Νέες Οδηγίες #162 Η Επεισοδιακή Αυτοκτονία του Λογοτέχνη Μαζούκι Κανεπάκο


 








Σούρουπο. Ο μικρόσωμος νεαρός άντρας αφήνει το ποδήλατό του να ακουμπήσει στον μαντρότοιχο. Περπατάει προσεκτικά προς ένα φτωχικό σπίτι με τα χέρια κλειστά μπροστά στο στήθος. Φοράει ένα μακρύ πανωφόρι, μπεζ, με μεγάλα κουμπιά μπροστά και μεγάλους τριγωνικούς γιακάδες που πέφτουν συμμετρικά στους ώμους του. Αυτό το ρούχο καθόλου δεν ταιριάζει στην εμφάνισή του, καθώς ο ίδιος έχει πολύ λευκό ως κιτρινωπό δέρμα, μικρά, σχιστά μάτια και μαύρα εβένινου χρώματος μαλλιά, εντελώς ίσια, με μήκος περίπου δέκα εκατοστά. Αρνιέται να φοράει γυαλιά, παρόλο που έχει μυωπία. Πατάει ένα κλαράκι που τσακράει και κάνει θόρυβο. Θυμωμένος κλωτσάει ολόκληρο το κλαδί και το εκσφενδονίζει στον ξύλινο τοίχο του σπιτιού.

