Maria Chatzistogianni's Blog - Posts Tagged "μια-φίλη-μου"
Club Chrysalis - Γουμένισσα
Καλοκαίρι 2014. Κάποιος θα έλεγε τώρα πρόσφατα και ίσως είχε και δίκιο αλλά εμένα μου φαίνεται σαν να ήτανε μια φορά και έναν καιρό στο μακρινό παρελθόν. Ήμουν στο Λονδίνο. Μια ακόμα μέρα στο Λονδίνο, στο κέντρο της τέχνης και του κινήτρου επαγγελματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Κολοκύθια. Η πόλη δεν μου δίνει έμπνευση και γνωρίζω καλά το γιατί. Η έμπνευση είναι μια εσωτερική χημεία και εγώ την έχω με φίλους και καλοσύνη γύρω μου. ‘Όχι λεζάντες.
Μια φίλη μου από Αυστραλία που γνώριζε που είναι τα καλύτερα και ποιοτικά στέκια της πόλης μου πρότεινε να πάμε να δούμε ένα πρόγραμμα με ασπρόμαυρες ταινίες μικρού μήκους. Συμφώνησα κατευθείαν. Αυτό το καλοκαίρι θα ήταν το τελευταίο της στο Λονδίνο και σε λίγους μήνες ήξερα πως θα επέστρεφε για πάντα στην Αυστραλία. Αυτή θα συνέχιζε τις περιπέτειες αλλά επειδή εγώ δεν έτυχα πολύ των ταξιδιών, εκτός αν είναι μεγάλη ανάγκη, όπου και να πηγαίναμε στο Λονδίνο για μένα ήτανε περιπέτεια.
Αυτό το πρόγραμμα ήταν σε ένα κτήριο που λέγεται Γουίλτον Μιούζικ Χωλ. Τότε ήταν κατά αναπαλαίωση. Δεν το είχα ξανακούσει. Eκεί που είναι χωμένο μεταξύ σταθμό Τάουερ Χιλ και Σάντγουελ, μόνο οι ψαγμένοι και ανήσυχοι καλλιτέχνες το γνωρίζουνε. Εμείς τύχαμε απλώς φιλότεχνοι.
Το Λονδίνο είναι μια τεράστια πόλη. Οι φίλοι σου κατοικούν συνήθως σκορπισμένοι στην κάθε γωνιά του και δεν τους βλέπεις συχνά. Λόγω αποστάσεων συναντιέστε ως συνήθως κάπου κεντρικά για να βολεύονται όλοι. Εγώ και η φίλη μου φτάνουμε στο Γουίλτον Μιούζικ Χωλ και καταφτάνουμε από δύο διαφορετικούς σταθμούς. Στο μεταξύ εγώ χάθηκα στην διαδρομή αλλά επιτέλους το βρήκα και επιτέλους την βρήκα μέσα στην είσοδο. Το μέρος αν και βρίσκετε σε μια ήσυχη γειτονιά σφύζει από τον κόσμο. Το πρόγραμμα μας είναι να ξεκινήσει ακριβώς στην ώρα του αλλά ευτυχώς εμείς φτάσαμε νωρίς. Η φίλη μου παραλαμβάνει τα εισιτήρια μας από το κισσέ. Το μιούζικ χωλ είναι ένας χώρος μουσικής, ένας χώρος που κατά την επίσκεψη μας ήταν υπό συντήρηση.
Μπαίνουμε στην αίθουσα. Αν και μεγάλη και γυμνή, η αίθουσα θυμίζει ταινία εποχής δεκαετίας του ’20. Είμαστε από τους πρώτους θαμώνες στην αίθουσα προβολής και μπορούμε να κάτσουμε όπου θέλουμε. Καθόμαστε στις ξύλινες καρέκλες, βλέπουμε μια ορχήστρα με τέσσερις οργανοπαίκτες. Μια κινητή επιφάνεια προβολής. Εδώ σχολίασα. Θα ήταν πιο αστείο αν είχαν απλώσει άσπρα σεντόνια για να επιβεβαιώσουν τις παλιομοδίτικες προσδοκίες μου. Αλλά η βραδιά ήτανε αποτέλεσμα συνεργασίας, ταλέντου και αγάπης για τον κλασσικό κινηματογράφου. Μερικές κοπέλες μάλιστα είχαν τυλίξει τα μαλλιά τους σε μπούκλες τύπου Ρίτα Χέιγουορθ.
