Κάποτε στη Γυνατού

Περάσαμε μία μία τις στεφανές(2) του βουνού, μέχρι που φτάσαμε στην κυλίστρα, ένα ελάχιστο κομμάτι δρόμου, χωμάτινο δίχως σταθερά πατήματα και τον γκρεμνό να χάσκει από κάτω μας. Όλοι μας σοβαρέψαμε, τα στόματα έκλεισαν, εμπιστευτήκαμε μόνο τα τέσσερα πόδια του ζώου μας, τα οποία από ένστικτο ήξεραν, πως να μας περάσουν με ασφάλεια. Από κει, πιάσαμε την κατηφόρα, περάσαμε το ρέμα, όπου ακόμα διακρίνονταν τα ερείπια κάποιων παλιών κατοικιών, τις οποίες η θαμνώδης βλάστηση της περιοχής, τα εξαφάνιζε σιγά σιγά. Και μετά από λίγο, ο δρόμος γινόταν πιο ομαλός, μέχρι που φτάσαμε στο στάβλο του Σταυράκη. Αυτός, μαζί με τη γυναίκα και τις κόρες του, έμενε μόνο, για να διαφεντεύει όλους τους γύρω βοσκότοπους. Σε ελάχιστα λεπτά, φτάσαμε στη μοναδική πηγή της περιοχής, το Ητσάλλι, σταματήσαμε ίσα ίσα για να ξεδιψάσουν τα ζώα και να συμπληρώσουμε με νερό τα παγούρια μας. Όταν φτάσαμε στην επόμενη στροφή του δρόμου, κάτω αντικρίσαμε το εκκλησάκι της Παναγίας της Γυνατούς, κάτασπρο, με τη μικρή του αυλή. Στη πλαγιά, πιο ψηλά, υπήρχε μια ελιά στην οποία κρεμόταν η καμπάνα και πίσω της η περίφημη “Κούφη”, ένα μονόχωρο κτίσμα στο οποίο μπορούσαν να κοιμηθούν το βράδυ, κατάχαμα, κάποιοι από τους λίγους προσκυνητές. Κατεβήκαμε με τα ζώα μας, κατευθυνθήκαμε προς το ρέμα, ξεκαβαλικέψαμε, τα δέσαμε καλά για να μην μας φύγουν, τους δώσαμε το σανό που είχαμε φέρει μαζί, πήραμε τα πράγματα μας, πήραμε μαζί μας και τα σχοινιά για το φόρτωμα μην μας τα κλέψουν και κατευθυνθήκαμε προς το εκκλησάκι.

Εκεί και ο Σταυράκης, θηριώδης, χαμογελαστός, χαρούμενος που εκείνη τη βραδιά χανόταν επιτέλους η ατέλειωτη ησυχία που σκέπαζε όλο το χρόνο την περιοχή. Στις γύρω πλαγιές θα αντιλαλούσαν οι φωνές μας και τα γέλια μας, ο ήχος της λύρας και οι μαντινάδες. Οι κουτάλες ήδη κτυπούσαν στα καζάνια που ετοίμαζαν το φαγητό και το κτύπημα της καμπάνας επιτέλους, θα σήμαινε την ώρα για τον εσπερινό. Ήταν ο οικοδεσπότης μας, ο οποίος όμως διακριτικά χανόταν πίσω απ΄ όλους τους άλλους, τον έφτανε που μας έβλεπε εκεί στη χάρη της χαμένης στη μοναξιά, συντρόφισσας του, της Παναγίας της Γυνατού. Με το σκοτείνιασμα έφτασε κι ο παπάς, ο οποίος περίμενε να πέσει η κάψα της ημέρας για να ξεκινήσει από το χωριό, μιας και πάντα τη διαδρομή την έκανε με τα πόδια. Τότε άναβαν τα λουξ(5), ο χώρος φωτιζόταν σαν να ΄ταν ημέρα, εκτός από το εκκλησάκι μέσα, όπου το μόνο φως που επιτρεπόταν ήταν αυτό από τα κεριά και το καντήλι. Ο εσπερινός άρχισε, κάπως ησυχάσαμε, μα όλοι μας βιαζόμασταν να τελειώσει, μιας κι αυτό που μας ένοιαζε περισσότερο ήταν να σερβιριστεί το φαγητό, που μαγειρευόταν στην άκρη της αυλής και το οποίο από ώρα μας έσπαγε τη μύτη. Κατσικάκι κοκκινιστό με πιλάφι. Και μόνο γι αυτό το πιάτο άξιζε ο κόπος να βρεθείς εκεί. Συγχρόνως ακούστηκαν και οι πρώτες δοξαριές και στον τόπο απλώθηκε η γλυκιά μελωδία της λύρας. Νόμιζες ότι το όργανο αυτό ήταν φτιαγμένο