«Μαζούκι μου!» Φωνάζει μια γριά που ξεμύτησε από το παράθυρο ακούγοντας τον δυνατό κρότο. «Ήρθες! Σου ανοίγω την πόρτα τώρα! Έφτιαξα μίσου!»
Ο νεαρός άντρας κοντοστέκεται και κοιτάει προς τα κάτω τη μάνα του που τον αγκαλιάζει με το κεφάλι στα σταυρωμένα του χέρια.
«Διψάω.»
Είναι ο Μαζούκι Κανεπάκο, ο Ιάπωνας λογοτέχνης που δεν έχει εκδόσει ακόμη τίποτα από όσα έχει γράψει, εκτός από μια μικρή αυτοέκδοση με χάικου. Έβγαλε εκατό μόνο αντίτυπα, όσα άντεχε η τσέπη του, καθώς είναι άνεργος εδώ και είκοσι μήνες. Δεν έδωσε ούτε ένα από τα αντίτυπα στη μάνα του. Για να είμαστε ακριβείς, της προσέφερε ένα, αλλά αυτή το αρνήθηκε και του είπε καλύτερα θα ήταν να το πουλήσει με τα άλλα στους τουρίστες στην οδό Εκδοτών παρά να το σπαταλήσει, αφού η ίδια ούτε να διαβάζει ήξερε. Κι έτσι κάθησε μια μέρα και της διάβαζε χάικου ώσπου αυτή αποκοιμήθηκε, μόλις στο τριακοστό ένατο. Απογοητεύτηκε ο Μαζούκι, πολύ, αλλά δεν της το είπε το άλλο πρωί. Το κατάπιε κι αυτό το αίσθημα, μαζί με όλες τις άλλες ψυχρές και αποτρεπτικές, ενίοτε, αντιδράσεις προς την πειραματική –κατά τα λεγόμενά τους --λογοτεχνία του.
Για να επιβιώσει εδώ και καιρό, ο Μαζούκι κρύβει λεφτά από τη σύνταξη της μάνας του όποτε έρχεται να της αλλάξει την επιταγή στην τράπεζα που διατηρεί λογαριασμό στο κέντρο του Τόκυο. Είναι η μόνη τράπεζα που γνωρίζει, ήρθανε στο κατώφλι της μια μέρα με κοστούμι και την πείσανε, δεν θέλει να την αλλάξει. Όχι πως θέλει ο Μαζούκι να την μεταπείσει, τον βολεύει που η μάνα του ζει στην κάτω άκρη της νήσου Χονσού,έξω από το Τόκυο. Μια περιοχή πολύ μακριά από τη μικρή του καλύβα στη νήσο Χοκκάιντο, και έτσι, ενώ αναγκάζεται να κάνει μια μεγάλη διαδρομή με το λαϊκό λεωφορείο μέσα από τη μεγάλη υποθαλάσσια σήραγγα Σεϊκάν για πιάσει το κρυμμένο του ποδήλατο στην περιοχή Κιτακάμι, προτιμάει αυτό το συνδυασμένο τρόπο διακίνησης μια φορά το μήνα, για να ξεφεύγει λιγάκι από την ανία της ανεργίας. Έτσι κι αλλιώς, μια φορά τον μήνα που είναι, δεν ξοδεύει σημαντικό μέρος από τη σύνταξη σε εισητήρια. Κατά τη διαδρομή που του παίρνει γύρω στις τρεις μέρες (και δύο ώρες λόγω της αντίστασης του αέρα στο πανωφόρι παρόλη την πείρα του ως ποδηλάτης να σκύβει αρκετά μπροστά στα τιμόνια), τρέφεται με μήλα από την περιοχή Αομόρι, μόλις βγαίνει από τη σήραγγα στη δεύτερη στάση του λεωφορείου, κρυφά από τους άλλους επιβάτες που κατουράνε πίσω από τις κερασιές και τις μηλιές, είτε είναι ανθισμένες, είτε όχι. Πολλές φορές οι αγρότες της περιοχής κυνηγάνε εκείνους, και δεν προσέχουν τον Μαζούκι που κινείται αέρινα ανάμεσα στα δέντρα και μαζεύει στις εσωτερικές του τσέπες τα πιο ώριμα φρούτα.
Όταν το λεωφορείο ολοκληρώνει τη διαδρομή του, ο Μαζούκι πιάνει το ποδήλατό του που το έχει κρυμμένο σε μια σπηλιά που είναι ξεχασμένη, καθώς εκεί κρύβονταν τα γυναικόπαιδα στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, φοβούμενα από τα «Αμερικάνικα Τέρατα» όπως τους φόβιζε ο Αυτοκράτορας και το επιτελείο, και πέθαιναν από ασιτία. Αυτά δεν θέλει να τα σκέφτεται κάθε φορά που ξεθάβει το ποδήλατο κάτω από τους σωρούς με τα στεγνά βρύα. Το καθαρίζει λίγο με ένα βρεγμένο πανί και ξεκινάει τη διαδρομή.
Παλιά όταν επισκεφτότανε τη μάνα του έπινε νερό από τους παραποτάμους καθοδόν, αλλά τώρα πια μετά την έκρηξη στη Φουκουσίμα, φοβάται. Για πρώτη φορά φοβάται κάτι. Φοβάται τη ραδιενέργεια στο νερό και στον αέρα. Φοβάται τον αόρατο κίνδυνο που μπορεί να επηρεάσει τη γραφή του, και να τον κάνει να γράψει πιο ρεαλιστικά, πιο ανθρώπινα, για τον άνθρωπο που πονάει, για τον άνθρωπο που υποφέρει, για τον άνθρωπο που πεθαίνει δίπλα του νέος. Δεν έγραψε ποτέ για τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Τόσοι άλλοι έγραψαν, το έκαναν εθνικό κλαψούρισμα, ο λογοτέχνης Μαζούκι Κανεπάκο δεν ήθελε και δεν θα μπορούσε να γράψει τίποτα τέτοιο. Γιατί ο παράξενος αυτός συγγραφέας μπορούσε να γράφει μόνο για αυτά που δεν μπορούν να συμβούν στην Ιαπωνία, γιατί ήξερε πόσο λίγα είναι αυτά...
Σήμερα ο Μαζούκι είναι ιδιαίτερα αργός στο πετάλισμά του. Διψάει ιδιαίτερα καθώς ο καιρός είναι στεγνός, κάνει ζέστη και δεν φυσάει, σχεδόν καθόλου.
---
[τέλος α’ μέρους]
©Χ. Ρ. Τσιαήλης   
 
  
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 11, 2016 01:20
No comments have been added yet.