Αυτοβιογραφία
Είχα την τύχη να δω το φως στο Λυκοχώρι, (το τοπωνύμιο δεν έχει σχέση με το λύκο, με το φως έχει σχέση), σ' ένα μικρό χωριό κατάντικρυ στον ήλιο, ψηλά στις πλαγιές του Παναιτωλικού. Κι από κει είδα το πρώτο λυκαυγές και το λυκόφως της κάθε μέρας που ο Θεός χάριζε και χαρίζει στον όμορφο, στον απέραντο, στο μαγικό, στον πανέμορφο κόσμο του.
Είδα τη μάνα, "Πούλια με τα εφτά παιδιά", να γεννάει, να γνέθει, να στρίβει μαζί με το μαλλί για τα προικιά τις έγνοιες της μαγνάδι ατέλειωτο, να θάβει, να παντρεύει, να ιδροκοπάει στο όργωμα και στη σπορά, στο θέρο, στο αλώνισμα, στον άγριο παιδεμό της με τη γη για το ψωμί.
Έπαιξα με τα χώματα, με τα νερά και με το φως του φεγγαριού, με τα γατιά, με τα σκυλιά. Και στις ασέληνες νυχτιές βγαίναμε στ' αλώνι για κρυφτούλι ή τρέχαμε πίσω από τις κωλοφωτιές να πιάσουμε το πετούμενο φωσάκι και να το κρύψουμε σαν λάφυρο μοναδικό στην ανίδεή μας χούφτα...
Ανέβηκα στην καρυδιά και στη φτελιά. Χτίσαμε σπιτάκια με πετρίτσες κάτω απ' την κρανιά μας με τον αδερφό μου, το Σπύρο Τσικριτέα. Ο αδερφός μου, στη σκληρή μας εφηβεία έκανε στίχους τα μηνύματα που έπαιρνε από τον κόσμο γύρω του που υπάρχουν σε ρυτιδωμένα χειρόγραφα χρεώγραφα. Ζέψαμε μαζί τις γάτες να οργώσουμε τη χέρσα γη. Πόλεμος ήτανε τότε, είμαστε κατοχικά παιδιά, σχολειό δεν είχαμε, έπρεπε κάτι να κάνουμε κι εμείς! Και σκεφτήκαμε τις γάτες μας τις αλανιάρες για να μη μένουνε ανωφέλεφτες κι άεργες κι αυτές όπως κι εμείς...
Έζησα τα παιδικά μου χρόνια στο ύπαιθρο κι ήρθα σ' επαφή με τα απλά, καθημερινά πράγματα. Κι έχω πάντα στο νου μου τα χρόνια που είναι δεμένα με την ιδιαίτερη πατρίδα μου, τον τόπο μας. Κι εδώ ανατρέχω κάθε φορά να συμμαζεύω τις απούσες μου στιγμές, τα πρόσωπα εκείνων που θα ξαναζωντανέψουν τον καιρό με τον παλμό μιας άλλης εποχής, τα "χρόνια της αθωότητας", την πρώτη ποίηση το μυστήριο, που είναι η Πρώτη Ανάγνωση του κόσμου και η Γραφή η Πρώτη, που δεν την έχω κατακτήσει ίσαμε τώρα.
Ύστερα ήρθαν χρόνια δίσεκτα, καταραμένα χρόνια. Είδα το χάρο με τα μάτια μου. Είδα τον άνθρωπο θηρίο, θύτη αδίστακτο και θύμα, περήφανο σταυρούμενο και άγριο σταυρωτή, μέσα στο τραγικό μεγαλείο της θηριωδίας και της αδελφοκτόνου μάνητας. Και τρόμαξα...
Κοιμηθήκαμε στο λόγγο έξι κι ένα στην κοιλιά παιδιά η μάνα κι ο πατέρας στα Ακαρνανικά βουνά κάνοντας τη δική του Αντίσταση...
