Γιώργος Γιαντάς's Blog: giorgogianta.blogspot.com, page 3

April 25, 2020

Η κατάλληλη λέξη


        Η «αναζήτηση της κατάλληλης λέξης» ήταν η διαρκής αγωνία του Γάλλου λογοτέχνη G. Flaubert. Μία επίμονη προσπάθεια για την ιδανική φόρμα έκφρασης, από κείμενο σε κείμενο και από πρόταση σε πρόταση. Φυσικά, η άνθηση της λογοτεχνίας ήταν εντελώς διαφορετική τον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα πριν την έλευση της οθόνης των τηλεοράσεων και των υπολογιστών. Ωστόσο, ακόμη και στις οθόνες σήμερα, διαπιστώνεται πως η έκφραση είναι συχνά δύσκολη, «να, πως να το πω», κάτι σαν αδυναμία να εξωτερικευτούν συναισθήματα, να εξηγηθούν γεγονότα, να αναλυθούν καταστάσεις. Με εξαίρεση βέβαια δημοσιογραφικές φωνές ή ανθρώπους των γραμμάτων, που πραγματικά χαίρεσαι να ακούς, όταν τους δίνεται τηλεοπτικός χώρος και χρόνος. Διότι συνηθέστερες είναι οι εκπομπές μαγειρικής, οπού το τελικό αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται σε μόνιμη βάση «θεσπέσιο», «υπέροχο», «μοναδικό». Παρόλο που το πιάτο στο τέλος είναι γεμάτο και χορταίνει, σε πολλές εκφάνσεις του τηλεοπτικού αλλά και διαδικτυακού βίου, παρατηρούνται δυσχέρειες. Πραγματικά, από την επαφή μου με τη λογοτεχνία, αντιλαμβάνομαι πόσο ενοχλητικό είναι το συναίσθημα, «να το έχεις εδώ πάνω και να μη μπορείς να το πεις».          Η «αργκό» θα μπορούσε να αποτελεί μία λύση. Προϋπόθεση βέβαια είναι να γνωρίζουν όλοι την «αργκό», όπως και τις μεταβολές της, τους όρους που καταργούνται ή προστίθενται. Επιπλέον, η αργκό απαιτεί συχνά μία χειρονομία, ένα νεύμα, φαντάζομαι ένα βιβλίο ολόκληρο γραμμένο σε κάποια αργκό και αναρωτιέμαι πως θα μπορούσα να το κατανοήσω. Στην περίπτωση λ.χ. που μία φράση ήταν «αυτό το αμάξι τα σπάει!», θα αναρωτιόμουν τι σπάει το αμάξι. Τα πεζοδρόμια; Κάνει αλόγιστα ζημιές όταν περνάει; Σπάει τα λάστιχα του;           Η κατάλληλη λέξη και η αναζήτηση αυτής είναι ζητήματα πιο επίκαιρα από ποτέ. Γιατί και η ανάγκη καθενός να εκφραστεί είναι έντονη. Κατά το παρελθόν, η καλλιέπεια, η σωστή έκφραση, ο ωραίος και δομημένος λόγος, κατείχαν εξέχουσα θέση στην κοινωνική ζωή. Η ικανότητα και ο τρόπος να δομεί σωστά κάποιος τις σκέψεις του, μα και να τις εκφράζει όμορφα και κατανοητά, υποδήλωναν όχι μόνο ένα υπόβαθρο παιδείας, μα και το προφίλ της προσωπικότητας. Ο χειρισμός του λόγου αντικατόπτριζε τον χαρακτήρα κάθε ανθρώπου. Στην πορεία αυτό έπαψε να είναι απαραίτητο. Με την επικράτηση της εικόνας, είναι αρκετό κάποιος να σκηνοθετεί τον εαυτό του σε κάποια «social» πλατφόρμα, διαθέτοντας απλά σαγηνευτικό χαμόγελο ή ανοιχτογάλαζα μάτια. Η ομορφιά βρίσκεται παντού εξάλλου! Μα πλέον, οι κατάλληλες λέξεις – τείνουν να εξαλειφθούν. Το διαδίκτυο παρέχει υποκατάστατα σε μικρές δόσεις: Στιχάκια, μικρά κείμενα, αποσπασματικές παραθέσεις ποιητών ή συγγραφέων, που τόσο εύστοχα εκφράζουν την αντίστοιχη διάθεση και που με τόσο ενθουσιασμό αναπαράγονται στις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.            Όμως και πάλι, κάτι φαίνεται να λείπει, ίσως μία εσωτερική ανάγκη, να είναι διαθέσιμες οι επιθυμητές λέξεις, την κατάλληλη στιγμή, σε μία συντροφιά, μία συναναστροφή, μία σχέση: η ανάγκη να είναι δικές μας. Κάπου εδώ γίνεται αντιληπτή η αγωνία του Flaubertαλλά και το προφανές της απάντησης: οι κατάλληλες λέξεις βρίσκονται στην ανάγνωση κειμένων, άρθρων, βιβλίων, εφημερίδων. Οπουδήποτε ευδοκιμεί ακόμα η δομή, ο εσωτερικός ρυθμός, το συναίσθημα, η γνώση, η γραφή με αρχή και τέλος, αλλά και κάτι τόσο μοναδικό: η γαλήνη. Η μοναδική αίσθηση που μόνο η ανάγνωση μπορεί να προσφέρει, ανεξαρτήτως ηλικίας ή και διάθεσης.             Ξανακοιτώ τούτο το κείμενο μία ακόμη φορά: πάλι κάτι μου λείπει, κάποιες διατυπώσεις τις ήθελα αλλιώς, μα εγκλωβίστηκαν στις τόσες σκέψεις και γλίστρησαν στο κενό. Πού θα πάει όμως, την επόμενη φορά θα βρω ακόμη πιο κατάλληλες λέξεις, αυτό μπορώ να το εγγυηθώ !
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 25, 2020 11:34