ειδικά για κάτι τέτοιες βραδιές. Τα πατήματα στο όργανο ακολουθούσαν τους αιώνες και έφταναν ως εμάς, που παρακολουθούσαμε μην έχοντας την άδεια να σταθούμε δίπλα στους γλεντιστάδες του χωριού. Οι μαντινάδες τους μιλούσαν για όλα όσα απασχολούσαν τους ανθρώπους τότε. Τα μικρά για μας που κρατούσαμε τις αποστάσεις από τις παραδόσεις μα τα πολύ μεγάλα για εκείνους τους απλούς ανθρώπους, που είχαν χορτάσει από όνειρα και βιοπάλη. Αργά, μετά τα μεσάνυχτα, σιγά σιγά όλοι πήγαμε για ύπνο. Στην Κούφη οι μεγαλύτεροι, οι γυναίκες είχαν καταλάβει το εσωτερικό του ναΐσκου και εμείς, οι νεολαίοι προσπαθούσαμε να βολευτούμε στις αυτοσχέδιες καλύβες μας. Με το ένα μάτι ανοιχτό λαγοκοιμόμασταν, τυλιγμένοι μέσα στις κουβέρτες, προσπαθώντας να γλυτώσουμε από την αφόρητη υγρασία της περιοχής και το “πούδιασμα”. Ο ύπνος μας πήρε ελάχιστες ώρες πριν το χάραμα, όταν πια όλοι είχαν ησυχάσει από την ολονύχτια προσπάθεια των πιο τολμηρών, να βρουν κάποιον, που μην αντέχοντας την κούραση της ημέρας τον είχε πάρει ο ύπνος κι έτσι να μπορέσουν να του δέσουν τα πόδια και να τον σύρουν, τρομάζοντας τον στον ύπνο, μέσα σε γέλια από τη μία και βρισίδια από την άλλη. Ξυπνήσαμε μην έχοντας προλάβει καλά καλά να ξεκουραστούμε, με τον ήχο της καμπάνας που κτυπούσε ο παπάς για την πρωινή λειτουργία. Σηκωθήκαμε με δυσκολία, μαζέψαμε τα πράγματα μας, πήγαμε να δούμε αν το ζωντανό μας ήταν στη θέση που τα αφήσαμε την προηγούμενη, το φορτώσαμε και το φέραμε πιο κοντά, προς το εκκλησάκι. Μέχρι να τα κάνουμε αυτά, η λειτουργία τελείωνε, ίσα που προλάβαμε το Ευαγγέλιο. Με το “Δι' ευχών των Αγίων” και το μοίρασμα του άρτου, εγκαταλείψαμε το χώρο με τη σιγουριά ότι και του χρόνου θα ήμασταν και πάλι εκεί. Και πράγματι, ήμουν πιστός στο ετήσιο προσκύνημα στη Γυνατού μέχρι που έφυγα για φοιτητής. Εκείνη τη χρονιά, με ένα καλοκαίρι που το θυμάμαι ακόμα, γεμάτο αγωνία περιμένοντας τα αποτελέσματα εισαγωγής στις σχολές, τα οποία έβγαιναν αργά, μέσα στον Οκτώβριο, έμεινα πίσω, δεν ακολούθησα τη συντροφιά μου. Επίτηδες έμεινα πίσω για να έχω τη ησυχία μου και να μπορέσω να φωτογραφήσω το τοπίο με το πρωινό φως. Κρατούσα στα χέρια μου, τη φωτογραφική μηχανή του πατέρα μου την οποία είχα οικειοπηθεί από πολύ νωρίς, μια γερμανική Agfa της δεκαετίας του 50 και άφησα το ζώο να με οδηγήσει πίσω στο χωριό, σίγουρος ότι θα έβρισκε τα χθεσινά του χνάρια. Μα δεν έγινε έτσι. Πολύ γρήγορα ξεστράτισε και μέχρι να το καταλάβω, βρέθηκα να περιπλανιέμαι στη δυτική πλευρά του βουνού. Η θάλασσα φαινόταν βαθιά κάτω, εγώ όμως κανονικά, δεν θα έπρεπε να τη βλέπω. Ξεπέζεψα, προσπάθησα να διακρίνω το δρόμο, που με είχε φέρει μέχρις εκεί αλλά ο τόπος ήταν γεμάτος στενούς κατσικόδρομους, που όλοι μου φαίνονταν γνώριμοι. Ακολούθησα κάποιον με έβγαλε σε αδιέξοδο. Έπιασα έναν δεύτερο τίποτα. Έναν τρίτο, και πάλι αδιέξοδο. Σταμάτησα. Παρατήρησα το μέρος όσο καλύτερα μπορούσα. Γρήγορα κατάλαβα ότι ουσιαστικά είχα