Και πάλι αλλάξαν οι καιροί, ήρθαν καλύτεροι ή χειρότεροι, δεν ξέρω. Το καθετί έχει και το αντίθετό του. Ξημερωθήκαμε στην Παραβόλα, πρόσφυγες άστεγοι μέσα στον ίδιο μας τον τόπο, μέσα στο ίδιο μας το σώμα. Έζησα τα εφηβικά μου χρόνια πλάι στη σμαραγδένια Τριχωνίδα "θάλασσα", που απλώνεται νωχελικά ίσαμε κει που φτάνει το μάτι σου και δεσπόζει στον κατάφυτο από ελιές και περιβόλια κάμπο του Αγρινίου, που τον ορίζουν τα περήφανα Ακαρνανικά βουνά κι ο θρυλικός Ζυγός, ο Αράκυνθος, το καταφύγιο όσων πρόλαβαν να φτάσουν ώς τον Άι Συμιό, απ' το κατακαημένο Μεσολόγγι των "Ελεύθερων Πολιορκημένων", κατάφυτος από οξιές και καστανόδεντρα. Στα μέρη μας γυρίζω νοσταλγός, προσκυνητής και "πειρατής", να πάρω ό, τι απομένει ακόμα εκεί από τον καιρό που η Μεγάλη Μητέρα, η Φύση ήταν απλόχερη. Να στοχαστώ, να ονειρευτώ και ν' ανταμώσω εκεί τους ήρωές μου: μορφές μαραγκιασμένες απ' τη στέρηση, μορφές ξερακιανές, φρυγμένες απ' την κάψα του καλοκαιριού κι από τις ανελέητες βαρυχειμωνιές. Ψυχές αγέρωχες, βουνήσιες, ψυχές ζωγραφημένες απ' τον ήλιο στο γρανίτη. Πασχίζω να τους δώσω διαστάσεις όπως σε όνειρο.
Ταξιδεύω πάντα αντίστροφα προς τη ροή του χρόνου στα παρωχημένα τοπία της μνήμης, σε καιρούς αναμάρτητους, σε κόσμους μαγικούς που σημάδεψαν τη ζωή μου. Εκεί όπου έπαιζα κι έχτιζα το δικό μου κόσμο και στα μέτρα μου, ας είναι και στα μεσοδιαστήματα των πολέμων, των χαλασμών, του εμφυλίου, του ξεριζωμού, της προσφυγιάς.
Κάθομαι στον εξώστη του σπιτιού μας κι αγναντεύω το Παλιόκαστρο, τον κάμπο και την Τριχωνίδα. Από κει αρχίζει ο μεγάλος πόνος, ο μεγάλος χρόνος, ο μεγάλος νόστος. Εκεί είναι η αρχή και το τέλος σύμπαντος του δικού μου κόσμου: οι μύθοι, οι θρύλοι, η ζωντανή ιστορία του αιματοπότιστου, θαυματουργού ετούτου τόπου.
Στοχάστηκα τα περασμένα και τ' αλλοτινά. Και είδα ζωγραφιά τον κόσμο στον ορίζοντα του νου. Έγραψα για την Τριχωνίδα, για την "Πολιτεία του νερού", το ηρωικό μας Μεσολόγγι, και τον πανέμορφο Έπαχτο, τη Ναύπακτο με την πανάρχαιη ιστορία και τη μεγάλη ναυμαχία που ταυτίστηκε με το όνομά της και τη δόξα της. Δέκα χρόνια με απασχόλησε η "Η πολιτεία του νερού" με τις πέντε χειρόγραφες αντιγραφές. Κι άλλα τόσα η Ναύπακτος, ο Ινεμπαχτές... για να γραφτεί το χρονικό της πολιορκίας του Λεπάντο με τίτλο "Η ερωμένη του Αλί Αμπά".
Αυτός ο ωραίος τόπος μας, ο ανεπανάληπτος, ο αδιαπραγμάτευτος, στις φυσικές, στις μυθικές, στις ιστορικές και στις πνευματικές του διαστάσεις με ενδυναμώνει μέσα μου και συντηρεί τα οράματά μου.
Φορτίο λύπης "ευάγκαλον" η μνήμη: ο μόχθος, η γέψη της πικρής ελιάς και του καπνού η πικρή ανασαιμιά, της λίμνης το φρικίασμα στο ξαφνικό αυγουστιάτικο ανεμοβρόχι. Κι εκείνο το ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι! Οι διψασμένοι θάμνοι, οι αμπελώνες, η ευωδιά της γης της Αιτωλίας όταν τρεμίζει στον Αράκυνθο το δειλινό και σκιάζει των τριχώνιων υδάτων τη στιλπνή επιφάνεια. Κι απ' τον ορθόστηθο πύργο του αρχαίου Βουκατίου κι ώς πέρα στ' Ακαρνανικά βουνά ο ήλιος καμακώνει τον καιρό και συναρμόζει τους πανάρχαιους μύθους με την ιστορία, γράφει πάνω στην πέτρα την καυτή μοίρα του ανθρώπου.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς "ένα ταξίδι", μια πρόσκαιρη φυγή/διαφυγή απ' την ανυπαρξία είναι η ζωή. Μια απόδραση απ' το διηνεκές του σκότους προς το φως. Κι αυτή είναι η τραγωδία. Γι' αυτό πασχίζουμε ν' αφήσουμε ένα ίχνος απ' το πέρασμά μας για την όποια μας αιωνιότητα.