April 18, 2020

Εβδομάδα των Παθών


Εβδομάδα των Παθών. Οι τελευταίες πληροφορίες στα μέσα ενημέρωσης, σχετικά ελπιδοφόρες: η κατάσταση με τον κορονοϊό βρίσκεται σε κάποια ύφεση, η επιστήμη πλησιάζει διαρκώς στην εξεύρεση εμβολίου.  Μία κρυφή αισιοδοξία σε πιστούς και μη πιστούς, πως το τέλος αυτής της περιπέτειας ίσως βρίσκεται κοντά. Οι μη πιστοί επιβεβαιώνοντας πως τον τελευταίο λόγο τον έχει η επιστήμη˙ οι πιστοί με την απόδειξη πως η Ανάσταση του Κυρίου θα συνοδεύεται από το θαύμα της ανεύρεσης του εμβολίου. Κάπου εκεί, η μνήμη ανασύρει περιοχές από τις οποίες μεταφέρθηκαν τα πρώτα κρούσματα: οι Άγιοι Τόποι ήταν μέσα σε αυτές. Αυτό φυσικά μπορεί να ήταν τυχαίο γεγονός ή όχι, ανάλογα με την οπτική γωνία καθενός για τον κόσμο και την ύπαρξη.                    Διότι το προφανές της υπόθεσης είναι πως ο εγκλεισμός και η καραντίνα, επέφεραν και μία επιβράδυνση της ζωής ή ακόμη καλύτερα, έφεραν πολλές όψεις αυτής στις πραγματικές τους διαστάσεις˙ υποχρεώνοντας τον άνθρωπο να κάνει κάτι που μόλις λίγο καιρό έμοιαζε αδύνατο: να σταματήσει να «τρέχει» διαρκώς, κάνοντας αναπόφευκτη τη στροφή προς τον ίδιο τον εαυτό του, εκείνον που αλλοτριώθηκε στις προσταγές του υλισμού και της καθημερινότητας.             Έχω μια υπόνοια πως αυτή η Ανάσταση θα συνοδευτεί από ευχάριστα νέα γύρω από την αντιμετώπιση της πανδημίας˙ να είναι δική μου αυταπάτη; Η προσωπική μου τάση να στρέφω το βλέμμα προς το υπερφυσικό; Σκοταδισμός θα σκεφτεί κάποιος. Όπως και η μετάληψη, η μετάδοση του ιού μέσω αυτής, οι κρυφές Θείες κοινωνίες. Κάθε φορά που ακούω τη λέξη σκοταδισμός για την πίστη, αναρωτιέμαι το εξής: το να ζεις σε έναν κόσμο τόσο σκληρό και αβέβαιο, χωρίς ίχνος πίστης, αυτό δεν αποτελεί μορφή σκοταδισμού;            Όμως το ζήτημα εδώ παραμένει ο κορονοϊός. Η επακόλουθη απογύμνωση των ανθρώπων απέναντι στον κοινό κίνδυνο. Η πανδημία που υπενθύμισε με αμείλικτο τρόπο την ευθραυστότητα της ανθρώπινης υπόστασης αλλά και την ολοκληρωτική ασημαντότητα της ύλης. Με πίστη ή χωρίς πίστη,  οι απόψεις συγκλίνουν στο εξής: πως ο κόσμος μετά από όλο αυτό μπορεί να γίνει λίγο καλύτερος. Ίσως με την ύφεση της πανδημίας, να υφεθεί και το φαινόμενο του «ανθρώπου - τουρίστα», μέσα από το πρίσμα του κοινωνιολόγου Bourdieu: εκείνου που τρέχει διαρκώς να ανταποκριθεί στα αμέτρητα ερεθίσματα, να ανταπεξέλθει στους τόσους ρόλους που προσφέρει απλόχερα η σύγχρονη ζωή, χωρίς να προφταίνει να εμβαθύνει σε τίποτα. Ενδεχομένως να υποχωρήσει η επιφανειακή κρούστα των «πραγμάτων», αυτή που τόσο αθόρυβα απορρόφησε το δυναμισμό, τη ζωτικότητα, την πνευματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.             Στις δύσκολες αυτές μέρες, ακόμα και οι γιατροί, οι νοσηλευτές, οι μαχητές της πρώτης γραμμής αυτού του μετώπου, χρησιμοποιούν τη λέξη «πίστη» στην πάλη με τον εχθρό που λέγεται κορονοϊός, μέχρι που κάποτε βλέπουν μπροστά τους και θαύματα. Ωστόσο, όταν θα έχει βρεθεί αποτελεσματικό όπλο κατά του εχθρού, κάποιοι πάλι θα μιλούν για «θαύμα» της επιστήμης ενώ άλλοι απλώς για «θαύμα». Χωρίς την έννοια της πίστης όμως, δε θα έχει προχωρήσει τίποτε, όπως δε θα ήταν δυνατό να προχωρήσει η ίδια η ανθρωπότητα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τα πάθη των ανθρώπων θα συνεχίζονται, είτε ξεκίνησαν από μία νυχτερίδα είτε από κάτι υπερφυσικό, οπότε και η ευχή θα παραμένει κοινή για όλους: Καλή Ανάσταση.            
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 18, 2020 01:02

April 11, 2020

Ο εγκλεισμός του λογοτέχνη

Ο λογοτέχνης δε μπήκε ξαφνικά σε
καραντίνα: ήταν ήδη. Δεν τον απασχολεί ο εγκλεισμός. 

Αντιθέτως τον έχει ανάγκη για να προσηλώνεται στο έργο του. 
Δεν τον σκοτίζουν ανούσιες κοσμικότητες.
Την κοσμική ζωή τη φτιάχνει και τη χαρίζει πλουσιοπάροχα στους ήρωες του. Το να δοκιμάζει διαρκώς νέες συγκινήσεις, τον αφήνει αδιάφορο. 
Έχει συνθηκολογήσει με το χρόνο. 
Δεν είναι ένας "δοκιμαστής" της ζωής, πότε δω και πότε κει, παρασυρμένος από την ταχύτητα του κόσμου. 
Ο πραγματικός λογοτέχνης είναι αναπόφευκτα εσωστρεφής. Τώρα που όλα σταμάτησαν και οι δρόμοι άδειασαν, αυτός θέλει να περπατήσει έξω. Απλώς για να αναπνεύσει την ερημιά και τον καθαρό αέρα.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 11, 2020 01:53

