Νέες Οδηγίες #216 Το μήλο και ο Δολοφόνος


  



    
Σε ένα τραπεζάκι στρογγυλό με μαύρο βερνίκι κάθεται ένα μήλο. Κόκκινο, καλογυαλλισμένο, κομψό. Απέναντι κάθεται ένας δολοφόνος και αναλογίζεται.

Σε βλέπω κάθε μέρα εκεί, ακίνητο, σιωπηλό, προκλητικό, έτοιμο να μου χυμήξει, μα δεν σε πειράζω, δεν σε αγγίζω. Περιμένω. Περιμένω την κατάλληλη στιγμή όταν θα λείπουνε όλοι. Και μέσα στο σπίτι, και έξω. Και οι γείτονες και οι εργαζόμενοι στα γραφεία δίπλα. Θα περιμένω.
Το μήλο γλυστράει λίγο προς τα πίσω, φεύγει από το κέντρο του τραπεζιού, δείχνει να είναι λίγο αμήχανο απέναντι από το δολοφόνο.
Ο δολοφόνος βλέπει ένα κόκκινο, ακίνητο μήλο.
Όλο μένεις εκεί, δεν αντιδράς. Δεν με φοβάσαι; Μια μέρα, λέω, θα σε χυμήξω εγώ, όταν είναι σκοτεινά, όταν δεν θα με βλέπεις, όταν δεν θα με περιμένεις.
Το μήλο χάνει για λίγο το χρώμα του, χλωμιάζει, η γυαλλάδα του σβήνει, εμφανίζονται κίτρινες κηλίδες στο φλοιό του, μα ο δολοφόνος το βλέπει το ίδιο κόκκινο και γυαλλιστερό.
Γιατί είσαι πάντα φρέσκο, τόσο έτοιμο για φάγωμα; Θέλω να τρέξω, να κλωτσήσω το τραπεζάκι, να πέσεις χάμω στο μάρμαρο, να σπάσεις στα δύο με ένα κρακ δυνατό, να μπήξω τα δόντια μου στη σάρκα σου, να σου βγάλω μια κομματάρα και να χυθεί το αίμα σου στον κήπο πίσω. Θα σε θάψω και θα βλαστήσει μια μηλιά τεράστια να χώσει τον ήλιο.
Ο δολοφόνος σηκώνεται και κλείνει την κουρτίνα. Η σκιά του τραπεζιού και του μήλου εξαφανίζεται. Η φλούδα του μήλου σκίζεται σε τρία σημεία, κι όπως η σάρκα του ξεπροβάλλει σαν μαραμένο λίπος, το μήλο αρχίζει να σιγοτραγουδάει ένα σκοπό σαν νανούρισμα.
Άσε τη νύκτα να μας σκεπάσει
σε μια γη που φυλάει τας δυσμάς
πας τη φωτιά βάλε τσουκάλι
φτιάξε μια σούπα για μας
έρχεται μπόρα έρχεται χιόνι
έρχεται αγέρας έξω μη βγεις
με ένα χάδι θα με ζεστάνεις
θα σε ηρεμήσω με ένα φιλί
Άσε τη νύκτα να μας σκεπάσει
σε μια γη που φυλάει τας ανατολάς
...
Μα ο δολοφόνος δεν ακούει το νανούρισμα. Το μήλο απέναντί του είναι κόκκινο, γυαλλιστερό, ακούνητο και σιωπηλό.
Τι μου συμβαίνει; Γιατί θέλω να βάλω τα δυο μου χέρια ολόκληρα μέσα στην μπλούζα μου και τα δυο μου πόδια στην ίδια σκέλη και τις πατούσες μου στο ένα παπούτσι, σαν να έχω ουρά μα όχι άκρα; Γιατί με κάνεις να θέλω να γίνω ένα τεράστιο φίδι;
...σε μια γη που φυλάει το βορρά
το παραθύρι κλείσε
κλείσε την πόρτα διπλά
έρχεται σύννεφο πυκνή ομίχλη
και παγωμένος βοριάς
με μια αγκαλιά θα με κερδίσεις
και μ’ ένα χαμόγελο θα μου δοθείς
άσε τη νύχτα να μας σκεπάσει
...
Μα ο δολοφόνος βλέπει ένα μήλο σιωπηλό.
