Γιώργος Γιαντάς's Blog: giorgogianta.blogspot.com, page 5

May 8, 2016

Η Τζένη Κουκίδου γράφει για το "Αύριο"



Τι είναι το αύριο; Φιλοσοφικά μιλώντας είναι το μετά, ό,τι ακολουθεί και ό,τι περιλαμβάνουν οι μελλοντικοί μας χρόνοι. Αλλά είναι και ο τίτλος του νέου μυθιστορήματος του Γιώργου Γιαντά που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Είναι... μια ηρωίδα και η ιστορία της. Το παρελθόν της, το παρόν της. Το μέλλον της; Ποιο αύριο περιμένει εκείνους που απαρνήθηκαν τον έρωτα, την αγάπη, τους φίλους, την οικογένεια; Τα μεγάλα, έντονα συναισθήματα, τις ζεστές, αληθινές αγκαλιές; Ποιο αποστειρωμένο, άνευρο, ψεύτικο παρόν πλημμυρίζει με αδιάφορες μέρες τη ζωή; Ποια είναι άραγε η σωστή επιλογή; Και πότε επιτέλους μπορείς να δεις καθαρά; Και τότε, θα βρεις τη δύναμη να τα αλλάξεις όλα; Για ένα τέτοιο αύριο μιλάει ο συγγραφέας. Το αύριο που αξίζει στον άνθρωπο και ό,τι άλλο περιλαμβάνει αυτή η φράση.
Στην υπόθεση με δυο λόγια... Εκείνη είναι η Άννα Μαρία. Εκείνος ο Άγγελος. Ο κορμός μιας καρυδιάς είναι χαραγμένος αιώνια με τις ανάσες τους: Μαζί, γράφει. Για πάντα. Πόσο κρατάει άραγε αυτό το πάντα όταν βρίσκεσαι στο μεταίχμιο ανάμεσα στην εφηβεία και την ενηλικίωση;

Ο κόσμος έμοιαζε απέραντος κι εκείνη τόσο μικρή τελικά μέσα του, σαν μικροσκοπική ύπαρξη, που παρά την όποια ζωή, παρά το όποιο επίγειο μεγαλείο, παρέμενε μικρή, όπως κι όλοι οι υπόλοιποι γύρω της.
Κι αν όλα αυτά σας λένε ότι πρόκειται για ρομάντζο... μπορείτε να το χαρακτηρίσετε κι έτσι. Είναι μια εφηβική ερωτική ιστορία που καταλήγει στο αυταπόδεκτο, δηλαδή ότι μόνο η αγάπη σώζει τον άνθρωπο. Θα συναντήσετε και μια-δυο αποκαλύψεις που προσφέρουν την έκπληξη ενώ αν ψάχνετε ερωτικές σκηνές, μάλλον κοιτάτε λάθος βιβλίο. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε πιο βαθιά συναισθήματα. Θα συναντήσετε και μια τυπική ελληνική οικογένεια της δεκαετίας του 80 που θα σας θυμίσει αρκετά τη δική σας ή αρκετές από τις οικογένειες γνωστών και φίλων σας. Θα συναντήσετε και μια ανέλπιστη αναφορά στο πρώτο μυθιστόρημα του ίδιου, Ως την τελευταία πνοή, στη σελίδα 131, όταν ο συγγραφέας περιγράφει το εξώφυλλό του για το βιβλίο που κρατά στα χέρια της η ηρωίδα του. Μου άρεσε η εναλλάξ χρονική τοποθέτηση που σε πηγαίνει από το παρόν στο παρελθόν κ.ο.κ. μέχρι τη στιγμή που παρόν και παρελθόν θα συναντηθούν στο σήμερα για να συνεχίσουν στο μέλλον ενώ όταν ο Γιώργος Γιαντάς γίνεται λεξοπλάστης (για παράδειγμα: χαχανοχασκάριζε) μόνο απολαυστικός μπορεί να είναι. Ο λόγος του έχει ροή. Ένα τέμπο που δίνει ρυθμό στην ανάγνωση. Ρέει η ιστορία όπως τα χρόνια εκείνου που έστριψε λάθος και χάθηκε -μεταφορικά και κυριολεκτικά αυτό- ή έχασε... το νόημα -της ζωής, της ύπαρξης...
Ευχαριστώ τον Γιώργο Γιαντά για την προσφορά του βιβλίου.
(Αναδημοσίευση από εδώ: http://koukidaki.blogspot.gr/2016/04/...)