March 21, 2020

Η καταδίκη κάθε δημιουργού



             Η γραφή αποτελεί ελευθερία, μαζί και ανάγκη, μία εσωτερική επιθυμία που απώτερος σκοπός της μοιάζει να είναι η λύτρωση του δημιουργού. Μόνο που δε φαίνεται να υπάρχει ακριβής απάντηση στο γιατί ένας συγγραφέας περιπλανιέται σε πυκνογραμμένα χειρόγραφα ή γιατί ένας ποιητής αναζητά διαρκώς τον επόμενο στίχο.
             Ίσως η γραφή μπορεί να παρομοιαστεί με έναν έρωτα, που απέχει αρκετά από την ανθρώπινη εκδοχή και πραγμάτωση: δεν υπάρχει κάποια κορύφωση, κάποιο χαρούμενο τέλος, ούτε οδηγεί στην απόκτηση φυσικών απογόνων, παρά μένει ανολοκλήρωτος, μία διαρκής αναζήτηση του άφταστου το οποίο αποτελεί τον μόνο προορισμό.
            Το πάθος της γραφής ολοκληρώνεται με τη συνειδητή μη–ολοκλήρωση και αυτή η διαρκής επανάληψη της προσπάθειας για το μη–εφικτό, είναι που του προσδίδει αθανασία. Η χαρά και η ευφορία απορρέουν μέσα από το κυνήγι του ανέφικτου, του ιδεατού που στέκει διαρκώς ένα βήμα πιο πέρα, και αυτή η μικρή απόσταση – τόσο κοντά μα ανέγγιχτα, είναι που την ολοκληρώνει, έστω προσωρινά, μετατρέποντας την ικανοποίηση σε δυστυχία και αντίστροφα, στον κύκλο μιας αέναης επανάληψης.
            Στην ιδιαίτερη αξία της εγκεφαλικής διεργασίας, έγκειται και η ανωτερότητα αυτού του «έρωτα»: αποτελεί υπέρβαση κάθε σαρκικής και υλικής υπόστασης, προς κάτι νοερό και όμως πέρα από τα όρια του κόσμου όπως τον αντιλαμβάνεται ο μέσος άνθρωπος. Ο δημιουργός αργά ή γρήγορα στρέφεται στο κίνητρο, πρόσωπο ή πράγμα – που ενώ κάποτε μπορεί να του ήταν ασήμαντο, να το θεωρούσε  μεγάλο-λάθος, εκείνο κατάφερε να τον παρασύρει, τροφοδοτώντας την έμπνευση του. Κάθε κίνητρο που εμπνέει ένα συγγραφέα  ή έναν ποιητή, γίνεται αργά η γρήγορα πολύτιμο.
            Ο μόνος μεγάλος έρωτας κάθε δημιουργού είναι το ανολοκλήρωτο. Τη στιγμή που καθένας, μοιραία αναρωτιέται για το νόημα της ύπαρξης, οι δημιουργοί απλώνουν με αγωνία το χέρι τόσο που, ανεπαίσθητα σχεδόν, με τις άκρες των δακτύλων, κατορθώνουν να το ψηλαφίζουν. Με αυτήν την «καταδίκη του δημιουργού» περιπλανιέται κάθε εραστής της γραφής, όταν αναζητά την επόμενη ιδέα, όταν αγωνιά για τον επόμενο στίχο, ακόμα και όταν πασχίζει να τελειοποιήσει το ολοκληρωμένο γραπτό του. Το γνωρίζει, πως απέχει κάθε φορά ελάχιστο, τόσο μα τόσο λίγο, και είναι ακριβώς αυτή η γλυκιά αγωνία που δίνει ανυπέρβλητη αξία και νόημα στις απελπισίες, που κυριεύουν κάθε άνθρωπο, κάθε περαστικό στη βαθιά ματαιότητα του υλικού κόσμου.
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on March 21, 2020 09:37

February 16, 2020

Αγάπη στην πρωτογενή της μορφή

Βαδίζει στα πέντε. Οπότε οι διαφωνίες μας γίνονται συχνότερες και πιο έντονες. Κάποιες φορές συμφωνούμε, προκύπτει συμβιβασμός, άλλες πάλι όχι.Τότε εκείνος επιμένει γκρινιάζοντας, κλαίγοντας, στο σημείο που δοκιμάζεται ξανά η υπομονή, όταν μάλιστα προηγείται η φόρτιση της καθημερινότητας.Από μεριάς του, σε κάθε "σύγκρουση", ιδιαίτερα όταν πρέπει να αντιμετωπίσει κάποια "συνέπεια" ή '''τιμωρία', αντιτάσσει το παράπονο όπως και το ύφος και το βλέμμα της άδολης παιδικότητας.Στα μάτια των παιδιών υπάρχει η αγάπη στην πρωτογενή της μορφή, που δε γνωρίζει άλλο από το δίκιο της αθωότητας. Αυτή η μορφή δε γνωρίζει από προσποιήσεις ανάλογα με τις συνθήκες. Πληγώνεται αλλά δεν πληγώνει. Διατηρεί τη μεγαλοσύνη να είναι μια ανοιχτή αγκαλιά, δε γνωρίζει τον τρόπο να ανταποδίδει πόνο, ούτε στέκεται σε μνησικακίες και μελοδραματισμούς του παρελθόντος. Το μόνο παρελθόν που γνωρίζει, είναι το ''τώρα''. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον κόσμο των ενηλίκων πριν τους τον διδάξει κάποιος. Με τη δική τους μοναδική ενσυναίσθηση αποδίδουν συγχώρεση με το βλέμμα τους, πριν από οποιαδήποτε απολογία.Οποιαδήποτε αναζήτηση αυτής της αγάπης, στην πρωτογενή της μορφή, καταλήγει στην όψη ενός παιδικού προσώπου.
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 16, 2020 07:37

October 26, 2019

''Mετέωρα Μυστικά'' της Ιουλίας Ιωάννου




«Αί-Μα». Τα αρχικά δύο νέων που ερωτεύονται, μα και μια λέξη που τρομάζει. Αιμιλία και Μάγνος. Τα όνειρα και οι προσδοκίες τους, χαράζονται στους απόκρημνους βράχους, στα Μετέωρα. Λίγο πιο πέρα, η απρόβλεπτη μοίρα χαράσσει το δικό της «θέλω», χωρίς να λογαριάζει τη βούληση κανενός. Έτσι ξεκινά και εξελίσσεται το νέο μυθιστόρημα της Ιουλίας Ιωάννου, με μυστικά που μένουν μετέωρα, όπως οι υποσχέσεις του παρελθόντος, όπως οι στοιχειωμένες αγάπες που από σελίδα σε σελίδα, κρύβονται, όμως αντιλαμβάνεσαι πως είναι παρούσες, περιμένουν να λυτρωθούν, αποζητούν το φώς μέσα στο σκοτάδι. 

