τοπογραφία....
Πολλές φορές μου θέτουν το ερώτημα: "ποιος είναι ο τόπος σου;". Και δεν εννοούν την Ελλάδα, αλλά απαιτούν να ονομάσω έναν ορισμένο τόπο της πατρίδας μας, τον οποίο εγώ τοποθετώ πρώτο στην καρδιά και την ψυχή μου.
Οι περισσότεροι πιθανότατα θεωρούν το ερώτημα αυτό αχρείαστο.Τυχεροί αυτοί! Αγαπούν τον τόπο πουζουν, πιθανόν να γεννήθηκαν και σε αυτόν,ίσως και να μην χρειάστηκε ποτέ να τονεγκαταλείψουν. Άλλοι πάλι έχουν αποδεχτείτον νέο τόπο, ο οποίος τους υποδέχτηκεκαι τους έκανε να νιώθουν κομμάτι του.Κι άλλοι, ζουν παντοτινά με τη νοσταλγίατου γενέθλιου τόπου τους, ορίζονταςαυτόν ως δικό τους.
Δεν ανήκω σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες, διότι έχω την κατάρα – ίσως να 'ναι κι ευχή – να θεωρώ δικούς μου, περισσότερους του ενός, από τους τόπους που έχω ζήσει ή γνωρίσει. Όχι, δεν αναφέρομαι σε πολλούς, μεγάλους και εξωτικούς τόπους, ούτε έχω αφομοιώσει ποικίλους τρόπους ζωής για να χαρακτηρίζομαι ως πολίτης του κόσμου. Μιλώ για ξέχωρα κομμάτια της πατρίδας μου, τα οποία είχα την χαρά να γνωρίσω, άλλα περισσότερο κι άλλα λιγότερο καλά.
Ή μια άλληφορά, πολλά χρόνια πίσω, όταν βρέθηκαστην Σκιάθο, κι από την παραλία τηςΚαναπίτσας αντίκριζα την απέναντιπλαγιά, ως κάτω στη θάλασσα, όπουτο κύμα σίγουρα θα έγευε με την αλμύρατου τα ξέφτια των δέντρων και τα ακροκέραμα των ελάχιστων κατοικιών. Και τότε πάλι,γεμάτος ενθουσιασμό είπα, ότι σε έναντέτοιο τόπο, με ευχαρίστηση θα ζούσα.Δήλωση σπουδαία αν αναλογιστείς τονεαρό της ηλικίας.
Το μυαλό μου να αδυνατεί να χωρέσει όλη την ομορφιά, στη Λευκάδα, στους Εγκρεμνούς, όταν πρωί ακόμη βρεθήκαμε στην άδεια παραλία. Κάτασπρα, σμιλεμένα από της θάλασσα βότσαλα να σκεπάζουν απ΄ άκρη σε άκρη παραλία και βυθό, το ξάσπρισμα του γαλάζιου νερού, οι αχτίνες του καλοκαιρινού ήλιου που αστραφτόπαιζαν στην επιφάνεια της ακίνητης θάλασσας και πίσω μας να κρέμεται η γης, Θεέ μου, τι εικόνα ήταν αυτή!
Κι άλλη μια φορά, τότε που παραδόθηκα στη δροσερή αγκάλη της κρυστάλλινης θάλασσας στο Χορευτό, αφού προηγήθηκε το ανέβασμα και στη συνέχεια το κατέβασμα του μυθικού βουνού τωνΚενταύρων, μια να πλησιάζεις τον ουρανό και την άλλη να κρύβεσαι κάτω από τα πυκνά φυλλώματα, στο ταξίδι μας από το Βόλο, εκεί ένιωσα και πάλι τη χάρη της δικής μου γης.