Θέλω να σου ανοίξω μια τρύπα στο πλάι και να εισχωρήσω το πέος μου μέσα και να σε γαμάω ωσότου χύσω και ωσότου αρχίσεις να μου μιλάς. Ωσότου αρχίσεις να τρέμεις από ηδονή! Και τότε θα σου πάρω τη ψυχή!
Το μήλο μαραίνεται και ψιθυρίζει άπνοα το νανούρισμα.
Ο δολοφόνος αρχίζει να στροβιλλίζεται στην καρέκλα που κάθεται, ανίκανος να κουνήσει χέρια και πόδια.
  Πρέπει να απελευθερωθώ! Πρέπει να καταστρέψω το μήλο με κάθε τρόπο! Γυρνάει γρήγορα μα δεν μπορεί να μετακινηθεί για να φύγει από ‘κει, ούτε να πέσει μπορεί για να συρθεί στο υπνοδωμάτιο να ησυχάσει ως το άλλο πρωί από το μήλο, μόνο γυρνάει σαν αρνί στη σούβλα και ξεφυσάει τόσο δυνατά που αρχίζει να σφυρίζει σαν κροταλίας και το ένα του παπούτσι να κτυπάει το σκληρό πάτωμα με τη σόλα σαν κροταλισμός. Τα σάλια και τα δάκρυά του βρέχουν τα ρούχα παντού και τα σκληραίνουν και τον σφίγγουν κι αυτός σιγά-σιγά αλλάζει μορφή. Το μήλο σταματάει το νανούρισμα κατατρομαγμένο και αρχίζει να παρακαλάει το δολοφόνο με χαμηλή φωνή. Μην το κάνεις, μη με δαγκώνεις, έχω δηλητήριο, με πότισαν με μια βελόνα, έχω φαρμάκι ικανό να σε σκοτώσει, μην με κόβεις, το αίμα μου πιάνει φωτιά  στον αέρα και θα καείς μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, τυλιγμένος στα ρούχα σου επάνω στην καρέκλα. Μην με σκοτώνεις και θα σου χαρίσω ότι θελήσεις κι ότι χρειάζεσαι κι ακόμη παραπάνω. Μα ο δολοφόνος βλέπει απέναντί του ένα κόκκινο, γυαλλιστερό, ακίνητο, σιωπηλό μήλο. Χα! Να, βρήκα το μαχαίρι που έχασα, ήτανε δεμένο στην κάλτσα μου με τη μικρή ζωνούλλα. Όλα συμβαίνουν για ένα λόγο. Γι’ αυτό έπρεπε να τυλιχτώ στα ρούχα μου σαν φίδι. Για να βρω το μαχαίρι. Ετοιμάσου. Ο δολοφόνος αρχίζει να σκίζει τα ρούχα του από μέσα προς τα έξω από κάτω προς επάνω, και ανοίγει σαν κουκούλι και αποκαλύπτει το σώμα του γυμνό, μα έξω δεν θα βγει άνθρωπος, θα ξεπροβάλει πια τεράστια πεταλούδα με μαύρα και κίτρινα φτερά και τέσσερις βούλες σαν μάτια που στο σκοτάδι παρακολουθούνε τα πάντα κρυφά. Ποτισμένη και ταϊσμένη με χιλιάδες ψυχές. Παντοδύναμη και αιμοβόρα. Σαγηνευτική. Τα φτερά της ακόμη μισόκλειστα, βρεγμένα από το υγρό της σκληρής μήτρας. Τα πιέζει σαν κάθεται κι αρχίζουν να ανοίγουν στα δύο μήκη της κουζίνας. Το μήλο ξαφνικά δίνει μια και κυλάει στο πάτωμα, μακριά. Κυλάει γρήγορα και σιωπηλα για να πάει στο στενό διάδρομο. Σάπιο που είναι αφήνει ένα καφέ ίχνος ως το υπνοδωμάτιό του. Βγαίνεις από το δικό σου υπνοδωμάτιο. Πας και κάθεσαι στη θέση του μήλου, στο τραπεζάκι. Ο δολοφόνος βλέπει ένα κόκκινο, γυαλλιστερό, ακίνητο μήλο.   Και σηκώνεται.   © Χρίστος Ροδούλλα Τσιαήλης    
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on August 07, 2014 10:59
No comments have been added yet.