Constance Lapsati's Blog, page 5
November 19, 2013
Νυχτερινή Πείνα
Νύχτα. Κόρη του Χάους. Σε ρουφάει μέσα στα υδάτινα σκοτάδια της.
Νύχτα. Σκοτεινή και αδυσώπητη τις ώρες που κρύβει και τρομοκρατεί.
Κι όταν το τέκνο της, ο νυχτερινός αέρας, περνά μέσα από τα λεπτά κλαδιά λυγίζοντάς τα σαν χορδές κάποιου υπερφυσικού μουσικού οργάνου, κραυγάζοντας ανίερες, συριστικές μουσικές, τότε νιώθεις καλά στο πετσί σου τί σημαίνει νύχτα.
Νύχτα.
Σε ένα μοναχικό σπίτι, χτισμένο στους πρόποδες κάποιου βουνού με ένα και μοναδικό έρημο δρόμο να στρίβει πότε εδώ, πότε εκεί, σαν ευλύγιστο σώμα θανατηφόρου ερπετού, που κάπου στο τέλος του σε βγάζει σε πανάρχαια ερεβώδη σπήλαια με εξίσου πανάρχαιες λατρευτικές ενδείξεις κάποιων επίσης πανάρχαιων, αγνώστων θεών.
Για άλλη μία νύχτα, ο ύπνος δεν ερχόταν. Ξαπλωμένη καθώς ήταν στο κρεβάτι και διάβαζε ένα βαρετό βιβλίο, έκανε την ευχή να μην ήταν το ίδιο βαρετή και η ζωή της. Κοιμόταν όποτε ήθελε, ξυπνούσε όποτε ήθελε, έτρωγε όποτε ήθελε, αλλά δεν ζούσε έτσι όπως ήθελε.
Κάτι έπρεπε να γίνει για αυτό.
Το χέρι της γύρισε αργά την σελίδα και την στιγμή που το φύλλο ενωνόταν με τα υπόλοιπα, ένας παρατεταμένος ήχος ξεκούφαινε τα αυτιά της.
Σίδερα. Σίδερα που σέρνονταν και χτυπούσαν το ένα με το άλλο, κάνοντας το αίμα να στραγγίξει πρώτα από τα πόδια κι έπειτα να μεταφερθεί με τρομερή ταχύτητα προς το κεφάλι της που άρχισε να γυρίζει σαν παιδική σβούρα από την υπνωτική αυτή ζαλάδα.
Η τυλιγμένη σαν κουβαράκι Πατινάζ δεν άκουσε τίποτα, παρά συνέχισε να κοιμάται αμέριμνα, κουνώντας πού και πού τα γεμάτα μύες μυτερά της αυτάκια αναστενάζοντας δυσαρεστημένα προφανώς από την έλλειψη ζέστης που είχε ανάγκη, ειδικά αυτή την παγωμένη νύχτα που ο καταραμένος καυστήρας του καλοριφέρ είχε ξεμείνει από πετρέλαιο.
Δεν πρόλαβε να κατεβάσει τα πόδια της από το κρεβάτι και η κακόηχη αυτή συναυλία σταμάτησε το ίδιο απότομα όσο απότομα είχε ξεκινήσει.
Έμεινε ακίνητη μην τολμώντας ούτε να ανασάνει. Κόντεψε να σκάσει κι όταν ο εγκέφαλός της τής υπενθύμισε πως χρειαζόταν εσπευσμένα οξυγόνο, πήρε μία βαθιά ανάσα και γέμισε τα πνευμόνια της φουσκώνοντάς τα με επώδυνο τρόπο. Άφησε την ανάσα να βγει κι έπειτα πήρε άλλη μία, που δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει από την προηγούμενη. Όσες ανάσες και να έπαιρνε όμως, το θάρρος της την είχε εγκαταλείψει για τα καλά.
Με πόδια που έτρεμαν σηκώθηκε και φόρεσε τις γελοίες παντόφλες με αυτές τις απαίσιες ζωώδεις καρικατούρες, κακόγουστη επιλογή της μητέρας της που δυστυχώς ούτε τότε είχε επιδείξει την απαραίτητη γενναιότητα ώστε να αρνηθεί ένα τόσο γκροτέσκο δώρο. Αισθανόταν λες και στα πόδια της φορούσε κεφάλια ζώων που χαίρονται ανώμαλα την στιγμή του αποκεφαλισμού τους.
Η Πατινάζ ίσα που κούνησε την ουρά της και αδιαφόρησε επιδεικτικά, παραμένοντας τυλιγμένη γύρω από το σώμα της, προσπαθώντας να δημιουργήσει την απαραίτητη ζέστη για να αισθανθεί πιο άνετα.
Περπάτησε με απαλά βήματα μέχρι το σαλόνι αναζητώντας έναν οποιοδήποτε θόρυβο που θα αποδείκνυε την ύπαρξη κάποιου νυχτερινού εισβολέα. Ο άνεμος που περνούσε μέσα από τις ρωγμές των μισοραγισμένων τοιχωμάτων που με κόπο συγκρατούσαν τις πόρτες και τα παράθυρα, την έκαναν να ανατριχιάσει ξανά.
Τίποτα. Δεν ακουγόταν τίποτα. Ένα βαρύ πέπλο είχε ριχτεί σαν το δίχτυ του ψαρά πάνω στο απομονωμένο σπίτι, ενώ κάποια νυχτοπούλια μόνο κλαψούριζαν απαισιόδοξα διαλύοντας την γαληνεμένη σιγαλιά που είχε απλωθεί στο δάσος και αγκάλιαζε την παλαιά κατοικία. Απέμεινε ακίνητη στην μέση του σαλονιού, προσπαθώντας να αφουγκραστεί την νύχτα.
Ένα κοφτό νιαούρισμα διέκοψε την ηχητική κατασκοπεία και έστρεψε το κεφάλι της προς την γάτα. Είχε ξυπνήσει και επισκεπτόταν το πιατάκι της που ήταν γεμάτο με καφεκόκκινες σαν μικροσκοπικές γερμανικές κατσαρίδες κροκέτες. Το γλυκό χαμόγελο που της χάρισε έμεινε κολλημένο στο πρόσωπο κάνοντάς την να μοιάζει με κακομούτσουνο κλόουν που παθαίνει εγκεφαλικό την ώρα που γελάει.
Η Πατινάζ δεν ήταν η Πατινάζ. Δηλαδή ήταν η Πατινάζ, αλλά δεν έμοιαζε στην Πατινάζ. Ήταν κάτι άλλο, κάτι ανομολόγητα βέβηλο, κάτι που ξεπερνούσε σε τρόμο και τον χειρότερο εφιάλτη της, εκείνο το μακρύ μαχαίρι που χωνόταν διαστροφικά στον αφαλό και στριφογύριζε μέσα στην κοιλιά μετατρέποντας σε ακατάστατο αχταρμά τα περιεχόμενα του στομαχιού της.
Η Πατινάζ έμεινε ακίνητη απέναντί της, περήφανη σαν εχθρικός αντίπαλος που όφειλε να αντιμετωπίσει και στο τέλος να νικήσει.
Έκανε ένα προσεκτικό βήμα προς τα πίσω έχοντας κατά νου να πιάσει το λαμπατέρ που φώτιζε αρρωστιάρικα το δωμάτιο –το 'λεγε ανάθεμα, να αλλάξει αυτό το καταραμένο κόκκινο λαμπάκι και να βάλει το άσπρο, αλλά πάντα το άφηνε για αύριο, νά λοιπόν που το αύριο είχε γίνει τώρα και ίσα που έβλεπε πέρα από την μύτη της, χαμένη μέσα στις κοκκινωπές, σκιώδεις ανταύγειες που έλουζαν το σαλόνι, έχοντας μετατρέψει αρκετά επιτυχημένα τώρα πια τον χώρο σε μπουρδέλο πολυτελείας.
Η Πατινάζ έκανε ένα και μοναδικό βήμα προς το μέρος της. Το χέρι έψαξε στα τυφλά πιάνοντας το λαμπατέρ, όπου το σήκωσε αρκετά θεατρικά, λες και κράδαινε το Εξκάλιμπερ του βασιλιά Αρθούρου κι όχι ένα λαμπατέρ αγορασμένο στις εκπτώσεις. Η Πατινάζ μόρφασε δυσαρεστημένα σαν να μην επικροτούσε την αμυντική της στάση και πήδηξε καταπάνω της.
Το καπέλο του λαμπατέρ την βρήκε τόσο δυνατά στο κεφάλι που η γάτα εκσφενδονίστηκε στον τοίχο χτυπώντας το μαλλιαρό σωματάκι της πάνω στον κρεμασμένο πίνακα. Η βαρύτητα νίκησε τον Ντεγκά μιας και δεν κατάφερε να σταθεί πάνω στο ένα και μοναδικό καρφί αφού το βάρος παρέσυρε τον πίνακα στο πάτωμα, σπάζοντας το γυαλί και γεμίζοντας τον χώρο με επικίνδυνα κοφτερά θραύσματα.
Ο φόβος την υποδούλωσε. Μπορεί να φάνηκε θαρραλέα μπροστά στη σχιζοφρενική αυτή επίθεση, μα ο τρόμος είχε γίνει το μεδούλι της.
Κοίταξε το πεσμένο σώμα του γατιού που παρέμενε πεισματικά ακίνητο και χαμήλωσε το χέρι, συνεχίζοντας όμως να κρατάει το λαμπατέρ σφιχτά στην παλάμη της.
Έκανε ένα βήμα μπρος. Έπειτα άλλο ένα. Η Πατινάζ δεν κουνιόταν, δεν ανέπνεε, δεν έδειχνε κανένα σημάδι ζωής. Μία κοφτή ανάσα βγήκε από τα πνευμόνια της όταν κατάλαβε πως την είχε σκοτώσει. Την είχε σκοτώσει! Είχε σκοτώσει την Πατινάζ!
Η μνήμη της γέμισε με εικόνες μίας νεογέννητης Πατινάζ, φυλακισμένης μέσα σε μία σακούλα σκουπιδιών, ένα κουβαριασμένο τρεμάμενο κορμάκι που αναζητούσε επειγόντως ένα θαύμα. Το θαύμα δεν την είχε προσπεράσει κι όταν το χέρι απλώθηκε για να να μαζέψει το γατί που είχε αφεθεί για να πεθάνει, το μυαλό δεν το 'χε μετανιώσει ποτέ. Δύο χρόνια είχαν περάσει από τότε και η συνύπαρξή τους παρέμενε αρμονική σαν ανατολίτικο μάντρα.
Η πρώτη της επίσκεψη στον κτηνίατρο, το πρώτο της εμβόλιο, η πρώτη της εγχείριση για την αφαίρεση ενός ξένου σώματος από το δεξί της μάτι, η στείρωση, τα χάδια, οι αγκαλιές, οι λιχουδιές από κρέας πάπιας, οι μικροσκανταλιές, η περίεργη αγάπη για το νερό και την βροχή, μία φωτογραφία που την έδειχνε να περπατάει ανέμελα πάνω σε δέκα πόντους χιόνι με το κεφαλάκι να κοιτάζει απορημένα έναν ουρανό που έφτυνε χιονονιφάδες, τα μούτρα που της κρατούσε όταν έπρεπε να φύγει και να την αφήσει για λίγες ώρες μόνη, όλα αυτά και άλλα πολλά ήταν η Πατινάζ, μόνο που τώρα η Πατινάζ ήταν και κάτι άλλο. Νεκρή.
Οι παντόφλες με τα αποκεφαλισμένα ζώα προχώρησαν άλλα δύο μέτρα προς το ακίνητο κορμί. Η καρδιά της χτυπούσε σαν αφρικανικό ταμ ταμ και η ζαλάδα του μυαλού επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στα μάτια που θόλωσαν κι αυτά, ίσως από τα δάκρυα που απειλούσαν να κυλήσουν. Η Πατινάζ ήταν νεκρή! Την είχε σκοτώσει! Ανάθεμα! Τί είχε πιάσει το τρελόγατο και της είχε επιτεθεί; Γιατί τα μάτια του ήταν κατακόκκινα λες και έσταζαν αίμα; Κι αυτά τα δόντια; Τί στο διάβολο είχαν πάθει τα δόντια του και συναγωνίζονταν την εξόχως πριονωτή οδοντοστοιχία του εξωτικού αμαζονιακού πιράνχα;
Το κεφάλι γύρισε απαλά και δύο κόκκινοι λαμπτήρες την πυροβόλησαν με το φως τους. Ανατρίχιασε σύγκορμη από το απειλητικό αδηφάγο βλέμμα και δίχως να χάσει παραπάνω χρόνο με ανούσιες ευχαριστήριες προσευχές που η Πατινάζ είχε σωθεί, έσφιξε το λαμπατέρ σηκώνοντάς το πάλι ψηλά.
Βρωμόγατο! Της είχε ρίξει μία κατακέφαλη, είχε χτυπήσει πάνω στον τοίχο μένοντας αναίσθητη για λίγα λεπτά και όταν επιτέλους συνήλθε, επέμενε να την κοιτάζει με ύφος δολοφόνου; Τί συνέβαινε εδώ πέρα; Τί είχε πάθει η Πατινάζ; Τί είχε πάθει το γατί της;
Το αιλουροειδές σώμα σηκώθηκε όρθιο. Τεντώθηκε τεμπέλικα θέλοντας να δείξει πως δεν έτρεχε και τίποτα που την είχε χτυπήσει στέλνοντάς την σαν μπάλα του τένις στον απέναντι τοίχο, άνοιξε το στόμα να χασμουρηθεί και μόλις τελείωσε με αυτή την φανταχτερή επίδειξη, στράφηκε ξανά επάνω της.
Τα μάτια της έσταζαν αίμα.
Το βλέμμα της προμήνυε μεγάλους μπελάδες.
Και ο ήχος που βγήκε από μέσα της, έδειξε πως πολλά δεν πήγαιναν καλά αυτή την ώρα. Βρισκόταν αντιμέτωπη με ένα γατί που πιθανότατα να είχε λυσσάξει, αλλά από την άλλη, μπορούσε η λύσσα να κάνει τα μάτια να αιμορραγήσουν ή να αλλοιώσει τα δόντια μετατρέποντάς τα σε κοφτερά, θανατηφόρα όπλα;
Ναι, πολλά πράγματα δεν πήγαιναν καλά και βλέποντας πως η Πατινάζ ετοιμαζόταν να κάνει άλλη μία επίθεση, οπλίστηκε με κουράγιο και περίμενε.
