σας με το νερό; Προσπάθησα

ήδη, αλλά δε λέει να ξεθολώσει∙ κάποιος από σας το

αποστρέφεται…

— …Ή κάποιος δεν μπορεί να το χειριστεί…, της είπε ο

Σκέμμος και της χάρισε ένα από τα πιο ειρωνικά του χαμόγελα.

— Αποφάσισες να πιστέψεις στου νερού την ανωτερότη-

τα…; τον ρώτησε, γέρνοντας αργά προς το μέρος του.

— «Ξεθόλωσέ» το εσύ πρώτα… Πού το πήρες αυτό το ση

μάδι στο φρύδι;

— Η τελευταία φορά που με είδες ήταν χρόνος πριν. Σ’ ευ-

χαριστώ που αποστηθίζεις το πρόσωπό μου.

Ο Σκέμμος, όμως, φαινόταν να είχε ξεπεράσει ανεπιστρε-

πτί την αδυναμία που ’χε δείξει την πρώτη στιγμή που τη συ-

νάντησαν. Ίσως, γιατί συνειδητοποιούσε πως ο καιρός που θα

περνούσαν μαζί της θα ήταν πολύς, για να μην έχει τίμημα το

να δείχνει την αντιπάθειά του… Έτσι… απλώς χαμογέλασε.

— Ω… , είπε ο Άδειμος, ο μέγας Σκέμμος παραδίνεται!

— … «Μέγας Σκέμμος»; …Βγάζεις κι ονόματα στον εαυτό

σου τώρα; ρώτησε η Βρυξ γελώντας, αλλά μάταια τον προκα-

λούσε. Λοιπόν, αν θέλετε, ξεκουραστείτε. Το βράδυ, όμως, εί-

ναι η γιορτή για τους νέους άρχοντες.

— Το μόνο που χωρά ο νους μας είναι η τύχη των αδερφών

μας κι ύστερα η δική μας, είπε η Δρυνόη ανέκφραστα, αδυνα-

τώντας από την εξάντληση να συσπάσει το πρόσωπό της.

Η Βρυξ ανασήκωσε τους ώμους.

— Όπως νομίζετε, είπε και σέρβιρε ποτό σε όλους. Όμως,

ποιο το νόημα να ανησυχείτε για κάτι που όσο σίγουρο είναι,

τόσο αβέβαιο είναι πότε θα το μάθετε; Άσε που, έτσι όπως εί-

στε τώρα, οι πιθανότητες να διαλέξετε το σωστό να πραχθεί

είναι ίδιες με το να πάρετε το λάθος.

— Δε γίνεται να μην είναι διαρκώς στο νου και στην καρ-

διά μας… είτε έτσι… είτε αλλιώς, είπε η Δρυνόη συρτά, απορώ-

ντας με την αναλγησία ενός τόσο νεαρού παιδιού του Ύδρα-

νου.

— Το φίλο σας εννοείς; Θα μου τα εξηγήσει ο γλυκύτατος

Άδειμος. Όμως… ας επιστρέψουμε σ’ αυτό που έλεγα. Πού να

βρεις νου να αναζητήσεις το σωστό…; Αχ, η ζωή θα ήταν

τόσο ωραιότερη αν μας απασχολούσε μόνο το τώρα και η

πραγματικότητά του!

— Τώρα θέλω να μας πεις τι δουλειά θες να κάνουμε! πα-

ρενέβη ο Άδειμος και σταμάτησε το βλέμμα του στο δικό της.

— Μάλιστα! Λοιπόν… παρότι η δουλεία σε αντίθεση με τη

γενέτειρά σας, εδώ δεν είναι με νόμο απαγορευμένη-

— Πώς αλλιώς θα ’μενε χρόνος για τους «καλλιτέχνες»…,

πετάχτηκε ο Άδειμος.

— Ακριβώς… Δε θα σας χρησιμοποιήσω ως δούλους. Θα εί-

στε τα πειράματά μου.

— Τι; ρώτησαν σχεδόν όλοι μαζί.

— Δεν είστε κουφοί. Ελαττώματα έχετε, τα οποία και θα

εξαφανίσω. Και τότε θα με ευγνωμονείτε.

— …Πόσον καιρό νομίζεις θα κάτσουμε εδώ; Κι ας πούμε

ότι μπορείς, να κάνεις αυτό που είπες… αυτό θα είναι η αμοι-

βή σου; ρώτησε η Δρυνόη κοιτώντας τη σχεδόν αφ’ υψηλού.

