Τί απέγινε το Τραγούδι του Χρόνου;
[image error]
11 χρόνια γράφω την ίδια ιστορία. Αυτή με τα Χριστούγεννα, τον Χρόνο και τα δυο παιδιά. Θα μπορούσα να έχω γράψει άλλα πράγματα, περισσότερο επιτυχημένα και τουλάχιστον συνεπή. Και όπως έγινε παλιότερα με τον Ονειροβάτη και αργότερα με το Irish Bastard και το Ταξίδι του Βάρδου, να πετούσα από πάνω μου το φορτίο μιας δουλειάς που ολοκληρώθηκε, δίνοντας συνέχεια στην επόμενη. Δημιουργοί είμαστε, πρέπει να δημιουργούμε.
Αλλά αυτή η ιστορία η εντεκάχρονη (που σίγουρα είναι παραπάνω από δεκάχρονη μιας και προηγούμενες εκδοχές της είχαν ξεκινήσει από το 2006) έχει κάτι. Δεν ξέρω τι. Πολλές φορές ευχόμουν να μην την είχα ξεκινήσει ποτέ, πόσο μάλλον να μπω στη διαδικασία της έκδοσης. Βλέπετε, στο μυαλό ενός ελαφρόμυαλου 25χρονου συγγραφέα της προηγούμενης δεκαετίας, τα πράγματα φαντάζουν κάπως έτσι: πρώτο βιβλίο, δεύτερο βιβλίο, τρίτο βιβλίο, μετάφραση στο εξωτερικό, κινηματογραφική μεταφορά και ελληνοαμερικάνικα όνειρα του κώλου καποιας Αγγλίδας σταχτοπούτας.
Ναι καλά… Οι ήρωες μου δεν έγιναν κουκλάκια στο Athenscon. Σάπισαν σε ένα βιβλιοπωλείο που βάρεσε κανόνι λόγω κρίσης. Κρίσης οικονομικής. Κρίσης πολιτισμικής. Κρίσης ταυτότητας. Κρίσης πανικού. Κρίσης γενικά.
Και εγώ συνέχισα. Επέμεινα και συνέχισα να γράφω τα επόμενα κομμάτια αυτής της μεγάλης ιστορίας. Που όταν την άρχισα ήμουν ελεύθερος. Και τώρα έχω μια κόρη που έφτασε στην ηλικία της πρωταγωνίστριας και την ξεπέρασε. Μα κανείς δεν έμαθε την Φωτεινή. Ούτε και τον Λουκά. Ούτε τον Τόμας, τον Νούριελ, τον Λέιλακ και τους υπόλοιπους της παρέας.
Αγαπώ την ίδια γυναίκα 15 χρόνια. Ακούω τα ίδια τραγούδια 20 χρόνια. Σκέφτομαι και κάνω τις ίδιες μαλακίες 25 χρόνια. Και όλα αυτά με το ίδιο πάθος. Αλλά γιατί;
Γιατί άραγε; Γιατί μένουμε αγκυροβολημένοι κάπου ενώ όλα γύρω μας αλλάζουν και προχωρούν;
Επειδή δεν μπορούμε να τα αποχωριστούμε. Όχι, δεν μπορούμε. Ούτε και θέλουμε. Τα αγαπάμε. Κι ας μας λένε πως κάποτε θα τα βαρεθούμε.
«Από μόνος σου θα κόψεις τα μαλλιά. Από μόνος σου θα πάψεις να ακούς μέταλ. Θα ωριμάσεις. Θα μεγαλώσεις»
Γιατί γράφουμε περιπέτειες; Γιατί χανόμαστε σε άγνωστους κόσμους; Γιατί χάνουμε το χρόνο μας σε ένα επάγγελμα που είναι από την αρχή καταδικασμένο;
Είναι το repeat. Αυτό το «πάλι!» που σου λέει στο αμάξι το παιδί όταν τελειώνει το αγαπημένο του τραγούδι. Τα ατέλειωτα καλοκαίρια, οι Παρασκευές, τα Χριστούγεννα των παιδικών μας χρόνων.
10 χρόνια στη Νοέλα δεν είναι πολλά. Είναι λίγα δευτερόλεπτα.
Άσε το Χρόνο να βιάζεται. Έτσι κι αλλιώς πάντα τελευταίοι θα ερχόμαστε.
«Καπετάνιε; Έχει κι άλλο δωμάτιο μετά από αυτό;»
«Μη σκέφτεσαι το παρακάτω. Θα γεράσεις γρήγορα, μικρέ.»
Γιώργος Χατζηκυριάκος