 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on May 08, 2016 03:14

April 20, 2016

Αθόρυβοι ήρωες



        Το χάραμα απέναντι από τη Μυτιλήνη, ήρθε χαλκόχρωμο, με τη γνώριμη σαγήνη του να απλώνεται στον ορίζοντα. Το μέτωπο του ήλιου ξεπρόβαλλε  διστακτικά, στεφανωμένο φως κι απαλόγειρε στις σκούρες βουνοραχιές της Μικράς Ασίας. Όσο κυλούσε ο χρόνος τόσο ξυπνούσε και η θάλασσα, πρώτα παφλάζοντας στο λιμάνι μισοκοιμισμένη, μα αργότερα με κάποια λευκά προβατάκια να χοροπηδούν στις μύτες των κυματισμών της. Το δελτίο καιρό έκανε πρόγνωση για 6 Μποφώρ. «Ένα πεντάρι είναι σίγουρα!» σχολίασε ο Κ. στο υπόλοιπο πλήρωμα. Το σκάφος της ακτοφυλακής ήταν σε προγραμματισμένη περιπολία. Τα μέλη του έμπειρα, συνηθισμένα στα ξαφνικά ξεσπάσματα του Ποσειδώνα, ατένισαν την αισθητή μεταβολή του καιρού, με βλέμμα που κύλησε ως τις απέναντι ακτές. Σε τούτες τις Θερμοπύλες, τα ανταριάσματα είναι απότομα, όπως και τ’ αγιάζι, το κρύο, οι ξαφνικές ανησυχίες στα βάθη του Αιγαίου, οι μουρμούρες των προγόνων, τα απρόσμενα ξυπνήματα τους. Η πλώρη του σκάφους πάσχιζε να τεμαχίσει τα παχιά στρώματα του νερού, να αντιπαλέψει την ίδια τη φύση, με σεβασμό στα «θέλω» και τις επιθυμίες της. Η θάλασσα θέλει να ξέρει πως τη σέβεσαι.
        Μια ξαφνική ειδοποίηση, έκανε λόγο για πλεούμενο που βρισκόταν σε κίνδυνο, δύο μίλια βορειότερα από εκεί που βρισκόντουσαν εκείνοι. Ο Κ. ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του που ήταν ακόμη ζεστός και αποφάσισε άμεσα να επιταχύνουν προς τις συντεταγμένες. Πλησιάζοντας στο σημείο, ένα μαύρο αντικείμενο παρασύρονταν, έρμαιο στις δυνάμεις της φύσης. Όταν κόντεψαν κι άλλο φάνηκε πιο καθαρά, η μορφή μιας μισοβυθισμένης φουσκωτής βάρκας, που στο απομεινάρι της πάνω, βρισκόταν δύο άντρες και μια γυναίκα, πεσμένοι ανάσκελα στα μπασμένα νερά, μισοκαλυμμένοι από αυτά.
        Η όψη τους είναι πλημμυρισμένη τρόμο, γνωρίζουν πως σε εκείνα τα κύματα παρατεντώνει το νήμα της ζωής τους, πως η μοίρα η ίδια τους κυκλώνει. Η εικόνα του σκάφους της ελληνικής ακτοφυλακής μοιάζει με ψέμα. Κάποιος καταφτάνει μέσα στο κύμα, μια ελπίδα σε γαλαζόλευκο χρώμα που ολοένα πλησιάζει. Οι ναυαγοί, στη θέα μονάχα της απρόσμενης άφιξης ουρλιάζουν «thankyou» σε σπαστά αγγλικά. Η γυναίκα κρατά την κοιλιά της. Ουρλιάζουν με όσες δυνάμεις τους έχουν απομείνει, με όσα αποθέματα αντλεί η αδρεναλίνη από τη ψυχή τους· γιατί αλίμονο, στο μεγάλο τον ανυπέρβλητο τον κίνδυνο, ένα μονάχα ζητάς από το Θεό: Κάποιος να σε σώσει. Γι’ αυτούς ο Κ. και οι συνάδελφοι, είναι σταλμένοι από Αυτόν, και σε τέτοιες ώρες, Εκείνος δεν έχει χρώμα, δεν κάνει διακρίσεις, ούτε για να ενώσει ούτε για να χωρίσει, παρά μονάχα χαμογελά. Το σκάφος του Κ. έρχεται κοντά, σκαρί θεόσταλτο, το πλήρωμα τους συνιστά να παραμείνουν ψύχραιμοι. Δε γνωρίζουν Ελληνικά, δεν καλοξέρουν αγγλικά, καταλαβαίνουν όμως τη γλώσσα των νοημάτων, της ανάγκης, της ύστατης στιγμής. Σε τέτοιες ώρες μοιάζει ευκολότερο να συνεννοηθείς. Στον κίνδυνο, οι άνθρωποι βρίσκουν μια κοινή διάλεκτο, πάνω σε κουβέντες λίγες, σε εκφράσεις, σε χειρονομίες που διδάσκει η βιασύνη. Έτσι μιλιέται η γλώσσα της σωτηρίας. Τώρα τους πλευρίζουν. Το πλήρωμα ψάχνει τρόπο να τους τραβήξει έναν- έναν, μα λες και αγριεύει κι άλλο η θάλασσα, σηκώνει τους ναυαγούς μέχρι ψηλά και τους ξανατραβά κάτω. «Πρώτα τη γυναίκα!» εκείνη έχει γείρει στο πλάι και μέσα από τα δάκρυα της μονολογεί κουβέντες της γλώσσας της. Το σαγόνι της τρέμει, οι λέξεις της χάνονται στον αχό των κυμάτων, τους δείχνει την κοιλιά της. «Είναι έγκυος!» ακούγεται από το πλήρωμα. Νέα προσπάθεια να την τραβήξουν στο κατάστρωμα. Εύθραυστο το κορμί της και ασήκωτο, μολύβι. Μέσα του μια άγουρη ύπαρξη ρεμβάζει αμέριμνη στη μεμβράνη της, στο υδάτινο προστατευτικό της περίβλημα. Μέσα στη στοργική φωλιά της μητέρας αγνοεί τη μικρότητα μα και το μεγαλείο της ανθρωπότητας. Αγνοεί το γιατί στήνονται οι πόλεμοι, αγνοεί τα μεγάλα συμφέροντα, τις μελανές σελίδες της ιστορίας του ανθρώπου. Ίσως και να μην το πολυνοιάζει όσο η μητέρα του ανασαίνει. Την ημέρα που θα έρθει στον κόσμο, τη στιγμή που θα πάρει την πρώτη ανάσα του σε τούτον τον κόσμο, τότε μπορεί και η εκείνη να του πει τι συνέβη: πως μια μέρα είδε το πρόσωπο του Θεού και πως αξίζει να είσαι καλός άνθρωπος, γιατί χρειάζεται ο κόσμος μας τους αθόρυβους ήρωες, σαν τον Κ. και το πλήρωμα που τους χάρισαν τη ζωή. Καθώς θα μεγαλώνει, θα θυμάται όσα του είπε η μητέρα του, για την τεράστια αξία του να χαρίζεις, σε έναν κόσμο που δε χαρίζεται τίποτα… Τώρα προσπαθούν ξανά. Την έχουν γραπώσει από τις μασχάλες, πιο σταθερά, την τραβούν, τα πόδια της γλιστρούν και βυθίζονται στο κρύο νερό. Αυξάνεται απότομα το βάρος της, η μισή ως το σπλάχνο της μέσα στη θάλασσα, που λες και αποφάσισε να τους κρατήσει για πάντα στα βάθη της. Κι όμως ακόμη, το πλασματάκι εκείνο κοιμάται ανέμελο, μέσα στην ασφαλή κοιλιά. Δεν υπάρχουν περιθώρια παρά να την τραβήξουν πάση θυσία. Με υπέρμετρες δυνάμεις. Τα νερά παφλάζουν θυμωμένα στα πλευρά του περιπολικού σκάφους. Μία ακόμη φορά! Το σώμα της γυναίκας μοιάζει να ξεκολλάει, η θάλασσα κάνει το χατήρι, την τραβούν και με προσοχή την τοποθετούν με ασφάλεια στο κατάστρωμα. Τώρα απομένουν οι επόμενοι δύο. Ξανά προσπάθεια! Εκείνοι είναι άντρες. Ψωμωμένοι δεν είναι, θα είναι πιο εύκολο. Ο ένας κλαίει από φόβο, από το σοκ, από συγκίνηση που το χωρίζει ένα μέτρο από το να παραμείνει ζωντανός. Ανέβηκε και ο επόμενος. Το μισοβυθισμένο φουσκωτό παρασύρεται σαν τσόφλι, τα κύματα το σέρνουν, παίζουν μαζί του, το κάνουν κλοτσοσκούφι…                  Δίνονται κουβέρτες στους διασωθέντες. Ο ένας κάτι εξηγεί στο πλήρωμα. Πασχίζει να τον καταλάβουν. Το σκάφος της ακτοφυλακής γυρίζει πλευρό πάνω στον καιρό. Οι μηχανές αγκομαχούν παλεύοντας με τα κύματα. Κατάπλωρα  στα πενήντα μέτρα, δύο χέρια ξεχωρίζουν, κρύβονται στον αφρό κι υψώνονται πάλι απεγνωσμένα. Λοιπόν, είναι και άλλοι! «Πόσοι ήσασταν; Πόσοι ήσασταν;». Ο ένας μετρά με τα δάκτυλα. Φορτσάρουν για αυτόν που είναι μπροστά, τον πλησιάζουν. Τον συγκρατεί το σωσίβιο και μπροστά, απάνω στο στήθος έχει δεμένο ένα παιδί. Τα μάτια του είναι κλειστά. Εκ νέου προσέγγιση, με τρόπο, μην τυχόν και τους κάνουν ζημιά με το πλευρό του σκάφους. Ένα βουβό κύμα το σπρώχνει κατά πάνω τους. Ο