όπου στου Παπαδάκη το Λακί συμμετείχα σε ιστορικές ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις ανάμεσα στην Κάτω και την Πάνω Γειτονιά. Κάπου εκεί ένα ραδιόφωνο μετέδιδε τα ματς της Κυριακής κι ανάμεσα στο ημίχρονο εκστασιασμένοι ακούγαμε το “Υπάρχω” του Καζαντζίδη. Κι απέναντι στο Μέγαρο διασκεδάσεων, πόσες αξέχαστες μα και πονεμένες στιγμές έζησα. Πίσω του, χαμηλότερα οι περίφημες Καλύ(β)ες και ακόμα πιο μακριά, η μοναδική κουκουναριά της περιοχής, όπου μια φορά το χρόνο γινόταν περιπετειώδης εξόρμηση για το ποιος θα προλάβει να τρυγήσει τους καλά φυλαγμένους καρπούς της. Με τον Άγιο Παντελεήμονα να βλέπει προς την Ανατολή, τον πιο αγαπημένο απ΄ όλους του Αγίους μας, σηματωρός της γενιάς μας, την Παναγία τη Γυνατού στους ξεχασμένους Εΰρους και τον Χριστό στο έμπα του χωριού, που τότε μου φαινόταν θεόρατος. Μνήμες σκόρπιες, αβίαστες, που πάντα θα με δένουν μαζί του.
Κι από εκεί στο Απέρι, έξι χρόνια ως έφηβος μαθητής και δέκα ως δάσκαλος. Τα πρώτα εύκολα, χρόνια ανέμελα, μου χάρισαν παντοτινές φιλίες και τρελές ιστορίες, που ίσως στους σημερινούς να ακούγονται σαν παραμύθια. Ποδοσφαιρική αναμέτρηση ομηρικών διαστάσεων, με έπαθλο έναν ντενεκέ μπισκότα Παπαδοπούλου. Εξετάσεις Φεβρουαρίου σε παγωμένη αίθουσα με σφινάκια κονιάκ για να αντέξουμε. Γάμοι και πάρτι, εντός κι εκτός της αυλής του κτιρίου. Και στην τρίτη Λυκείου, εκεί που δίναμε τον αγώνα για την εισαγωγή μας στο Πανεπιστήμιο, ονομαστήκαμε ηθοποιοί στο Παραμύθι χωρίς όνομα του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Στα δεύτερα, λίγα χρόνια μόλις μετά, σήκωνα το βάρος ενός σχολείου, μαθαίνοντας γράμματα και πολιτισμό σε μαθητές πρόθυμους, που με αγάπησαν και τους αγάπησα. Εκεί πρωτοσυνάντησα τη γυναίκα μου, εκεί ξεκίνησα τη δική μου οικογένεια. Πώς να τα βγάλω απ΄ την καρδιά όλα αυτά;
Έζησα δύο έντονα χρόνια στο Ηράκλειο, ως σπουδαστής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, τα οποία μου έδωσαν την ευκαιρία μέσα από τις σπουδές μου, να αποκτήσω το πτυχίο του Δασκάλου και να ασκήσω ένα επάγγελμα το οποίο υπηρέτησα με όλη τη ψυχή μου. Πέρα από αυτό μου άνοιξαν τους ορίζοντές μου προς κάθε πλευρά, με πολιτικοποίησαν, μου έμαθαν για πρώτη φορά να στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις και να τα βγάζω πέρα μόνος μου στις όποιες δυσκολίες. Μια πόλη, όπου μαζευόμαστε στα Λιοντάρια, ξεχυνόμαστε στα γύρω στενά για κρασοκατάνυξη, στην Μαρίνα για καφέ, στο Ενετικό Φρούριο για αγνάντεμα και όνειρα. Γνώρισα καλούς φίλους, τους οποίους διαμέσου των κοινωνικών δικτύων αλληλοπαρακολουθούμαστε ανακαλύπτοντας ότι ο χρόνος τελικά στάθηκε καλός μαζί μας. Δύο χρόνια, βαθιά χαραγμένα μέσα μου.

Μα μέρος της καρδιάς μου κρατούν κι άλλοι τόποι της πατρίδας μου. Η Καστοριά με τη λίμνη και την Παλιά της πόλη, με μύθους και ιστορίες για τα γουναράδικα και τις πλάβες, με ναούς βυζαντινούς και αριστοκρατικά οικήματα, που μαρτυρούν το μεγαλείο άλλων εποχών.

Θα μπορούσα να συνεχίσω κι άλλο τον κατάλογο που άνοιξα. Ανώφελο όμως θα είναι. Γιατί όπως καταλαβαίνετε κάθε κομμάτι της Ελλάδας μας, κάθε γωνιά της, κι αυτές που ανέφερα κι άλλες πολλές που αφήνω, είναι δικές μου, είναι ο δικός μου τόπος, ατελείωτος, ολοφώτιστος, πλάνος μα και τόσο οικείος.
Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα (...) και θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει κάθε είδος μεγαλείου.
Διονύσιος Σολωμός