«Το μόνο φως στο σκοτάδι είναι η αποδοχή των λαθών, η συγγνώμη που πρέπει να ειπωθεί, η πίστη ότι την ευκαιρία στην αγάπη και στο χαμένο χρόνο, μπορεί να την κερδίσει όποιος έχει τη δύναμη και τη θέληση να το κάνει. »  
Μόνο που ο χαμένος χρόνος αποδομείται σε αυτό το βιβλίο. Τα κεφάλαια συμπληρώνουν το ένα το άλλο, ένα ψηφιδωτό από πρόσωπα και καταστάσεις που δεν ολοκληρώνονται πριν την τελευταία σελίδα. Μάγνος και Νεκτάριος, Αιμιλία και Άννα, ο Σαράντης, ένα ρολόι που δε δείχνει το χρόνο, μα τον στοχεύει, αιχμαλωτίζοντας τον και κρύβοντας εκεί τα μεγαλύτερα μυστικά.

Η Ιουλία Ιωάννου επιστρέφει με ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται ευχάριστα, τόσο που πρώτα σε απορροφά με ευκολία και κατόπιν σε αιχμαλωτίζει. Τα καθοριστικά γεγονότα έρχονται ενώ δεν το περιμένεις, μέσα από μία ροή που κερδίζει την προσοχή σου έξυπνα και μελετημένα. Σαφώς βελτιωμένη, προσεκτική και γεμάτη μεράκι η συγγραφέας, αναδεικνύει την ικανότητα της να δημιουργεί πλοκή, χαρακτήρες και καταστάσεις, χωρίς υπερβολές, δίχως χάσματα, με τεχνική που σου προκαλεί την αγωνία για τη συνέχεια, για την ολοκλήρωση.

Όμως και πάλι , «τι είναι ολοκλήρωση; Τι είναι πληρότητα; Ποιος μπορεί να το πει με απόλυτη σιγουριά;»
Mετέωρα Μυστικά-Ιουλία Ιωάννου-Εκδόσεις Ωκεανίδα-2019
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 26, 2019 05:14

May 9, 2019

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ...


...Αν το μωρό ήταν αγόρι, είχαν ήδη επιλέξει ζωηρές γαλάζιες και λαχανί αποχρώσεις. Αν ήταν κορίτσι, είχαν υπόψη κάποια πιθανά χρώματα, μία ροζ και λευκή διχρωμία. Πάνω στη μπογιά θα πρόσθεταν αυτοκόλλητα, σούπερ-ήρωες ή πριγκίπισσες με πέπλο, αερόστατα, ξωτικά, ιππόκαμπους. Όταν θα γνώριζαν το φύλο, θα συνταίριαζαν τα χρώματα με κατάλληλα φωτιστικά, με ρουχαλάκια, με μοσχοβολιστές πετσέτες που θα καλοδίπλωναν στα συρτάρια. Το μόνο που έλειπε από τον επίγειο παράδεισο, ήταν αυτό το μικρό πλάσμα, ο βρεφικός λυγμός που θα ζωντάνευε το έναστρο σύμπαν, που θα έκανε τα αρκουδάκια να ζωηρέψουν και τις μαργαρίτες να ανθήσουν από ζωή. Είχαν περάσει τόσοι μήνες, η Βικτώρια τους είχε υπολογίσει, ένας χρόνος σχεδόν, από τότε που με τόσο μεράκι ετοίμασαν το παιδικό δωμάτιο.           Μόνο που αντί να φιλοξενεί το αγαπητό τους παιδί, κατέληξε να δέχεται τα περισσευούμενα αντικείμενα του υπόλοιπου σπιτιού. Με κάθε άχρηστη χαρτόκουτα που κατέληγε εκεί μέσα, παραμέριζαν λιγάκι και το όνειρο τους. Είχαν φανταστεί ένα αγοράκι που θα χαλούσε τον κόσμο με τη σκανδαλιά του ή ένα κορίτσι με φωνακλάδικα κοτσιδάκια, που θα προκαλούσε διαρκώς γέλια με τα νάζια του. Είχαν φανταστεί τις γκριμάτσες, τη γκρίνια, τα διερευνητικά ματάκια να τους παρατηρούν μέσα από αυτό το κρεβάτι. Από βδομάδα σε βδομάδα όμως, η φαντασίωση εξασθενούσε. Τώρα χρειαζόταν να παραμεριστούν άχρηστα πράγματα, για να φτάσουν πάνω από εκείνο το στρώμα, κάτι που πλέον ενοχλούσε τη Βικτώρια. Όσο για το Μάνο, δεν είχε λησμονήσει το όνειρο, ούτε είχε ατροφήσει η επιθυμία του για ένα τέτοιο πλάσμα. Μα έφταιγαν και οι «χαρτόκουτες» της καθημερινότητας, οι υποχρεώσεις που υψώνονταν μπροστά από την ενθουσιώδη προσμονή του παιδιού. Μια καθημερινότητα που είχε καταφέρει να κάνει την προσδοκία να ξεθωριάσει. Ο Μάνος, κάθε μήνα καρτερούσε το χαρμόσυνο άκουσμα της εγκυμοσύνης της Βικτώριας. Κάθε μήνα χωρίς αποτέλεσμα. Κι έμοιαζε πια να το αποδέχεται...