χαθεί, σίγουρα βρισκόμουν κοντά στο μονοπάτι, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω κάποιο σημάδι που θα με οδηγούσε προς αυτό. Όλη η πλαγιά με τα διάσπαρτα, κυρτωμένα από τον αέρα πεύκα, δίχως κανένα ίχνος ανθρώπινης παρέμβασης μου ήταν τελείως άγνωστη. Στάθηκα, μελετώντας ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση μου, με αγωνία και φόβο μαζί, μέχρι που μια φωνή, γυναικεία φωνή, ακούστηκε για να με κατευθύνει προς τη σωστή κατεύθυνση. Σε ελάχιστα λεπτά είχα ξαναβρεί το μονοπάτι, το ακολούθησα μέχρι το χωριό, μην τολμώντας να αφήσω την προσοχή μου από το δρόμο που ακολουθούσε ο γάιδαρός μας. Δεν ήμασταν πολλοί στην περιοχή, εκείνη την ημέρα. Καμιά από τις λίγες γυναίκες του χωριού, που ήταν εκεί, δεν ήξερε τίποτα. Οι μεγαλύτεροι, με απόλυτη σιγουριά, θεώρησαν ότι η Παναγία έκανε ένα ακόμα από τα θαύματα της. Όσο για μένα, δεν έχω απάντηση. Θα μου άρεσε όμως, να ήταν η Παναγία. Η οποία μας ακολούθησε, ευχαριστημένη που για ένα βράδυ ήμασταν στο σπίτι της, που την θυμηθήκαμε, της κάναμε παρέα, ζωντανέψαμε την περιοχή των προγόνων μας. Μας ακολούθησε λυπημένη που την αφήναμε και πάλι μόνη, στο έρημο βουνό στο οποίο ακόμα και οι κυνηγοί με δυσκολία έφταναν, ως την επόμενη χρονιά. Ή μήπως ήταν εκείνη η πριγκιποπούλα της περιοχής, που με τα μαλλιά ξέπλεκα στους ώμους της, αλλαφροΐσκιωτη από κάποιον χαμένο έρωτα, έτρεχε στις γύρω πλαγιές, μέχρις που με συνάντησε και αποφάσισε να με γλυτώσει από την ταλαιπωρία.
.........................................................................................................................Γρήγορα όλα άλλαξαν. Τα μονοπάτια χάθηκαν και έγιναν αυτοκινητόδρομοι. Τι έγκλημα κι αυτό; Στη χάρη της Παναγίας, μαζεύεται πια τόσος κόσμος, που οι επίτροποι της εκκλησίας μεγάλωσαν την αυλή, γκρέμισαν την Κούφη, έφτιαξαν πλατείες για να παρκάρουν τα αυτοκίνητα, έφεραν γεννήτριες για να φωτιστεί ο χώρος, έφεραν και ενισχυτές που σκληραίνουν τον ήχο των οργάνων. Και η Δημοτική αρχή του νησιού, ανιστόρητη ως συνήθως, λίγα μέτρα πιο πέρα από το προσκύνημα του χωριού μας, τοποθετεί τον σκουπιδότοπο του νησιού. Τον οποίο επιπλέον αφήνει στην μοίρα του, αδιαφορώντας για τα κάθε είδους απορρίμματα, που βρομίζουν όλη την περιοχή.Πρόοδο το λένε αυτό σήμερα, άλλοι πιο συγκαταβατικοί τα θεωρούν όλα αυτά αναγκαίο κακό, κάποιοι άλλοι πιο ρομαντικοί, όπως του ελλόγου μου, πάντα θα αναρωτιούνται αν ήταν αναγκαία όλα αυτά; Κι εγώ; Νοσταλγώ εκείνα τα χρόνια, τυχερή τη γενιά μου, που τα έζησε, χρόνια διαφορετικά... μα εκείνο που κυρίως νοσταλγώ είναι τα νιάτα μας και την ανεμελιά μας. Ωραία χρόνια!
(1) σιδερένιο παλούκι, με ένα κρίκο το οποίο κάρφωναν στη γη για να δέσουν το σχοινί που κρατούσε το ζώο
(2) οι απόκρημνες πλαγιές του βουνού
(3) βρυκόλακας
(4) μικρό ραδιόφωνο της εποχής
(5) ισχυρό φωτιστικό που έκαιγε πετρέλαιο σε πίεση
Published on October 07, 2018 09:44
No comments have been added yet.