Κ. γνωρίζει από τέτοιες κακοτοπιές, κάνεις ελιγμούς, φτάνει με τη μεριά που κόβει τον άνεμο. Τους υψώνει το παιδί του ο πατέρας. Το ανεβάζουν. Κατόπιν τον ίδιο. Χρειάζεται δύναμη ξανά, ένα άηχο κύμα τον ανυψώνει κάπως, τους βοηθά. Δύο μέλη του πληρώματος προσπαθούν ταυτόχρονα να συνεφέρουν το παιδί. Εκείνο είναι πεσμένο ανάσκελα, η όψη του πανιασμένη, μουσκεμένη από το νερό, δε δείχνει να επικοινωνεί. Ο πατέρας που τόση ώρα πάλευε για τη ζωή και των δύο τους, ξεσπά σε δυνατές κραυγές. Οι φωνές του σχίζουν τους ουρανούς του Αιγαίου. Εκείνο φαίνεται να μην ακούει το θρήνο του ανθρώπου που το έφερε στον κόσμο. Ξανά προσπάθεια πάνω σε ένα κατάστρωμα που τραντάζεται από τη μανία της θάλασσας. Ας συμμαχούσε εκείνη την ώρα τουλάχιστον. Ας κάλμαρε, να γίνει σωστά η δουλειά, να σωθεί το παιδί. Λες και δεν τη νοιάζει. Λες και γίνεται όμοια με όλες εκείνες τις φωνές, που σε τέτοιες ώρες κάθονται αναπαυτικά στο γραφείο ή στο καθιστικό του σπιτιού, με τα πόδια να βυθίζονται στη μαλακή μοκέτα, κρίνοντας ζητήματα προσφυγιάς. «Στην τάδε χώρα κάτσανε και πολέμησαν. Στη δείνα χώρα έπεφταν οι βόμβες πάνω τους και δεν κούνησαν ρούπι..», το πρώτο μεγάλο αμάρτημα τούτων των βρεγμένων ναυαγών είναι αυτή ακριβώς η επιλογή τους: που τόλμησαν να επιλέξουν να ζήσουν· που διάλεξαν να μην περιμένουν τις βόμβες να σκάσουν στα κεφάλια τους· που δεν πήραν τα όπλα μεγαλεμπόρων να τρέξουν σε μάχες προσυμφωνημένων συμφερόντων.  Ποιος είναι εκείνος που θα κρίνει την απόφαση κάποιου να επιζήσει; Μπορεί να είναι κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο το Θεό; Αν δεν τσουρουφλίζεται η δική σου σάρκα πως μπορείς να κρίνεις, πως, εκείνον που καίγεται; «Μα είναι αλλόθρησκοι, μα είναι σκουρόχρωμοι, μα είναι…» λοιπόν, τις ώρες της μεγάλης πάλης με τα νερά, ένα πράγμα είναι βέβαιο με τους κατατρεγμένους: Εκείνος που κινδυνεύει δεν έχει ούτε χρώμα, ούτε «πιστεύω», τίποτε πέρα από την ίδια του τη ψυχή. Μια πηγαία, κοινή, γνώριμη όψη που μπορείς να αντικρίσεις στο γείτονα, στο παιδί σου, στον άνθρωπο που δε θες να αποχωριστείς. Υπάρχουν στιγμές που οι άνθρωποι είναι τόσο ίδιοι, σα να μην τους χωρίζει καμία γλώσσα ή πίστη ή ιδανικό. Τέτοιες είναι και οι ώρες του κινδύνου. Σε τέτοιες ώρες, μονάχα ανθρώπινες υποστάσεις υπάρχουν, με πρωταρχικές μορφές, εκείνοι που βοηθούν και εκείνοι που χρειάζονται τη βοήθεια. Όλες οι μεγάλες πράξεις ανθρωπιάς στα βάθη του χρόνου, επιτελέστηκαν από εκείνους που κοίταζαν κάτω από το μανδύα οποιασδήποτε κοινωνικοπολιτικής προσέγγισης. Από όσους το βλέμμα τους κοίταξε απογυμνωμένο τον άνθρωπο.             Τα βλέφαρα του παιδιού τρεμοπαίζουν, νερό ξεβράζεται από το μελανό του στόμα. «Πάρε αναπνοή! Έλα, πάρε αναπνοή!», ζήσε, φτύνει νερό τώρα. Ανοίγει δειλά τα καστανά μάτια του κι αντικρίζει κάποιους που τον έχουν κυκλώσει, ομοιόμορφα ντυμένους, το κοιτούν με αγωνία, κάτι λέει ο ένας του άλλου. Αν αυτός από πάνω του είναι ο ουρανός, τότε και αυτοί θα πρέπει να είναι άγγελοι. Φύλακες άγγελοι με γαλάζια φτερά. Το παιδί έχει συνέλθει. Ο πατέρας κλαίει τώρα, γονατίζει, το αγκαλιάζει και τα δάκρυα του γίνονται ένα με το νωπό του πρόσωπο. Ψάχνει τρόπο να δείξει την ευγνωμοσύνη του, τους ευχαριστεί ξανά και ξανά στη δική του γλώσσα. Πόσο όμορφο να παραμένεις ζωντανός εσύ και το σπλάχνο σου! Η έρευνα συνεχίζεται. Ο Κ. και το πλήρωμα διαπιστώνουν από τα λεγόμενα πως είναι και ακόμη δύο που βρισκόταν στο φουσκωτό πλεούμενο. Ο ένας βυθίστηκε του λένε, με το που άρχισε να μπάζει νερά. Ο άλλος δε φαίνεται πουθενά. Ένα ελικόπτερο σαρώνει την περιοχή και ενισχύσεις έχουν καταφτάσει στο σημείο. Το σκάφος του Κ. με τους διασωθέντες ξεκινά για λιμάνι της Μυτιλήνης. Έχουν ήδη γίνει συνεννοήσεις για να παρασχεθεί βοήθεια, ιατρικές εξετάσεις πρωτίστως στην έγκυο γυναίκα, στο νεαρό παιδί. Ο χρόνος μοιάζει να έτρεξε όπως τα ξαφνικά εκείνα στροβιλίσματα την ώρα της διάσωσης.
         Η πόλη της Μυτιλήνης άνοιξε την αγκαλιά της κι επιτέλους η θαλασσοταραχή κόπασε. Η πλώρη σύρθηκε απάλαφρα στο νερό και πιο πάνω, ο ήλιος μισοκρύφτηκε πίσω από τα βουνά της πόλης. Έμοιαζε να χαμογελά ο Θεός εκείνη την ώρα. Με το τέλος της αποστολής, ο Κ. και οι υπόλοιποι, επέστρεψαν στις οικογένειες τους.
Τα ρούχα του ήταν νωπά και το πρόσωπο αυλακιασμένο από ρυτίδες, μπολιασμένες με ξεραμένη αλμύρα. Ο γιος του τον υποδέχτηκε στην πόρτα, έτσι όπως κάθε φορά. Του έδειξε ενθουσιασμένος ένα πλαστικό παιχνίδι που του είχε φέρει δώρο η θεία του, ένα διασωστικό σκάφος, γαλάζιου και λευκού χρώματος. Δεν το είχε αποκαλύψει ακόμη του πατέρα του, όμως, όπως συνήθως συμβαίνει με τα παιδιά, επιθυμούσε όταν μεγαλώσει να του μοιάσει. Ήξερε πως κάνει κάτι σημαντικό και επικίνδυνο, μα ήθελε και εκείνος να κάνει κάτι παρόμοιο. Ο Κ. το χάιδεψε στο κεφάλι με περίσσιο κουράγιο, σα να μην είχε περάσει ούτε μια ώρα από τη στιγμή που έφυγε από το σπίτι. Μαζί με τη σύζυγο, ο γιος του ρώτησαν πως πήγε η υπηρεσία, αν αντιμετώπισαν δυσκολίες, αν είναι εξαντλημένος. Τους χαμογέλασε σα να είχε επιστρέψει από έναν καφέ με φίλους. Είχε τόσα πολλά να τους πει, μα αρκέστηκε στο «κάναμε το καθήκον μας». Θα του έπαιρνε ώρες να περιγράψει, τόσα πολλά σε τόσο μικρό χρόνο. Ίσως κάποια στιγμή να το έκανε. Εξάλλου χρειαζόταν ξεκούραση και ηρεμία. Χάζεψε με το γιο του τη θάλασσα από τη βεράντα. Ο αέρας είχε κοπάσει και η νύχτα άπλωνε το μελανό σεντόνι της πάνω από τη Λέσβο, αθόρυβα, όπως οι ήρωες ρίχνουν το βαρύ ίσκιο τους, λίγο πριν έρθει το φως…



 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 20, 2016 06:28

March 9, 2016

Το ''Αύριο'' με τη ματιά του βιβλιοκριτικού Πάνου Τουρλή

Ένα εξαιρετικό διαμαντάκι που το συνιστώ ανεπιφύλακτα! Οι ανθρώπινες σχέσεις, ο έρωτας, οι συνέπειες των επιλογών μας, δοσμένα με αντρική ματιά και με τόση αλήθεια, ειλικρίνεια και αμεσότητα που δάκρυσα. Η περίληψη στο οπισθόφυλλο δε με ενθουσίασε, το εξώφυλλο με προϊδέαζε για αντίστοιχο περιεχόμενο και να που διαψεύστηκα ευχάριστα! Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που χειρίζεται άψογα τους χαρακτήρες και το περιβάλλον στο οποίο δρουν, φωτίζει αμερόληπτα τα λάθη του παρελθόντος και τις επιπτώσεις στο παρόν και με συντροφιά ποιητικές, φροντισμένα πλασμένες λέξεις ξεναγεί στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής!