1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on May 09, 2019 07:56

January 6, 2018

''Ασημένια μάτια'' - Ιουλία Ιωάννου



         Η ευτυχία έχει τη μορφή μίας φαντασίωσης. Έρχεται αργά, κορυφώνεται, αργοσβήνει και απομακρύνεται ξανά. Η Νίκη, πρωταγωνίστρια στα «Ασημένια μάτια», αναζητά τη δική της, αυτήν που προϋποθέτει την απαλλαγή από το παρελθόν και τις λάθος επιλογές. Βιώνει κάθε φανταστική εξέλιξη με έκπληξη και κάθε πραγματική με στοχασμό και περισυλλογή, ως τη στιγμή που οι υπολογισμοί ανατρέπονται απρόβλεπτα. Εξάλλου η λογική και το συναίσθημα δεν είχαν ποτέ καλές σχέσεις.(σ. 79)          Η γνωριμία με τον Ντεμίρ δε θα κάμψει απλώς όσα προτάσσει η λογική της, μα θα καρποφορήσει, οδηγώντας σε μία απρόσμενη εγκυμοσύνη. Εκείνη απορεί με την απότομη εξαφάνιση του, ενώ εκείνος ήταν έτοιμος να της κάνει πρόταση γάμου… Η πορεία της ζωής δεν είναι ποτέ προβλέψιμη. Κάποτε συναντά προφητείες και μύθους, διέρχεται από τα μονοπάτια του υπερφυσικού για να εκπληρώσει το μοιραίο, το άγνωστο μα αναπόφευκτο. «Και παλεύεις να ξεφύγεις, να ξεχάσεις, να συνεχίσεις, για ένα αύριο, για πόσα αύριο άραγε;(…) και συνεχίζει να σε ξεκουφαίνει ο ήχος της σιωπής, η σιωπηλή κραυγή της, η ανυπόταχτη ελπίδα πως όλα κάποτε, κάπως θα τελειώσουν…»         Η Ιουλία Ιωάννου δεν πλάθει απλώς ένα μυθιστόρημα με μεταφυσικές αποχρώσεις, ούτε εστιάζει σε μία ακόμη -λίγο ή πολύ- γνώριμη αισθηματική ιστορία. Έχει ξεκάθαρες προθέσεις, στέκεται στην ανθρώπινη υπόσταση των ηρώων, στις ουσιαστικές πτυχές της ιδιοσυγκρασίας, εκεί από οπού πηγάζουν τα ανιδιοτελή αισθήματα, αλλά και το πάθος, το μίσος, το μη προβλέψιμο στοιχείο του «είμαι» του καθενός.         Η Νίκη, ο Θεόφιλος, ο Νικόλας, η Αρετή, ο Δημήτρης, η Ανθή, η Στέλλα. Καθένας από τους ήρωες προσεγγίζει τις εξελίξεις με τη δική του κρίση και κάθε γεγονός χρωματίζεται με ξεχωριστή πινελιά. Η ικανότητα της δημιουργού να αποδίδει τις διαφορετικές θέσεις από τη σκοπιά κάθε ήρωα, είναι το δυνατό χαρτί της στις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος. Μα ίσως δυνατότερη, είναι η αύρα των συναισθημάτων που το κατακλύζουν, ένα βιβλίο γραμμένο με γυναικείο πάθος, ευθύτητα, ευαισθησία και ειλικρίνεια, ένα μπουμπουκιασμένο τριαντάφυλλο που διατηρεί τη γοητεία ακόμη και στα λεπταίχμηρα «αγκάθια» του, όπως άλλωστε συμβαίνει στην ίδια τη ζωή.         Κρατώ για επίλογο λίγες σειρές από το σημείωμα της δημιουργού στο τέλος της ιστορίας: «Ο έρωτας οδηγεί τα βήματα των ανθρώπων αλλά αυτό που μένει στο τέλος, είναι μόνο η βαθιά και αληθινή αγάπη. Πολλά εμπόδια θα βρεθούν στο δρόμο προς την αναζήτηση αυτής της ευτυχίας που όλοι θα επιθυμούσαν να ζήσουν. Λίγοι εκείνοι που θα το καταφέρουν.» Ας μην παραλειφθεί η εξαιρετική έκδοση, η προσεγμένη επιμέλεια και οι διορθώσεις που αναδεικνύουν ένα ποιοτικό κείμενο.         (Ιουλία Ιωάννου, «Ασημένια μάτια», Εκδόσεις Πνοή, Αθήνα 2017, σελ.332) 
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on January 06, 2018 00:49

