Έτσι ήταν καλύτερα. ( διήγημα)

Κυριακήπρωί και η Ζωή βρίσκεται μπροστά στονκαθρέπτη του
δωματίου της, δένονταςκότσο τα μαλλιά της. Η Αντιγόνη, η μάνατης. περνά απέξω, κοντοστέκεται για λίγο,την παρατηρεί.
"Πωςπερνούν τα χρόνια... τριαντάρισες πιακόρη μου.... τη δική σου οικογένεια θαέπρεπε να ετοιμάζεις για την εκκλησία...με ποιον να φτιάξεις νοικοκυριό απ΄εκεί; ..."
Μέσατης τα είπε βέβαια, πρωί Κυριακής, ποιοςείχε όρεξη για καβγά; Μπήκε στην κουζίνα,άνοιξε την τηλεόραση στο κρατικό, ηλειτουργία είχε αρχίσει, χαμήλωσε λίγοτη φωνή. Έπιασε το μπρίκι, έβαλε νερό,άναψε το γκαζάκι. Έπιασε το φλιτζάνιτης, έβαλε μια κουταλιά απ΄ το δυνατόκαφέ που της άρεσε, μισή ζάχαρη. Ότανείδε το νερό να βγάζει τις πρώτεςφουσκάλες, το έκλεισε και άδειασε τονερό στο φλιτζάνι. Ανακάτεψε βιαστικάκαι κάθισε στο ντιβάνι για να τον πιει.Μια ιεροτελεστία, καθημερινή, την οποίατηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια. Έβαλετα γυαλιά της, έπιασε το βιβλίο πουδιάβαζε αυτή την εποχή, το τελευταίοτης Μαντά και το άνοιξε στη σελίδα, πουτο είχε αφήσει την προηγούμενη. Τηςάρεσαν οι ιστορίες της. Μιλούσαν γιαγυναίκες έξυπνες, δυναμικές αλλά που ητύχη τις έφερε να κακοπέσουν δίπλα σεέναν ανάξιο τους άντρα. Για γυναίκεςπου μάχονται για έναν ανεκπλήρωτο έρωταή που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τηνπεθερά, που θεωρεί ότι ο γιος της άξιζεκαλύτερης τύχης. Πολλές φορέςπάλι η γυναίκα έχει το πάνω χέρι και τότε “σέρνει” στα πόδια της τον δύστυχοερωτευμένο, παίρνοντας εκδίκησηεπιτέλους, για όλα τα δεινά που υπέμεινανοι υπόλοιπες πρωταγωνίστριες της.
“Φεύγωμάνα! Να δω πότε θα 'ρθεις μαζί μου, ποιαΚυριακή θα ΄ναι αυτή; Μα πώς σ΄ αρέσειη λειτουργία απ΄ την τηλεόραση; Μπα,ούτε αυτήν ακούς! Τέλος πάντων, ταίδια θα λέμε; Γεια σου!”
Εκείνηέτσι το ήθελε. Να ακούγεται έτσι σιγανά,ίσα ίσα η μελωδία από την Μητρόπολη ναχαϊδεύει τ΄ αυτιά της, δίχως να χρειάζεταινα ακούει τα λόγια, δίχως τα συνεχήανασηκώματα που θα έκανε αν βρισκότανστο ναό της γειτονιάς της, ίσα ίσα τόσο όσο νακαταλαγιάζει τις σκέψεις της.
Συνέχισετο διάβασμα της, μέχρι που, στην πόρταεμφανίστηκε ο άντρας της.
“ΚαλημέραΑντιγόνη!”
Κάθισεαπέναντί της, έτοιμος, κουστουμαρισμένος,με τη γνώριμη μυρωδιά του aftersave που φορούσε.
“Νασου κάνω καφέ;”
“Όχι,όχι... θα πιω με την παρέα.”
Ποτέδεν έπινε τον πρωινό του καφέ στο σπίτι.Πριν τη δουλειά, σταματούσε στομπουγατσατζίδικο, που βρισκόταν στονκεντρικό δρόμο πριν τη λεωφόρο κι εκείέπινε τον πρώτο καφέ της ημέρας, μαζίμε όλους όσους ξυπνούσαν νωρίς, αδυνατώντας να μείνουν στο σπίτι τους. Η παρέα ίδια,εδώ και χρόνια. Μα ο άντρας της, τησυνήθεια αυτή την κρατούσε ακόμακαι τις Κυριακές, που η δικαιολογία τηςδουλειάς δεν υπήρχε. Λες να έχειξελογιαστεί με κείνη, την πονήρω, τηΜπουγατσατζού...
Τονκάρφωσε στα μάτια.
“Τιρε Αντιγόνη; Αφού ξέρεις. Ο καφές χωρίςτσιγάρο δεν γίνεται κι εδώ απαγορεύεται...”