Το γατί έκανε ένα πήδο σαν χαλασμένο ελατήριο αφήνοντας για ενθύμιο τρεις βαθιές γρατζουνιές στο αριστερό της χέρι.
Άρπαξε όπως όπως το πορτοκαλί ριχτάρι που αναπαυόταν μισοστρωμένο στον καναπέ και το έτεινε απλωμένο προς το μέρος του. Θα ήταν τόσο χαζό ώστε να πέσει στην παγίδα;
Ήταν. Η επίθεσή του έγινε το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο και σύντομα, κρατούσε φυλακισμένο σε δύο μέτρα βαμβακερό ύφασμα Αιγύπτου το γούνινο σώμα, προσπαθώντας να αποφύγει τις φρενιασμένες νυχιές και τα λυσσασμένα δαγκώματα.
Τα κατάφερε. Με μία και μόνο κίνηση, άνοιξε το παράθυρο και δίχως κανένα δισταγμό το πέταξε στην βεράντα, εξορίζοντάς το μια και καλή από το σπίτι.
Απέμεινε να τρέμει σύγκορμη από την μάχη που είχε δώσει κοιτάζοντας την γάτα να περπατάει αγέρωχα και μετά να εξαφανίζεται κατεβαίνοντας τα σκαλιά που οδηγούσαν στον κήπο.
Ένας αναστεναγμός θλιμμένης ανακούφισης βγήκε από μέσα της, ενώ ταυτόχρονα υποσχόταν να τηλεφωνήσει πρωί πρωί στον κτηνίατρο και να του αναφέρει το συμβάν.
Κι αν είχε λυσσάξει; Μα καλά, τί σκατά εμβόλια τους έκαναν και δεν τα έπιαναν;
Αν πράγματι η Πατινάζ είχε λυσσάξει;
Κοίταξε τις αμυχές στο χέρι και το μέτωπό της συνοφρυώθηκε.
Αν το γατί ήταν λυσσασμένο, την είχε βάψει. Ίσως της είχε μεταφέρει την ασθένεια, μα από την άλλη, αυτό δεν της είχε πει ο πρώην της πως ήταν; Μία λυσσασμένη σκύλα. Είχε πέσει μέσα μόνο στο επίθετο, κάτι ήταν κι αυτό.
Πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα κι άναψε ένα. Η νικοτίνη φάνηκε να κάνει την δουλειά της και έχοντας κα[νίσει και το δεύτερο, κατάλαβε πως είχε ηρεμήσει. Λίγο. Δεν σου τύχαινε τόσο συχνά δα να θέλει να σε φάει ζωντανό το κατοικίδιό σου.
Παράτησε την γόπα μισοσβησμένη να καπνίζει από μόνη της στο τασάκι και πήγε στην κουζίνα. Ένα ποτήρι κρύο νερό έσβησε τις φλόγες που άναβαν στο εμπρηστικό στουπί στο οποίο και είχε μεταμορφωθεί ο λαιμός της κι ύστερα ήπιε άλλο ένα.
Επέστρεψε στο σαλόνι.
Το νερό κόντεψε να της βγει από την μύτη.
Το σίδερο στρίγγλισε ξανά.
Το ρολόι χτύπησε μία μετά τα μεσάνυχτα.
Η νύχτα σκοτείνιασε περισσότερο κι έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε σαν τον αυτόχειρα που αυτοκτονεί πηδώντας από μία ταράτσα.
Το αίμα στράγγισε ολοκληρωτικά από μέσα της, φυλακισμένη καθώς ήταν πια μέσα στο ίδιο της το σπίτι, σε ένα μοναχικό σπίτι, χτισμένο στους πρόποδες κάποιου βουνού με ένα και μοναδικό έρημο δρόμο να στρίβει πότε εδώ, πότε εκεί, σαν ευλύγιστο σώμα θανατηφόρου ερπετού, που κάπου στο τέλος του σε βγάζει σε πανάρχαια ερεβώδη σπήλαια με εξίσου πανάρχαιες λατρευτικές ενδείξεις κάποιων επίσης πανάρχαιων αγνώστων θεών.
Η νύχτα έπεφτε, έπεφτε πιο γρήγορα απ' όσο περίμενε κι όταν το βλέμμα της έπεσε κι αυτό έξω από το παράθυρο, της έπεσε το τρίτο τσιγάρο που είχε ανάψει, κι έπειτα της έπεσε και το χέρι χτυπώντας αποκαρδιωμένα στο πλευρό κι έκανε κάτι να ψελλίσει στα εκατοντάδες μικροσκοπικά, τριχωτά σώματα που είχαν γεμίσει απ' άκρη σ' άκρη την βεράντα φυλακίζοντάς την εκεί μέσα, εγκλωβίζοντάς την σε ένα δυσοίωνο εφιάλτη, πιο βασανιστικό κι από το καταραμένο αυτό μαχαίρι που σφάζει ονειρικά έναν αθώο αφαλό και τρελαμένα σχεδόν κάρφωσε την υγρή της ματιά σε όλες αυτές τις γάτες κι αυτά τα ορθάνοιχτα παρανοϊκά στόματα που καμάρωναν για αυτές τις αποκρουστικά κοφτερές οδοντοστοιχίες και σε αυτά τα πελώρια ματωμένα μάτια που καθρέφτιζαν αυτή την πείνα, αυτή την ανίερη, νυχτερινή πείναπου απόψε θα προσπαθούσαν να κορέσουν με κάθε ανώμαλο, αλλοπρόσαλλο, φριχτό τρόπο.
© 2012 By Madame Endora
Published on November 19, 2013 07:34
November 13, 2013
Γράμμα Στην Αλεξάνδρεια
Ιδιότροπη ερωμένη μου, Εσύ,
Αλεξάνδρεια,
[Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι] 1
Ομφάλιε Λώρε που ενώνεις το τώρα και το χθες, ήρθα κοντά σου όταν στο όνειρο βυθίστηκα.
Κύμα επτάκρυφο, ατόφιο αλεξανδρινό με έφερε σε σένα και ήξερα πως το ταξίδι αυτό γινόταν για εκείνη την Αλεξάνδρεια, του τότε και των αναμνήσεων, των θρύλων και των μύθων, του πόνου και της νοσταλγίας, του Έρωτα που γνώρισα σε κάμαρη ντυμένη με δαντέλα.
Ω Αλεξάνδρεια, Κλέωνα με καλούσαν, όμως
[Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα
στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους] 2
δεν ήμουν μονάχα ο Κλέων, γιατί ήμουν εκείνος, ναι μα και ο Ιγνάτιος μαζί, ένας Τιμόλαος, ένας Αλέξανδρος και ένας Μύρης. Ολάκερη Εσύ κρυβόσουν μέσα μου.
Ήρθα σαν γέρος,
[Ξέρει που γέρασε πολύ, το νοιώθει, το κυττάζει] 3
μία γνήσια ελληνίζουσα γέρικη μορφή, ένας κολοσσιαίος Σέραπης με ύψος κραταιό και πλούσια, πυκνή γενειάδα, με βλέμμα φωτοφόρο, ζωντανό, με πύρωμα εκεί που λεν πως κατοικεί η Ψυχή. Με είδα λοιπόν να φτάνω στο λιμάνι σου και μόλις το χώμα σου ένα έγινε με την δική μου σάρκα, δεν ήμουν γέρος πια. Ήμουν μεστό καλοκαίρι, παλικάρι που δεν είχε κλείσει καν τα είκοσι.
Ποθητή Αλεξάνδρεια με τα αρωματισμένα σου μελτέμια,
με κάλεσες κι ήρθα και χάθηκα στους λαβύρινθους που ευλαβικά κρατάς στον κόρφο σου, ήρθα με πόδια που δεν γνώρισαν την κούραση, εκτός από εκείνη την γλυκιά της τρεχάλας για το αντάμωμα ενός κοριτσίστικου χαμόγελου κι ενός λευκού, λινού φορέματος.
[Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους
κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε] 4
Τότε, την φίλησα και μύρισα εσένα, Αλεξάνδρεια,
τώρα, φιλώ εσένα και μυρίζεις Έρωτα.
Τότε, την άγγιξα κι απ' το άγουρο κορμί της αναδύθηκες εσύ, Αλεξάνδρεια,
τώρα, αγγίζω εσένα και αναδύεις τον Έρωτα.
Πλανεύτρα Αλεξάνδρεια,
λάβρο ξεχύθηκε του νόστου το ψιθύρισμα από τον γαλακτόχρωμο λαιμό σου και μ' έφερες απόψε να πατήσω τα χρυσοποίκιλα βασίλειά σου, να ξαναγίνω Έρωτας. Μονάχα ένας δρόμος πια απέμεινε, να πιω, να πιω, να ζαλιστώ.
[Κ' ΄ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς
που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής] 5
Και ήπια λοιπόν και μέθυσα και τώρα, Αλεξάνδρεια του Μύθου,
μπρος μου ξεγυμνώσου και γίνου σκόνη και χώμα, επάνω σου να κυλιστώ και να ενώσω τον αρσενικό ιδρώτα μου με την θηλυκή ευφορία σου. Πάρε με στην τρυφηλή σου αγκαλιά, γιατί είναι αδύνατο να ξεχάσω την σεβαστή μορφή σου, Αλεξάνδρεια, τους δρόμους, τα σπίτια, τα λιμάνια σου, την ηδονή που μου 'δωσες καθώς κοιτούσα τις δυό αρμυροφιλημένες θάλασσές σου. Αναμνήσεις κλεισμένες σαν σε πολυταξιδεμένο κεχριμπάρι.
Διπλά πολύτιμη Αλεξάνδρεια, σκληρή και λεπτεπίλεπτη συνάμα,
ένα ονείρεμα ήσουν για μένα, ένα ονείρεμα πάνω σε γέρικο, ανήμπορο κρεβάτι.
Πικρή στην σκέψη η αποχώρηση, μα στην καρδιά γλυκιά η επιστροφή.
[Αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που φεύγει] 6
Το ξέρω πια. Θα επιστρέψεις
[επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται ...] 7
θα επιστρέψεις για να αναπνεύσω και πάλι στο όνειρο τον αιθέριο αέρα σου και να ακούσω την πανάρχαιη μουσική που παίζεις για να νανουρίσεις ολόκληρο τον κόσμο. Διάχυτη η νοσταλγία μου για σένα, Αλεξάνδρεια, μα όρκο σου κάνω πως ήσουν πάντα στο μυαλό μου κι ας ξημερώνονται δεκάδες χρόνια οι ανατολές μου μακριά σου. Ήσουν πάντα στην ψυχή μου Αλεξάνδρεια, μα θέλει τόλμη το ονείρεμα.
Ξυπνώ σε κρεβάτι ανάστατο. Τα μάτια κοιτάζουν τριγύρω. Χαμένα κάπως, μα
[Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω] 8
η στιγμή μου φεύγει και δεν θέλω να την χάσω, η στιγμή μου φεύγει και δεν πρέπει, είναι στιγμή που μέσα της χώρεσαν εξήντα χρόνια προσμονής, είναι η στιγμή μου.
Ένα ονείρεμα ήσουν για μένα Αλεξάνδρεια, ένα ονείρεμα πάνω σε γέρικο, ανήμπορο κρεβάτι, με πόδια ακούνητα, νεκρά που μέσα τους έσπειρες και πάλι την ικμάδα κι αυτά, κατάφεραν να τρέξουν ώστε να αντικρίσω ένα ευτυχισμένο χαμόγελο, να ξεδιψάσω από τα κοριτσίστικα τα χείλη, να χαϊδέψω τα όχι απ' την ντροπή κόκκινα, τρυφερά δύο μάγουλα και να αφήσω το κορμί ορφανεμένο απ' το λευκό, λινό φουστάνι.
Το ρολόι στον τοίχο σημαίνει μεσάνυχτα. Τριάντα γυρίσματα ακόμη ενός λεπτοδείκτη.
[Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα;
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια;] 9
Πήρα το χαρτί και τον άνθρακα κι οι λέξεις γινήκαν εικόνες.
Σε ευχαριστώ, ονειρεμένη Αλεξάνδρεια.
Μ' έκανες Έρωτα και παθιασμένα σεργιάνισα στους σκονισμένους δρόμους σου. Μ' έκανες Έρωτα και Έζησα.
Η ώρα πέρασε. Τα χρόνια πέρασαν. Η στιγμή επιμένει. Ένα ποτήρι ευωδιάζει βασιλικό. Μειδίαμα σοφό χαρίζω στα κλωνάρια και τώρα ξέρω κάτι παραπάνω.
Στεφάνι εύοσμο θα σου περάσω στα μαλλιά, γλυκιά, αγαπημένη Αλεξάνδρεια.
Να 'ναι λιγότερο πικρές οι ώρες που περνώ μακριά σου, να 'ναι ολόγλυκα σαν νέκταρ τα βραδυνά μου ονείρατα.
Στεφάνι εύοσμο θα σου περάσω στα μαλλιά, γλυκιά, πολυαγαπημένη Αλεξάνδρεια ...
K.
1]ΦΥΓΑΔΕΣ – 1914
2]ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΑΦΟΣ – 1917
3]ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ – 1897
4]ΦΩΝΕΣ – 1904
5]ΕΠΗΓΑ – 1913
6]ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ – 1911
7]ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ – 1912
8]Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ – 1919
9]ΑΠ' ΤΕΣ ΕΝΝΙΑ – 1918
Το «Γράμμα στην Αλεξάνδρεια»Αφιερώνεται
στον Αλεξανδρινό Ποιητή Δεσποτάκη της Δαμητρός
που έδωσε Φωνή στην Έμπνευσή μουεκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι του Οκτωβρίου.
Σε Ευχαριστώ ...
Ποτέ μην ξεχνάς : η Τιμή είναι δική μου.