Η Μαίρη είναι σύζυγος πλαστικού χειρουργού και ζει στην Κηφισιά, σε μια «πενταβάρετη» ζωή γεμάτη πλούτο, συμβιβασμούς και μοναξιά. Είναι ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει, αρκεί να μη γίνει γνωστό στον κύκλο του αντρός της. Πλήττει. Η κολλητή της είναι σαν αυτοκόλλητο επιβράβευσης στη ζωή της, αναμασούν τα ίδια, φλερτάρουν άνευ περιεχομένου τυχαίους άντρες, τσιμπολογούν ακριβά εδέσματα σε φτηνές μαζώξεις, αρνούνται να διαβάσουν έστω και μία σελίδα. Ώσπου τυχαία, από ανία, η Μαίρη διαβάζει το πρώτο της βιβλίο. Και η ρωγμή στον τοίχο της αρχίζει να γίνεται τρύπα. Τι σχέση έχει η Μαίρη του σήμερα με την Άννα-Μαρία του χτες; Πραγματοποιήθηκαν οι φιλοδοξίες της; Άξιζε που τσακώθηκε με τους γονείς της γιατί ήθελε να γίνει μοντέλο; Είναι ευχαριστημένη που έχει ό,τι ήθελε αλλά κουβαλάει μαζί κι ένα βαρύ τίμημα; Γιατί αναπολεί τις ευτυχισμένες στιγμές του λυκείου με τον πρώτο της έρωτα, τον Άγγελο;



Ένα περιεκτικό, λιτό, δυνατό και επιτέλους ολιγοσέλιδο, εξαιρετικό δείγμα σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Με απαράμιλλη δεξιοτεχνία, ο συγγραφέας γδύνει αργά αργά και βασανιστικά το κουκούλι του μεταξοσκώληκα, μόνο που εδώ έχουμε αντίστροφη πορεία: η πεταλούδα γίνεται κάμπια. Η πλούσια, πανέμορφη, εξωτική, γοητευτική πεταλούδα αρχίζει να μαδιέται πλησιάζοντας το φως της αλήθειας και να συρρικνώνεται σε ένα γνήσιο, αληθινό κουκούλι. Μου άρεσε η κενότητα των στιγμών των πλουσίων. Πολλοί συγγραφείς περιγράφουν έρωτες σε αστικό περιβάλλον και με γεμίζουν χασμουρητά από τις περιττές περιγραφές των σαλονιών και των κότερων, όμως εδώ ο κύριος Γιαντάς δίνει την πραγματική, τρισδιάστατη πλευρά των γεγονότων: όλες αυτές οι επισκέψεις, οι αλλαξοσυντροφιές (για να μην το γράψω αλλιώς) είναι κενές, άνευ περιεχομένου και ουσίας. Είναι απλά ένα εισιτήριο για να μένεις μακριά από τη δυστυχία των καθημερινών απλών ανθρώπων που απολύονται, πεινάνε και ανησυχούν. Είναι τραγικές οι συγκεντρώσεις των πλουσίων του μυθιστορήματος που συζητάνε για την κρίση, τις αλλαγές στην οικονομία και τις απολύσεις-περικοπές που αναγκάζονται να κάνουν, χωρίς όμως η δική τους ζωή να διαμορφωθεί αντίστοιχα.

Από την άλλη το μυθιστόρημα δεν είναι κραυγή κατά του πλούτου, δεν ειρωνεύεται, δε λοιδωρεί. Δείχνει πώς ένας απλός άνθρωπος στην εφηβεία του μπορεί να παρασυρθεί από τις σειρήνες και τους αυλικούς του για να ακολουθήσει ένα άνετο μονοπάτι ζωής, γεμάτο αγκάθια και ανηφόρες όμως. Κανείς δεν είναι έτοιμος να υποστεί και τις συνέπειες, εξαρτάται όμως από τον χαρακτήρα που έχει πλάσει για να βρει την κατάλληλη διέξοδο. Με συγκίνησε η ιστορία του έρωτα της Άννας-Μαρίας και του Άγγελου. Τόσο αθώος, πραγματικός, καθημερινός, συνηθισμένος (μιλώ για τα στερεότυπα που ζει κανείς σε έναν έρωτα, γιατί κάθε έρωτας είναι διαφορετικός και καθε άνθρωπος σε εμπνέει διαφορετικά). Και η Άννα-Μαρία συμμετέχει σε διαγωνισμό ομορφιάς. Υποκύπτει, παρασύρεται. Σπουδές στην Αθήνα. Ο έρωτας τελειώνει, ξεφτίζει. Μέχρι την ανατροπή του μυθιστορήματος. Μια εξέλιξη που έδειξε μια άλλη πλευρά της Άννας-Μαρίας. Έγινε Μαίρη αλλά παρέμεινε Άννα-Μαρία. Οικογενειακές σχέσεις, συντροφικές αλληλεπιδράσεις, μια καθημερινότητα γεμάτη προκλήσεις, ένας έρωτας που θα δυσκολευτεί να φωτίσει σωστά τους ανθρώπους που διάλεξε να ενώσει. Ένα περιεκτικό, λιτό, δυνατό και επιτέλους ολιγοσέλιδο, εξαιρετικό δείγμα σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. 


(αναδημοσίευση από https://www.captainbook.gr/shop/?p=10838)

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on March 09, 2016 03:55

March 5, 2016

Το "Αύριο" με τη ματιά του βιβλιο-κριτικού Πάνου Τουρλή

Ένα εξαιρετικό διαμαντάκι που το συνιστώ ανεπιφύλακτα! Οι ανθρώπινες σχέσεις, ο έρωτας, οι συνέπειες των επιλογών μας, δοσμένα με αντρική ματιά και με τόση αλήθεια, ειλικρίνεια και αμεσότητα που δάκρυσα. Η περίληψη στο οπισθόφυλλο δε με ενθουσίασε, το εξώφυλλο με προϊδέαζε για αντίστοιχο περιεχόμενο και να που διαψεύστηκα ευχάριστα! Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που χειρίζεται άψογα τους χαρακτήρες και το περιβάλλον στο οποίο δρουν, φωτίζει αμερόληπτα τα λάθη του παρελθόντος και τις επιπτώσεις στο παρόν και με συντροφιά ποιητικές, φροντισμένα πλασμένες λέξεις ξεναγεί στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής!

Η Μαίρη είναι σύζυγος πλαστικού χειρουργού και ζει στην Κηφισιά, σε μια «πενταβάρετη» ζωή γεμάτη πλούτο, συμβιβασμούς και μοναξιά. Είναι ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει, αρκεί να μη γίνει γνωστό στον κύκλο του αντρός της. Πλήττει. Η κολλητή της είναι σαν αυτοκόλλητο επιβράβευσης στη ζωή της, αναμασούν τα ίδια, φλερτάρουν άνευ περιεχομένου τυχαίους άντρες, τσιμπολογούν ακριβά εδέσματα σε φτηνές μαζώξεις, αρνούνται να διαβάσουν έστω και μία σελίδα. Ώσπου τυχαία, από ανία, η Μαίρη διαβάζει το πρώτο της βιβλίο. Και η ρωγμή στον τοίχο της αρχίζει να γίνεται τρύπα. Τι σχέση έχει η Μαίρη του σήμερα με την Άννα-Μαρία του χτες; Πραγματοποιήθηκαν οι φιλοδοξίες της; Άξιζε που τσακώθηκε με τους γονείς της γιατί ήθελε να γίνει μοντέλο; Είναι ευχαριστημένη που έχει ό,τι ήθελε αλλά κουβαλάει μαζί κι ένα βαρύ τίμημα; Γιατί αναπολεί τις ευτυχισμένες στιγμές του λυκείου με τον πρώτο της έρωτα, τον Άγγελο;

Με απαράμιλλη δεξιοτεχνία, ο συγγραφέας γδύνει αργά αργά και βασανιστικά το κουκούλι του μεταξοσκώληκα, μόνο που εδώ έχουμε αντίστροφη πορεία: η πεταλούδα γίνεται κάμπια. Η πλούσια, πανέμορφη, εξωτική, γοητευτική πεταλούδα αρχίζει να μαδιέται πλησιάζοντας το φως της αλήθειας και να συρρικνώνεται σε ένα γνήσιο, αληθινό κουκούλι. Μου άρεσε η κενότητα των στιγμών των πλουσίων. Πολλοί συγγραφείς περιγράφουν έρωτες σε αστικό περιβάλλον και με γεμίζουν χασμουρητά από τις περιττές περιγραφές των σαλονιών και των κότερων, όμως εδώ ο κύριος Γιαντάς δίνει την πραγματική, τρισδιάστατη πλευρά των γεγονότων: όλες αυτές οι επισκέψεις, οι αλλαξοσυντροφιές (για να μην το γράψω αλλιώς) είναι κενές, άνευ περιεχομένου και ουσίας. Είναι απλά ένα εισιτήριο για να μένεις μακριά από τη δυστυχία των καθημερινών απλών ανθρώπων που απολύονται, πεινάνε και ανησυχούν. Είναι τραγικές οι συγκεντρώσεις των πλουσίων του μυθιστορήματος που συζητάνε για την κρίση, τις αλλαγές στην οικονομία και τις απολύσεις-περικοπές που αναγκάζονται να κάνουν, χωρίς όμως η δική τους ζωή να διαμορφωθεί αντίστοιχα.

Από την άλλη το μυθιστόρημα δεν είναι κραυγή κατά του πλούτου, δεν ειρωνεύεται, δε λοιδωρεί. Δείχνει πώς ένας απλός άνθρωπος στην εφηβεία του μπορεί να παρασυρθεί από τις σειρήνες και τους αυλικούς του για να ακολουθήσει ένα άνετο μονοπάτι ζωής, γεμάτο αγκάθια και ανηφόρες όμως. Κανείς δεν είναι έτοιμος να υποστεί και τις συνέπειες, εξαρτάται όμως από τον χαρακτήρα που έχει πλάσει για να βρει την κατάλληλη διέξοδο. Με συγκίνησε η ιστορία του έρωτα της Άννας-Μαρίας και του Άγγελου. Τόσο αθώος, πραγματικός, καθημερινός, συνηθισμένος (μιλώ για τα στερεότυπα που ζει κανείς σε έναν έρωτα, γιατί κάθε έρωτας είναι διαφορετικός και καθε άνθρωπος σε εμπνέει διαφορετικά). Και η Άννα-Μαρία συμμετέχει σε διαγωνισμό ομορφιάς. Υποκύπτει, παρασύρεται. Σπουδές στην Αθήνα. Ο έρωτας τελειώνει, ξεφτίζει. Μέχρι την ανατροπή του μυθιστορήματος. Μια εξέλιξη που έδειξε μια άλλη πλευρά της Άννας-Μαρίας. Έγινε Μαίρη αλλά παρέμεινε Άννα-Μαρία. Οικογενειακές σχέσεις, συντροφικές αλληλεπιδράσεις, μια καθημερινότητα γεμάτη προκλήσεις, ένας έρωτας που θα δυσκολευτεί να φωτίσει σωστά τους ανθρώπους που διάλεξε να ενώσει. Ένα περιεκτικό, λιτό, δυνατό και επιτέλους ολιγοσέλιδο, εξαιρετικό δείγμα σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on March 05, 2016 01:24