“Κάνεότι θες. Ότι και να πω, δεν θ΄ αλλάξειτίποτε. Την κόρη μας την είδες; Πότε θ'ασχοληθείς μαζί της;”
“Τιέγινε με δαύτη;”
"Τιέγινε; Τριάντα φεύγα έγινε πια! Δουλειά,σπίτι κι από εκεί εκκλησία, λειτουργίαγια λειτουργία δεν αφήνει, θυμίαμαμυρίζουν τα ρούχα της, άβαφη και τώραμου μόστραρε και τον κότσο στο κεφάλι....και αύριο θα μου φύγει για κανέναμοναστήρι..... Εσένα δεν σε ανησυχούναυτά; Τα θεωρείς φυσιολογικά; Μία τηνέχουμε; Μίλα της και συ κάποια φορά!Πατέρας της είσαι! Πες κάτι!"
"Τινα σου πω, ρε Αντιγόνη; Τι να σου πω; Αυτάπου λέει όλος ο κόσμος. Θα τα ΄χειςακούσει.... Τα ξέρεις!"
Ήξερετι ακουγόταν. Για όλες εκείνες τις"θεούσες", έτσι τις έλεγαν στηγειτονιά, ανάμεσα τους και η κόρη τους...που κόλλησαν γύρω στον παπά που ήλθεστην ενορία τους, πριν από λίγα χρόνια.Νέος, πρόσχαρος, ακούραστος, είχεκαταφέρει να αναστήσει τον ναό τωνΤαξιαρχών. Όμορφο δεν τον έλεγες αλλάσίγουρα είχε κάτι που μαγνήτιζε τονκόσμο. Μα πώς τα κατάφερε, να πείσει τόσοκόσμο, να προσφέρει όλα εκείνα τα χρήματαγια να κάνει την εκκλησία τους σανκαινούρια; Άλλαξε τα μάρμαρα στην είσοδο,την παλιά σιδερένια πόρτα με μια περίτεχνασκαλισμένη από ακριβό ξύλο, ταπροσκυνητάρια, τα σκεύη του ιερού... καιγύρω του, προσκολλημένεςοι "θεούσες", ανάμεσα τους και η Ζωή τους. Αυτή ήταν ελεύθερη τουλάχιστον, καλόδεν είναι κι αυτό, μα κι εκείνες οιάλλες, οι παντρεμένες, με άντρα, με παιδιά,πότε προλαβαίνουν τις δουλειές τουσπιτιού τους. Κι ύστερα λένε για τακέρατα που τις φοράνε. Πώς θα γίνει;
"Τηςμίλησα ρε Αντιγόνη, δεν της μίλησα; Τότεπου νόμιζα ότι περνούσε ακόμα ο λόγοςμου. Το ξέχασες; Και ποιο το αποτέλεσμα;Από εκεί που ήμουν ο μπαμπάς της, τώραείμαι ένας... ξένος. Πάει και το μπαμπάς,πάνε και τα χαριεντίσματα που κάναμε,πάνε και τα αστεία που λέγαμε... Τώρα:"πατέρα, να σου φτιάξω έναν καφέ;" Δεν είναι πια κοριτσάκι. Ολόκληρηγυναίκα είναι πια! Ότι και να της πεις...μπαινάκης και βγαινάκης!"
Δίκιοέχει, μονολόγησε από μέσα της η Αντιγόνη.Μήπως δεν της μίλησε κι εκείνη, τόσεςκαι τόσες φορές. Και τι κατάλαβε; Αυτήεκεί, δίπλα στο παπά Δημήτρη, ότι έλεγεεκείνος νόμος απαράβατος, ότι έλεγε ημάνα της, ασήμαντο, ανάξιο σχολιασμού.Δεν μπορεί, κάτι άλλο συμβαίνει. Εκείνοςείναι ένας ξένος. Εμείς είμαστε οι γονείςτης. Εμείς ίσα που την βλέπουμε στοσπίτι. Σε αυτόν ξημεροβραδιάζεται. Πόσοκανονικό είναι αυτό για μια ελεύθερηγυναίκα στην ηλικία της;
"Τισκέφτεσαι ρε Αντιγόνη; Πες μου κι εμένανα καταλάβω κάτι περισσότερο!"