Published on November 13, 2013 09:07
October 30, 2013
Εξιστορώντας τους Παλαιούς Καιρούς
Το Τέλος του Καλοκαιριού ~ Samhain
Κάλλιεχ ~ Η Μάγισσα τηε Καταιγίδας
Ο Τροχός του Έτους ξεκινά με αυτήν την εορτή, που ονομάζεται και Hallowe'en ή Σκοτεινό Μισό του Έτους οριοθετώντας την αλλαγή στο Κέλτικο Ημερολόγιο. Σηματοδοτείται η Εποχή της Cailleach που στα Σκοτικά Γαελικά σημαίνει Γριά Γυναίκα και δεν είναι άλλη από τον Χειμώνα {η Cailleach είναι η Μητέρα όλων των θεών, ενώ λέγεται πως είναι θεοποιημένη πρόγονος, προγονική θεότητα ή πνεύμα της Φύσης. Η Μάγισσα της Καταιγίδας στα Υψίπεδα, εκτός του ότι παγώνει το έδαφος και πολεμάει την Άνοιξη, στοιχειώνει το Ben Cruachan, το Beinn na Caillich στο Isle of Skye και πολλά άλλα βουνά της Σκοτίας. Η λέξη Cailleach βρίσκεται στην λέξη ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ: cailleach-oidhche = η Γριά Γυναίκα της Νύχτας, ενώ στην Ιρλανδία βρίσκεται στην λέξη ΣΟΦΗ, ή ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΛΕΕΙ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑ: cailleach-feasa και στην ΜΑΓΙΣΣΑ ΠΟΥ ΦΤΙΑΧΝΕΙ ΓΗΤΕΙΕΣ: cailleach phiseogach}.
Το Σόουιν {κατά τον μήνα Σαμόνιο σύμφωνα με το Ημερολόγιο του Coligny } ήταν η Πρωτοχρονιά των Κελτών, μα και η εορτή προς τιμήν των νεκρών, μία νύχτα με χρώματά της το μαύρο και το πορτοκαλί { χρώματα που αυτόματα μου φέρνουν στον νου την πανέμορφη ''ψυχή'' Mariposa, την πεταλούδα Μονάρχης, Danaus Plexipus, που ξεκινώντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά διανύει πάνω από 3.200 χιλιόμετρα ως κεντρικό Μεξικό } όπου το διάφανο, λεπτό πέπλο που χωρίζει τον Κόσμο των Ζωντανών από εκείνον των Νεκρών, σηκώνεται και οι δύο αυτοί Κόσμοι ενώνονται. Ένας αόρατος τοίχος είναι αυτός που τους χωρίζει λοιπόν κι όταν ο τοίχος σπάει, οι Κόσμοι επικοινωνούν μεταξύ τους για μία και μόνο Νύχτα. Ίσως λοιπόν να υπάρχει ένα ψήγμα αλήθειας στο έργο του M. Annaeus Lucanus ~The Civil War, Lucan's Pharsalia ~ που λέει ότι οι Γαλάτες την 1η του Νοεμβρίου τιμούσαν τον θεό Τευτάτη με ανθρωποθυσίες για να ενώσουν τους δύο Κόσμους ή πως η Κορακόμορφη θεά Μόριγκαν {η Μεγάλη Βασίλισσα που υπεράσπισε τους Δαναούς στην μάχη με τους Φορβόλγους} έπλενε το αίμα από τα ρούχα των πολεμιστών που θα πέθαιναν στην επόμενη μάχη ... Από την άλλη, δεν είναι τυχαίο που η σύντομη ζωή του Κούκουλαιν { Cuchulainn , ήρωας από τον Κύκλο του Ούλστερ} συνδέεται πολλές φορές με το Σόουιν, όπως και η ζωή του Aillen MacMidgna, ενός μουσικού των ξωτικών της φυλής των Tuatha De Danan .
Και μιας και μίλησα για ξωτικά, την Παραμονή της 1ης Νοεμβρίου, τα ξωτικά είναι κακόκεφα, στεναχωρημένα και κατσούφικα επειδή η νύχτα αυτή, είναι και η πρώτη του Χειμώνα. Τα τραγούδια και οι χοροί τους την νύχτα του Σόουιν είναι πάντα θλιμμένα ... Τί κάνεις λοιπόν για να τα γλυκάνεις; Φτιάχνεις νόστιμα γλυκάκια με βρώμη και μέλι και τα αφήνεις έξω από το σπίτι, ώστε να τα βρουν, να τα γευτούν και να επιστρέψουν έπειτα στους Λόφους τους ... Οι Θεοί των Ιερών Λόφων {Aes Sidhe, Σκοτικά Γαελικά: Daoine Sith} είναι οι κάτοικοι του Αλλόκοσμου που μένουν στις τούμπες {mounds} και τις παραμονές των Εορτών του Πυρός, όπως είναι και το Σόουιν, βγαίνουν έφιπποι και επικοινωνούν με τους θνητούς. Οι θεϊκές δυνάμεις που αγκαλιάζουν την Νύχτα είναι πολύ ισχυρές για να αγνοηθούν, είναι δυνάμεις αλλαγών, γεννήσεων και θανάτου, είναι Ανοιχτή Πύλη . Οι εξιστορήσεις των παλαιών παραδόσεων είναι και ο γλυκόπικρος απόηχος ενός ολόκληρου κρυμμένου Κόσμου, που περιμένει υπομονετικά να τον ανακαλύψουμε και να βυθιστούμε μέσα του...
Ο
Χρόνος
δεν μπόρεσε να σβήσει αυτές τις τελετές που μπορεί να χάνονται στην αχλύ του, όμως ο Χριστιανισμός αφομοίωσε την 1η του Νοεμβρίου εορτάζοντας την αθανασία των ψυχών, ονομάζοντας την εορτή
Νύχτα των Αγίων Πάντων
{Πάπας Βονιφάτιος IV, 7ος αιώνας}.Η ίδια λέξη, όπως γράφει ο James MacKillop, προέρχεται από την λέξη
Sam
= καλοκαίρι και
Fuin
= τέλος, ενώ στην Σκοτία καλείται Samhtheine {αλλά και Samhuinn} που σημαίνει η Φωτιά της Ειρήνης. Ο λόγος ήταν πως την Νύχτα εκείνη, περπατούσαν στην γη όλα τα πνεύματα, τα φαντάσματα, οι νεράιδες και τα ξωτικά, απολαμβάνοντας την μεγαλύτερη ελευθερία απ' όλες τις υπόλοιπες νύχτες του χρόνου. Όμως, όποιος την Νύχτα αυτή πατήσει στους Κύκλους των Ξωτικών, τους Μαγικούς Κύκλους ή τα Δαχτυλίδια των Νεράιδων {κυκλικά μονοπάτια πάνω στα οποία χόρευαν οι νεράιδες} χάνεται στον Άλλο Κόσμο, ενώ λέγεται πως κάμποσοι τυχεροί~άτυχοι που βρέθηκαν στους Χορούς των Ξωτικών κατά το Σόουιν, είδαν πως οι χορευτές ήταν νεκροί άνθρωποι που γνώριζαν κάποτε...
Επικίνδυνα αυτά τα Δαχτυλίδια του Λαού των Λόφων...
...όσο επικίνδυνο είναι και το
Pooka
{poc = τράγος, μάλιστα, λένε πως ξινίζει τα βατόμουρα μετά την 31η Οκτωβρίου επειδή τα πατάει} ένα είδος πνεύματος με μορφή αφηνιασμένου αλόγου, ένας εφιάλτης που καλπάζει. Ζει σε χαλάσματα και η 1η Νοεμβρίου είναι για εκείνο μέρα ιερή. Παίρνει τους ανθρώπους καβάλα και οι αναβάτες δεν έχουν εντολή να το ξεκαβαλικεύσουν, αν δεν συμβεί πρώτα κάτι που να φανεί σαν οιωνός. Αν ο αναβάτης δεν υπακούσει και θελήσει να κατέβει από το
Pooka
, τότε είναι καταδικασμένος να καλπάζει για πάντα πάνω του.Σε πολλά μέρη της Σκοτίας λοιπόν, εκτός από το σκάλισμα τρομακτικών προσώπων σε πατάτες τοποθετημένες στα παράθυρα ώστε να διώχνουν τα ενοχλητικά πνεύματα, κάτι που αναγνωρίζουμε στο σκάλισμα της κολοκύθας με το όνομα
Jack - o'- lantern
~ ο Τζακ με το φανάρι,
{Β.Α. της Σκοτίας είναι φαινόμενο γνωστό σαν η θεία του Κόρμπι, Corbie's aunt και είναι η περίφημη Τρελή Φωτιά ''Will of the Wisp'', ένα είδος παραπλανητικών φώτων που έλεγαν πως ήταν οι ψυχές των νεκρών που δεν είχαν βρει γαλήνη. Τα φώτα αυτά οδηγούσαν τον ανυποψίαστο οδοιπόρο σε επικίνδυνους και συνήθως θανατηφόρους δρόμους}
άναβαν εκατοντάδες πυρσούς που τους κατασκεύαζαν εβδομάδες πριν το Σόουιν, ώστε μετά το ηλιοβασίλεμα της 31ης Οκτωβρίου, κάθε νεαρός και νεαρή να ανάψει τον πυρσό {samhnag}και να περπατήσει γύρω από το κτήμα κρατώντας με σεβασμό τα φλεγόμενα αυτά φώτα για να προστατέψει τον χώρο από τις νεράιδες και τα υπόλοιπα στοιχειά.
{Αναζήτησε & διάβασε το ποίημα του εθνικού Βάρδου της Σκοτίας Robert Burns, ''Hallowe'en''}.
Ήταν λοιπόν μία πολύ σημαντική Νύχτα στα Υψίπεδα της Σκοτίας, όπου η ψυχρότητα που ένιωθαν οι θνητοί απέναντι στους υπερφυσικούς τους γείτονες έπρεπε να λυώσει και να γεννηθεί ανάμεσα στους δύο αυτούς Κόσμους μία τέλεια Αρμονία. Οι Φωτιές στους Λόφους, ένα εκθαμβωτικό θέαμα από τον Βορρά ως τον Νότο κι από την Δύση ως την Ανατολή όπου ολόκληρο το τραχύ, άγριο τοπίο των Υψιπέδων γέμιζε με ζεστές, παλλόμενες φλόγες, είχαν την τιμητική τους, όπως συνέβαινε και στην εορτή του
Beltaine
{πάτησε εδώ και διάβασε αυτή την ανάρτηση για το Beltaine}. Από την μία προσπαθούσαν να κρατήσουν μακριά τις νεράιδες κρεμώντας έξω από τα σπίτια λιόπρινα και καλαμποκένια ομοιώματα της Νεαρής Παρθένας της Συγκομιδής, από την άλλη, επιζητούσαν την επαφή με τους νεκρούς. Ο Σατανάς των Χριστιανών, ο Auld Nick ή Μαύρος Ντόναλντ των Σκοτσέζων {Domhnuill Du} εμφανιζόταν στις απομακρυσμένες φάρμες, επιτρέποντας στους νεότερους να κρυφοκοιτάξουν για λίγο το μέλλον {
a peep
into the secrets of futurity
}. Οι ηλικιωμένοι έβλεπαν αυτό το δώρο σαν μία παγίδα για τους άπειρους νέους και οι νέοι με την σειρά τους, θεωρούσαν πως οι ηλικιωμένοι τους ζήλευαν, επειδή
Αυτός που κυβερνάει στην Σιωπηλή Νύχτα
, έδινε μόνο σε εκείνους το δώρο της μαντείας.
Υπήρχαν κι άλλου είδους μαντείες για την Νύχτα του Σόουιν, όπου οι κάτοικοι έβγαιναν μες στο σκοτάδι και το πρώτο κούτσουρο που θα έβρισκαν μπροστά τους, ήταν κι αυτό που τους έλεγε την μοίρα. Άλλοτε, πήγαιναν στην σιταποθήκη και έπιαναν μίσχους βρώμης, όπου σύμφωνα με τον αριθμό των σπόρων που είχαν οι μίσχοι, τα κορίτσια προφήτευαν πόσα παιδιά θα κάνουν. Την ίδια στιγμή, κάποιος άνοιγε διάπλατα την πόρτα, παίρνοντας λιχνισμένο καλαμπόκι που το άφηνε να παρασυρθεί από τον άνεμο τρεις φορές. Την τρίτη φορά, εμφανιζόταν μία οπτασία που έμπαινε από την πόρτα της σιταποθήκης και όλοι, γίνονταν μάρτυρες της εμφάνισής της.Κάποιοι άλλοι, πήγαιναν στο
Πέρασμα των Ζωντανών και των Νεκρών
ή αλλιώς, ένα πέρασμα, ένας δρόμος που είχε περάσει από εκεί μία κηδεία {Bealach nam Marbh = Το Πέρασμα των Νεκρών}και μέσα σε απόλυτη σιωπή, γυρνούσαν ανάποδα τα μανίκια του πουκάμισου που φορούσαν. Επέστρεφαν στο σπίτι, ξάπλωναν έχοντας το τζάκι πάντα αναμμένο και ξαφνικά, άλλη μία οπτασία έμπαινε μέσα στο δωμάτιο, επιτυγχάνοντας και με αυτόν τον τρόπο, την Επαφή με τον Άλλο Κόσμο.Το περίφημο Ελληνικό τρίστρατο της Εκάτης, είχε την τιμητική του στην Υψιπέδια Σκοτική Παράδοση. Πήγαιναν λοιπόν σε ένα τρίστρατο όπου κάθονταν σε ένα σκαμνί με τρία πόδια και λίγο προτού η ώρα σημάνει Μεσάνυχτα, ακούγονταν μυστηριώδεις φωνές που καλούσαν τα ονόματα εκείνων που θα πέθαιναν πριν το επόμενο Σόουιν.
Αν όμως ο Νυχτερινός Επισκέπτης του Μεσονυκτίου είχε μαντέψει και είχε καταφέρει να πάρει μαζί του κομμάτια από το ένδυμα που ανήκε σε κάποιον μελλοθάνατο, μπορούσε να αντιστρέψει το θανατικό, πετώντας μακριά τα κομμάτια, φωνάζοντας το όνομα του άτυχου, σώζοντάς τον από βέβαιο θάνατο.