Κι εγώ, μια ζωή ταξιδεμένη αταξίδευτη, γυρίζω εκεί που με παρασέρνουν οι μνήμες μου. "Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα". Ό, τι έχει περισσέψει από τα χρόνια της παιδικής και της εφηβικής μου ηλικίας: ήχοι, φωνές παιδιών, λαλιές πουλιών, φωλιές χελιδονιών, ευωδιές και χρώματα, κελαρύσματα ρυακιών και μινιρίσματα πουλιών χειμαζομένων. Χώματα και αρώματα φύλλων κι αναβρύσματα παρθενικών πηγών. Πνοές ζεφύρου κι αλυχτίσματα βοριάδων, λαμπηδόνες του ηλιογέρματος. Η χάση και η γέμιση του φεγγαριού. Των μελισσών το γόνεμα κι ο βόμβος του μεσημεριού, ο αγώνας τους ο ατελεύτητος των εργατριών για τη σοδειά, για το κερί και για το μέλι. Οι υπομονετικές στρατιές των μυρμηγκιών στο μεροκάματο του μόχθου και του τρόμου. Οι στάλες της βροχούλας στον εξώστη μας και στη σκεπή. Το τρυφερό τιτίβισμα της παλινοστούσας χελιδόνας και το τρελό φτερούγισμα του χαρούμενου συντρόφου της γύρω από την παλιά ή τη νεόδμητη φωλιά με τα μικρά τους τα πουλιά. Όλες οι διαδικασίες που συντηρούν τη ζωή: το ζευγάρωμα των ζωντανών, η γέννηση, το μεγάλωμα, ο θάνατος...Αυτός ο κόσμος ο απλός, ο μικρός ο μέγας είναι αποθησαυρισμένος μέσα μου. Κι ό, τι αξιώθηκα να χαράξω και να αποτυπώνω στο χαρτί είναι τα μυστικά απλά φανερώματά του.
Όπου και να πορευτώ είμαι δέσμια του αυγινού φωτός. Όπου και να ταξιδέψω η ιδιαίτερη πατρίδα μου μ' ακολουθεί. Κυρίως ο χώρος που ορίζουν οι δυο μεγάλοι μυθικοί ποταμοί/θεοί ζωοδότες του νομού μας, ο Αχελώος και ο Εύηνος. Αισθάνομαι πως είμαι γεμάτη από τον κόσμο που με περιβάλλει, το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον. Και συγχρόνως πως είμαι ένα απειροελάχιστο μόριό του. Κι αν κατάφερα κάτι, "ουκ εξ εμού, Θεού το δώρον. Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον εκ του πατρός των φώτων". Απλά μιλούν στην ψυχή μου τα βιώματά μου και τα καθημερινά πράγματα. Με συγκινεί η ομορφιά και η τραγικότητα. Δέχομαι τα ερεθίσματα από το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον, συνήθως δοξαριές που αφήνουνε πληγές απούλωτες, πληγές αιμορροούσες. Κι αυτές πασχίζω να επουλώσω με επιδέσμους ουτοπίας, στίχους και κείμενα πεζά. Πίσω και πέρα από τα βουνά των θλίψεων, μακριά από την ασχήμια, την υποκρισία, το φθόνο, την αλαζονία και τη μιζέρια, υπάρχει ο κόσμος του καλού και του αγαθού. Υπάρχει χώρος για όλους. Υπάρχει αγάπη για όλα. Υπάρχει η ποίηση των απλών πραγμάτων, που είναι η ουσία και το περιεχόμενο της ζωής.
Αυτά που έχω συναθροίσει με μόχθο κι αγωνία στις αποσκευές μου από τότε που εννόησα τον κόσμο ίσαμε τώρα, από το βιωμένο χρόνο κι αποθησαυρισμένο μέσα μου κόσμο, αν βρίσκουν αποδέκτες, αν αγγίζουν κι άλλους σ' αυτό το τρελό πάρε δώσε της ζωής, είναι κάτι σημαντικό, από αυτή την άποψη. Σημαίνει ό,τι υπάρχει διάλογος, επικοινωνία και κοινωνία με το περιβάλλον. Τα όποια οράματά μου είναι γήινα. Και ταπεινά τα έργα που έχω κάμει. Μου αρκεί αυτό που βγαίνει απ' την ψυχή και την καρδιά μου με αγάπη. Και δεν είναι παρά:
Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο...