Οι υπόλοιποι θεατές άρχισαν να καταφθάνουν με προσμονή και ευθυμία. Ήμουν κατενθουσιασμένη, μου άρεσε ο κόσμος και η βαβούρα του, μου αρέσει που θα έβλεπα βουβές ταινίες εποχής, μικρής διαρκείας και υπό την υπόκρουση ζωντανής μουσικής. Λες και δεν μπορούσα να πάω στο British Film Institute να δω δωρεάν και με την ησυχία μου τα κατά χιλιάδες δωρεάν φιλμ που έχουνε για τους ενδιαφερόμενους. Αλλά εδώ είναι αλλιώς. Δεν είμαι σινεμά. Δεν είμαι σε θέατρο ούτε σε συναυλία. Είμαι σε άλλη εποχή. Η φίλη μου όπως και εγώ δεν παύει να παρατηρεί και να κοιτάει γύρω της. Σχολιάζουμε το τι βλέπουμε και τι αισθανόμαστε το οποίο δεν έχει περιγραφή. Ήταν κάτι που έπρεπε να κάνει προτού πάει πίσω. Ήταν κάτι που έπρεπε να δω σ’ αυτήν την εποχή.
Ωραία καθίσαμε. Αλλά τώρα διψάμε και είναι ολόκληρη διαδικασία να πάμε μέχρι το μπαρ. Αλλά εμείς το κάνουμε. Το πρόγραμμα είναι σχεδόν να αρχίσει και εμείς τώρα το σκεφτήκαμε. Σηκωνόμαστε και σηκώνουμε και τους άλλους αλλά αυτοί είναι χαρούμενοι και δεν δείχνουν να ενοχλούνται. Πηγαίνουμε στο μπαρ, μια στρυμωγμένη μικρογραφία για μπαρ που είναι γεμάτη κόσμο, θαμώνες που δεν είναι εκεί για την προβολή και εμείς διψάμε και βιαζόμαστε γιατί όταν ξεκινήσει το πρόγραμμα δεν θα μας αφήσουν να μπούμε στην αίθουσα. Κοιτάω γύρω μου και το μάτι μου πιάνει ένα όνομα. Με εκπλήσσει επειδή μου θυμίζει την εφηβεία μου, ένα μέρος στην βόρεια Ελλάδα, ένα ξενικό όνομα που το ξέρω πολύ καλά. Chrysalis Club. Τα χαρτιά με το πρόγραμμα στα χέρια μου φέρουν επίσης αυτό το όνομα.
Επιτέλους παίρνουμε τα ποτά μας, αυτή κόκκινο κρασί και εγώ μια λεμονάδα τύπου Βικτωριανής εποχής. Επιστρέφουμε στην αίθουσα προβολής. Οι καθισμένοι θεατές ξανασηκώνονται για να μας αφήσουν να περάσουμε. Παρατηρώ πως το μπαλκόνι δεν είναι τελειωμένο και τα ντουβάρια που μας περιβάλουν είναι απλώς άσπρα. Δεν είναι άσπρα με διορθώνει ο διπλανός μου, υπάρχουν ζωγραφιές υπό συντήρηση κρυμμένες κάτω από αυτό που μου φαίνεται άσπρος σοβάς. Είμαστε καθισμένοι στο ισόγειο. Αυτή η συντήρηση του χώρου θυμίζει μουσείο και η καρέκλα που κάθομαι θυμίζει ελληνικό καφενείο σε παλιά ελληνική ταινία. Έχω πιει σχεδόν όλη την λεμονάδα μου και αυτό το όνομα ξαναπέφτει μπροστά μου. Chrysalis Club.
Έχω να σου πω μια ιστορία, λέω στην φίλη μου. Κατάγομαι από ένα μικρό μέρος στην βόρεια Ελλάδα που λέγεται Γουμένισσα. Στην Γουμένισσα υπήρχε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας μεταξοσκώληκα το οποίο έκλεισε στην δεκαετία του πενήντα. Το κτίριο υπάρχει μέχρι και σήμερα αλλά δεν αξιοποιείτε. Πριν αρκετά χρόνια, κάποιοι επιχειρηματίες πήραν ένα μέρος του πρώην εργοστασίου και το μετέτρεψαν σε νυχτερινό κλαμπ. Λειτουργούσε για πολλά χρόνια και μάλιστα ήταν ένα μέρος στο οποίο σύχναζα κάθε σαββατοκύριακο από τα 15 έως και τα 17 μου. Μετά τελείωσα το λύκειο, έφυγα από την Γουμένισσα και πήγα για δουλειά στην Θεσσαλονίκη.
Αυτό το κλαμπ λοιπόν είχε αλλάξει διάφορα ονόματα και ιδιοκτήτες*. Όταν εγώ όμως σύχναζα εκεί, της λέω, ονομαζότανε, το βλέπεις αυτό, και της δείχνω μία φωτεινή ταμπέλα που γράφει Chrysalis Club και μετά το πρόγραμμα στα χέρια μας. Chrysalis Club. Δεν είναι μια καταπληκτική σύμπτωση;
Συμφώνησε με όλο τον ενθουσιασμό που μπορούσε να βρει. Λες και δεν ήταν μια σοβαρή γυναίκα όπως εγώ. Κατά νου, έγινε όπως ήμουν εγώ εκείνη την στιγμή. Μια κοπελίτσα στο κλαμπ χρυσαλίς στην εφηβεία του, να χορεύει, να κουτσομπολεύει και να καρδιοχτυπά.