February 11, 2016

Απόσπασμα από το "Αύριο" - εκδόσεις Λιβάνη

ΘΑ ΚΟΝΤΕΥΕ ΔΕΚΑ. Συνήθως ξυπνούσε γύρω στις εννιά, κάποιες φορές και νωρίτερα, μονάχα που το πρωί εκείνο τής ήταν κάπως δύσκολο. Τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν και στράφηκε προς το φως, που κατάφερνε και γλιστρούσε μέσα από τις γρίλιες της κλειστής μπαλκονόπορτας. Μετακινήθηκε αργά προς την άκρη του κρεβατιού, έκανε να κατεβάσει τα πόδια της στα χνουδωτά παντοφλάκια, δίστασε. Η γλυκιά ζεστασιά που της χάριζαν τα σκεπάσματα ήτανε και ο κύριος λόγος που την έκανε να χουζουρέψει μερικά λεπτά ακόμη. Πάνω στο δρύινο κομοδίνο ήτανε ακουμπισμένο, όλη νύχτα, το δώρο του κυρίου Βελεριόπουλου. Ένα τετράγωνο, σχετικά βαρύ αντικείμενο, ερμητικά κλεισμένο σε ασημένιο περιτύλιγμα, κάτω από το εντυπωσιακό φιογκάκι μιας ερυθρωπής κορδέλας. Άπλωσε το λεπτό της χέρι προς αυτό, το παραμέρισε, έψαξε για το διακόπτη επικοινωνίας με το προσωπικό. Προς στιγμήν φάνηκε έτοιμη να καλέσει τη Ρίτα, για να της ανεβάσει το πρωινό, μα όχι. Δίστασε ξανά, μιας και η όρεξή της να φάει κάτι ήταν αμφίβολη. Τα απεριτίφ και τα απανωτά ποτηράκια Cuvée William που είχε πιει την προηγουμένη το βράδυ τής είχαν χαλάσει την όρεξη να φάει οτιδήποτε. Ωστόσο, παρά τη νοσηρή υπερένταση που της είχαν δημιουργήσει, ήτανε μια καλή διέξοδος στην ανία εκείνου του πάρτι.
Την οικία Βελεριόπουλου την επισκεπτόταν πρώτη φορά, μα οι καλεσμένοι, λίγο πολύ, ήταν οι ίδιοι. Όπως και τα θέματα στα οποία αναλώθηκαν οι ώρες. Ο Καραναστάσης, με τη σύζυγό του και τα δύο ενοχλητικά ζιζάνια, δεν άφηνε στιγμή που να μην αναφερθεί στα ναυτιλιακά ζητήματα και στο δεξαμενόπλοιο που σχεδίαζε να πουλήσει η εταιρεία του. Ο Ζεντόπουλος υπενθύμιζε το κότερο που είχε προς πώληση, καθώς είχε βρει ένα μεταχειρισμένο οκτακάμπινο γιοτ, που είχε εντυπωσιάσει τη Λίζα. Θα το αγόραζε αργά ή γρήγορα, μόνο και μόνο για τα μάτια της, αφού για τούτη την εικοσιπεντάχρονη ο Ζεντόπουλος θα μπορούσε να διαθέσει πολλά. Χρήματα σοδιασμένα καλά, που μπορούσαν με άνεση να καλύψουν το μεγάλο κενό ηλικίας που έχασκε ανάμεσά τους.
Από την άλλη, ο Βρέκας από τις τηλεπικοινωνίες, ο Μπαναβάς και η γυναίκα του, ο Νικητιάδης με τα υπερκαταστήματα κι εκείνη η Σουλιοπούλου, η τηλεπαρουσιάστρια, που αφότου χώρισε δεν έχανε ευκαιρία για τέτοιες συναντήσεις.
Παρόντες ήτανε κι ο Καρεβαζής, ο Βαριάδης ο επιχειρηματίας και βέβαια ο Φύρας ο δικηγόρος, ο οποίος, αν και γνωστός εργένης, ήταν εκεί πλάι σ’ ένα νεαρό αιθέριο πλάσμα, που αν και πολύ πιο «αθώο» από τη Λίζα του Ζεντόπουλου είχαν και οι δυο τους ένα κοινό χαρακτηριστικό: το αρπακτικό τους βλέμμα...
Αν και συνοδευόμενος ο Φύρας, γιος μεγαλοδικηγόρου της πρωτεύουσας και ευνοημένος απίστευτα από τις υψηλές γνωριμίες του πατέρα του, δεν έχανε ευκαιρία να ρίχνει της Μαίρης λαθραίες ματιές.
Μα τι τον γοήτευε τόσο τελικά; Ήταν άξιο απορίας, αφού η Μαίρη όχι απλώς έπληττε, στην κατά τα άλλα υψηλού επιπέδου συνάντηση, μα και δεν του είχε δώσει την ανάλογη προσοχή, σχεδόν ποτέ.
Κι αν η Μαίρη κατέφευγε σ’ εκείνα τα ποτηράκια σαμπάνιας, μήπως και ξεγελάσει τον αργόσυρτο χρόνο, ο Φύρας αγνοούσε και την αδιαφορία της, μα ακόμη και τον ίδιο τον άντρα της, τον κύριο Άλκη. Ήταν προφανές πως πόνταρε στη νιότη του –ήταν ο νεότερος από όλους εκεί–, μα δεν έπαυε να είναι ένας μαλθακός, ασπριδερός τύπος, μ’ ένα λιπαρό προγουλάκι που περίσσευε μπροστά από τον τετράκομψο γιακά, στο πουκάμισο με τα χρυσά μανικετόκουμπα. Ήταν επίσης ξεκάθαρο πως το νεαρό νεραϊδίσιο πλάσμα που συνόδευε αντιπροσώπευε μια κίνηση εντυπωσιασμού, ήταν ένα ακόμη «αξεσουάρ», που μεταξύ άλλων θα προκαλούσε το ενδιαφέρον της Μαίρης. Μάταια!
Το μόνο αξιόλογο γεγονός για κείνη ήτανε το δώρο που έλαβε κατά την αποχώρησή της με τον κύριο Άλκη. Εκείνο το αντικείμενο στο αστραφτερό περιτύλιγμα, που με την καλή του διάθεση της πρόσφερε ο οικοδεσπότης. Ο Βελεριόπουλος ήταν άλλωστε ένας πραγματικός τζέντλεμαν, ένας κύριος που κάλλιστα θα μπορούσε κάποιος να πει πως αποτελούσε και το πιο αξιόλογο πρόσωπο της βραδιάς. Τον χαρακτήριζε μια εκ φύσεως μετριοφροσύνη και μια ομιλία μετρημένη, συνετή και προσγειωμένη. Δεν υπολειπόταν –σε καμία περίπτωση– σε κάτι από τους υπόλοιπους. Η δική του ναυτιλιακή, σε αντίθεση με του Καραναστάση, που είχε σημειώσει κάποιες ζημιές την περασμένη χρονιά, ήτανε κερδοφόρα και κραταιά, παρά την οικονομική κρίση που εξαπλωνόταν στη χώρα. Ήτανε ο μόνος μάλιστα που έθιγε και κουβέντιαζε ανοιχτά το θέμα της κρίσης
σε μια παρέα ανθρώπων που όχι ακριβώς απέφευγαν αλλά απαξιούσαν να δώσουν σημασία σ’ αυτό. Για τους εκλεκτούς καλεσμένους, ένα τέτοιο θέμα ήταν περίπου περιττό.
Για τη Μαίρη, τα περισσότερα απ’ όσα συζητήθηκαν την περασμένη βραδιά ήταν σχεδόν λησμονημένα. Σηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι και μέσα από το χιονάτο σεντόνι ξεπρόβαλαν οι θεσπέσιες γάμπες της. Φόρεσε τα παντοφλάκια και με τον τηλεχειρισμό από το κομοδίνο ανέβασε το εξωτερικό της μπαλκονόπορτας, αφήνοντας ένα τρυφερόχρυσο φως να πλημμυρίσει το δωμάτιο. Κατόπιν περπάτησε προς το τζάμι, παραμέρισε την κλαρωτή κουρτίνα, κοίταξε έξω.
Είχε ξημερώσει μια πραγματικά ηλιόλουστη μέρα πάνω από την Κηφισιά. Στον κήπο, στα αριστερά από εκεί που στεκόταν, ο Τσεν κούρευε το γκαζόν με τη μηχανή, και παραέξω, στο κομμάτι του δρόμου που ο ψηλός τοίχος δεν της έκρυβε τη θέα, μια παρέα ποδηλάτες κατηφόριζαν προς την πλατεία.
Είχε ήδη ξεχάσει το δώρο του Βελεριόπουλου, που καρτερικά την περίμενε στο κομοδίνο, μέχρι που στράφηκε προς τα εκεί όταν αναζήτησε το πιαστράκι για τα μαλλιά της. Το πήρε επιτέλους στα χέρια της και δίχως να το περιεργαστεί στιγμή έλυσε την κορδέλα κι έκανε να σκίσει το περιτύλιγμα, κάτι που κατάφερε από την επάνω πλευρά του αντικειμένου. Σελίδες... Ήταν οι πυκνές σελίδες ενός βιβλίου, όπως είχε υποψιαστεί, οπότε δε χρειάστηκε να σκίσει παρακάτω. Δεν κοίταξε καν το εξώφυλλο ή το πίσω μέρος, παρά το εγκατέλειψε μισάνοιχτο, εκεί που ήταν και πριν.
Αφιέρωσε κατόπιν ένα μισάωρο να φρεσκαριστεί και να καλλωπιστεί στο μπάνιο της κι όταν ολοκλήρωσε τις καθιερωμένες διαδικασίες άρχισε να απορεί. Ο Άλκης δεν την είχε αναζητήσει, για την ακρίβεια, κανείς δεν την είχε αναζητήσει. Έβγαλε από το Burberry τσαντάκι –που είχε μαζί της το βράδυ– το κινητό της τηλέφωνο, όμως κανένα μήνυμα, καμία κλήση από κανέναν. Προχώρησε σκεφτική ξανά προς το μπαλκόνι κι εκείνος ο συλλογισμός της δεν κράτησε παραπάνω, δε διήρκεσε έστω μία ακόμη στιγμή. Δεν ήταν διατεθειμένη να παιδέψει το μυαλό της περισσότερο με το λόγο για τον οποίο δεν την αναζητούσαν μια περασμένη πλέον ώρα. Έψαξε το τσαντάκι ξανά, βρήκε το γουστόζικο πακετάκι με τα slims, το πήρε κι άνοιξε την μπαλκονόπορτα.
Ένα χλιαρό αεράκι άγγιξε το φρεσκοπλυμένο της δέρμα, οριακά ανεκτό για την εποχή. Κάθισε διπλοπόδι στην πολυθρόνα του μπαλκονιού, άναψε ένα τσιγάρο κι ακούμπησε το πακέτο δίπλα της. Κοίταξε τη γυρισμένη πλάτη του Τσεν, που σχεδόν είχε ολοκληρώσει το κούρεμα, φτάνοντας στις γενναίες περικοκλάδες, κοντά στην εξωτερική είσοδο. Το βλέμμα της φαινόταν προσηλωμένο σ’ εκείνον, μα στην πραγματικότητα δεν έδινε καμία προσοχή ούτε σ’ αυτόν ούτε στα αθώα κηπευτικά του καθήκοντα. Όταν εκείνος σταμάτησε τη μηχανή, προτού απομακρυνθεί από το οπτικό της πεδίο, γύρισε ασυναίσθητα τη ματιά του προς το μπαλκόνι. Την είδε στραμμένη προς εκείνον κι από ευγένεια σήκωσε δειλά το χέρι του, σαν να τη χαιρετούσε.
«Καλημέρα στην κυρία!» ακούστηκε από την άκρη του κήπου, κι εκείνη του ανταπέδωσε μέσα από το στόμα της, με μια απροσδιόριστη κίνηση-τίναγμα του τσιγάρου που κρατούσε, σαν να ήταν αυτό κάποιο είδος χαιρετισμού.
Ο μικροκαμωμένος Τσεν απομακρύνθηκε δίχως να ξανακοιτάξει, κάτι που ίσως θα τον έκανε ενοχλητικό. Είχε εξάλλου τελειώσει με τις εξωτερικές εργασίες και το απόγευμα πάλι θα συνέχιζε με το κούρεμα και την περιποίηση στα πευκάκια, στους περήφανους φοίνικες και σ’ εκείνα τα ξενόφερτα φυτά που κοσμούσαν περιμετρικά την κατοικία.
Τώρα το βλέμμα της Μαίρης χρειαζότανε κάτι καινούριο να απασχοληθεί. Όλο αυτό το γκαζόν, τα πυκνοφυτεμένα άνθη και τα δέντρα, όλη εκείνη η ρωμαλέα πρασινάδα τής σφιχταγκάλιαζε το νου, που γύρευε ένα άνοιγμα με μιαν αλλιώτικη ανταύγεια. Κι εκείνος ο τοίχος, το πυκνόφυτο περιτείχισμα του παλατιού, της στερούσε μια σημαντική άποψη από τη θέα του δρόμου. Ένα κατάλευκο Cayenne κατηφόρισε από εκεί κι έπειτα μια κυρία πεζή με το σκυλάκι της. Το τετράποδο μετά δυσκολίας φαινότανε, μα το λουρί που το κράταγε τεζάριζε πέρα δώθε στο χέρι της. Ήταν σίγουρα κάποια της περιοχής, κάτι της θύμιζε η φυσιογνωμία της, κάπου εκεί γύρω θα πρέπει να είχαν ξανασυναντηθεί. Μετά από κείνη κι έναν ακόμη ποδηλάτη, που για λίγα δευτερόλεπτα μπόρεσε να χαζέψει, ο δρόμος ερήμωσε ξανά. Το κομμάτι που μπορούσε να κοιτά καθισμένη στο μπαλκόνι της δεν παρουσίαζε πια κανένα ενδιαφέρον.
Άναψε ακόμη ένα τσιγάρο και πριν καπνίσει το μισό εκείνο το άστατο ανεμάκι τής φάνηκε ενοχλητικό. Τα μαλλιά της ήταν ακόμη νωπά, παρά το στέγνωμα που τους είχε κάνει. Με το δείκτη του άλλου χεριού της κύκλωσε τρεις φορές την άκρη μιας τούφας, μ’ εκείνη τη βαριεστημένη κίνηση μιας γυναίκας που πλήττει ή που κάτι άλλο από εκείνο που κουβεντιάζουν την απασχολεί. Μπορεί να μη συζητούσε με κανέναν στη βεράντα, όμως έβρισκε ενδιαφέρον σ’ εκείνη την κίνηση, ήτανε μια κυκλωτική, ζωοδότρα κίνηση μέσα στο καταπράσινο βουβό της τοπίο.Τούτο το τύλιγμα των μαλλιών γύρω από το δείκτη της ήταν μια κίνηση που την είχε επαναλάβει αρκετές φορές στο χθεσινοβραδινό πάρτι. Από τη μία φανέρωνε τη βαθιά της ανία για όσα διαδραματίζονταν και συζητιόνταν, μα από την άλλη ήταν, κατά τον αντρικό νου του Φύρα, κάτι το σαγηνευτικό. Ένας συμβολισμός νόμιζε εκείνος, η κίνηση μιας γυναίκας που κάτι αποζήταγε, όμως τι; Δεν καταλάβαινε ο δικηγόρος πως εκείνη δεν είχε τίποτα παραπάνω να αποζητά, δεν μπορούσε να το καταλάβει. Του ασκούσε την ίδια βλακώδη επιρροή, όπως και σε πολλούς άλλους άντρες, που εκείνο που βλέπουν στη γυναίκα ως ανερμήνευτο τους είναι και γοητευτικό. Για τον συγκεκριμένο, ακόμη περισσότερο βέβαια. Το τρυφερό πλάσμα που τον συνόδευε, για όσο θα τον συνόδευε, δε συνήθιζε να κάνει αυτή την κίνηση.
Το κορίτσι του Φύρα μπορεί να γνώριζε δεκάδες άλλους τρόπους, νάζια, βλέμματα και τερτίπια, για να σταθεί πλάι σ’ έναν τέτοιο νομικό, όμως, περιέργως, τη βαριεστημένη κυκλωτική κίνηση των μαλλιών δεν την έκανε. Ο λόγος ήταν πως πλάι στο δικηγόρο έβρισκε ακόμη τις ανέσεις, τη χλιδή, την πολυτέλεια που η αδηφάγα ψυχούλα της ζητούσε. Δεν το συνήθιζε να πειράζει έτσι τα μαλλιά της, γιατί απλώς δεν είχε ακόμη κατακτήσει την ψηλότερη κορυφή του κορεσμού κάθε επιθυμίας...
Έσβησε το τσιγάρο της, μπήκε ξανά στην κρεβατοκάμαρα κι από εκεί κάλεσε το εσωτερικό ασανσέρ. Στο ισόγειο συνάντησε μια βαθιά σιωπή, μια ησυχία πρωτόγνωρη για Σάββατο. Στο χώρο υποδοχής κανένας, όπως και στο καθιστικό, στην τραπεζαρία, στο λίβινγκ ρουμ, στα σκαλοπατάκια για το ενυδρείο, στις μαξιλάρες πλάι στο τζάκι, στο άνοιγμα με το πιάνο, παραδίπλα από τις θωρακισμένες τζαμαρίες που έβλεπαν στην αυλή. Από εκεί είδε μονάχα και πάλι τον Τσεν, που ακόμη περιφερόταν, φορώντας την κηπουρική φόρμα του, πηγαίνοντας προς την πίσω γωνία.
Όπως ήταν αναμενόμενο, τη Ρίτα τη βρήκε στην κουζίνα. Ήτανε σκυμμένη πάνω από τις εστίες και προφανώς δεν άκουσε τον ανάλαφρό της βηματισμό.
«Ρίτα, καλημέρα!»
«Καλημέρα!» απάντησε η βοηθός.
«Ο Άλκης;»
«Δε σας είπε; Είναι Σάββατο σήμερα».
«Ναι, και λοιπόν;»
Η βοηθός δίστασε προς στιγμήν.
«Σήμερα ήταν να δει την Κλαίρη...»
«Μα ναι, βέβαια. Το είχα εντελώς ξεχασμένο. Είναι η μέρα της κόρης, λοιπόν. Γιατί δε με ξύπνησες νωρίτερα σήμερα;»
«Χθες, πριν φύγετε για του Βελεριόπουλου, μου είπατε... το ξεχάσατε;»