Είδα τη μάνα, "Πούλια με τα εφτά παιδιά", να γεννάει, να γνέθει, να στρίβει μαζί με το μαλλί για τα προικιά τις έγνοιες της μαγνάδι ατέλειωτο, να θάβει, να παντρεύει, να ιδροκοπάει στο όργωμα και στη σπορά, στο θέρο, στο αλώνισμα, στον άγριο παιδεμό της με τη γη για το ψωμί.
Έπαιξα με τα χώματα, με τα νερά και με το φως του φεγγαριού, με τα γατιά, με τα σκυλιά. Και στις ασέληνες νυχτιές βγαίναμε στ' αλώνι για κρυφτούλι ή τρέχαμε πίσω από τις κωλοφωτιές να πιάσουμε το πετούμενο φωσάκι και να το κρύψουμε σαν λάφυρο μοναδικό στην ανίδεή μας χούφτα...
Ανέβηκα στην καρυδιά και στη φτελιά. Χτίσαμε σπιτάκια με πετρίτσες κάτω απ' την κρανιά μας με τον αδερφό μου, το Σπύρο Τσικριτέα. Ο αδερφός μου, στη σκληρή μας εφηβεία έκανε στίχους τα μηνύματα που έπαιρνε από τον κόσμο γύρω του που υπάρχουν σε ρυτιδωμένα χειρόγραφα χρεώγραφα. Ζέψαμε μαζί τις γάτες να οργώσουμε τη χέρσα γη. Πόλεμος ήτανε τότε, είμαστε κατοχικά παιδιά, σχολειό δεν είχαμε, έπρεπε κάτι να κάνουμε κι εμείς! Και σκεφτήκαμε τις γάτες μας τις αλανιάρες για να μη μένουνε ανωφέλεφτες κι άεργες κι αυτές όπως κι εμείς...
Έζησα τα παιδικά μου χρόνια στο ύπαιθρο κι ήρθα σ' επαφή με τα απλά, καθημερινά πράγματα. Κι έχω πάντα στο νου μου τα χρόνια που είναι δεμένα με την ιδιαίτερη πατρίδα μου, τον τόπο μας. Κι εδώ ανατρέχω κάθε φορά να συμμαζεύω τις απούσες μου στιγμές, τα πρόσωπα εκείνων που θα ξαναζωντανέψουν τον καιρό με τον παλμό μιας άλλης εποχής, τα "χρόνια της αθωότητας", την πρώτη ποίηση το μυστήριο, που είναι η Πρώτη Ανάγνωση του κόσμου και η Γραφή η Πρώτη, που δεν την έχω κατακτήσει ίσαμε τώρα.
Ύστερα ήρθαν χρόνια δίσεκτα, καταραμένα χρόνια. Είδα το χάρο με τα μάτια μου. Είδα τον άνθρωπο θηρίο, θύτη αδίστακτο και θύμα, περήφανο σταυρούμενο και άγριο σταυρωτή, μέσα στο τραγικό μεγαλείο της θηριωδίας και της αδελφοκτόνου μάνητας. Και τρόμαξα...
Κοιμηθήκαμε στο λόγγο έξι κι ένα στην κοιλιά παιδιά η μάνα κι ο πατέρας στα Ακαρνανικά βουνά κάνοντας τη δική του Αντίσταση...
Και πάλι αλλάξαν οι καιροί, ήρθαν καλύτεροι ή χειρότεροι, δεν ξέρω. Το καθετί έχει και το αντίθετό του. Ξημερωθήκαμε στην Παραβόλα, πρόσφυγες άστεγοι μέσα στον ίδιο μας τον τόπο, μέσα στο ίδιο μας το σώμα. Έζησα τα εφηβικά μου χρόνια πλάι στη σμαραγδένια Τριχωνίδα "θάλασσα", που απλώνεται νωχελικά ίσαμε κει που φτάνει το μάτι σου και δεσπόζει στον κατάφυτο από ελιές και περιβόλια κάμπο του Αγρινίου, που τον ορίζουν τα περήφανα Ακαρνανικά βουνά κι ο θρυλικός Ζυγός, ο Αράκυνθος, το καταφύγιο όσων πρόλαβαν να φτάσουν ώς τον Άι Συμιό, απ' το κατακαημένο Μεσολόγγι των "Ελεύθερων Πολιορκημένων", κατάφυτος από οξιές και καστανόδεντρα. Στα μέρη μας γυρίζω νοσταλγός, προσκυνητής και "πειρατής", να πάρω ό, τι απομένει ακόμα εκεί από τον καιρό που η Μεγάλη Μητέρα, η Φύση ήταν απλόχερη. Να στοχαστώ, να ονειρευτώ και ν' ανταμώσω εκεί τους ήρωές μου: μορφές μαραγκιασμένες απ' τη στέρηση, μορφές ξερακιανές, φρυγμένες απ' την κάψα του καλοκαιριού κι από τις ανελέητες βαρυχειμωνιές. Ψυχές αγέρωχες, βουνήσιες, ψυχές ζωγραφημένες απ' τον ήλιο στο γρανίτη. Πασχίζω να τους δώσω διαστάσεις όπως σε όνειρο.