Θα γράψεις γι’ αυτό μου λέει, είναι πολύ καλό, μην το αφήσεις!
Τα φώτα χαμήλωσαν και το πρόγραμμα άρχισε.
*Έτος 2016: Αυτό το κλαμπ έχει πλέον κλείσει.
Μια φίλη μου από Αυστραλία που γνώριζε που είναι τα καλύτερα και ποιοτικά στέκια της πόλης μου πρότεινε να πάμε να δούμε ένα πρόγραμμα με ασπρόμαυρες ταινίες μικρού μήκους. Συμφώνησα κατευθείαν. Αυτό το καλοκαίρι θα ήταν το τελευταίο της στο Λονδίνο και σε λίγους μήνες ήξερα πως θα επέστρεφε για πάντα στην Αυστραλία. Αυτή θα συνέχιζε τις περιπέτειες αλλά επειδή εγώ δεν έτυχα πολύ των ταξιδιών, εκτός αν είναι μεγάλη ανάγκη, όπου και να πηγαίναμε στο Λονδίνο για μένα ήτανε περιπέτεια.
Αυτό το πρόγραμμα ήταν σε ένα κτήριο που λέγεται Γουίλτον Μιούζικ Χωλ. Τότε ήταν κατά αναπαλαίωση. Δεν το είχα ξανακούσει. Eκεί που είναι χωμένο μεταξύ σταθμό Τάουερ Χιλ και Σάντγουελ, μόνο οι ψαγμένοι και ανήσυχοι καλλιτέχνες το γνωρίζουνε. Εμείς τύχαμε απλώς φιλότεχνοι.
Το Λονδίνο είναι μια τεράστια πόλη. Οι φίλοι σου κατοικούν συνήθως σκορπισμένοι στην κάθε γωνιά του και δεν τους βλέπεις συχνά. Λόγω αποστάσεων συναντιέστε ως συνήθως κάπου κεντρικά για να βολεύονται όλοι. Εγώ και η φίλη μου φτάνουμε στο Γουίλτον Μιούζικ Χωλ και καταφτάνουμε από δύο διαφορετικούς σταθμούς. Στο μεταξύ εγώ χάθηκα στην διαδρομή αλλά επιτέλους το βρήκα και επιτέλους την βρήκα μέσα στην είσοδο. Το μέρος αν και βρίσκετε σε μια ήσυχη γειτονιά σφύζει από τον κόσμο. Το πρόγραμμα μας είναι να ξεκινήσει ακριβώς στην ώρα του αλλά ευτυχώς εμείς φτάσαμε νωρίς. Η φίλη μου παραλαμβάνει τα εισιτήρια μας από το κισσέ. Το μιούζικ χωλ είναι ένας χώρος μουσικής, ένας χώρος που κατά την επίσκεψη μας ήταν υπό συντήρηση.
Μπαίνουμε στην αίθουσα. Αν και μεγάλη και γυμνή, η αίθουσα θυμίζει ταινία εποχής δεκαετίας του ’20. Είμαστε από τους πρώτους θαμώνες στην αίθουσα προβολής και μπορούμε να κάτσουμε όπου θέλουμε. Καθόμαστε στις ξύλινες καρέκλες, βλέπουμε μια ορχήστρα με τέσσερις οργανοπαίκτες. Μια κινητή επιφάνεια προβολής. Εδώ σχολίασα. Θα ήταν πιο αστείο αν είχαν απλώσει άσπρα σεντόνια για να επιβεβαιώσουν τις παλιομοδίτικες προσδοκίες μου. Αλλά η βραδιά ήτανε αποτέλεσμα συνεργασίας, ταλέντου και αγάπης για τον κλασσικό κινηματογράφου. Μερικές κοπέλες μάλιστα είχαν τυλίξει τα μαλλιά τους σε μπούκλες τύπου Ρίτα Χέιγουορθ.
Οι υπόλοιποι θεατές άρχισαν να καταφθάνουν με προσμονή και ευθυμία. Ήμουν κατενθουσιασμένη, μου άρεσε ο κόσμος και η βαβούρα του, μου αρέσει που θα έβλεπα βουβές ταινίες εποχής, μικρής διαρκείας και υπό την υπόκρουση ζωντανής μουσικής. Λες και δεν μπορούσα να πάω στο British Film Institute να δω δωρεάν και με την ησυχία μου τα κατά χιλιάδες δωρεάν φιλμ που έχουνε για τους ενδιαφερόμενους. Αλλά εδώ είναι αλλιώς. Δεν είμαι σινεμά. Δεν είμαι σε θέατρο ούτε σε συναυλία. Είμαι σε άλλη εποχή. Η φίλη μου όπως και εγώ δεν παύει να παρατηρεί και να κοιτάει γύρω της. Σχολιάζουμε το τι βλέπουμε και τι αισθανόμαστε το οποίο δεν έχει περιγραφή. Ήταν κάτι που έπρεπε να κάνει προτού πάει πίσω. Ήταν κάτι που έπρεπε να δω σ’ αυτήν την εποχή.