"ΆκουΠερικλή! Όλο αυτό που συμβαίνει δεν μουαρέσει... Στα νιάτα της πάνω, εικοσιπέντεήταν όταν άρχισε αυτή η ιστορία... καιχαιρόμουν ο βλάκας, έλεγα κοντά στηνεκκλησία θα είναι, καλό θα είναι γι΄αυτήν. Και μήνα με το μήνα άλλαζε... κιέλεγα εγώ, ο δρόμος του Θεού είναι αυτός.Ούτε ξενύχτια πια, ούτε τις παρέεςεκείνες που τότε με ανησυχούσαν, είχε πια. Τώρα ούτε εξόδους ούτε φίλους ούτε ψώνια,καλά καλά δεν κάνει για τονεαυτό της. Δεν είναι ο δρόμος του Θεούαυτός! Οικογένεια έπρεπε να έχει τώρα!Σήμερα Κυριακή θα έπρεπε να μου φέρνειτα εγγόνια μου εδώ! Κι αν μου φύγει; Κιαν μου κλειστεί σε κανένα μοναστήρι; Τιθα κάνω εγώ μόνη μου εδώ... και εσύ μόνοςσου εκεί;"
Ένιωθεο Περικλής τι του έλεγε η γυναίκα του.Τη μοναξιά τη βίωναν και οι δυο τους,κάθε ένας με το δικό του τρόπο, με ολοένακαι σκληρότερο τρόπο, χρόνο με το χρόνοόλο και χειρότερα την αισθάνονταν. Σανδυο ξένοι κάτω από την ίδια στέγη. Τησυνήθισαν πια. Παρηγοριόταν λέγοντάςστον εαυτό ότι, ούτε ο πρώτος ούτε οτελευταίος ήταν. Ζήλευε όμως, πίσω απότα χαμόγελα έκρυβε τον πόνο του, όταν οένας του φίλος, πάντρευε τον γιο του, όταν ο άλλοςκερνούσε για το πρώτο του εγγόνι, ότανο τρίτος έφευγε κάθε τόσο διήμεραταξίδια, με τη γυναίκα του. Όλα στη ζωήέχουν μια προβλέψιμη κατάληξη. Όχι όμωςη δική τους, όχι όπως θα την ήθελετουλάχιστον.
"Αντιγόνη,πες μου... εκείνον τον, πως τον λέγανε...τον Αναστάση, τον καθηγητή, που της είχανπροξενέψει, ποτέ μου δεν κατάλαβα, γιατίδεν τον πήρε. Καλό παιδί φαινόταν, ήσυχο,της εκκλησίας και αυτός, λογικά θαταίριαζαν. Δεν της άρεσε! Τι περιμένειακόμα, τον πρίγκιπα; Λες και θα της δοθούνκι άλλες ευκαιρίες! Δεν της άρεσε! Μαζίθα γύριζαν στις εκκλησίες τους... που θαβρει άλλον τέτοιο;"
"Άστορε Περικλή, άστο!"
Μηντο σκαλίζεις, θα ΄θελε να του πει. Δενμπορούσε όμως ούτε η ίδια, να αποδεχθείαυτό που υποψιαζόταν τόσο καιρό. Τασημάδια είναι φανερά... οι πατεράδεςμπουνταλάδες μια ζωή σ' αυτά. Αυτή δενξεγελιόταν, ένιωθε τι γινόταν... απλώςδεν μπορούσε να το αποδεχθεί.
"Αντιγόνηφεύγω, θα γυρίσω το μεσημέρι. Τουλάχιστονσήμερα να φάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια" Προτού τελειώσει τον λόγο του, η πόρτακτύπησε πίσω του. Η λειτουργία ακουγόταναπ΄ την τηλεόραση, το βιβλίο της Μαντάακουμπισμένο ανάποδα για να μην χάσειτη σελίδα, ο καφές είχε κρυώσει.
Τινα του πει; Για τη λάμψη, στο πρόσωπο τηςκόρης της, όταν μιλούσε για “τον παπάτης”. Για τις γεμάτες παύσεις προτάσειςτης, όταν της ανέλυε τα κηρύγματα τουκαι τις συμβουλές του. Για τους κρυφούςαναστεναγμούς που δεν τολμούσε ναβγάλει, αλλά εκείνη τους άκουγε.
"Πώςτην πάτησε έτσι το κοριτσάκι μου; Πώςτην πάτησε..."
Νατης μιλήσει δεν μπορούσε. Όλο για τηναγάπη του Χριστού μιλούσε, όλο για τηναθωότητα του καλού Χριστιανού της έλεγε,όλο για την αμόλυντη ψυχή που πρέπει ναδιατηρήσουμε... Δεν θα παραδεχόταντίποτα, τίποτα, θα την κατσάδιαζε κιόλαςγια τις βδελυρές της σκέψεις. Δεν είχετη δύναμη, δεν είχε το κουράγιο για μιατέτοια σύγκρουση.
"Μάνα της είμαι όμως , εγώ έχω την ευθύνηνα της ανοίξω τα μάτια. Μόνο εγώ... μόνοεγώ. Πώς όμως; Πώς; Κι αν της το πω τι θακερδίσει; Θα αλλάξει ζωή, θα δει τηναλήθεια κατάματα, το αδιέξοδο; Κι αννιώσει ότι το μυστικό της είναι πιαφανερό, ποιο θα είναι το επόμενο τηςβήμα; Να φύγει, να μου κλειστεί σε κανέναμοναστήρι; Το θέλω αυτό;"
Τομεσημέρι, το τραπέζι ήταν στρωμένο, τοκοκκινιστό στη μέση, τα πιάτα στη θέσητους. Ο Περικλής τσούγκρισε τα ποτήριατους με το κόκκινο κρασί, ευχόμενος όπως πάντα υγεία. Η Ζωή με ένα διάπλατοχαμόγελο ανταπέδωσε λέγοντας: "Με τηβοήθεια του Κυρίου!" Χαμογέλασε και η Αντιγόνη, με σφιγμένατα χείλη της. Δεν είπε τίποτε. Έτσι ήτανκαλύτερα... για όλους τους.