Με την επιστροφή στο σπίτι, λάμβανε χώρα άλλο ένα ξόρκι μαντείας, που δεν ήταν άλλο από το Κάψιμο των Καρυδιών. Κάθε καρύδι κι ένα όνομα, ένα ανδρικό κι ένα γυναικείο, ώστε τα δύο καρύδια μαζί να προκαλέσουν έναν φλογερό έρωτα μεταξύ των δύο ενδιαφερομένων. Ακολουθούσε τραπέζι με φαγητά και γλυκά {κέικ από μήλα και καρύδια για να τιμήσουν τους προγόνους μα και για να φέρουν καλή τύχη στους νέους, όπως μας μεταφέρει ένας παλαιός Βάρδος του Ayrshire} όμως οι στιγμές της χαράς δεν διαρκούσαν για πολύ, κι έτσι πετούσαν γρήγορα σαν τις σκιές που διώχνει ο Ήλιος με την ανατολή του ...
Η Νύχτα αυτή δεν είναι σαν όλες τις άλλες.Είναι Δέσιμο,είναι Δεσμός,άσπαστος και αληθινός.Είναι ένας Δεσμός που ενώνει τους Δύο Κόσμουςτον Ορατό και τον Αφανέρωτο.Όλες οι εξιστορήσεις του παρελθόντος έχουν μία Ιστορία.Μελέτησέ την
και επέτρεψε στον Εαυτό σου να βυθιστεί στα ύδατά της. Ίσως βρεις τον μοναχικό, μοναδικό Δρόμο {ή το Τρίστρατο ...} που θα σε βγάλει σε αυτό που ψάχνεις.Εύχομαι να το βρεις.Slan Leat, λοιπόν!Καλή Τύχη !
Βάπτισε το Είναι σουσε μία Μεταμεσονύκτια Κέλτικη Μαγεία
Βιβλιογραφία
The Darker Superstitions of Scotland John Graham Dalyell, 1834, Edinburgh
Myths and Legends of the CeltsJames MacKillop, 2005, Penguin Group
The Gaelic OtherworldJohn Gregorson Campbell, 1902
The History and Origins of Druidism Lewis Spence, 1995, Newcastle Publishing Company
Superstitions of the Highlands & Islands of ScotlandJohn Gregorson Campbell, 1900
© 2013 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Realm Of Celts, Εξιστορήσεις & Σκοτία
Κάλλιεχ ~ Η Μάγισσα τηε Καταιγίδας
Ο Τροχός του Έτους ξεκινά με αυτήν την εορτή, που ονομάζεται και Hallowe'en ή Σκοτεινό Μισό του Έτους οριοθετώντας την αλλαγή στο Κέλτικο Ημερολόγιο. Σηματοδοτείται η Εποχή της Cailleach που στα Σκοτικά Γαελικά σημαίνει Γριά Γυναίκα και δεν είναι άλλη από τον Χειμώνα {η Cailleach είναι η Μητέρα όλων των θεών, ενώ λέγεται πως είναι θεοποιημένη πρόγονος, προγονική θεότητα ή πνεύμα της Φύσης. Η Μάγισσα της Καταιγίδας στα Υψίπεδα, εκτός του ότι παγώνει το έδαφος και πολεμάει την Άνοιξη, στοιχειώνει το Ben Cruachan, το Beinn na Caillich στο Isle of Skye και πολλά άλλα βουνά της Σκοτίας. Η λέξη Cailleach βρίσκεται στην λέξη ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ: cailleach-oidhche = η Γριά Γυναίκα της Νύχτας, ενώ στην Ιρλανδία βρίσκεται στην λέξη ΣΟΦΗ, ή ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΛΕΕΙ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑ: cailleach-feasa και στην ΜΑΓΙΣΣΑ ΠΟΥ ΦΤΙΑΧΝΕΙ ΓΗΤΕΙΕΣ: cailleach phiseogach}.
Το Σόουιν {κατά τον μήνα Σαμόνιο σύμφωνα με το Ημερολόγιο του Coligny } ήταν η Πρωτοχρονιά των Κελτών, μα και η εορτή προς τιμήν των νεκρών, μία νύχτα με χρώματά της το μαύρο και το πορτοκαλί { χρώματα που αυτόματα μου φέρνουν στον νου την πανέμορφη ''ψυχή'' Mariposa, την πεταλούδα Μονάρχης, Danaus Plexipus, που ξεκινώντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά διανύει πάνω από 3.200 χιλιόμετρα ως κεντρικό Μεξικό } όπου το διάφανο, λεπτό πέπλο που χωρίζει τον Κόσμο των Ζωντανών από εκείνον των Νεκρών, σηκώνεται και οι δύο αυτοί Κόσμοι ενώνονται. Ένας αόρατος τοίχος είναι αυτός που τους χωρίζει λοιπόν κι όταν ο τοίχος σπάει, οι Κόσμοι επικοινωνούν μεταξύ τους για μία και μόνο Νύχτα. Ίσως λοιπόν να υπάρχει ένα ψήγμα αλήθειας στο έργο του M. Annaeus Lucanus ~The Civil War, Lucan's Pharsalia ~ που λέει ότι οι Γαλάτες την 1η του Νοεμβρίου τιμούσαν τον θεό Τευτάτη με ανθρωποθυσίες για να ενώσουν τους δύο Κόσμους ή πως η Κορακόμορφη θεά Μόριγκαν {η Μεγάλη Βασίλισσα που υπεράσπισε τους Δαναούς στην μάχη με τους Φορβόλγους} έπλενε το αίμα από τα ρούχα των πολεμιστών που θα πέθαιναν στην επόμενη μάχη ... Από την άλλη, δεν είναι τυχαίο που η σύντομη ζωή του Κούκουλαιν { Cuchulainn , ήρωας από τον Κύκλο του Ούλστερ} συνδέεται πολλές φορές με το Σόουιν, όπως και η ζωή του Aillen MacMidgna, ενός μουσικού των ξωτικών της φυλής των Tuatha De Danan .
Και μιας και μίλησα για ξωτικά, την Παραμονή της 1ης Νοεμβρίου, τα ξωτικά είναι κακόκεφα, στεναχωρημένα και κατσούφικα επειδή η νύχτα αυτή, είναι και η πρώτη του Χειμώνα. Τα τραγούδια και οι χοροί τους την νύχτα του Σόουιν είναι πάντα θλιμμένα ... Τί κάνεις λοιπόν για να τα γλυκάνεις; Φτιάχνεις νόστιμα γλυκάκια με βρώμη και μέλι και τα αφήνεις έξω από το σπίτι, ώστε να τα βρουν, να τα γευτούν και να επιστρέψουν έπειτα στους Λόφους τους ... Οι Θεοί των Ιερών Λόφων {Aes Sidhe, Σκοτικά Γαελικά: Daoine Sith} είναι οι κάτοικοι του Αλλόκοσμου που μένουν στις τούμπες {mounds} και τις παραμονές των Εορτών του Πυρός, όπως είναι και το Σόουιν, βγαίνουν έφιπποι και επικοινωνούν με τους θνητούς. Οι θεϊκές δυνάμεις που αγκαλιάζουν την Νύχτα είναι πολύ ισχυρές για να αγνοηθούν, είναι δυνάμεις αλλαγών, γεννήσεων και θανάτου, είναι Ανοιχτή Πύλη . Οι εξιστορήσεις των παλαιών παραδόσεων είναι και ο γλυκόπικρος απόηχος ενός ολόκληρου κρυμμένου Κόσμου, που περιμένει υπομονετικά να τον ανακαλύψουμε και να βυθιστούμε μέσα του...
Ο
Χρόνος
δεν μπόρεσε να σβήσει αυτές τις τελετές που μπορεί να χάνονται στην αχλύ του, όμως ο Χριστιανισμός αφομοίωσε την 1η του Νοεμβρίου εορτάζοντας την αθανασία των ψυχών, ονομάζοντας την εορτή
Νύχτα των Αγίων Πάντων
{Πάπας Βονιφάτιος IV, 7ος αιώνας}.Η ίδια λέξη, όπως γράφει ο James MacKillop, προέρχεται από την λέξη
Sam
= καλοκαίρι και
Fuin
= τέλος, ενώ στην Σκοτία καλείται Samhtheine {αλλά και Samhuinn} που σημαίνει η Φωτιά της Ειρήνης. Ο λόγος ήταν πως την Νύχτα εκείνη, περπατούσαν στην γη όλα τα πνεύματα, τα φαντάσματα, οι νεράιδες και τα ξωτικά, απολαμβάνοντας την μεγαλύτερη ελευθερία απ' όλες τις υπόλοιπες νύχτες του χρόνου. Όμως, όποιος την Νύχτα αυτή πατήσει στους Κύκλους των Ξωτικών, τους Μαγικούς Κύκλους ή τα Δαχτυλίδια των Νεράιδων {κυκλικά μονοπάτια πάνω στα οποία χόρευαν οι νεράιδες} χάνεται στον Άλλο Κόσμο, ενώ λέγεται πως κάμποσοι τυχεροί~άτυχοι που βρέθηκαν στους Χορούς των Ξωτικών κατά το Σόουιν, είδαν πως οι χορευτές ήταν νεκροί άνθρωποι που γνώριζαν κάποτε...Επικίνδυνα αυτά τα Δαχτυλίδια του Λαού των Λόφων...
...όσο επικίνδυνο είναι και το
Pooka
{poc = τράγος, μάλιστα, λένε πως ξινίζει τα βατόμουρα μετά την 31η Οκτωβρίου επειδή τα πατάει} ένα είδος πνεύματος με μορφή αφηνιασμένου αλόγου, ένας εφιάλτης που καλπάζει. Ζει σε χαλάσματα και η 1η Νοεμβρίου είναι για εκείνο μέρα ιερή. Παίρνει τους ανθρώπους καβάλα και οι αναβάτες δεν έχουν εντολή να το ξεκαβαλικεύσουν, αν δεν συμβεί πρώτα κάτι που να φανεί σαν οιωνός. Αν ο αναβάτης δεν υπακούσει και θελήσει να κατέβει από το
Pooka
, τότε είναι καταδικασμένος να καλπάζει για πάντα πάνω του.Σε πολλά μέρη της Σκοτίας λοιπόν, εκτός από το σκάλισμα τρομακτικών προσώπων σε πατάτες τοποθετημένες στα παράθυρα ώστε να διώχνουν τα ενοχλητικά πνεύματα, κάτι που αναγνωρίζουμε στο σκάλισμα της κολοκύθας με το όνομα
Jack - o'- lantern
~ ο Τζακ με το φανάρι,
{Β.Α. της Σκοτίας είναι φαινόμενο γνωστό σαν η θεία του Κόρμπι, Corbie's aunt και είναι η περίφημη Τρελή Φωτιά ''Will of the Wisp'', ένα είδος παραπλανητικών φώτων που έλεγαν πως ήταν οι ψυχές των νεκρών που δεν είχαν βρει γαλήνη. Τα φώτα αυτά οδηγούσαν τον ανυποψίαστο οδοιπόρο σε επικίνδυνους και συνήθως θανατηφόρους δρόμους}άναβαν εκατοντάδες πυρσούς που τους κατασκεύαζαν εβδομάδες πριν το Σόουιν, ώστε μετά το ηλιοβασίλεμα της 31ης Οκτωβρίου, κάθε νεαρός και νεαρή να ανάψει τον πυρσό {samhnag}και να περπατήσει γύρω από το κτήμα κρατώντας με σεβασμό τα φλεγόμενα αυτά φώτα για να προστατέψει τον χώρο από τις νεράιδες και τα υπόλοιπα στοιχειά.
{Αναζήτησε & διάβασε το ποίημα του εθνικού Βάρδου της Σκοτίας Robert Burns, ''Hallowe'en''}.
Ήταν λοιπόν μία πολύ σημαντική Νύχτα στα Υψίπεδα της Σκοτίας, όπου η ψυχρότητα που ένιωθαν οι θνητοί απέναντι στους υπερφυσικούς τους γείτονες έπρεπε να λυώσει και να γεννηθεί ανάμεσα στους δύο αυτούς Κόσμους μία τέλεια Αρμονία. Οι Φωτιές στους Λόφους, ένα εκθαμβωτικό θέαμα από τον Βορρά ως τον Νότο κι από την Δύση ως την Ανατολή όπου ολόκληρο το τραχύ, άγριο τοπίο των Υψιπέδων γέμιζε με ζεστές, παλλόμενες φλόγες, είχαν την τιμητική τους, όπως συνέβαινε και στην εορτή του
Beltaine
{πάτησε εδώ και διάβασε αυτή την ανάρτηση για το Beltaine}. Από την μία προσπαθούσαν να κρατήσουν μακριά τις νεράιδες κρεμώντας έξω από τα σπίτια λιόπρινα και καλαμποκένια ομοιώματα της Νεαρής Παρθένας της Συγκομιδής, από την άλλη, επιζητούσαν την επαφή με τους νεκρούς. Ο Σατανάς των Χριστιανών, ο Auld Nick ή Μαύρος Ντόναλντ των Σκοτσέζων {Domhnuill Du} εμφανιζόταν στις απομακρυσμένες φάρμες, επιτρέποντας στους νεότερους να κρυφοκοιτάξουν για λίγο το μέλλον {
a peep
into the secrets of futurity
}. Οι ηλικιωμένοι έβλεπαν αυτό το δώρο σαν μία παγίδα για τους άπειρους νέους και οι νέοι με την σειρά τους, θεωρούσαν πως οι ηλικιωμένοι τους ζήλευαν, επειδή
Αυτός που κυβερνάει στην Σιωπηλή Νύχτα
, έδινε μόνο σε εκείνους το δώρο της μαντείας.