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 11, 2016 02:40

Απόσπασμα από το "Αύριο"

ΘΑ ΚΟΝΤΕΥΕ ΔΕΚΑ. Συνήθως ξυπνούσε γύρω στις εννιά, κάποιες φορές και νωρίτερα, μονάχα που το πρωί εκείνο τής ήταν κάπως δύσκολο. Τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν και στράφηκε προς το φως, που κατάφερνε και γλιστρούσε μέσα από τις γρίλιες της κλειστής μπαλκονόπορτας. Μετακινήθηκε αργά προς την άκρη του κρεβατιού, έκανε να κατεβάσει τα πόδια της στα χνουδωτά παντοφλάκια, δίστασε. Η γλυκιά ζεστασιά που της χάριζαν τα σκεπάσματα ήτανε και ο κύριος λόγος που την έκανε να χουζουρέψει μερικά λεπτά ακόμη. Πάνω στο δρύινο κομοδίνο ήτανε ακουμπισμένο, όλη νύχτα, το δώρο του κυρίου Βελεριόπουλου. Ένα τετράγωνο, σχετικά βαρύ αντικείμενο, ερμητικά κλεισμένο σε ασημένιο περιτύλιγμα, κάτω από το εντυπωσιακό φιογκάκι μιας ερυθρωπής κορδέλας. Άπλωσε το λεπτό της χέρι προς αυτό, το παραμέρισε, έψαξε για το διακόπτη επικοινωνίας με το προσωπικό. Προς στιγμήν φάνηκε έτοιμη να καλέσει τη Ρίτα, για να της ανεβάσει το πρωινό, μα όχι. Δίστασε ξανά, μιας και η όρεξή της να φάει κάτι ήταν αμφίβολη. Τα απεριτίφ και τα απανωτά ποτηράκια Cuvée William που είχε πιει την προηγουμένη το βράδυ τής είχαν χαλάσει την όρεξη να φάει οτιδήποτε. Ωστόσο, παρά τη νοσηρή υπερένταση που της είχαν δημιουργήσει, ήτανε μια καλή διέξοδος στην ανία εκείνου του πάρτι.
Την οικία Βελεριόπουλου την επισκεπτόταν πρώτη φορά, μα οι καλεσμένοι, λίγο πολύ, ήταν οι ίδιοι. Όπως και τα θέματα στα οποία αναλώθηκαν οι ώρες. Ο Καραναστάσης, με τη σύζυγό του και τα δύο ενοχλητικά ζιζάνια, δεν άφηνε στιγμή που να μην αναφερθεί στα ναυτιλιακά ζητήματα και στο δεξαμενόπλοιο που σχεδίαζε να πουλήσει η εταιρεία του. Ο Ζεντόπουλος υπενθύμιζε το κότερο που είχε προς πώληση, καθώς είχε βρει ένα μεταχειρισμένο οκτακάμπινο γιοτ, που είχε εντυπωσιάσει τη Λίζα. Θα το αγόραζε αργά ή γρήγορα, μόνο και μόνο για τα μάτια της, αφού για τούτη την εικοσιπεντάχρονη ο Ζεντόπουλος θα μπορούσε να διαθέσει πολλά. Χρήματα σοδιασμένα καλά, που μπορούσαν με άνεση να καλύψουν το μεγάλο κενό ηλικίας που έχασκε ανάμεσά τους.
Από την άλλη, ο Βρέκας από τις τηλεπικοινωνίες, ο Μπαναβάς και η γυναίκα του, ο Νικητιάδης με τα υπερκαταστήματα κι εκείνη η Σουλιοπούλου, η τηλεπαρουσιάστρια, που αφότου χώρισε δεν έχανε ευκαιρία για τέτοιες συναντήσεις.
Παρόντες ήτανε κι ο Καρεβαζής, ο Βαριάδης ο επιχειρηματίας και βέβαια ο Φύρας ο δικηγόρος, ο οποίος, αν και γνωστός εργένης, ήταν εκεί πλάι σ’ ένα νεαρό αιθέριο πλάσμα, που αν και πολύ πιο «αθώο» από τη Λίζα του Ζεντόπουλου είχαν και οι δυο τους ένα κοινό χαρακτηριστικό: το αρπακτικό τους βλέμμα...
Αν και συνοδευόμενος ο Φύρας, γιος μεγαλοδικηγόρου της πρωτεύουσας και ευνοημένος απίστευτα από τις υψηλές γνωριμίες του πατέρα του, δεν έχανε ευκαιρία να ρίχνει της Μαίρης λαθραίες ματιές.
Μα τι τον γοήτευε τόσο τελικά; Ήταν άξιο απορίας, αφού η Μαίρη όχι απλώς έπληττε, στην κατά τα άλλα υψηλού επιπέδου συνάντηση, μα και δεν του είχε δώσει την ανάλογη προσοχή, σχεδόν ποτέ.
Κι αν η Μαίρη κατέφευγε σ’ εκείνα τα ποτηράκια σαμπάνιας, μήπως και ξεγελάσει τον αργόσυρτο χρόνο, ο Φύρας αγνοούσε και την αδιαφορία της, μα ακόμη και τον ίδιο τον άντρα της, τον κύριο Άλκη. Ήταν προφανές πως πόνταρε στη νιότη του –ήταν ο νεότερος από όλους εκεί–, μα δεν έπαυε να είναι ένας μαλθακός, ασπριδερός τύπος, μ’ ένα λιπαρό προγουλάκι που περίσσευε μπροστά από τον τετράκομψο γιακά, στο πουκάμισο με τα χρυσά μανικετόκουμπα. Ήταν επίσης ξεκάθαρο πως το νεαρό νεραϊδίσιο πλάσμα που συνόδευε αντιπροσώπευε μια κίνηση εντυπωσιασμού, ήταν ένα ακόμη «αξεσουάρ», που μεταξύ άλλων θα προκαλούσε το ενδιαφέρον της Μαίρης. Μάταια!
Το μόνο αξιόλογο γεγονός για κείνη ήτανε το δώρο που έλαβε κατά την αποχώρησή της με τον κύριο Άλκη. Εκείνο το αντικείμενο στο αστραφτερό περιτύλιγμα, που με την καλή του διάθεση της πρόσφερε ο οικοδεσπότης. Ο Βελεριόπουλος ήταν άλλωστε ένας πραγματικός τζέντλεμαν, ένας κύριος που κάλλιστα θα μπορούσε κάποιος να πει πως αποτελούσε και το πιο αξιόλογο πρόσωπο της βραδιάς. Τον χαρακτήριζε μια εκ φύσεως μετριοφροσύνη και μια ομιλία μετρημένη, συνετή και προσγειωμένη. Δεν υπολειπόταν –σε καμία περίπτωση– σε κάτι από τους υπόλοιπους. Η δική του ναυτιλιακή, σε αντίθεση με του Καραναστάση, που είχε σημειώσει κάποιες ζημιές την περασμένη χρονιά, ήτανε κερδοφόρα και κραταιά, παρά την οικονομική κρίση που εξαπλωνόταν στη χώρα. Ήτανε ο μόνος μάλιστα που έθιγε και κουβέντιαζε ανοιχτά το θέμα της κρίσης
σε μια παρέα ανθρώπων που όχι ακριβώς απέφευγαν αλλά απαξιούσαν να δώσουν σημασία σ’ αυτό. Για τους εκλεκτούς καλεσμένους, ένα τέτοιο θέμα ήταν περίπου περιττό.
Για τη Μαίρη, τα περισσότερα απ’ όσα συζητήθηκαν την περασμένη βραδιά ήταν σχεδόν λησμονημένα. Σηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι και μέσα από το χιονάτο σεντόνι ξεπρόβαλαν οι θεσπέσιες γάμπες της. Φόρεσε τα παντοφλάκια και με τον τηλεχειρισμό από το κομοδίνο ανέβασε το εξωτερικό της μπαλκονόπορτας, αφήνοντας ένα τρυφερόχρυσο φως να πλημμυρίσει το δωμάτιο. Κατόπιν περπάτησε προς το τζάμι, παραμέρισε την κλαρωτή κουρτίνα, κοίταξε έξω.
Είχε ξημερώσει μια πραγματικά ηλιόλουστη μέρα πάνω από την Κηφισιά. Στον κήπο, στα αριστερά από εκεί που στεκόταν, ο Τσεν κούρευε το γκαζόν με τη μηχανή, και παραέξω, στο κομμάτι του δρόμου που ο ψηλός τοίχος δεν της έκρυβε τη θέα, μια παρέα ποδηλάτες κατηφόριζαν προς την πλατεία.
Είχε ήδη ξεχάσει το δώρο του Βελεριόπουλου, που καρτερικά την περίμενε στο κομοδίνο, μέχρι που στράφηκε προς τα εκεί όταν αναζήτησε το πιαστράκι για τα μαλλιά της. Το πήρε επιτέλους στα χέρια της και δίχως να το περιεργαστεί στιγμή έλυσε την κορδέλα κι έκανε να σκίσει το περιτύλιγμα, κάτι που κατάφερε από την επάνω πλευρά του αντικειμένου. Σελίδες... Ήταν οι πυκνές σελίδες ενός βιβλίου, όπως είχε υποψιαστεί, οπότε δε χρειάστηκε να σκίσει παρακάτω. Δεν κοίταξε καν το εξώφυλλο ή το πίσω μέρος, παρά το εγκατέλειψε μισάνοιχτο, εκεί που ήταν και πριν.
Αφιέρωσε κατόπιν ένα μισάωρο να φρεσκαριστεί και να καλλωπιστεί στο μπάνιο της κι όταν ολοκλήρωσε τις καθιερωμένες διαδικασίες άρχισε να απορεί. Ο Άλκης δεν την είχε αναζητήσει, για την ακρίβεια, κανείς δεν την είχε αναζητήσει. Έβγαλε από το Burberry τσαντάκι –που είχε μαζί της το βράδυ– το κινητό της τηλέφωνο, όμως κανένα μήνυμα, καμία κλήση από κανέναν. Προχώρησε σκεφτική ξανά προς το μπαλκόνι κι εκείνος ο συλλογισμός της δεν κράτησε παραπάνω, δε διήρκεσε έστω μία ακόμη στιγμή. Δεν ήταν διατεθειμένη να παιδέψει το μυαλό της περισσότερο με το λόγο για τον οποίο δεν την αναζητούσαν μια περασμένη πλέον ώρα. Έψαξε το τσαντάκι ξανά, βρήκε το γουστόζικο πακετάκι με τα slims, το πήρε κι άνοιξε την μπαλκονόπορτα.
Ένα χλιαρό αεράκι άγγιξε το φρεσκοπλυμένο της δέρμα, οριακά ανεκτό για την εποχή. Κάθισε διπλοπόδι στην πολυθρόνα του μπαλκονιού, άναψε ένα τσιγάρο κι ακούμπησε το πακέτο δίπλα της. Κοίταξε τη γυρισμένη πλάτη του Τσεν, που σχεδόν είχε ολοκληρώσει το κούρεμα, φτάνοντας στις γενναίες περικοκλάδες, κοντά στην εξωτερική είσοδο. Το βλέμμα της φαινόταν προσηλωμένο σ’ εκείνον, μα στην πραγματικότητα δεν έδινε καμία προσοχή ούτε σ’ αυτόν ούτε στα αθώα κηπευτικά του καθήκοντα. Όταν εκείνος σταμάτησε τη μηχανή, προτού απομακρυνθεί από το οπτικό της πεδίο, γύρισε ασυναίσθητα τη ματιά του προς το μπαλκόνι. Την είδε στραμμένη προς εκείνον κι από ευγένεια σήκωσε δειλά το χέρι του, σαν να τη χαιρετούσε.
«Καλημέρα στην κυρία!» ακούστηκε από την άκρη του κήπου, κι εκείνη του ανταπέδωσε μέσα από το στόμα της, με μια απροσδιόριστη κίνηση-τίναγμα του τσιγάρου που κρατούσε, σαν να ήταν αυτό κάποιο είδος χαιρετισμού.
Ο μικροκαμωμένος Τσεν απομακρύνθηκε δίχως να ξανακοιτάξει, κάτι που ίσως θα τον έκανε ενοχλητικό. Είχε εξάλλου τελειώσει με τις εξωτερικές εργασίες και το απόγευμα πάλι θα συνέχιζε με το κούρεμα και την περιποίηση στα πευκάκια, στους περήφανους φοίνικες και σ’ εκείνα τα ξενόφερτα φυτά που κοσμούσαν περιμετρικά την κατοικία.
Τώρα το βλέμμα της Μαίρης χρειαζότανε κάτι καινούριο να απασχοληθεί. Όλο αυτό το γκαζόν, τα πυκνοφυτεμένα άνθη και τα δέντρα, όλη εκείνη η ρωμαλέα πρασινάδα τής σφιχταγκάλιαζε το νου, που γύρευε ένα άνοιγμα με μιαν αλλιώτικη ανταύγεια. Κι εκείνος ο τοίχος, το πυκνόφυτο περιτείχισμα του παλατιού, της στερούσε μια σημαντική άποψη από τη θέα του δρόμου. Ένα κατάλευκο Cayenne κατηφόρισε από εκεί κι έπειτα μια κυρία πεζή με το σκυλάκι της. Το τετράποδο μετά δυσκολίας φαινότανε, μα το λουρί που το κράταγε τεζάριζε πέρα δώθε στο χέρι της. Ήταν σίγουρα κάποια της περιοχής, κάτι της θύμιζε η φυσιογνωμία της, κάπου εκεί γύρω θα πρέπει να είχαν ξανασυναντηθεί. Μετά από κείνη κι έναν ακόμη ποδηλάτη, που για λίγα δευτερόλεπτα μπόρεσε να χαζέψει, ο δρόμος ερήμωσε ξανά. Το κομμάτι που μπορούσε να κοιτά καθισμένη στο μπαλκόνι της δεν παρουσίαζε πια κανένα ενδιαφέρον.
Άναψε ακόμη ένα τσιγάρο και πριν καπνίσει το μισό εκείνο το άστατο ανεμάκι τής φάνηκε ενοχλητικό. Τα μαλλιά της ήταν ακόμη νωπά, παρά το στέγνωμα που τους είχε κάνει. Με το δείκτη του άλλου χεριού της κύκλωσε τρεις φορές την άκρη μιας τούφας, μ’ εκείνη τη βαριεστημένη κίνηση μιας γυναίκας που πλήττει ή που κάτι άλλο από εκείνο που κουβεντιάζουν την απασχολεί. Μπορεί να μη συζητούσε με κανέναν στη βεράντα, όμως έβρισκε ενδιαφέρον σ’ εκείνη την κίνηση, ήτανε μια κυκλωτική, ζωοδότρα κίνηση μέσα στο καταπράσινο βουβό της τοπίο.Τούτο το τύλιγμα των μαλλιών γύρω από το δείκτη της ήταν μια κίνηση που την είχε επαναλάβει αρκετές φορές στο χθεσινοβραδινό πάρτι. Από τη μία φανέρωνε τη βαθιά της ανία για όσα διαδραματίζονταν και συζητιόνταν, μα από την άλλη ήταν, κατά τον αντρικό νου του Φύρα, κάτι το σαγηνευτικό. Ένας συμβολισμός νόμιζε εκείνος, η κίνηση μιας γυναίκας που κάτι αποζήταγε, όμως τι; Δεν καταλάβαινε ο δικηγόρος πως εκείνη δεν είχε τίποτα παραπάνω να αποζητά, δεν μπορούσε να το καταλάβει. Του ασκούσε την ίδια βλακώδη επιρροή, όπως και σε πολλούς άλλους άντρες, που εκείνο που βλέπουν στη γυναίκα ως ανερμήνευτο τους είναι και γοητευτικό. Για τον συγκεκριμένο, ακόμη περισσότερο βέβαια. Το τρυφερό πλάσμα που τον συνόδευε, για όσο θα τον συνόδευε, δε συνήθιζε να κάνει αυτή την κίνηση.
Το κορίτσι του Φύρα μπορεί να γνώριζε δεκάδες άλλους τρόπους, νάζια, βλέμματα και τερτίπια, για να σταθεί πλάι σ’ έναν τέτοιο νομικό, όμως, περιέργως, τη βαριεστημένη κυκλωτική κίνηση των μαλλιών δεν την έκανε. Ο λόγος ήταν πως πλάι στο δικηγόρο έβρισκε ακόμη τις ανέσεις, τη χλιδή, την πολυτέλεια που η αδηφάγα ψυχούλα της ζητούσε. Δεν το συνήθιζε να πειράζει έτσι τα μαλλιά της, γιατί απλώς δεν είχε ακόμη κατακτήσει την ψηλότερη κορυφή του κορεσμού κάθε επιθυμίας...
Έσβησε το τσιγάρο της, μπήκε ξανά στην κρεβατοκάμαρα κι από εκεί κάλεσε το εσωτερικό ασανσέρ. Στο ισόγειο συνάντησε μια βαθιά σιωπή, μια ησυχία πρωτόγνωρη για Σάββατο. Στο χώρο υποδοχής κανένας, όπως και στο καθιστικό, στην τραπεζαρία, στο λίβινγκ ρουμ, στα σκαλοπατάκια για το ενυδρείο, στις μαξιλάρες πλάι στο τζάκι, στο άνοιγμα με το πιάνο, παραδίπλα από τις θωρακισμένες τζαμαρίες που έβλεπαν στην αυλή. Από εκεί είδε μονάχα και πάλι τον Τσεν, που ακόμη περιφερόταν, φορώντας την κηπουρική φόρμα του, πηγαίνοντας προς την πίσω γωνία.
Όπως ήταν αναμενόμενο, τη Ρίτα τη βρήκε στην κουζίνα. Ήτανε σκυμμένη πάνω από τις εστίες και προφανώς δεν άκουσε τον ανάλαφρό της βηματισμό.
«Ρίτα, καλημέρα!»
«Καλημέρα!» απάντησε η βοηθός.
«Ο Άλκης;»
«Δε σας είπε; Είναι Σάββατο σήμερα».
«Ναι, και λοιπόν;»
Η βοηθός δίστασε προς στιγμήν.
«Σήμερα ήταν να δει την Κλαίρη...»
«Μα ναι, βέβαια. Το είχα εντελώς ξεχασμένο. Είναι η μέρα της κόρης, λοιπόν. Γιατί δε με ξύπνησες νωρίτερα σήμερα;»
«Χθες, πριν φύγετε για του Βελεριόπουλου, μου είπατε... το ξεχάσατε;»