October 4, 2017

''Όταν η παιδεία νοσεί..., η χώρα πεθαίνει'' - Ηλίας Παπαγεωργίου




        Προτού επιχειρήσω οποιαδήποτε αναφορά στο νέο βιβλίο του του κ. Παπαγεωργίου, επιθυμώ να αναφέρω το γεγονός πως ο συγγραφέας -κατά το παρελθόν- υπήρξε και δικός μου καθηγητής. Η εμβέλεια του στο χώρο των Ελληνικών γραμμάτων είναι λίγο πολύ γνωστή, ιδιαίτερα στην τοπική κοινωνία της Λέσβου. Οι σχολιασμοί που ακολουθούν παρακάτω, αποτελούν απόσταγμα προσωπικών εντυπώσεων από την ανάγνωση του έργου του, κατά το δυνατόν αμερόληπτων και όχι υπό το πρίσμα μιας «κριτικής» με την ευρύτερη έννοια, καθώς εξακολουθώ να θεωρώ πως ο προορισμός του μαθητή δεν είναι «να κρίνει το δάσκαλο».           Παρά το «θάνατο της χώρας» όπως διατυπώνεται στο εξώφυλλο, από ένα σχετικά βαρύ τίτλο, το έργο ξεκινά με αισιοδοξία, με τη σημασία της αξίας του τόπου, της πατρίδας που ζούμε και η οποία μαστίζεται από μία βαθιά πολύπλευρη κρίση, επί αρκετά χρόνια. Με επίκεντρο τον άνθρωπο - εκπαιδευτικό, τον καθηγητή, το δάσκαλο, ο κ. Παπαγεωργίου παραθέτει ένα πλήθος κειμένων που αφορούν στη σχέση Παιδείας - Κοινωνίας, θέτοντας ως βάση τη σημασία της πρώτης για την ορθή θεμελίωση της δεύτερης, με προεκτάσεις σε συναφή ζητήματα της Ελληνικής πραγματικότητας. «Ένα δοκίμιο που απευθύνεται σε εκπαιδευτικούς» θα σκεφτεί κάποιος. Όχι! Ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μία θεματολογική βεντάλια που αφορά άμεσα το νέο, το γονέα, το μαθητή, το συνδικαλιστή της εκπαίδευσης, κάθε απλό και ανήσυχο αναγνώστη.          Η απλότητα και ευχέρεια του λόγου διακρίνονται αμέσως, στοιχεία που αποτελούν το δυνατό χαρτί του συγγραφέα: τα περίπλοκα προβλήματα της ελληνικής πραγματικότητας ψηλαφίζονται με οξυδέρκεια μα και απόλυτα κατανοητό τρόπο. Το εύρος αυτών των προσεγγίσεων περιλαμβάνει από αναφορές περιστατικών της καθημερινότητας μέχρι λεπτές επισημάνσεις, επί καίριων ζητημάτων, στα οποία αναδεικνύονται κομψά οι προσωπικές τοποθετήσεις και απόψεις. Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι πρωτίστως «δάσκαλος», με την ουσιαστική έννοια, δεν εμμένει, δε στέκεται σε αναχρονισμούς, δεν παρουσιάζει το παραμικρό ίχνος υπεροψίας μίας «αυθεντίας». Τούτη η αίσθηση προκαλείται αβίαστα κατά την ανάγνωση, μακριά από φιοριτούρες, λεκτικά στολίδια και επιτηδεύσεις, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και με παρούσα τη «μετάδοση μηνυμάτων» σε τόνο ήπιο, προσιτό, με διάθεση ανοικτή και πρόθυμη σε αντίλογο μα και συνάμα ξεκάθαρη και κοφτερή στα προσωπικά «πιστεύω».       Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον -κατά την ταπεινή μου γνώμη-  σημείο, είναι η επικαιρότητα των κειμένων, τρανή απόδειξη της οξείας αντίληψης του συγγραφέα για τους σημαντικότερους, τους σύγχρονους προβληματισμούς της Ελληνικής παιδείας - κοινωνίας. Η σημασία της γλώσσας για τη δημοκρατία, ζητήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας, η «εισβολή» των νέων τεχνολογιών και του διαδικτύου, η θέση της Λογοτεχνίας στην εκπαίδευση, η ελληνική ιδιοσυγκρασία, ακόμη και η περιγραφή της φιλίας.
«Δεν προτίθεμαι να γράψω καμία επιστολή σε κάποιον φίλο αγαπημένο, γιατί δε μπόρεσα ακόμη να συλλάβω την έννοια της πραγματικής φιλίας»(σ.111)
      Και όμως, η ανάγνωση είναι ευχάριστη όσο η κουβέντα με έναν καλό φίλο, με ένα πρόσωπο διατεθειμένο να μιλή



1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 04, 2017 10:17

August 26, 2017

Η ''Βαβέλ'' με τη ματιά του βιβλιοκριτικού Πάνου Τουρλή

Ο Λέανδρος Μίρκας είναι υποδιευθυντής στο υποκατάστημα της Athlon στο Σύνταγμα, υψηλού κύρους τραπεζικός, αγαπάει το χρήμα και τη ζωή. Στο μυθιστόρημα ξεδιπλώνονται όλες οι πτυχές του χαρακτήρα του και πόντο πόντο συγκροτείται η εικόνα ενός τρισάθλιου υποκειμένου, που δεν ορρωδεί προ ουδενός και διαπράττει εγκλήματα ενώ η αφήγηση και ο τρόπος σκέψης του είναι σα να δίνει στον αναγνώστη την περιγραφή μιας ήρεμης, χαλαρής βόλτας! Πότε θα τιμωρηθεί αυτός ο άνθρωπος; Πώς γίνεται ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται σε έναν χρηματοοικονομικό τομέα, γεμάτο τραπεζιτικές, οικονομικές και επενδυτικές θεωρίες και ορολογία να καταφέρει να με κρατήσει ως το τέλος; Πώς και γιατί τελικά παγιδεύτηκε η Ελλάδα στα χαρτιά του Μνημονίου; Γιατί ακολουθεί η αστυνομία τα ίχνη του Μίρκα; Τι θα αποκομίσει αυτός ο παλιάνθρωπος από τα ταξίδια του σε νήσους Κέυμαν, Ελβετία και Μυτιλήνη; Ένα συναρπαστικό βιβλίο, που δε χαρίζεται σε κανέναν και κυρίως στον πρωταγωνιστή του.