Υπήρχαν κι άλλου είδους μαντείες για την Νύχτα του Σόουιν, όπου οι κάτοικοι έβγαιναν μες στο σκοτάδι και το πρώτο κούτσουρο που θα έβρισκαν μπροστά τους, ήταν κι αυτό που τους έλεγε την μοίρα. Άλλοτε, πήγαιναν στην σιταποθήκη και έπιαναν μίσχους βρώμης, όπου σύμφωνα με τον αριθμό των σπόρων που είχαν οι μίσχοι, τα κορίτσια προφήτευαν πόσα παιδιά θα κάνουν. Την ίδια στιγμή, κάποιος άνοιγε διάπλατα την πόρτα, παίρνοντας λιχνισμένο καλαμπόκι που το άφηνε να παρασυρθεί από τον άνεμο τρεις φορές. Την τρίτη φορά, εμφανιζόταν μία οπτασία που έμπαινε από την πόρτα της σιταποθήκης και όλοι, γίνονταν μάρτυρες της εμφάνισής της.Κάποιοι άλλοι, πήγαιναν στο
Πέρασμα των Ζωντανών και των Νεκρών
ή αλλιώς, ένα πέρασμα, ένας δρόμος που είχε περάσει από εκεί μία κηδεία {Bealach nam Marbh = Το Πέρασμα των Νεκρών}και μέσα σε απόλυτη σιωπή, γυρνούσαν ανάποδα τα μανίκια του πουκάμισου που φορούσαν. Επέστρεφαν στο σπίτι, ξάπλωναν έχοντας το τζάκι πάντα αναμμένο και ξαφνικά, άλλη μία οπτασία έμπαινε μέσα στο δωμάτιο, επιτυγχάνοντας και με αυτόν τον τρόπο, την Επαφή με τον Άλλο Κόσμο.Το περίφημο Ελληνικό τρίστρατο της Εκάτης, είχε την τιμητική του στην Υψιπέδια Σκοτική Παράδοση. Πήγαιναν λοιπόν σε ένα τρίστρατο όπου κάθονταν σε ένα σκαμνί με τρία πόδια και λίγο προτού η ώρα σημάνει Μεσάνυχτα, ακούγονταν μυστηριώδεις φωνές που καλούσαν τα ονόματα εκείνων που θα πέθαιναν πριν το επόμενο Σόουιν.
Αν όμως ο Νυχτερινός Επισκέπτης του Μεσονυκτίου είχε μαντέψει και είχε καταφέρει να πάρει μαζί του κομμάτια από το ένδυμα που ανήκε σε κάποιον μελλοθάνατο, μπορούσε να αντιστρέψει το θανατικό, πετώντας μακριά τα κομμάτια, φωνάζοντας το όνομα του άτυχου, σώζοντάς τον από βέβαιο θάνατο.Με την επιστροφή στο σπίτι, λάμβανε χώρα άλλο ένα ξόρκι μαντείας, που δεν ήταν άλλο από το Κάψιμο των Καρυδιών. Κάθε καρύδι κι ένα όνομα, ένα ανδρικό κι ένα γυναικείο, ώστε τα δύο καρύδια μαζί να προκαλέσουν έναν φλογερό έρωτα μεταξύ των δύο ενδιαφερομένων. Ακολουθούσε τραπέζι με φαγητά και γλυκά {κέικ από μήλα και καρύδια για να τιμήσουν τους προγόνους μα και για να φέρουν καλή τύχη στους νέους, όπως μας μεταφέρει ένας παλαιός Βάρδος του Ayrshire} όμως οι στιγμές της χαράς δεν διαρκούσαν για πολύ, κι έτσι πετούσαν γρήγορα σαν τις σκιές που διώχνει ο Ήλιος με την ανατολή του ...
Η Νύχτα αυτή δεν είναι σαν όλες τις άλλες.Είναι Δέσιμο,είναι Δεσμός,άσπαστος και αληθινός.Είναι ένας Δεσμός που ενώνει τους Δύο Κόσμουςτον Ορατό και τον Αφανέρωτο.Όλες οι εξιστορήσεις του παρελθόντος έχουν μία Ιστορία.Μελέτησέ τηνκαι επέτρεψε στον Εαυτό σου να βυθιστεί στα ύδατά της. Ίσως βρεις τον μοναχικό, μοναδικό Δρόμο {ή το Τρίστρατο ...} που θα σε βγάλει σε αυτό που ψάχνεις.Εύχομαι να το βρεις.Slan Leat, λοιπόν!Καλή Τύχη !
Βάπτισε το Είναι σουσε μία Μεταμεσονύκτια Κέλτικη Μαγεία
Βιβλιογραφία
The Darker Superstitions of Scotland John Graham Dalyell, 1834, Edinburgh
Myths and Legends of the CeltsJames MacKillop, 2005, Penguin Group
The Gaelic OtherworldJohn Gregorson Campbell, 1902
The History and Origins of Druidism Lewis Spence, 1995, Newcastle Publishing Company
Superstitions of the Highlands & Islands of ScotlandJohn Gregorson Campbell, 1900
© 2013 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Realm Of Celts, Εξιστορήσεις & Σκοτία
Published on October 30, 2013 08:57
July 22, 2013
Η Ευρυδίκη Αμανατίδου γράφει για τις Γεύσεις της Νέμεσης
Η Ευρυδίκη Αμανατίδου, συγγραφέας ποικίλων άρθρων, διηγημάτων αλλά και βιβλίων όπωςΣτην Μεσόγειο Κολυμπούν Παράξενοι Θεοί {Εκδόσεις Βασιλείου 1996} Σιωπηλή Πέτρα {Εκδόσεις Μίνωας, 2007 και 2010} Η Ακριβή Ανάσα του Νερού {Εκδόσεις Μίνωας, 2009 και 2010} Ο Φύλακας στον Φάρο {Εκδόσεις Μίνωας, 2011} Tweet Stories {συλλογικό, Openbook 2012} Μαζί {συλλογή διηγημάτων μαζί με τον Γιάννη Λαμπράκη, Εκδόσεις Σαΐτα, 2012} Όσα Ποτέ Δεν Είπαμε {συλλογικό μυθιστόρημα από τους Δημήτρη Νίκου, Ευρυδίκη Αμανατίδου, Τάσο Αγγελίδη Γκέντζο, Χρύσα Λουλοπούλου με το ψευδώνυμο Νία Μαγγέλου, Εκδόσεις Ωκεανός, 2013}
Η Πολιτεία Που Δεν Είχε Χριστούγεννα {e-book, Σαΐτα, 2012Ο Ήλιος Που Έχασε Τον Δρόμο Του {e-book, Σαΐτα, 2012} διάβασε το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημά μου που κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις Ωκεανός και που δεν είναι αλλο από τις Γεύσεις της Νέμεσης.Ομολογώ πως τα λόγια της με έκαναν να αισθανθώ όμορφα, καθώς το συγκεκριμένο βιβλίο υπήρξε ένα υπέροχος σταθμός στο μονοπάτι που επέλεξα να περπατήσω, εκείνο της ιστορικής αφήγησης, μία επίπονη διαδρομή κατά την διάρκεια της οποίας έμαθα πολλά, παράλληλα με την έρευνα μα και την συγγραφική του αποτύπωση. Την ευχαριστώ λοιπόν και από το προσωπικό μου ιστολόγιο για τον πολύτιμο χρόνο που χάρισε στην Ζηναΐς, τον Λίβυ, τον Δείναρχο και όλους τους ήρωες, αφανείς και μη και εύχομαι να παραμείνει εμπνευσμένη, πολυγραφότατη και δημιουργική.
Πατώντας πάνω στον τίτλο που ακολουθεί, μεταφέρεστε στο ιστολόγιο της Ευρυδίκης, όπου εκεί μπορείτε να διαβάσετε ποικίλα και ενδιαφέροντα θέματα όπως βιβλιοκριτικές και άρθρα της μα και να βρείτε τους συνδέσμους εκείνους που αφορούν την πλούσια διαδικτυακή αλλά και έντυπη συγγραφική παρουσία της.
Οι Γεύσεις της Νέμεσης από την Ευρυδίκη Αμανατίδου
Μια γλυκιά μαγείρισσα σαγηνεύει την Αθήνα του 404 π.Χ με τις γεύσεις της τέχνης της. Η Ζηναΐς, ζει στον οίκο του στρατηγού Δείναρχου εδώ και δύο χρόνια. Έχει αφήσει το σπίτι της στην Επίδαυρο, αποφασισμένη να αλλάξει ζωή, κουβαλώντας μαζί της έναν άπελπι έρωτα. Η κοπέλα έχει χαρίσει την καρδιά της στον Σπαρτιάτη Λίβυ, τον αδελφό του Λύσανδρου, νικητή της μάχης στους Αιγός Ποταμούς. Στην Αθήνα, θα ανακαλύψει πως αυτή η καρδιά έχει χώρο και για έναν δεύτερο ευνοούμενο, τον Δείναρχο, ο οποίος επίσης είναι ερωτευμένος μαζί της. Σε μία πόλη που χάνει την αίγλη της και την οποία το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου θα αφήσει ως τη μεγάλη ηττημένη, οι συνθήκες γίνονται πολύ δύσκολες. Η δημοκρατία καταλύεται και οι τριάκοντα τύραννοι λύνουν και δένουν. Οι συγκυρίες φέρνουν τον Λίβυ στην Αθήνα και η Ζηναΐς θα προσφύγει σε αυτόν για να προστατέψει τον Δείναρχο. Από εκεί και πέρα η αντιζηλία ανάμεσα στις δύο αιώνιες αντίπαλες πόλεις θα γίνει ένας εγωιστικός ανταγωνισμός ανάμεσα σε δύο άντρες. Ξεκίνησα να διαβάζω το μυθιστόρημα έχοντας σαν έναυσμα την πολύ θετική εντύπωση που μου είχε κάνει ήδη η γραφή της Κωνσταντίνας Λαψάτη. Ομολογώ βέβαια ότι βιβλία που έχουν να κάνουν με τον αρχαίο κόσμο δεν ήταν ποτέ της ιδιαίτερης προτίμησής μου. Η συγγραφέας όμως, σαγηνευτική προσωπικότητα και η ίδια σαν την κεντρική ηρωίδα της, κατόρθωσε να με συναρπάσει από τις πρώτες σελίδες. Η πληθώρα των ιστορικών πληροφοριών, δοσμένη όμως σε σωστές δόσεις στα καίρια σημεία, κάτι ίσως σαν τα καρυκεύματα που η Ζηναΐς με τέχνη χρησιμοποιεί στα φαγητά της, βάζει τον αναγνώστη αμέσως στο κλίμα. Είναι σαν να ακούω τη δημιουργό να του λέει παίρνοντάς τον από το χέρι και οδηγώντας τον: «Έλα να σου δείξω πως κάποια πράγματα συνέβαιναν και θα συμβαίνουν πάντα. Έλα να σου δείξω πόσο πάθος μπορεί να κρύβεται ακόμη και πίσω από μία μάσκα αδιαφορίας. Να δεις πως οι άνθρωποι ήταν και θα είναι πάντα οι ίδιοι».Η Νέμεσις απονέμει τη θεία δίκη τιμωρώντας την αλαζονεία των ανθρώπων.…και οι άνθρωποι βογκούν πίσω από τα δίκαια δεσμά σου, γιατί κάθε σκέψη καλά κρυμμένη στο μυαλό, ξεκάθαρα αποκαλύπτεται στη θέα σου...(από τον Ορφικό ύμνο στη Νέμεση).Οι γεύσεις της Νέμεσης είναι ένα μυθιστόρημα για το πάθος, την επικράτηση, την αλαζονεία, τα ανθρώπινα λάθη είτε αυτά είναι λανθασμένες αποφάσεις σε έναν πόλεμο είτε εσφαλμένες εκτιμήσεις ενός χαρακτήρα, μίας συμπεριφοράς. Είναι όμως και ένα μυθιστόρημα για τη διχόνοια που μάστιζε ανέκαθεν την Ελλάδα ζητώντας όλο και περισσότερο αίμα, προϊόν των αδελφοκτόνων πολέμων. Με μαεστρία η Κωνσταντίνα Λαψάτη μεταφέρει το μίσος και την αντιπαράθεση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη και σε επίπεδο προσωπικών συναισθηματικών συγκρούσεων. Ο Λακεδαιμόνιος Λίβυς και ο Αθηναίος Δείναρχος ερίζουν για το ποιος θα υπερισχύσει στην καρδιά της Ζηναΐδος, την διεκδικούν σαν μία πόλη τρόπαιο, την οποία θέλει ο καθένας να πάρει με το μέρος του. Η ζυγαριά κλείνει πότε προς τον έναν πότε προς τον άλλον. Ακριβώς σαν μια πολεμική σύρραξη, όπου το αποτέλεσμα της μάχης είναι ένα συνονθύλευμα στρατηγικής, εύνοιας της τύχης, αλλά και αστάθμητων παραγόντων, έτσι και οι τρείς βασικοί ήρωες θα δώσουν τις δικές τους μάχες για να αποδείξουν στους Θεούς ότι όλοι δικαιούνται μία δεύτερη ευκαιρία. Αλλά και ότι η Νέμεσις είναι μία άφταστη μαγείρισσα, αρκεί να μη χλευάσεις τη δύναμη και την τέχνη της. Γιατί τότε είναι πολύ εύκολο να ζυμωθεί η ήρα μαζί με το σιτάρι και η βρώση δε θα είναι πλέον απόλαυση, αλλά τιμωρία. Οι γεύσεις της Νέμεσης είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται στην κυριολεξία απνευστί. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανός.
Published on July 22, 2013 05:29
July 8, 2013
Η Νύχτα της Άφθαρτης Πέτρας και του Γαλάζιου Νερού
Μεταξύ Ουρανού και Γης το αντάμωμα.
Μεταξύ Θάλασσας και Ουρανού το χάδι.
Χέρια σκληρά διαβαίνουν τα πελάγη του κορμιού.
Νύχτα υγρή, νοτισμένη από αρμύρα.