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 11, 2016 02:40

September 25, 2015

Διαβάζοντας τις ''Άλικες Ζωές'' του Κώστα Βελούτσου



     Οι  «Άλικες Ζωές» του Κώστα Βελούτσου αποτελούν ένα οδοιπορικό σε μία σκοτεινή όσο και ταραγμένη περίοδο της Νεοελληνικής ιστορίας, αυτήν του Εμφυλίου πολέμου. Σε μία νοητή ευθεία τέμνονται καθοριστικές στιγμές του Ελληνισμού όπως η Μικρασιατική καταστροφή, η Γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος αλληλοσπαραγμός. Μέσα από σχετικά ντοκουμέντα χρωματίζονται οι ιστορίες των ηρώων, όπως της Μάρθας, του Χριστόφορου, του Στέλιου, της Στέφης. Ιστορίες που χρωματίζονται ανεξίτηλα μιας και ζωές σαν αυτές «δε διαγράφονται ποτέ, ότι και αν κάνεις. Τις σέρνεις ασθμαίνοντας μαζί σου ως το θάνατο και ακόμη πιο μακριά..»             Οι σκιές τους περιφέρονται στο περιβάλλον του συγγραφέα αλυσοδεμένες με τα πάθη τους, με τα μυστικά τους κρυμμένα σε φακέλους, με το βάρος των χρονικών συγκυριών που τις αγκαλιάζουν για πάντα. Γύρω τους ξετυλίγονται αναφορές σε γεγονότα , σε καταστάσεις και επεισόδια που κύριο φόντο έχουν τη Μυτιλήνη της εποχής εκείνης, όπως η Τσερκέζα, η στρατολόγηση, τα Κόκκινα Παιδιά, η Παιδούπολη της πόλης.
      Οι πιο ευαίσθητες πτυχές μιας δύσκολης εποχής προσεγγίζονται με μια συμπαγή, αφηγηματική γραφή και εστίαση σε καίρια γεγονότα, που για πολλούς κατοίκους του νησιού ίσως να είναι και ολότελα άγνωστα σήμερα, πράγμα που προσθέτει ένα ειδικό βάρος στο βιβλίο. Για τη συγκεκριμένη περίοδο είναι γνωστό πως έχουν γραφτεί αμέτρητα κείμενα, συχνά εμποτισμένα με τις προσωπικές θεάσεις και τα «πιστεύω» των δημιουργών τους, συχνά ως απόρροια προσωπικών βιωμάτων.        Η διαφοροποίηση του Κώστα Βελούτσου έγκειται στην προσπάθεια του να διατηρήσει μια κατά το δυνατόν αμερόληπτη στάση, πρόθεση που αποσαφηνίζει ο ίδιος και στον επίλογο του. Εγείρει λοιπόν προβληματισμούς γύρω από σχετικά ζητήματα που παραμένουν επίκαιρα επί τόσες δεκαετίες μετά τα γεγονότα, όπως συνήθως συμβαίνει όταν κατακάθεται η σκόνη από τους καλπασμούς της Ιστορίας. 
       Είναι τολμηρή συνεπώς η προτεραιότητα που δίνει σε μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα χρόνια εκείνα, ως υλικό πρώτης τάξης για τη συγγραφή του βιβλίου. Μία ιδιαίτερα εύστοχη απορία τοποθετεί ο ίδιος ο συγγραφέας στις πρώτες σελίδες του: Άραγε θα έδειχναν τον ίδιο φανατισμό στο καταναλωτικό σήμερα, εκείνοι που συγκρούστηκαν με πάθος κάποιες δεκαετίες πρωτύτερα; Ερωτήματα σαν αυτά υποκινούνται με την ανάγνωση του βιβλίου και σε αυτά διαφαίνεται ίσως και η βασική του πρόθεση: να αποτελέσει μια «μαγιά» ως έναυσμα, μέρος ή συνέχεια μιας ενδελεχούς μελέτης για κάθε αναγνώστη – ερευνητή. 
        Οι Άλικες Ζωές του Κώστα Βελούτσου θέτουν ουσιώδη ερωτηματικά με διακριτικό, όσο και εύστοχο τρόπο. Αυτοί οι προβληματισμοί και η διέγερση της περιέργειας για την ίδια την αλήθεια, αποτελούν και την πεμπτουσία της δημιουργίας του.                                      
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on September 25, 2015 07:56

September 5, 2015

"Τα παιδιά του ξινόγαλου" - Ηλίας Παπαγεωργίου


Από την πρώτη της γραμμή, η συλλογή διηγημάτων «Τα παιδιά του ξινόγαλου» διαβάζεται με περίσσεια άνεση και ευχαρίστηση. Ξεκινώντας από τα πρώιμα χρόνια του συγγραφέα και με την παραδοχή του πως «τα γεγονότα σε γενικές γραμμές είναι πραγματικά», προχωρά σε αναφορές στα μαθητικά χρόνια, στα ήθη και τα γνωρίσματα της επαρχιώτικης ζωής, στους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζονταν θέματα και προβλήματα της ζωής περί τη δεκαετία του ΄50. Η ορεινή Ήπειρος της εποχής εκείνης, ιδιαίτερη πατρίδα του κ. Παπαγεωργίου, αποτελεί το επίκεντρο αυτής της όμορφης ξενάγησης, που με γλαφυρό τρόπο παρασύρει τον αναγνώστη στα μονοπάτια της.
«Οι καλαμποκιές, αν και απότιστες, ξηρκές, ήταν όλο ζωντάνια. Τα πλατιά και μακριά τους φύλλα σα γιαταγάνια ξεφύτρωναν γλυκά –γλυκά από το ρωμαλέο κορμό της καλαμποκιάς, ανέβαιναν ελαφριά προς τα πάνω και σιγά σιγά έγερναν σαν τις κάμαρες του γεφυριού της Άρτας.»
Μέσα από την απρόσκοπτη ροή των ιστοριών, ανάγλυφα αναδύονται κοινωνικά, παιδαγωγικά, λαογραφικά στοιχεία, δίνοντας ένα σύνολο που το χαρακτηρίζει μια αδιόρατη μα υπαρκτή συνοχή, με έντονα διδακτικό χαρακτήρα. Οι ήρωες του ξινόγαλου είναι εντελώς διαφορετικοί από τους ανθρώπους της εποχής μας. Ζουν εξοικειωμένοι με τη φτώχεια, την ανέχεια, την έλλειψη στοιχειώδους παιδείας, την αγριάδα της φύσης που τους περιβάλλει. Σε βαθμό τέτοιο που, αν πρόκειται να παραμεληθεί η βοσκή των αγελάδων εξαιτίας του διαβάσματος της γεωγραφίας, μια πατρική ευχή μπορεί να φτάνει στα όρια του αδιανόητου:
«Αχ! Παναγιάμ, να μην πετύχς!»
Τα πρόσωπα διακατέχονται από τις προκαταλήψεις του παρελθόντος, από την ακαλλιέργητη κρίση, από την εμπιστοσύνη στο δίκιο της επιβίωσης. Αυτού όπου μπροστά του η αξία της μάθησης ωχριά, με το δίκιο να γίνεται τυφλό και τον κανόνα να καταπνίγει τις εξαιρέσεις.
«- Να τ’ δώσω κανά βιβλίου να διαβάσ’.- Τι να του καμ, να μαθ’ ν’ αρμέει καλύτιρα τα πρόβατα;»
Τα περισσότερα από τα διηγήματα του πονήματος, διακατέχονται από μια σιωπηλή λαχτάρα. Το σαράκι για τα γράμματα που αθώα εμφανίζεται κι έπειτα συντροφεύει τον πρωταγωνιστή, ένα τεράστιο «δεκάρι» της δασκάλας στο τετράδιο, που με τα χρόνια αποτελεί τον έπαινο –οδηγό για το συγγραφέα και τους πνευματικούς του αγώνες. Το περιβάλλον παραμένει σκληρό, σαν τα τραχιά πρόσωπα των ανθρώπων γύρω του. Μέσα σε αυτό, διαμορφώνονται χαρακτήρες, συμπεριφορές, φυσικά ταλέντα που ξεπηδούν σαν αγριολούλουδα για να τσαλαπατηθούν από την ανάγκη της βιοπάλης, της σκληρής όσο και άδικης ζωής. Άδικης όμως τίμιας, σκληρής όμως αληθινής, με τις αλήθειες εκείνες που κάποτε ένα θεϊκό χέρι ορίζει πως χρειάζεται να τραβήξουν το δρόμο τους.
«Ου δάσκαλους Ηλία μου πι οτ’ ισύ πρεπ να μαθ’ς γράμματα!»
Λες και κάποια βλαστάρια είναι προαποφασισμένο να ξεφύγουν από την παρέα του ξινόγαλου, με τρανταχτή απόδειξη τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, τη διαδρομή του στο χώρο της Ελληνικής παιδείας, το συγκροτημένο άνθρωπο – για εκείνους που είχαν την τύχη να το γνωρίσουν από κοντά. Θα ήταν δυνατό να προσδώσουμε μια αλληγορική έννοια στο πόνημα του κ. Παπαγεωργίου. Τα παιδιά του ξινόγαλου ίσως να αποτελούν κάθε κλειστό, οικογενειακό ή κοινωνικό οικοδόμημα, οποιουδήποτε τόπου ή χρόνου, μέσα από τους «ασφυκτικούς» κανόνες του οποίου πάντοτε θα ξεπηδούν και θα δραπετεύουν οι μεγάλες φωτεινές εξαιρέσεις του κόσμου…