Μέχρι στιγμής δεν έχω μισήσει κανέναν άλλον χαρακτήρα βιβλίου όσο τον Λέανδρο Μίρκα. Είναι ένας απαίσιος αντι-ήρωας, ένας άνθρωπος που αγάπησα να μισώ και ήθελα να τον δείρω μέχρι την τελευταία μου ανάσα. Ο συγγραφέας είναι αμείλικτος: από σελίδα σε σελίδα, από παράγραφο σε παράγραφο, στήνει μπροστά στον αναγνώστη έναν σύγχρονο Ντόριαν Γκρέυ, ένα ανδρείκελο, το οποίο καθρεφτίζεται στο πράσινο χαρτί του δολαρίου και στη χρυσή λάμψη των μανικετόκουμπων που στεφανώνουν τη μανσέτα των χεριών που έχουν βουτηχτεί ανενδοίαστα στο αίμα και στην απάτη. Η καθημερινότητά του είναι να εξαπατά τον κόσμο, να συμπορεύεται στην πολιτική των τραπεζών για άφθονη ροή δανείων, ακόμη και από αφερέγγυους πελάτες και όπου συναντά εμπόδια να τα προσπερνά ακόμη και χωρίς ηθικές αναστολές. Γιατί; Ο τρόπος που αξιοποιούν όλα τα δάνεια οι τράπεζες είναι τόσο ασύλληπτος που εύχομαι ολόψυχα να μην είναι αλήθεια, δυστυχώς όμως ο κύριος Γιαντάς, εκτός από συναρπαστική γραφή, κάνει και ενδελεχή, τεκμηριωμένη έρευνα, οπότε φοβούμαι πολύ.
Αυτό το πλάσμα έχει μια άνετη ζωή, παχυλούς λογαριασμούς μισθοδοσίας και καταθέσεων, μια Ουρανία που περιφέρεται σα σκιά σε όλο το κείμενο, έχει μια τρυφηλότητα και μια υπεροψία μεγάλου μεγέθους, «συνευρίσκεται» με ό,τι θηλυκό  κινείται, συμμετέχει σε οργιαστικά πάρτυ (αυτό μου άρεσε πολύ, δεν είναι άνθρωπος παραδομένος στην ηδονή, ταγμένος στον ελιτισμό, όχι, τα πάρτυ αν παρεκτραπούν και είναι καλεμένος θα παρασυρθεί, δεν τα επιδιώκει όμως!), κάνει τρομερές απάτες εις βάρος αθώων αλλά και μεγαλοκαραχαριών, εξασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο τη δική του πλάτη και όλη αυτή η κατηφόρα φαίνεται να μην έχει τέλος. Κι όχι τίποτε άλλο, ένιωσα τόσο αδύναμος και γεμάτος οργή από την αδικία αυτό το πλάσμα να εξακολουθεί να κινείται ανάμεσά μας, χωρίς ο συγγραφέας να δείχνει πως θέλει να τον τιμωρήσει. Ναι, καλά. Από ένα σημείο και μετά αρχίζει μια ασύλληπτου μεγέθους κάθετη πτώση, μακριά από κάθε κλισέ που θα μπορούσε να κλείσει βιαστικά, πρόχειρα ή ανικανοποίητα ένα μυθιστόρημα. Και τότε…
  " Ένα σκληρό, καλογραμμένο, μελετημένο και αληθινό μυθιστόρημα, που περιγράφει την άνοδο και την πτώση ενός ανθρώπου και ενός οικονομικού συστήματος "
Ο Λέανδρος Μίρκας δεν είναι απλά ένας απατεώνας ολκής αλλά και ένας αδίστακτος δολοφόνος. Όσο βάθαινα στο περιεχόμενο του κειμένου, τόσο μου ξπετάγονταν νέα αρνητικά χαρακτηριστικά του, με αποκορύφωμα την αφαίρεση ανθρώπινων ζωών. Ποιων, πότε και γιατί αλλά κυρίως τι αποκόμισε από αυτές τις πράξεις το αφήνω στον αναγνώστη, γιατί όσα και να γράψω, δεν είναι τίποτα μπροστά στη λεπτομερή πλοκή και στη σωρεία των γεγονότων που συμβαίνουν στη ζωή του τραπεζικού αλλά και των χρηματοοικονομικών κύκλων. Η ροή της αφήγησης είναι μια διαρκής σφαλιάρα, όταν δείχνει είτε την αποφασιστικότητα για περισσότερα χρήματα είτε την αδικία που η θέση του Γενικού Διευθυντή πάντα καλύπτεται από κάποιον άλλον μέσα από συνεχόμενες εκπλήξεις είτε από σοκαριστικά απλοϊκά σκηνικά, όπως η βόλτα του στη Βουκουρεστίου, όπου αγόρασε ένα ζευγάρι μανικετόκουμπα, «που άξιζαν τα δυο χιλιάρικα που έσκασα». Δηλαδή με την ίδια φυσικότητα που ένας άνεργος λέει στον φίλο του για την ανέχειά του να αγοράσει έναν καφέ, έτσι κι ο Μίρκας αγοράζει πράγματα πανάκριβα, μόνο και μόνο για το γόητρό του!
Θα στραφώ τώρα στην Ουρανία. Ο Μίρκας περιστοιχίζεται από γυναίκες, με δύο από αυτές να παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Οι άλλες είναι ένα ξεσπάθωμα, μια εμπειρία, δύο όμως είναι αυτές που θα τον επηρεάσουν πιο έντονα. Και η άχρωμη, άοσμη Ουρανία είναι μια μορφή που μ’ έκανε και δάκρυζα κάθε φορά για όσα τράβαγε. Δεν παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία, ούτε μια αράδα διαλόγου δεν έχει σε ολόκληρο το μυθιστόρημα. Τη βλέπουμε πάντα μέσα από τα μάτια του Λέανδρου, άρα υποτιμητικά, τόσο πολύ που εξοργίστηκα (και) με αυτό. Είναι η γυναίκα του. Δεν την αγάπησε ποτέ; Κι αν δεν την αγάπησε δεν μπορεί να της φερθεί με στοιχειώδη αξιοπρέπεια; Είναι μια γυναίκα που την κοροϊδεύει και την εξαπατά ασύστολα, τη σιχαίνεται και δυστυχώς ο κύριος Γιαντάς δε φείδεται εκφράσεων, λέξεων και καταστάσεων (όχι, δεν την ξυλοκοπά, δε χρειάζεται να καταφύγει στη σωματική βία). Ακόμη και όταν τα πράγματα φτιάχνουν κάπως ανάμεσά τους, ο Μίρκας δε γνωρίζει εμπόδια, προβαίνοντας σε κάτι που με έκανε να θέλω να κλείσω το βιβλίο και να μη διαβάσω παρακάτω. Κι εκείνη εκεί, να περνάει από σελίδα σε σελίδα σαν ψυχή που δεν έχει δικαιωθεί ακόμη στον επίγειο κόσμο. Και το ξέσπασμά του σ’ εκείνη, όταν το μυθιστόρημα κοντεύει να τελειώσει και ο τραπεζικός ζει τη μεγάλη ανατροπή, ήταν τόσο άδικο που τάχτηκα σαφέστατα υπέρ της. Ομολογώ πως περίμενα η έκπληξη να έρθει από αυτήν τη γυναίκα, όμως όχι! Υπήρξαν άλλες καταστάσεις, αποφάσεις και εξελίξεις που δεν ήταν απαραίτητο να είναι εκείνη υπεύθυνη για την κατρακύλα του άντρα της. Η Ουρανία είναι μια γυναίκα που θα θυμάμαι για καιρό.