Ταξιδεύω πάντα αντίστροφα προς τη ροή του χρόνου στα παρωχημένα τοπία της μνήμης, σε καιρούς αναμάρτητους, σε κόσμους μαγικούς που σημάδεψαν τη ζωή μου. Εκεί όπου έπαιζα κι έχτιζα το δικό μου κόσμο και στα μέτρα μου, ας είναι και στα μεσοδιαστήματα των πολέμων, των χαλασμών, του εμφυλίου, του ξεριζωμού, της προσφυγιάς.
Κάθομαι στον εξώστη του σπιτιού μας κι αγναντεύω το Παλιόκαστρο, τον κάμπο και την Τριχωνίδα. Από κει αρχίζει ο μεγάλος πόνος, ο μεγάλος χρόνος, ο μεγάλος νόστος. Εκεί είναι η αρχή και το τέλος σύμπαντος του δικού μου κόσμου: οι μύθοι, οι θρύλοι, η ζωντανή ιστορία του αιματοπότιστου, θαυματουργού ετούτου τόπου.
Στοχάστηκα τα περασμένα και τ' αλλοτινά. Και είδα ζωγραφιά τον κόσμο στον ορίζοντα του νου. Έγραψα για την Τριχωνίδα, για την "Πολιτεία του νερού", το ηρωικό μας Μεσολόγγι, και τον πανέμορφο Έπαχτο, τη Ναύπακτο με την πανάρχαιη ιστορία και τη μεγάλη ναυμαχία που ταυτίστηκε με το όνομά της και τη δόξα της. Δέκα χρόνια με απασχόλησε η "Η πολιτεία του νερού" με τις πέντε χειρόγραφες αντιγραφές. Κι άλλα τόσα η Ναύπακτος, ο Ινεμπαχτές... για να γραφτεί το χρονικό της πολιορκίας του Λεπάντο με τίτλο "Η ερωμένη του Αλί Αμπά".
Αυτός ο ωραίος τόπος μας, ο ανεπανάληπτος, ο αδιαπραγμάτευτος, στις φυσικές, στις μυθικές, στις ιστορικές και στις πνευματικές του διαστάσεις με ενδυναμώνει μέσα μου και συντηρεί τα οράματά μου.
Φορτίο λύπης "ευάγκαλον" η μνήμη: ο μόχθος, η γέψη της πικρής ελιάς και του καπνού η πικρή ανασαιμιά, της λίμνης το φρικίασμα στο ξαφνικό αυγουστιάτικο ανεμοβρόχι. Κι εκείνο το ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι! Οι διψασμένοι θάμνοι, οι αμπελώνες, η ευωδιά της γης της Αιτωλίας όταν τρεμίζει στον Αράκυνθο το δειλινό και σκιάζει των τριχώνιων υδάτων τη στιλπνή επιφάνεια. Κι απ' τον ορθόστηθο πύργο του αρχαίου Βουκατίου κι ώς πέρα στ' Ακαρνανικά βουνά ο ήλιος καμακώνει τον καιρό και συναρμόζει τους πανάρχαιους μύθους με την ιστορία, γράφει πάνω στην πέτρα την καυτή μοίρα του ανθρώπου.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς "ένα ταξίδι", μια πρόσκαιρη φυγή/διαφυγή απ' την ανυπαρξία είναι η ζωή. Μια απόδραση απ' το διηνεκές του σκότους προς το φως. Κι αυτή είναι η τραγωδία. Γι' αυτό πασχίζουμε ν' αφήσουμε ένα ίχνος απ' το πέρασμά μας για την όποια μας αιωνιότητα.