Με αφροπόρφυρο βελούδο με σκεπάζεις,να μην κρυώσω, να μην φοβηθώ όταν το κύμα σταθεί απέναντι για να με διεκδικήσει.Θα με ακολουθήσεις; Ένας βυθός μας περιμένει,
γυμνοί να κολυμπήσουμε στα ύδατά του, να κουραστούμε και
να ξαποστάσουμε σε κοραλλοσκεπασμένα βράχια,
αντικρίζοντας πάνω, ψηλά, πέρα απ' το διάφανο νερό, την ζωντανή στίλβη των άστρων. Θα με ακολουθήσεις;Θνητός στον δρόμο της αθανασίας μου,αθάνατη στον δρόμο της θνητότητάς σου. Επώδυνο τίμημα, μα άλλωστε τίποτα ποτέ δεν μας χαρίστηκε. Είμαι Γυναίκα φτιαγμένη από Νερό
και είσαι Άνδρας πλασμένος από Πέτρα. Θα με ακολουθήσεις; Θα πολεμήσεις με το ανίκητο κύμα; Θα με αφήσεις να δείξω τον δρόμο σου
που οδηγεί στο γαλάζιο νερό;
Φοβάσαι. Φοβάσαι πως όταν η νύχτα αναπόφευκτα τελειώσει, το κύμα θα χριστεί νικητής.Υγραίνω τα χείλη σου για να σε ηρεμήσω. Το σώμα μου είναι Ύδωρ, είναι Σταγόνα,είναι Κύμα, είναι Θάλασσα, είναι Ωκεανός και μέσα από υδάτινες σκιές που αιώνες με καλωσορίζουν θα βρω τον δρόμο και θα σε ανεβάσω εκεί
απ' όπου σε σαγήνευσα. Εκεί που τελειώνει το νερό και αρχίζει
της άμμου το Βασίλειο.Ασήμι αστροφώτιστο θα κλείσω στο χέρι σου,
δώρο πολύτιμο για τις στιγμές της μοναξιάς σου.Θνητός στον δρόμο της αθανασίας μου,αθάνατη στον δρόμο της θνητότητάς σου,
και μεταξύ Ουρανού και Γης θα γίνει το αντάμωμα.Μεταξύ Θάλασσας και Ουρανού θα δοθεί το χάδι.Πάνω στο δέρμα θα χαράξει μονοπάτια το άχραντο χάδι σου,
πόθου κορμί θα διαβεί τα πελάγη μου.
Νύχτα υγρή, νοτισμένη με αρμύρα. Με αφροπόρφυρο βελούδο σε σκεπάζω,να μην κρυώσεις, να μην φοβηθείς όταν το κύμα σταθεί απέναντι για να με διεκδικήσει. Μα μην φοβάσαι άλλο πια. Νικήθηκα. Του άχρονου βυθού μου το Σύμπαν
αποκρυπτογράφησες.
Γίνε Ιχνηλάτης και αναζήτησέ με
© 2013 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~Ψάξε Με Κάτω Από Το Σεληνόφως
Published on July 08, 2013 11:32
June 24, 2013
Οδοιπορικό στην Φιγαλική Γη ~ Επικούριος Απόλλων
Ο Ήλιος είναι διαφορετικός στην γη της Αρκαδίας.
Κλείνεις τα μάτια και τον αφήνεις να σε χαϊδέψει.
Δίχως όρους.
Μοναξιά που ενώνει την Μοναδικότητα και την Ισορροπία,
το Τέλειο και το Άπειρο.
Άρρητο Κάλλος που κάνει την ψυχή να αγαλλιάζει.
Δεν γίνεται διαφορετικά.
Φιγαλική γη.
Η Αιωνιότητα χαϊδεύει το μαρμάρινο κορμί του ναούστον οποίο με έφεραν κάποτε
τα ανυπότακτα βήματα της Νιότης μου. Τον γνώρισα,
τον περπάτησα,
τον άγγιξα.
Θυμάμαι το άσπρο σάβανο με το οποίο και τον είχαν τυλιγμένο,
λες και το λευκό μάρμαρο έχει ανάγκη την καλύπτρα
για να κρύψει από εμάς τους θνητούς την υπερκόσμια λάμψη του.
Χρειάζεται μυστηριακή ευλάβεια
για να περπατήσεις τον τόπο.Σιωπή που διακόπτεται από Μνήμη πολύλογη που αν σταθείς τυχερός
ψιθυρίζει την Ιστορία
και σου αποκαλύπτει τα μυστικά της. Σιωπή σημαίνουσα και σιωπή ομιλούσα.
Κυριακή, 15 Αυγούστου 2004. Η αχόρταγη ματιά παρασέρνεται στα βουνά που σαν λόγχες ξεπροβάλλουν και τρυπούν τον ουρανό. Ένας βασιλέας Ήλιος δίνει ζωή στην μέντα, το φλισκούνι, το θυμάρι και το ασπάλαθο.
Στην Πέτρα,
που μοσχοβολάει δυσπρόσιτες αναμνήσεις. Τα βήματά μου προσπερνούσαν βιαστικά κάμποσες σαύρες και αίφνης, θυμήθηκα εκείνο το άλλο όνομα του Απόλλωνος, εκείνο το είδος του επιθέτου που υπερβαίνει πάντα το ουσιαστικό. Σαυροκτόνος. Με θλίψη έριξα το βλέμμα κάτω στο έδαφος παρατηρώντας τα αεικίνητα αυτά ερπετά. Ίσως ο Απόλλωνας να έφυγε από εδώ,
ίσως η ικανότητα του Σαυροκτόνου να έχει χαθεί. Πώς να μείνει και πώς να μην χαθεί όταν το ζωντανό μάρμαρο δεν ενώνεται με τον Ήλιοούτε πλένεται με το νερό της εξαγνιστικής βροχής; Πώς να μείνει και πώς να μην χαθεί όταν καλύπτεται από ένα πελώριο, άψυχο καραβόπανο, ευγενική προσφορά της UNESCO; Πώς να μείνει και πώς να μην χαθεί όταν εμείς οι Έλληνες δεν μπορούμε να προστατεύσουμε τα μνημεία μας και μπορεί μόνο η UNESCO;Αισθάνομαι λες και ο Φοίβος απαιτεί την εξαφάνισή του. Αίσθημα αλλόκοτα βαρύ, αίσθημα φυγής και εγκατάλειψης.
Έτσι νιώθω. Αντικρύζοντας τις μεταλλικές αντηρίδες που γίνονταν ένα με την Αρκαδική γη συγκολλημένες μαζί της με γκρίζο μπετόν, ένα πικρό χαμόγελο εμφανίζεται στο ήδη σκιασμένο μου πρόσωπο.
Σκηνή ανίερης ένωσης.Σκοινί ανίερης ένωσης.
Εισήλθα στον δίδυμο αδελφό του Παρθενώνος, που αποκαλείται έτσι επειδή δεν είναι καμωμένος εξ' ολοκλήρου από μάρμαρο, αφού το ευγενές αυτό υλικό έντυνε μόνο τον διάκοσμο και την στέγη. Το υπόλοιπο κτίριο ήταν από ντόπιο ανθεκτικό ασβεστόλιθο, γκρίζο σαν τον χειμωνιάτικο ουρανό. Η μετατροπή του σκληρού βράχου σε έργο τέχνης.Μου έκανε εντύπωση το σκοτάδι, έντονα μελαγχολικό. Πού και πού μία αδύναμη ακτίνα κατάφερνε να πέσει πάνω σε κάποιον τυχερό κίονα και να του χαρίσει την θέρμη της, την τύχη της. Απόλλωνας, ο θεός του Φωτός, ο ολβιόδωρος Φοίβος που λατρεύτηκε σε αυτόν τον ναό ως Επικούριος και που σήμερα, 15 Αυγούστου του έτους 2004 και ημέρα Κυριακή, το φως έχει γίνει σκιόφως και μου κλέβει την όραση, καθιστώντας με τυφλή μπρος στο Κάλλος. Ουρανό αναζητούν οι κίονες.
Ήλιο καλούν, ζητώντας προστασία. Όχι από το χιόνι και τον Εγκέλαδο,
ούτε από την βροχή και την ζέστη. Η φθορά γεννιέται απ' τους ανθρώπους.
Πολλά έχουν γραφτεί για τον προσανατολισμό του ναού. Πως περιστρέφεται,πως αν προεκτείνεις τον άξονα προς τον ουρανό,
ο άξονας θα συναντήσει τον σημερινό πολικό αστέρα
που δεν είναι άλλος από το α της Μικρής Άρκτου. Προτιμώ έναν άλλον προσανατολισμό. Τον θεικό. Ο ναός ίσως να βλέπει προς την Μικρή Άρκτο,
ίσως να βλέπει προς το όρος Κωτύλιον,
μα πιστεύω πως βλέπει προς τον Απόλλωνα,
τον Εκφραστή της ακτινοβολούσας φύσεως του φωτός.
Γιατί το καραβόπανο, στημένο πάνω από αυτόν τον δίαυλο επικοινωνίας, αφήνει ανείπωτη την Ομφή του θεού; Ποιος θέλει τις Ομφές ανείπωτες;
Τα δάχτυλά μου αγγίζουν απαλά το μάρμαρο.Προσπαθώ να ανιχνεύσω το παρελθόν
αφήνοντας πίσω μου το σκότος.
Τα καταφέρνω.
Ναός του Απόλλωνος. Ναός του Επικούριου Απόλλωνος. Δημιουργήθηκε το 421 π.Χ. στις Βάσσες της Φιγαλίας από τον αρχιτέκτονα Ικτίνο τον Αθηναίο.
Διακοσμητής της ζωφόρου που αναπαριστά την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία ο Λήμνιος Αλκαμένης. Λεηλατήθηκε το 1812 όπου και αρπάχθηκαν 23 πλάκες της ζωφόρου που σήμερα βρίσκονται στο Βρετανικό μουσείο, στο Λούβρο και στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Έννοιες αντίθετες. Σκοτάδι και Φως. Αρπαγή και Ελευθερία. Τί δουλειά έχει το άσπρο Μάρμαρο σε αίθουσες γκριζοσυννεφιασμένες;
Το βλέμμα μου το αγκαλιάζει. Χαμογελώ ξανάμε άλλη όμως διάθεση. Ζεστό βλέμμα και ψυχρή πέτρα γίνονται Ένα.
Κλείνω τα μάτια
και τότε καταλαβαίνω.
Ό,τι βλέπω δεν υπάρχει
κι ότι δεν βλέπω έχει αδιάκοπη ζωή.
Μία είναι η λέξη πια.
Μέθεξη.
Πλέρια μέθεξη που νεκρώνει τον χρόνο και τον αφήνει να περάσει απαρατήρητος.
Ένας Χρόνος που καταβροχθίζει τα πάντα, μα όχι εκείνον. Όχι τον Ναό. Ποτέ τον Ναό.Θρεμμένος από άγριο Βοριά, αντάμωνε συχνά το χιόνι και την καταιγίδα, μέχρι την μέρα που σκεπάστηκε. Λούφαξε το Φως και αποκοιμήθηκε
και έμεινα μονάχη. Σιωπηλή Φύλακας που αναμένει τον Νόστο.
Βάσσες
Αυτό το ορυκτό, αλλού όρθιο κι αλλού πεσμένο
σε ποια τάξη ανήκει;Σε ποια αταξία;Σε καμία γλώσσα δεν υπάρχει όνομα που να το ορίζει.Δεν έχει ούτε ιστορία. Δεν είναι πουθενά. Είναι άχρονο.Ακόμα και τώρα, εδώ, κάτω από τον μενεξεδένιο ουρανό
που προσπαθεί να μας πείσει ότι είναι μεσογειακόςΌμως, μάταια ψάχνω. Απομακρύνομαι. Πλησιάζω.
Αλλάζοντας προοπτική ξεσκεπάζω το πρόσωπο του χαμένου θεού
που κάποτε στο όνομά του κτίστηκε αυτό το κοιμητήριο.Ας μην μιλάμε για ερείπια.
Ας μην κατηγορούμε τον χρόνο που πέρασε από πάνω τους.
Τα πετρωμένα δέντρα μιμήθηκαν την κλασική μορφή ενός ναού.
Οι δημιουργοί του τού έδωσαν αυτή την μορφή
για να έχουν ήσυχη την συνείδησή τους.
Γιατί κατά βάθος ήταν πεπεισμένοι
πως αν τα στοιχίσουν σε μία ευθεία γραμμή
αυτά τα κομμάτια της άμορφης ύλης,
σαν ξυλωμένα με το ζόρι,σιγά σιγά θα ξαναβρούν την αρχική τους θέσηόπως οι ναυτικοί βρίσκουν ένα πλοίο φάντασμαστο βασίλειο των ορυκτών, την αρχική τους προέλευση. Όλα θα ξαναγυρίσουν στην λάσπη, στην στάχτη.
Τίποτα δεν μπορεί να αψηφήσει τον χρόνο.
Και ποιος θα τολμούσε άλλωστε; Ο ανελέητος και αλαζόνας θεός,
που την εύνοιά του θα ζητήσουμε
μέσα σε αυτή την κοιλάδα με τα μαραμένα δέντρα
στοιχίζοντας μεθοδικά τους απολιθωμένους κορμούς,
δεν έχει ανάγκη κατοικίας.Τίποτα δεν έχει ανάγκη, ούτε προσευχές και λατρείεςΊσως, μόνο, κάποιες εκατόμβες. Αλλά είναι αμφίβολο αν θα φτάσουν ως εκείνον
οι θρήνοι και οι οδυρμοί όσων θυσιάζονται εκουσίως
σαν φτάνει η μυρωδιά απ' το αχνιστό τους αίμα στον βωμό
και οι βαριές αναθυμιάσεις που αναδύονται τριγύρω.Είναι ο γέροντας θεός Χρόνος με την τεράστια γενειάδα του.Ο θεός του χρόνου όταν ακόμα δεν υπήρχε χρόνοςούτε και άνθρωποι.Για χάρη του στήθηκε το χάος, η καταστροφή
αυτός ο άχρηστος σωρός.
Είναι καλά θρονιασμένος εκεί μέσα.Πασαλειμμένος λάσπη, αναμαλλιασμένος
αποκοιμήθηκε την μέρα της δημιουργίας σε ύπνο δίχως όνειρα.
Μέσα στον αφρό του ''τίποτα'' του ''όχι ακόμα''
του ''για πάντα'' που είναι ο πηλός του.
Αποκοιμήθηκε. Μην τον ξυπνάτε.
Θα κοιμάται ως το τέλος του χρόνου. Είναι δικη του αυτή η πέτρινη έρημος
κι όταν στον ύπνο του την βλέπειγρυλίζει ικανοποιημένος.Γιατί τίποτα σε αυτό το νεκτροταφείο ορυκτώνδεν του θυμίζει την πιθανότητα κάποιου συμβάντος ανθρώπινης ζωής.
Είμαστε ακόμα στην πρώτη ημέρα πριν αρχίσει οτιδήποτε.Στον κήπο αυτό της φρίκης που τον βάπτισα ναόάπαξ και διαπαντόςγιατί εγώ είμαι ο Λόγος.Ακόμα κι αν σβηστεί απ' την πέτρα κάθε σημάδι από ανθρώπου χέρι.