Ωραία όλα αυτά, έχουμε έναν απατεώνα, πολυσχιδή ερωτικά, αδίστακτο εγκληματία. Είπα και κάποια πράγματα για την πλοκή. Τι άλλο έχει να περιμένει ο αναγνώστης; Πολλά. Μέσα από την ιστορία αυτή, ο κύριος Γιαντάς, με επιμέλεια, κόπο και έρευνα, καταφέρνει να αποτυπώσει ανάγλυφα όλη τη σημερινή τραπεζική και χρηματοοικονομική κατάσταση, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και του κόσμου. Κατάφερε εμένα, που είμαι φανατικός τριτοδεσμίτης και σιχαίνομαι τα μαθηματικά (και τις μπάμιες, αλλά αυτό είναι άλλο παράπονο), να παρακολουθήσω απερίσπαστος όλα τα συστατικά που συγκροτούν τον μηχανισμό μιας τράπεζας και να καταλάβω γιατί η τράπεζα ποτέ δε χάνει. Αν μάλιστα ισχύει ότι το 2008 που έσκασε η μεγάλη φούσκα με προεξάρχοντες τη Lehman Brothers και ταυτόχρονα εντελώς τυχαία μπήκαμε στο μνημόνιο ώστε οι τράπεζες να ανακεφαλαιοποιήσουν με χρηματοδότηση του κράτους, τα οποία λεφτά θα βγουν από τις πλάτες του απλού, φτωχού κοσμάκη, δε θέλω ποτέ να μάθω τι είναι φαντασία και τι πραγματικότητα (και για να μην το πάρει πρέφα ο κοσμάκης, υπάρχει και η διχόνοια που μπορούν άνετα να σπείρουν τα μέσα ενημέρωσης βρίσκοντας διαρκώς κάποιους λόγους σύγκρισης, πχ. τους υψηλόμισθους σε εποχές πείνας δημοσίους υπαλλήλους). Ο κύριος Γιαντάς, περιγράφοντας διάφορες και διαφορετικές σκηνές από αυτήν τη ροζ τσιχλόφουσκα που ζούσε ο πρωταγωνιστής του αλλά και όλες οι τράπεζες, εξηγεί με εύληπτο τρόπο τα πάντα σχεδόν: την οικονομική ασυλία των νήσων Κέυμαν, του Χονγκ Κονγκ και της Ελβετίας, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος από λαθρεμπόριο όπλων και πώς αυτό μετατρέπεται σε δωρεές και φιλανθρωπίες μέσω αφανών και νομότυπων τραπεζικών καναλιών, τα θετικά της αφειδούς δανειοδότησης και πώς αυτή υπήρξε μια σωτήρια ιδέα για να βγαίνουν κερδισμένες μόνο και πάντα οι τράπεζες («-Όχι, όχι…δε μας τα προσφέρατε, κύριε Λέανδρε! Μας φουσκώσατε το μυαλό πως μπορούμε να τα έχουμε! Εσείς! Οι τράπεζες!», σελ. 45), πώς οι τριγμοί ξεκίνησαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και πότε και γιατί κουνήθηκε συθέμελα επιτέλους και η Ευρώπη και πολλά άλλα. Σε κάποιο σημείο μάλιστα φάνηκε έντονα η αδιαφορία του Λέανδρου Μίρκα που έριξε την ευθύνη στον σοσιαλισμό, «…που κοινωνικοποιεί τους κινδύνους και ιδωτικοποιεί τα κέρδη» (σελ. 95).
Ίσως εδώ να έχω μια μικρή ένσταση, ακριβώς γιατί ο κύριος Γιαντάς είναι τόσο ενήμερος του θέματος που διάλεξε να καταγράψει που ένιωθα πως κατά τόπους παρασυρόταν από τα ίδια του τα γραπτά και εισέδυε πολύ βαθύτερα σε χρηματοοικονομικές θεωρίες, μακροοικονομικούς και μικροοικονομικούς όρους, ιστορία του κεφαλαίου και του πλουτισμού και πολλά άλλα. Πάντα μέσα από συζητήσεις ή case studies που εμφανίζονταν κατά την ανάγνωση, πάντα καλογραμμένα και με στρωτό τρόπο, όμως όταν τα αισθήματά μου άρχισαν να με παρασέρνουν και ήθελα να μάθω τι θα γίνει παρακάτω, κάποια εγκυκλοπαιδικά χωρία τα προσπέρναγα, διαπιστώνοντας πως δεν έχανα στιγμή από την εξέλιξη. Θα συνιστούσα όμως στον αναγνώστη να αφιερώσει τον χρόνο του ακόμη και σε αυτές τις συζητήσεις, ακριβώς γιατί δε θα βρει αλλού την ευκαιρία να κατανοήσει καλύτερα τον ρόλο μιας τράπεζας στη ζωή του. Στάθηκα ιδιαίτερα στο σημείο όπου υπήρξε διάκριση μεταξύ εμπορικών τραπεζών και τραπεζών επενδύσεων, κάτι που δε γνώριζα, μιας και για μένα οι τράπεζες έχουν έναν σκοπό: την κατάθεση χρημάτων και την επένδυσή τους!
Η «Βαβέλ» είναι ένα σκληρό, καλογραμμένο, μελετημένο και αληθινό μυθιστόρημα, που περιγράφει την άνοδο και την πτώση ενός ανθρώπου και ενός οικονομικού συστήματος. Μόνο που ο άνθρωπος, εν αντιθέσει με τις τράπεζες, δε θα βγει αλώβητος και σώος όταν έρθει η ώρα της τίσεως. Ένα υπέροχο κείμενο που καταγράφει πιστά τη σημερινή τραπεζική πραγματικότητα και ζωντανεύει ανθρώπους που ζουν διπλα μας, μόνο που δεν τους ξερουμε και τόσο καλά. Άραγε, η φράση «Έχω λεφτά! Πολλά λεφτά!» ως πότε θα βοηθάει το εφήμερο, ανθρώπινο σαρκίο;Χαρακτηριστικό απόσπασμα :«Άλλο μέγα ψέμα κι εκείνο, όπως τα υπόλοιπα, όπως η στοίβα με τα μεγάλα, τα άθλια ψέματα, όμοια με μια ντουζίνα λερωμένα ρούχα, όπου το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να την κοιτάς να μεγαλώνει, να λερώνεις και να πετάς, να λερώνεις και να πετάς και να μαζεύονται και να αρκείται στο να απολαμβάνεις αυτόν τον βρώμικο λόφο που έφτιαξες, αφού δεν έχεις κάτι καλύτερο να προσφέρεις» (σελ. 382)
ΠΗΓΗ:https://tovivlio.net/


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on August 26, 2017 03:07