Κι εγώ, μια ζωή ταξιδεμένη αταξίδευτη, γυρίζω εκεί που με παρασέρνουν οι μνήμες μου. "Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα". Ό, τι έχει περισσέψει από τα χρόνια της παιδικής και της εφηβικής μου ηλικίας: ήχοι, φωνές παιδιών, λαλιές πουλιών, φωλιές χελιδονιών, ευωδιές και χρώματα, κελαρύσματα ρυακιών και μινιρίσματα πουλιών χειμαζομένων. Χώματα και αρώματα φύλλων κι αναβρύσματα παρθενικών πηγών. Πνοές ζεφύρου κι αλυχτίσματα βοριάδων, λαμπηδόνες του ηλιογέρματος. Η χάση και η γέμιση του φεγγαριού. Των μελισσών το γόνεμα κι ο βόμβος του μεσημεριού, ο αγώνας τους ο ατελεύτητος των εργατριών για τη σοδειά, για το κερί και για το μέλι. Οι υπομονετικές στρατιές των μυρμηγκιών στο μεροκάματο του μόχθου και του τρόμου. Οι στάλες της βροχούλας στον εξώστη μας και στη σκεπή. Το τρυφερό τιτίβισμα της παλινοστούσας χελιδόνας και το τρελό φτερούγισμα του χαρούμενου συντρόφου της γύρω από την παλιά ή τη νεόδμητη φωλιά με τα μικρά τους τα πουλιά. Όλες οι διαδικασίες που συντηρούν τη ζωή: το ζευγάρωμα των ζωντανών, η γέννηση, το μεγάλωμα, ο θάνατος...Αυτός ο κόσμος ο απλός, ο μικρός ο μέγας είναι αποθησαυρισμένος μέσα μου. Κι ό, τι αξιώθηκα να χαράξω και να αποτυπώνω στο χαρτί είναι τα μυστικά απλά φανερώματά του.
Όπου και να πορευτώ είμαι δέσμια του αυγινού φωτός. Όπου και να ταξιδέψω η ιδιαίτερη πατρίδα μου μ' ακολουθεί. Κυρίως ο χώρος που ορίζουν οι δυο μεγάλοι μυθικοί ποταμοί/θεοί ζωοδότες του νομού μας, ο Αχελώος και ο Εύηνος. Αισθάνομαι πως είμαι γεμάτη από τον κόσμο που με περιβάλλει, το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον. Και συγχρόνως πως είμαι ένα απειροελάχιστο μόριό του. Κι αν κατάφερα κάτι, "ουκ εξ εμού, Θεού το δώρον. Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον εκ του πατρός των φώτων". Απλά μιλούν στην ψυχή μου τα βιώματά μου και τα καθημερινά πράγματα. Με συγκινεί η ομορφιά και η τραγικότητα. Δέχομαι τα ερεθίσματα από το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον, συνήθως δοξαριές που αφήνουνε πληγές απούλωτες, πληγές αιμορροούσες. Κι αυτές πασχίζω να επουλώσω με επιδέσμους ουτοπίας, στίχους και κείμενα πεζά. Πίσω και πέρα από τα βουνά των θλίψεων, μακριά από την ασχήμια, την υποκρισία, το φθόνο, την αλαζονία και τη μιζέρια, υπάρχει ο κόσμος του καλού και του αγαθού. Υπάρχει χώρος για όλους. Υπάρχει αγάπη για όλα. Υπάρχει η ποίηση των απλών πραγμάτων, που είναι η ουσία και το περιεχόμενο της ζωής.
Αυτά που έχω συναθροίσει με μόχθο κι αγωνία στις αποσκευές μου από τότε που εννόησα τον κόσμο ίσαμε τώρα, από το βιωμένο χρόνο κι αποθησαυρισμένο μέσα μου κόσμο, αν βρίσκουν αποδέκτες, αν αγγίζουν κι άλλους σ' αυτό το τρελό πάρε δώσε της ζωής, είναι κάτι σημαντικό, από αυτή την άποψη. Σημαίνει ό,τι υπάρχει διάλογος, επικοινωνία και κοινωνία με το περιβάλλον. Τα όποια οράματά μου είναι γήινα. Και ταπεινά τα έργα που έχω κάμει. Μου αρκεί αυτό που βγαίνει απ' την ψυχή και την καρδιά μου με αγάπη. Και δεν είναι παρά:
Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο...
Published on May 16, 2010 13:44
No comments have been added yet.