Βάσσες - Bassae 1964 (with Greek subtitles) Jean-Daniel Pollet
Published on June 24, 2013 10:16
June 20, 2013
Στους Λόφους με τις Αναμμένες Φωτιές
Η 21η του Ιουνίου, η μεγαλύτερη ημέρα του έτους που είναι γνωστή και σαν Θερινό Ηλιοστάσιο, σηματοδοτεί την αρχή του Καλοκαιριού, με τον Ήλιο να βρίσκεται στο αποκορύφωμά του, αγγίζοντας το Ζενίθ της δύναμής του.Οι παραδόσεις που αφορούν την ημέρα της Ευλογίας του Ήλιου προέρχονται από το μακρινό παρελθόν, αφού ο Θρίαμβος του Φωτός εορταζόταν από τα πανάρχαια χρόνια μιας και το ταξίδι του Ήλιου στον Ουρανό καταγραφόταν συνεχώς κι αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τους περίφημους πέτρινους κύκλους {stone circles} με τους οποίους και είναι σπαρμένη η Γη.
Σύμφωνα με αυτές τις παραδόσεις το Καλοκαίρι ξεκινούσε την 1η Μαΐου {
Beltaine
} και τελείωνε την 1η Αυγούστου {Lughnassadh}. Το Μεσοκαλόκαιρο ήταν η 21η Ιουνίου που εορταζόταν για πολλές ημέρες, συνήθως από την 20η του Ιουνίου μέχρι και την 23η ή και την 25η κάποιες χρονιές, με χορό και τραγούδι, με εξιστορήσεις θρύλων και μύθων, με προσφορές καλοκαιρινών φρούτων και με το άναμμα της φωτιάς {bonnefyre} από ξύλο έλατου και βελανιδιάς, δένδρα που έδιωχναν τις αρνητικές επιρροές.
Όλοι μα όλοι ανέβαιναν στους Λόφους με τις Αναμμένες Φωτιές για να προσφέρουν τον σεβασμό τους στον χώρο ανάμεσα στην Γη και τον Ουρανό. Πιασμένα χέρι-χέρι τα ζευγάρια πηδούσαν πάνω από τις θεριεμένες φλόγες τουλάχιστον τρεις φορές για να αποκτήσουν ευημερία και υγεία, ασφάλεια, ευδαιμονία και πολλά παιδιά, ενώ παράλληλα φορούσαν ένα στέμμα από κίτρινα λουλούδια με θεραπευτικές ιδιότητες, όπως από καλέντουλες, μάραθο μα και από το κίτρινο Βοτάνι του Αγίου Ιωάννηπου δεν είναι άλλο από το γνωστό Υπερικό το οποίο λέγεται και Βαλσαμόχορτο.
Στα παλαιότερα χρόνια άναβαν μία πελώρια Ρόδα, ο Τέλειος Κύκλος, την οποία και κατά το τέλος του εορτασμού, την έριχναν στο νερό. Αργότερα, για να τιμήσουν την νίκη του Ήλιου πάνω στο σκοτάδι πήγαιναν την φωτιά στα σπίτια τους με δάδες από σημύδα. Σύμφωνα με το Δενδροαλφάβητο ή Ogham, η σημύδα σηματοδοτούσε την αρχή του έτους και συμβόλιζε την δημιουργία, την καταγωγή, την αρχή ~Inception~ ενώ την χρησιμοποιούσαν και για την καθαριότητα μιας και πίστευαν ότι φωτίζει με το φως του άλλου κόσμου δείχνοντας το σωστό Μονοπάτι, εξ ου και η ονομασία που της έδιναν: finnbheann na coille, η Φωτεινή Κυρά των Δασών.
Τολμάς να περάσεις από την Φωτιά και να καείς ;Αν ναι ... Ετοιμάσου για την Συγκομιδή που έρχεται ... πάντα πλούσια είναι σε γενναιόδωρες Υπάρξεις ...
Ο Ήλιος μου δύει για να ανατείλει ξανά {R. Browning} © 2013 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Realm Of The Celts & Εξιστορήσεις
Published on June 20, 2013 12:29
June 16, 2013
Καβοντορίτικο Φεγγάρι
Ἐγὼ ἤθελα νὰ ζῶ μὲ τὸν ἡέλιον μόνον.
Πίσω ἀπὸ φυλλώματα πυκνὰ μὲ πράσινον…
μὲ κρύσταλλον σχηματισμένα,
νὰ χάνομαι ἀπ’ τὰ μάτια του.
Τὴν εὐλογίαν του νὰ ὁρῶ πὼς καθρεπτίζεται,
εἰς τὶς δροσιὲς ποὺ ὅλον τρέχουν,
πότες σὲ πανώρια δένδρια κουσέλια νὰ μολογήσουν,
πότες σ’ ἀνθιὰ χιλιόχρωμα,
ῥιζωμένα σὲ καλλιμάρμαρα ξεχασμένα.
Γυμνὰ νὰ ζοῦν τὰ πόδια μου εἰς τὴν γῆς
κι ὅλες οἱ μυρωδιές της,
ἀνάσα κι ἔρωτάς μου…
νὰ ᾿ναι ἡ ἰσκιάδα θηλυκόν,
ποὺ ὕστερις σούρουπον παντοῦ ν’ ἁπλώνῃ…
Τότες ἐγὼ ἤθελα νὰ ζῶ εἰς τὸ ἰδικόν σου φῶς,
ἔρωτα τοῦ ἡελίου.
Ὦ, καβοντορίτικον φεγγάρι ζηλευτόν,
μέσα σὲ εἶδα ἀπ’ ἀφροὺς νὰ ξεπροβάλῃς
καὶ νὰ ᾿σαι εὐλογημένον ἀπ’ ἁγνὴν γραφήν,
ὦ, σελήνη καβοντόρικη,
ποὺ ᾿χεις τὸν ἥλιον ἐραστήν.
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς Ἕλλην 24-5-2013
{πατώντας τον σύνδεσμο, μεταφέρεστε στο προσωπικό ιστολόγιο του Δεσποτάκη της Δαμητρόςκαι στο ποίημα «Καβοντορίτικον Φεγγάρι»}
Cavo D' OroPhoto by Lily Cash
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ ή ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΚΑΦΗΡΕΑΣΣαν Καφηρέας αναφέρεται στην Χάρτα της Ελλάδος του Ρήγα Φεραίου, ενώ Cavo D' Oro ήταν η ονομασία που του έδωσαν Ιταλοί ναυτικοί κατά τον 14ο και 15ο αιώνα.
ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΩΝ ΝΑΥΑΓΙΩΝ Ο Αίαντας, ο βασιλέας της Κολχίδος, ναυάγησε στην περιοχή του Καφηρέως κατά την επιστροφή του από την Τροία, ενώ βυθίστηκαν όλα τα πλοία του.
Σύμφωνα με την Επιτομή του Απολλόδωρου [vi.7] στον Καφηρέα ναυάγησε επίσης ο στόλος των Ελλήνων επειδή ο βασιλιάς του Ναυπλίου, θέλοντας να εκδικηθεί τον θάνατο του γυιού του Παλαμήδη, άναψε φωτιές στα γύρω βράχια, ώστε οι Έλληνες να υποθέσουν ότι πλησιάζουν στην ακτή.Κατά την ναυμαχία του Αρτεμισίου, τα πλοία των Περσών που επιθυμούσαν να περικυκλώσουν εκείνα των Ελλήνων, ναυάγησαν και βυθίστηκαν εξαιτίας καταιγίδας που ξέσπασε στην περιοχή [Ηρόδοτος Ιστορίαι - Ουρανία].
Ένα ακόμη διάσημο ναυάγιο ήταν εκείνο του Δίωνος του Χρυσόστομου [vii7] & [ΑΡΧΕΙΟ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, ΤΟΜΟΣ Θ] που το 100 μ.Χ. ναυάγησε στα Κοίλα.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΠΕΡΙΞ ΤΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥΣημαντικότεροι οικισμοί ήταν η Αρχάμπολη, πόλη-μεταλλείο που ήκμασε τον 8ο αιώνα π.Χ. και εγκαταλείφθηκε κατά την Ρωμαϊκή Εποχή και η Γεραιστός, ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της περιοχής, που προσέφερε καταφύγιο στα πλοία που διέπλεαν τον Καφηρέα εν μέσω δυνατών ανέμων, ενώ παράλληλα ήταν γνωστή και για το ιερό του Γεραιστίου Ποσειδώνος στον οποίο και θυσίαζαν οι ναυτικοί για να έχουν ασφαλές ταξίδι στην, συνήθως τρικυμιώδη, θάλασσα του Καφηρέως.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΕΝΕΤΟΙ, ΦΡΑΓΚΟΙ, ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙ, ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ Στα Βυζαντινά χρόνια και κατά τον 13ο αιώνα αποτελεί την έδρα του Καρυστινού ιππότη Λικάριου που με την βοήθεια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, κατάφερε να επιβιβάσει φρουρά για την προστασία της περιοχής. Μετά την 4η Σταυροφορία οι Ενετοί δημιούργησαν μία ζώνη ασφαλείας στην Νότια Εύβοια, ενώ άρχισαν να κτίζονται νέα χωριά, όπως ο Πλατανιστός [στην θέση Ελληνικό σώζεται το πανάρχαιο φρούριο των Ανεμοπυλών που έγινε ορμητήριο του Λικάριου], το Κόμητο και το Καψούρι, το οποίο όμως δεινοπάθησε από τις επιδρομές των Ενετών μα και των Τούρκων κι έτσι οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκαταστήσουν το χωριό στην θέση που βρίσκεται και σήμερα. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε την 29η Μαΐου 1453 και οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν την Εύβοια το 1470. Από εκεί και ύστερα, αρχίζουν να κτίζονται άλλα χωριά, όπως η Πρινιά [από Έλληνες της Μικράς Ασίας που κατέφυγαν τον 15ο αιώνα στον Κάβο Ντόρο] και το Δράμεσι [Ευαγγελισμός] κοντά στο οποίο έγινε η ναυμαχία της Άνδρου μεταξύ του Ελληνορωσσικού στόλου του Λάμπρου Κατσώνη και του τουρκικού το 1790.
Η περίφημη ναυμαχία του Καφηρέως έγινε στις 20 Μαΐου του 1825 όπου οι ναύαρχοι του Ελληνικού στόλου, Γεώργιος Ανδρούτσος, Γεώργιος Σαχτούρης και Απόστολος Νικολής έτρεψαν σε φυγή τον τουρκικό στόλο στην περιοχή της Γεραιστού [σημερινό Καστρί].Οι Τούρκοι αποχώρησαν σταδιακά από την Εύβοια το 1832, ενώ η πόλη της Καρύστου παραδόθηκε στους κατοίκους την 9η του μηνός Απριλίου του 1833 [στην αποτυχημένη πολιορκία της Καρύστου τον Μάρτιο του 1826 με τον Γάλλο συνταγματάρχη Φαβιέρο πολέμησε και ο πρόγονός μου Λαψάτης Νικόλαος. Δεν γνωρίζω έαν έπεσε στην μάχη]. Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί δεν πάτησαν ποτέ την κατακτητική μπότα τους στον Κάβο Ντόρο.
ΠΗΓΕΣBLOG Κάβο Ντόρος/ΚάρυστοςΑΡΧΕΙΟ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ{ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ}
Published on June 16, 2013 05:50
Καβοντορίτικον Φεγγάρι
Ἐγὼ ἤθελα νὰ ζῶ μὲ τὸν ἡέλιον μόνον.
Πίσω ἀπὸ φυλλώματα πυκνὰ μὲ πράσινον…
μὲ κρύσταλλον σχηματισμένα,
νὰ χάνομαι ἀπ’ τὰ μάτια του.
Τὴν εὐλογίαν του νὰ ὁρῶ πὼς καθρεπτίζεται,
εἰς τὶς δροσιὲς ποὺ ὅλον τρέχουν,
πότες σὲ πανώρια δένδρια κουσέλια νὰ μολογήσουν,
πότες σ’ ἀνθιὰ χιλιόχρωμα,
ῥιζωμένα σὲ καλλιμάρμαρα ξεχασμένα.
Γυμνὰ νὰ ζοῦν τὰ πόδια μου εἰς τὴν γῆς
κι ὅλες οἱ μυρωδιές της,
ἀνάσα κι ἔρωτάς μου…
νὰ ᾿ναι ἡ ἰσκιάδα θηλυκόν,
ποὺ ὕστερις σούρουπον παντοῦ ν’ ἁπλώνῃ…
Τότες ἐγὼ ἤθελα νὰ ζῶ εἰς τὸ ἰδικόν σου φῶς,
ἔρωτα τοῦ ἡελίου.
Ὦ, καβοντορίτικον φεγγάρι ζηλευτόν,
μέσα σὲ εἶδα ἀπ’ ἀφροὺς νὰ ξεπροβάλῃς
καὶ νὰ ᾿σαι εὐλογημένον ἀπ’ ἁγνὴν γραφήν,
ὦ, σελήνη καβοντόρικη,
ποὺ ᾿χεις τὸν ἥλιον ἐραστήν.
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς Ἕλλην 24-5-2013
{πατώντας τον σύνδεσμο, μεταφέρεστε στο προσωπικό ιστολόγιο του Δεσποτάκη της Δαμητρόςκαι στο ποίημα «Καβοντορίτικον Φεγγάρι»}
Cavo D' OroPhoto by Lily Cash
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ ή ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΚΑΦΗΡΕΑΣΣαν Καφηρέας αναφέρεται στην Χάρτα της Ελλάδος του Ρήγα Φεραίου, ενώ Cavo D' Oro ήταν η ονομασία που του έδωσαν Ιταλοί ναυτικοί κατά τον 14ο και 15ο αιώνα.
ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΩΝ ΝΑΥΑΓΙΩΝ Ο Αίαντας, ο βασιλέας της Κολχίδος, ναυάγησε στην περιοχή του Καφηρέως κατά την επιστροφή του από την Τροία, ενώ βυθίστηκαν όλα τα πλοία του.