— Ναι.

— …Δε βαρέθηκες να παίζεις; Δεν είσαι παιδί πια, αν το ξέ-

χασες. Εκτός κι αν δε θες να το θυμάσαι και νομίζεις πως κι οι

άνθρωποι παιχνίδια είναι, απλά λιγότερο βαρετά, είπε ο Σκέμ-

μος.

— Το δεύτερο, του απάντησε εκείνη πάντα ατάραχη και

χαμογελαστή. Ώρα είναι, μάλιστα, να μου πεις ότι σε μιμού-

μαι. Λοιπόν, μη φοβάστε. Δε θα πονέσετε καθόλου. Και μάλι-

στα, ούτε που θα το καταλάβετε.

— Όλα τα ελαττώματα; είπε ο Άδειμος ξεροκαταπίνοντας,

σαν να του ζητούσαν ν’ αυτοκτονήσει.

— Όχι, βέβαια! Ίσα όσα δε σας χρειάζονται. Εσύ, πάντως,

γλυκύτατε Άδειμε, είναι που δεν πρέπει καθόλου να φοβάσαι

– είσαι ουσιαστικά άψογος.

— Κι εμένα, για να σβήσεις ελαττώματα μ’ ακολουθείς;

βρήκε ευκαιρία να τη ρωτήσει η Δρυνόη.

— Μην έχεις τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, αγα-

πητή μου. Μπορεί να πληγώσεις τη ματαιοδοξία άλλων, της

απάντησε και κοίταξε το Σκέμμο.

— Ή μπορείς απλώς να πεις τη δική σου, της πέταξε εκεί-

νος.

— Δεν απάντησες! επέμεινε η Δρυνόη.

— Είσαι ενδιαφέρουσα περίπτωση, είπε η Βρυξ, με ύφος

πραγματογνώμονα, αλλά τυχαία σε πρωτοείδα και πιο τυ-

χαία σε δευτεροείδα, επίσης. Ομολογώ πως την τρίτη φορά,

σού άνοιξα την πόρτα μου εσκεμμένα. Και τώρα… θα εκνευρι-

στείς, γιατί όχι μόνο δε θες να σε ειρωνεύονται αλλά ούτε και

να σε διαβάζουν, σαν ανοιχτό βιβλίο, που είσαι. Αλλά, σκυλί

που γαβγίζει…

Η Δρυνόη είχε όντως συνοφρυωθεί, μα ακολουθώντας την

προηγούμενη συμβουλή του Σκέμμου κι αφού δεν ήταν στη

φύση της να ανταπαντήσει στην Άλια εξίσου ψύχραιμα, δε μί-

λησε.

— Δέχεστε, λοιπόν; ρώτησε η Βρυξ κι ενώ κανείς δεν απο-

κρίθηκε, σήκωσε το ποτήρι της και σφράγισαν όλοι τη συμ-

φωνία τους πίνοντας μέχρι την τελευταία σταγόνα το νήφ-

ναιο που τους είχε προσφέρει.

Η σιωπή που ακολούθησε, δήλωνε το λιγότερο την εξά-

ντλησή τους. Μονάχα ο Άδειμος σηκώθηκε κάποια στιγμή

από τη θέση του κι αγνάντεψε λίγο τον ορίζοντα. Μόλις το

βλέμμα του, όμως, έπεσε στο δρόμο, τον άκουσαν όλοι να φω-

νάζει έκπληκτος:

— Ίππιοι; Τι θέλουν εδώ Ίππιοι;

— Ανιστόρητος μου φαίνεσαι για Πλησθέας, είπε τότε η

Βρυξ χαμογελώντας και προκάλεσε τον Άδειμο, που κοκκί-

νισε ως τα αυτιά από ντροπή και θυμό. Αγαπούν τα οπωρικά

της Ελίκης, ίσως όσο τίποτε. Κάτι ξέρουν… Συνήθως οι έμπο-

ροι πηγαίνουν κάθε μήνα προϊόντα στο κοινόβιο των ερημι-

τών της Αντιλόγχης, ώστε οι Ίππιοι να τα προμηθευτούν από

εκεί, όσο οι μοναχοί με τη σειρά τους δοκιμάζουν την εγκρά-

τειά τους. Άλλοτε, όμως, τα αποθέματα τελειώνουν προτού

ανανεωθούν και τότε οι Ίππιοι αφήνουν και τις σπηλιές τους

και την κρυφή ζωή τους κι έρχονται με κάθε ευκαιρία στην

Ελικάστερο ν’ αγοράσουν. Θα τους βλέπετε συχνά, ίσως και

να χρειαστεί να σας μιλήσουν, λοιπόν, γι’ αυτό να συνηθίσετε

την παρουσία τους…

— Φύρσαντες, είπε αρκετά μεγαλόφωνα ο Άδειμος και το

χείλι του ζάρωσε.