 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on September 05, 2015 00:54

April 26, 2015

''Βροχή πάνω στην πέτρα'' της Νατάσας Γκουτζικίδου



«Η πατρίδα μου είναι μια κουκίδα στο χάρτη, αλλά είναι όμορφη, γεμάτη θάλασσα, νησιά και γαλανό ουρανό..»
         Με απεικονίσεις σαν αυτήν, που εξυμνούν τις ομορφιές της πατρίδας, ξεκινά η "Βροχή πάνω στην πέτρα". Επίκεντρο της η Κρήτη και ο χρόνος κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ΄20. Από τις πρώτες σελίδες ξεδιπλώνονται τα χρώματα και τα αρώματα της Ελλάδας και μαζί τους ξεπροβάλλουν οι πρωταγωνιστές. Ο Μίνωας και η μητέρα του, φιγούρες μιας παραδοσιακής κρητικής οικογένειας, που φαινομενικά αποτελεί τον ανθρώπινο ιστό σε αυτό το ειδυλλιακό περιβάλλον. Φαινομενικά, γιατί από σελίδα σε σελίδα διαγράφεται ζωηρά η σκληρότητα του πατέρα, η διάκριση ανάμεσα στα παιδιά του, η απορία για τους λόγους που μπορεί να κρύβονται πίσω από μια τέτοια συμπεριφορά. Αυτό το συμπαθητικό αγόρι, ο Μίνωας, μοιάζει να στερείται την πατρική αγάπη και εύνοια κι ακόμη περισσότερο, να βρίσκεται στη μέση μιας σύγκρουσης, μιας οικογενειακής έριδας που μπορεί να επιζητά ακόμη και την απομάκρυνση του. Πόσο κακό ή πόσο αθώο μπορεί να είναι ένα τέτοιο παιδί; Ένας νεαρός που η φιλία του με τη Μάγια ρίχνει φως στα ιδανικά του, στον ευγενή του χαρακτήρα, στις ειλικρινείς του προθέσεις; Κι όμως, σα να πρόκειται για το καλό όλων, αυτό το μέλος της οικογένειας πρέπει να απομακρυνθεί.
       «Ο Μίνωας θα φύγει το συντομότερο δυνατό… όσο πιο μακριά τόσο πιο καλά…»
Ο πατέρας του κι εκείνος ο μυστήριος άντρας μοιάζουν να έχουν δίκιο. Ίσως και όχι. Aπό τη μία υπάρχει κάτι το σκοτεινό, κάτι κακό στη σκιά αυτού του παιδιού, τόσο που να δικαιολογεί αυτή τη συμπεριφορά. Μα από την άλλη, υπάρχει ο Μίνωας της αρετής, της αγνότητας, της φιλίας με τη Μάγια που ακροβατεί πάνω στα όρια ενός έρωτα.
        Προχώρησα στις σελίδες της «Βροχής» με τη Νατάσα Γκουτζικίδου να με διχάζει για το Μίνωα, μέχρι που διαπίστωσα πως αυτό δεν αποτελούσε τυχαίο γεγονός, παρά σκοπιμότητα: να χαίρομαι τη ξελογιάστρα θάλασσα που καταβρέχει την Κρήτη, μα να χαίρομαι διχασμένος, και να ταξιδεύω με το βαρκάκι της αφήγησης της, με ένα ερωτηματικό για προορισμό. Κι έτσι την αποδέχτηκα λοιπόν, με τη γλυκύτητα των περιγραφών της να ανταμώνεται και να αντιπαλεύει διαρκώς μια απρόβλεπτη, σκληρή πραγματικότητα. Δε βρίσκω πιο χαρακτηριστική αποτύπωση αυτής της αμοιβαίας συνύπαρξης από το παρακάτω σημείο:
«Το χάραμα άρχισε να γέρνει πάνω από το νησί και ένας χρυσοκόκκινος ήλιος πρόβαλλε καυτός μέσα από τη θάλασσα. Η πρωινή αχλύ ταξίδευε πάνω από τη στεριά, ενώ ο μονότονος ήχος από το κάρφωμα του ξύλου της αγχόνης περιπλανιόταν σα στοιχειωμένο πνεύμα ανάμεσα στα σπίτια του χωριού»
          Έχει καταφτάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και μαζί με αυτόν και οι Γερμανοί στην Κρήτη. Το πλεούμενο της Νατάσας Γκουτζικίδου κλυδωνίζεται από τις μάχες, με εκείνη τη μοναδική ικανότητα που το καταφέρνει η γυναικεία της πένα και με πινελιές νατουραλισμού ιδίως στη σκιαγράφηση των ντόπιων χαρακτήρων και συμπεριφορών. Οι άνθρωποι της Κρήτης δεν πτοούνται από τους κατακτητές, παραμένουν άκαμπτοι κι έτσι άκαμπτα μένουν και τα προϋπάρχοντα πάθη, οι έχθρες, οι φιλονικίες. Λες κι ο πόλεμος ο ίδιος είναι λίγος για να καταβάλλει τις ισχυρές εντάσεις, τις συναισθηματικές φορτίσεις, κάθε ντόπια «τιμή» που πρέπει να ξεπλυθεί ακόμη και με αίμα. Πρόσωπα περήφανα ακόμη και στον πόλεμο, που τα ξένα βόλια μοιάζουν για εκείνα, μόλις βροχή πάνω σε πέτρα. Ο συγκερασμός της υποβόσκουσας αγάπης, του έρωτα και της νηνεμίας, με την τραχύτητα και τους αδιάβλητους, επίμονους χαρακτήρες, αποτελεί το δυνατό σημείο αυτού του βιβλίου. Στην άλλοτε κατάφωτη κι άλλοτε μυστηριώδη ή ζοφερή περιπλάνηση, συναισθάνθηκα παρουσίες σαν εκείνη του Χήθκλιφ μπρος στα απότομα βράχια των Ανεμοδαρμένων Υψών. Και στη μέση του πολέμου και της βεντέτας, μια φιλία σαν έρωτα, ένα μοναχικό νυχτολούλουδο, να παλεύει να αντέξει ανάμεσα στα αγκάθια, προσμένοντας να αντικρίσει την Ανατολή. Σαν τις ψυχές όσων ζητούν να αγγίξουν το φεγγάρι.
           Λάτρεψα την περιγραφή της Μάγιας εκείνη τη νύχτα στη θάλασσα.
«Παραπάτησε και γλίστρησε στο νερό, ενώ ένα κύμα την καπέλωσε. Τα μάτια της έτσουξαν από το αλάτι και τα έκλεισε ενστικτωδώς. Έπειτα ήρθε ένα ακόμη κύμα, πιο δυνατό από το προηγούμενο. Η θάλασσα είχε αγριέψει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που άλλαζαν τα ρεύματα μέσα σε λίγα λεπτά. Είδε τα βράχια να ορθώνονται μπροστά της και κατάλαβε πως δε μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τη βραδινή θάλασσα…» 

         Προς  το τέλος της ιστορίας, διαπίστωσα πόσο χαρισματικά καταφέρνει η Νατάσα Γκουτζικίδου, να χωρέσει πλάι πλάι την αγωνία, τη θλίψη μα και τη λύτρωση μαζί. Σαφώς με ένα από τα συγκλονιστικά αποσπάσματα της, πριν την αναπάντεχη αποκάλυψη:
«Ότι αγάπησα μου το πήρε ο πόλεμος. Ότι λάτρεψα μου το πήρε το μίσος. Ζω περιμένοντας το χρόνο να περάσει.(…) Θα θυμάμαι πάντα εκείνα τα δειλινά που έτρεχα να σε ανταμώσω, κοριτσόπουλο ερωτευμένο και να ξαποστάσω στην αγκαλιά σου..»
          Χωρίς να παρασυρθώ σε οποιαδήποτε λεπτομέρεια που ίσως αποκάλυπτε την απρόσμενη πλοκή της ιστορίας, θα σταθώ στο θάρρος της Νατάσας να τοποθετεί ιδανικά όπως της φιλίας, της αγάπης και του έρωτα, μέσα σε τοπία που περιέχουν βαθύ ρεαλισμό, μπολιάζοντας τα με επιδεξιότητα, με χάρη και τη δυναμική μιας δημιουργικής φαντασίας. Είναι ιδιαίτερη ευτυχία κάθε φορά που διαβάζω Νατάσα Γκουτζικίδου να ανακαλύπτω κάτι καινούριο, μαζί και την ολοφάνερη, διαρκή ωρίμανση της γραφής της. Ιδιαίτερα σε ένα βιβλίο σαν αυτό, οπού έπλεξε αρμονικά τον ερχομό της λυτρωτικής βροχής με τη σκληράδα μιας μυτερής πέτρας…


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 26, 2015 06:09

March 10, 2015

Ο Κρυστάλλης και το όνειρο της βροχής - Κάκια Ξύδη




         Είναι αλήθεια πως όταν πήρα τον Κρυστάλλη της Κάκιας Ξύδη στα χέρια μου, το έκανα προορίζοντας τον ως δώρο για στενό συγγενικό πρόσωπο (Φώτης). Το γεγονός πως η επαφή μου με τα παιδικά παραμύθια είναι μικρή, πυροδότησε μια περιέργεια να διαβάσω το μικρό Κρυστάλλη, θέλοντας ομολογουμένως να ανιχνεύσω τη χροιά όσο και το ύφος της συγγραφέως στο συγκεκριμένο είδος. Εκείνο που με έκπληξη διαπίστωσα, ήταν η άνεση με την οποία κινείται η Κάκια Ξύδη μέσα στα φύλλα ενός βιβλίου για παιδιά. Η γραφή της διατηρεί ένα σταθερό και προσεγμένο τόνο, τόσο όσο χρειάζεται για να είναι ευχάριστο κι ευανάγνωστο στους μικρούς αναγνώστες όπου και απευθύνεται. Αυτή η ισορροπία δεν κλονίζεται σε κανένα σημείο της ιστορίας, γεγονός που επιδεικνύει εκτός από άνεση, την ωριμότητα και ευαισθησία που διακρίνει όχι μόνο τα γραπτά, αλλά και το χαρακτήρα και την προσωπικότητα της δημιουργού.       
         Έχοντας την τύχη να γνωρίζω την Κάκια Ξύδη, μπόρεσα να αντιληφθώ επακριβώς το νόημα του διαλόγου του μικρού Κρυστάλλη με τον Τσίμπα: «Ξέρεις πόσους αιώνες είμαι καθηλωμένος; Θέλω να φύγω, να γνωρίσω τον κόσμο..». Γνωρίζοντας το δραστήριο, ακούραστο κι ανήσυχο πνεύμα της συγγραφέως, όταν διάβασα τα παραπάνω χαμογέλασα. Όπως το ίδιο συνέβη όταν συνάντησα όλες τις μικρές ευαίσθητες παρουσίες αυτού του παραμυθιού, τη Δροσιά και τη Στεργιανή, τη Μαργαρίτα και τη Δροσοσταλίδα. Ακόμη και ένας κόκκος άμμου δεν είναι ποτέ ασήμαντος, ακόμη κι εκείνος χρειάζεται ένα «Μπάμπουρα» να τον ταξιδέψει, αρκεί να το αποζητά μέσα του. Κι ακόμη και ένας κόκκος μονάχα «αρκεί, για να φέρει μία ολόκληρη βροχή». Ο Κρυστάλλης δεν είναι μία ασήμαντη μονάδα στην αμμουδιά της ζωής. Είναι ικανός να φέρει την πολυπόθητη βροχή στον κόσμο και μαζί της ένα πλήθος από «αισιόδοξα μηνύματα» για ενήλικες, όπως την αξία της ευαισθητοποίησης, της συλλογικότητας, της προσπάθειας. Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα, το πνεύμα αυτό του παραμυθιού σε κατακλύζει, καταφέρνοντας το με περίσσεια άνεση και ευστοχία. Ο Κρυστάλλης χαμογελά στους μικρούς του αναγνώστες, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι και στους μεγάλους…
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on March 10, 2015 08:34