Σύμφωνα με την Επιτομή του Απολλόδωρου [vi.7] στον Καφηρέα ναυάγησε επίσης ο στόλος των Ελλήνων επειδή ο βασιλιάς του Ναυπλίου, θέλοντας να εκδικηθεί τον θάνατο του γυιού του Παλαμήδη, άναψε φωτιές στα γύρω βράχια, ώστε οι Έλληνες να υποθέσουν ότι πλησιάζουν στην ακτή.Κατά την ναυμαχία του Αρτεμισίου, τα πλοία των Περσών που επιθυμούσαν να περικυκλώσουν εκείνα των Ελλήνων, ναυάγησαν και βυθίστηκαν εξαιτίας καταιγίδας που ξέσπασε στην περιοχή [Ηρόδοτος Ιστορίαι - Ουρανία].
Ένα ακόμη διάσημο ναυάγιο ήταν εκείνο του Δίωνος του Χρυσόστομου [vii7] & [ΑΡΧΕΙΟ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, ΤΟΜΟΣ Θ] που το 100 μ.Χ. ναυάγησε στα Κοίλα.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΠΕΡΙΞ ΤΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥΣημαντικότεροι οικισμοί ήταν η Αρχάμπολη, πόλη-μεταλλείο που ήκμασε τον 8ο αιώνα π.Χ. και εγκαταλείφθηκε κατά την Ρωμαϊκή Εποχή και η Γεραιστός, ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της περιοχής, που προσέφερε καταφύγιο στα πλοία που διέπλεαν τον Καφηρέα εν μέσω δυνατών ανέμων, ενώ παράλληλα ήταν γνωστή και για το ιερό του Γεραιστίου Ποσειδώνος στον οποίο και θυσίαζαν οι ναυτικοί για να έχουν ασφαλές ταξίδι στην, συνήθως τρικυμιώδη, θάλασσα του Καφηρέως.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΕΝΕΤΟΙ, ΦΡΑΓΚΟΙ, ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙ, ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ Στα Βυζαντινά χρόνια και κατά τον 13ο αιώνα αποτελεί την έδρα του Καρυστινού ιππότη Λικάριου που με την βοήθεια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, κατάφερε να επιβιβάσει φρουρά για την προστασία της περιοχής. Μετά την 4η Σταυροφορία οι Ενετοί δημιούργησαν μία ζώνη ασφαλείας στην Νότια Εύβοια, ενώ άρχισαν να κτίζονται νέα χωριά, όπως ο Πλατανιστός [στην θέση Ελληνικό σώζεται το πανάρχαιο φρούριο των Ανεμοπυλών που έγινε ορμητήριο του Λικάριου], το Κόμητο και το Καψούρι, το οποίο όμως δεινοπάθησε από τις επιδρομές των Ενετών μα και των Τούρκων κι έτσι οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκαταστήσουν το χωριό στην θέση που βρίσκεται και σήμερα. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε την 29η Μαΐου 1453 και οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν την Εύβοια το 1470. Από εκεί και ύστερα, αρχίζουν να κτίζονται άλλα χωριά, όπως η Πρινιά [από Έλληνες της Μικράς Ασίας που κατέφυγαν τον 15ο αιώνα στον Κάβο Ντόρο] και το Δράμεσι [Ευαγγελισμός] κοντά στο οποίο έγινε η ναυμαχία της Άνδρου μεταξύ του Ελληνορωσσικού στόλου του Λάμπρου Κατσώνη και του τουρκικού το 1790.
Η περίφημη ναυμαχία του Καφηρέως έγινε στις 20 Μαΐου του 1825 όπου οι ναύαρχοι του Ελληνικού στόλου, Γεώργιος Ανδρούτσος, Γεώργιος Σαχτούρης και Απόστολος Νικολής έτρεψαν σε φυγή τον τουρκικό στόλο στην περιοχή της Γεραιστού [σημερινό Καστρί].Οι Τούρκοι αποχώρησαν σταδιακά από την Εύβοια το 1832, ενώ η πόλη της Καρύστου παραδόθηκε στους κατοίκους την 9η του μηνός Απριλίου του 1833 [στην αποτυχημένη πολιορκία της Καρύστου τον Μάρτιο του 1826 με τον Γάλλο συνταγματάρχη Φαβιέρο πολέμησε και ο πρόγονός μου Λαψάτης Νικόλαος. Δεν γνωρίζω έαν έπεσε στην μάχη]. Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί δεν πάτησαν ποτέ την κατακτητική μπότα τους στον Κάβο Ντόρο.
ΠΗΓΕΣBLOG Κάβο Ντόρος/ΚάρυστοςΑΡΧΕΙΟ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ{ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ}
Published on June 16, 2013 05:50
May 19, 2013
Μνήμη 19ης Μαΐου. Θυμήσου. Μην ξεχνάς.
Μία λέξη μόνο είναι αρκετή και η μνήμη ανασαλεύει. Για εκείνα τα καταραμένα χρόνια που ο τούρκος έπεσε σαν αγρίμι να μας φάει. Και μας έφαγε τελικά, μας ήπιε το αίμα, μας πετσόκοψε, μας εξολόθρευσε, μας ξερίζωσε από την αγαπημένη μας γη, την Πατρίδα μας, τον Πόντο.
Κορμιά βίασες τούρκε, τα σπίτια μας έκαψες, τις μανάδες μας σφαγίασες, τους πατέρες μας εκτόπισες. Σώματα, κορμιά, σάρκα, χέρια, πόδια, κεφάλια, σάρκα, σάρκα, σάρκα, ματωμένη σάρκα αναζήτησες και σάρκα έλαβες, την Ψυχή μας όμως τούρκε δεν την βίασες, δεν την σκότωσες, δεν την σφαγίασες, η Ψυχή μας παραμένει αλώβητη, πιστή αγαπητικιά της Πατρίδας, η Πατρίδα μας τούρκε δεν μας ξέχασε κι εμείς το ίδιο, δεν ξεχνιούνται τα ιδανικά. Σαν την λαμπάδα της λαμπρής καίει μέσα μας, καίει ασταμάτητα, η φλόγα της πονάει αλλά είναι γλυκός ο πόνος της Πατρίδας, κι εσύ δεν μπορείς να το νιώσεις, γιατί η τωρινή σου γη, αυτή που κατέχεις, είναι ζυμωμένη με αίμα, με ξιφολογχισμένα έμβρυα, με πτώματα μανάδων, ναι, είναι ζυμωμένη με το δάκρυ τους, δάκρυ και αίμα, βαριά πέφτει πάνω σου αυτή η κατάρα.
Γελάω τούρκε, γελάω με την ανοησία σου, γιατί τα χώματα της Πατρίδας βγάζουν δέντρα που ποτίστηκαν από το αίμα των χιλιάδων της νεκρών, τρέφεσαι τούρκε, τρέφεσαι από ματωμένη γη και γελάω, γελάω γιατί τελικά δεν μας ξερίζωσες, τελικά, μας πήρες μέσα σου, κυλάμε στο αίμα σου, όσο κι αν δεν ήθελες Τραντέλλενες, τους πήρες μέσα σου.
ΦΑΝΗΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΙΔΗΣ Πόντος. Πατέρας της «ακριτικής» ποίησης και παιδί του Ελληνισμού. Ολάκερες γενιές του 'γίναν ολοκαύτωμα, μα με την Ιστορία αντάμωσαν κι εκείνη δεν τους ξεχνά. Ούτε κι εσύ. Γίνε εμπόδιο στην λήθη και τιμώρησε κρατώντας την ιστορική Μνήμη ακέραιη και πανταχού παρούσα.Θάνατος.Το άλγος της γενοκτονίας και της προσφυγιάς δεν φεύγει από την καρδιά κι ακόμα ματώνει, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΙΓΧΙΔΗΣ1916-1923.Σαμψούντα, Κοτύωρα, Πάφρα, Κερασούντα, Τραπεζούντα, Αμισός, Σινώπη, Οινόη, Σάντα, Σούρμενα, Δαρδανέλλια. Πατρογονικές εστίες εγκαταλελειμμένες, βασανιστήρια, πλήρης αποδεκατισμός, εγκλήματα, εργατικά τάγματα θανάτου, λεηλασίες, βιασμοί, δολοφονίες, ξεριζωμοί, πυρπολήσεις χωριών, εκτοπισμοί, φυλακή, κρεμάλες, πείνα, κρύο, βίαιοι εξισλαμισμοί, άκρατος γενιτσαρισμός, άγριο παιδομάζωμα.Αιχμάλωτοι : κανένας.
ΚΑΠΕΤΑΝ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ Αναγκάζεται ο Τραντέλλενας να βγει στα παρχάρια. Κι έτσι, τρανά παλικάρια γεμίσαν τα βουνά του Πόντου. Θυμήσου τον Ευκλείδη και τον Καπετάν Λευτέρη, τον Αντώνη τον Τσαούς, τον Αμπατζή, τον Τσαουσίδη και τον Μικρόπουλο, τον Πασχαλίδη και τον Γιώργη Απανόζ, τους ήρωες της Σάντας που έχοντας δυο εχθρούς να πολεμήσουν, τον τούρκο και την πείνα, δεν σκύψαν το κεφάλι και πάλεψαν και πολέμησαν και πέθαναν και μάρτυρες γινήκαν.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣΘυμήσου. Μην ξεχνάς.Ο τούρκος έδινε όρκο στο Κοράνι και το πιστόλι. Ο Τραντέλλενας έδινε την ζωή του για την Πατρίδα και την Ελευθερία. Οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν μάρτυρα τον έκαναν, μάρτυρα του δικού του ματωμένου όρκου. Μην τον ξεχνάς. Ποτέ. Μην τον αγνοείς. Τίμησέ τον.
Μα δεν ήταν μόνο ο Τούρκος που μισούσε. Έμπνευση για την οποία και τιμήθηκε με τον τίτλο του πασά είχε ο Γερμανός συνταγματάρχης φον Σάντερς και έγινε στρατολόγηση του ανδρικού πληθυσμού στέλνοντάς τον σε στρατόπεδα εργασίας όπου “ το κρύο του χειμώνα, η ζέστη του καλοκαιριού, οι αρρώστιες και η πείνα θα φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα που λογαριάζετε εσείς με το δικό σας σχέδιο να τους ξεκαθαρίσετε με τις σφαγές. Ο θάνατός τους θα είναι βέβαιος με το σχέδιο που σας προτείνω. Οι γυναίκες τους δεν θα γεννούν κι έτσι θα λυθεί κι αυτό το πρόβλημα, ενώ η μισητή αυτή ράτσα θα ξεκληριστεί και θα χαθεί μέσα σε μία γενεά. Μην ξεχνάτε όμως τις περιουσίες και τα κτήματα που θα αφήσουν μετά τον χαμό τους, θα περάσουν στο δημόσιο” [1]
[1]Χρήστου Νεράντζη – Το έπος της Μικράς Ασίας, 1987 Μορφωτικός Κόσμος. Πηγή φωτογραφιών: Σύλλογος Ποντίων Ν. Ροδόπης ''Η Τραπεζούντα''
Το Γεράκι της Θράκης
ΚΑΠΕΤΑΝ ΛΕΥΤΕΡΗΣ Ενίσχυση ζήτησαν οι Τραντέλλενες, μα απάντηση δεν πήραν από την ελληνική κυβέρνηση, μήτε βοήθεια στάλθηκε, ούτε από δαύτους ούτε από τους συμμάχους. Θυμήσου το. Μην το ξεχνάς.Και τότε ο Κεμάλ εξαπολύει την 3η στρατιά εναντίον τους.
''Στα βουνά της Πάφρας οι πληγωμένοι είναι πολλοί.
Μην έρθεις γιατρέ, μην έρθεις,
δεν υπάρχει ελπίδα να σωθούν.
Εκτός από τον Θεό δεν έχει άλλο προστάτη
Ο Ελληνισμός του Πόντου''
Όταν χρίζεσαι γενοκτόνος, το στίγμα του άδικου αίματος θα σε κυνηγάει εσαεί. Το κράτος σου στηρίζεται σε συνεχείς, απεχθείς γενοκτονίες και κράτος γινωμένο από αίμα αθώου, επιθυμεί να μυρίσει ξανά αίμα αθώου.
Θυμήσου το. Μην το ξεχνάς.
Η δόξα όμως και η τιμή ενός περήφανου θανάτου, έκανε ήρωα τον Τραντέλλενα που το ιερό σώμα του δυό φορές απαγχονιζόταν για να απολαύσουν το θέαμα οι αργοπορημένες σύζυγοι των τούρκων που δεν είχαν προλάβει να δουν την εκτέλεση.
Ιδού ήθος, ιδού ένστικτο.
Ιδού ο διπλοδολοφονημένος Ήρωας, που έμπνευση για την Ζωή έκανε τον ίδιο τον Θάνατο.
19 Μαΐου σήμερα. Δεν είναι ημέρα πένθους, θλίψης και κλάματος, Είναι ημέρα Θαυμασμού, Τιμής και Μνήμης. Αισιοδοξίας, Περηφάνιας και Αντίστασης.19 Μαΐου σήμερα. Ημέρα Μνήμης για εμάς, μέρα θριάμβου για τους τούρκους, που «19 Μαΐου» ονόμασαν μία μικρή κωμόπολη της Σαμψούντας επειδή εκείνη την ημερομηνία ο Κεμάλ αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα. Ιδού.
Συνειδητή η επιλογή μου να μην αναρτήσω φωτογραφίες του σφαγιασμού των Τραντέλλενων Ποντίων και να βάλω φωτογραφίες των ανταρτών Ηρώων, των παλικαριών εκείνων που με το αίμα τους κράτησαν ζωντανή την πίστη και με τον θάνατό τους, κράτησαν ζωντανή την ελπίδα.Διότι νεκρός Ήρωας σημαίνει χρέος, ένα χρέος που έχουμε όλοι απέναντί του κι όπως έγραψε ο μέγιστος Παλαμάς
«Χρωστάμε σε αυτούς που ήρθαν, πέρασαν,
θα 'ρθούνε, θα περάσουν,
κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι και οι νεκροί».
Θυμήσου το. Μην το ξεχνάς.
Η σφαγή των νηπίων της Σάντας
© 2013 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Αφιερώματα
Published on May 19, 2013 05:07