— Ύβρις, συμφώνησε κι ο Φείδων, μ’ ένα νεύμα του κεφα-

λιού του από το τραπέζι.

Ο Σκέμμος και η Δρυνόη είχαν ήδη πλησιάσει στην άκρη

του εξώστη και είδαν πραγματικά μια μικρή ομάδα από

ρωμαλέους Ίππιους ν’ ανεβαίνουν αργά και καμαρωτά το

δρόμο προς την αγορά, με τις οπλές της μισής αλογίσιας

φύσης τους να κροταλίζουν πάνω στις πλάκες. Η παρουσία

τους ήταν αξιοθαύμαστη μες στη δύναμή της, κι όμως κανείς

δεν τους κοιτούσε· ήταν όντως συνηθισμένοι για τους

Ελικαστεριώτες.

— Έχω ένα περίεργα καλό προαίσθημα, ψιθύρισε τότε αδύ-

ναμα στο αυτί της Δρυνόης ο Σκέμμος, μ’ έναν ανεπαίσθητο

αλλά υπαρκτό ενθουσιασμό στη φωνή του, καθώς οι Ίππιοι

χάνονταν προς την ανηφοριά και το μεσημέρι έβαφε χρυσό

το λιμάνι.


[image error]


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 03, 2016 09:23

December 1, 2016

Do everyone a favour… love yourself

Especially if you expect somebody else to do it for you.

A quote I came across had me thinking about this: how oblivious to true self-love can we really be?
“And if I asked you
to name all the things
that you love, how long
would it take for you
to name yourself?”

You don’t love yourself when you compulsively seek to please people instead of being honest and accepting the potential conflict.


You don’t love yourself when you have no boundaries towards others’ behaviours.


You don’t love yourself when you seek completion and the sense of wholeness in anything outside of yourself


You don’t love yourself when you depend your self-esteem on how much you achieve, how much you possess or how the others approve of you for these things.

This doesn’t mean, of course, going to the other end of the scope and love nothing but yourself. Perhaps an easy way to perceive how this balanced duality works is through the chakra approach. According to Hinduism, our inner being consists of energy wheels (chakras), which must all be balanced in order for us to be in harmony with ourselves and the world. So, the solar plexus chakra, related with a sound self-confidence system, cannot balance without the heart chakra- our open window towards the unconditional, abundant love we give to other people.
And vice versa.

The challenge is this: we cannot fulfill our purpose, as all-giving, all-loving souls towards are fellow human beings when we haven’t first attained respect and love for the child within us. One of the biggest truths is that the way we treat others indeed reflects the way we feel about ourselves.

It is a given, though, that in order for us to love ourself, we must first accept it, and in order to do that, we must prior to it all know deeply who we truly are – warts and all. We tend to look for the blame, for the fault, in things and situations outside and don’t bother even fathoming that the answers lie within all along. Self-knowledge, both of our negative and our positive sides, is the key to understanding the biggest mystery in the Universe – which is none other than our own self.

When you love yourself, not only you can never get hurt, but you cannot hurt others either.

Take care and love on,

^^



[image error]




Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


Κράτα το


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 01, 2016 08:08

Arthouse cinema and existentialism

A non-exhaustive, international list on existentialism, through its music…


 



10. Dongju: The Portrait of a Poet (2016, South Korea)



9. Raise the Red Lantern (1991, China)



8. Det Sjunde Inseglet (1957, Sweden)



7. The Red Violin (1998, Canada)



6. 2001: A Space Odyssey (1968, USA)





 

5. The New World (2005, USA)



4. Hero (2004, China)



3. El Laberinto del Fauno (2006, Spain)



2. The Fountain (2006, USA)



1. Howl’s Moving Castle (2004, Japan)



 

“An individual chooses and makes himself.”
– Jean-Paul Sartre


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 01, 2016 07:55

November 2, 2014