Ωραία καθίσαμε. Αλλά τώρα διψάμε και είναι ολόκληρη διαδικασία να πάμε μέχρι το μπαρ. Αλλά εμείς το κάνουμε. Το πρόγραμμα είναι σχεδόν να αρχίσει και εμείς τώρα το σκεφτήκαμε. Σηκωνόμαστε και σηκώνουμε και τους άλλους αλλά αυτοί είναι χαρούμενοι και δεν δείχνουν να ενοχλούνται. Πηγαίνουμε στο μπαρ, μια στρυμωγμένη μικρογραφία για μπαρ που είναι γεμάτη κόσμο, θαμώνες που δεν είναι εκεί για την προβολή και εμείς διψάμε και βιαζόμαστε γιατί όταν ξεκινήσει το πρόγραμμα δεν θα μας αφήσουν να μπούμε στην αίθουσα. Κοιτάω γύρω μου και το μάτι μου πιάνει ένα όνομα. Με εκπλήσσει επειδή μου θυμίζει την εφηβεία μου, ένα μέρος στην βόρεια Ελλάδα, ένα ξενικό όνομα που το ξέρω πολύ καλά. Chrysalis Club. Τα χαρτιά με το πρόγραμμα στα χέρια μου φέρουν επίσης αυτό το όνομα.
Επιτέλους παίρνουμε τα ποτά μας, αυτή κόκκινο κρασί και εγώ μια λεμονάδα τύπου Βικτωριανής εποχής. Επιστρέφουμε στην αίθουσα προβολής. Οι καθισμένοι θεατές ξανασηκώνονται για να μας αφήσουν να περάσουμε. Παρατηρώ πως το μπαλκόνι δεν είναι τελειωμένο και τα ντουβάρια που μας περιβάλουν είναι απλώς άσπρα. Δεν είναι άσπρα με διορθώνει ο διπλανός μου, υπάρχουν ζωγραφιές υπό συντήρηση κρυμμένες κάτω από αυτό που μου φαίνεται άσπρος σοβάς. Είμαστε καθισμένοι στο ισόγειο. Αυτή η συντήρηση του χώρου θυμίζει μουσείο και η καρέκλα που κάθομαι θυμίζει ελληνικό καφενείο σε παλιά ελληνική ταινία. Έχω πιει σχεδόν όλη την λεμονάδα μου και αυτό το όνομα ξαναπέφτει μπροστά μου. Chrysalis Club.
Έχω να σου πω μια ιστορία, λέω στην φίλη μου. Κατάγομαι από ένα μικρό μέρος στην βόρεια Ελλάδα που λέγεται Γουμένισσα. Στην Γουμένισσα υπήρχε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας μεταξοσκώληκα το οποίο έκλεισε στην δεκαετία του πενήντα. Το κτίριο υπάρχει μέχρι και σήμερα αλλά δεν αξιοποιείτε. Πριν αρκετά χρόνια, κάποιοι επιχειρηματίες πήραν ένα μέρος του πρώην εργοστασίου και το μετέτρεψαν σε νυχτερινό κλαμπ. Λειτουργούσε για πολλά χρόνια και μάλιστα ήταν ένα μέρος στο οποίο σύχναζα κάθε σαββατοκύριακο από τα 15 έως και τα 17 μου. Μετά τελείωσα το λύκειο, έφυγα από την Γουμένισσα και πήγα για δουλειά στην Θεσσαλονίκη.
Αυτό το κλαμπ λοιπόν είχε αλλάξει διάφορα ονόματα και ιδιοκτήτες*. Όταν εγώ όμως σύχναζα εκεί, της λέω, ονομαζότανε, το βλέπεις αυτό, και της δείχνω μία φωτεινή ταμπέλα που γράφει Chrysalis Club και μετά το πρόγραμμα στα χέρια μας. Chrysalis Club. Δεν είναι μια καταπληκτική σύμπτωση;
Συμφώνησε με όλο τον ενθουσιασμό που μπορούσε να βρει. Λες και δεν ήταν μια σοβαρή γυναίκα όπως εγώ. Κατά νου, έγινε όπως ήμουν εγώ εκείνη την στιγμή. Μια κοπελίτσα στο κλαμπ χρυσαλίς στην εφηβεία του, να χορεύει, να κουτσομπολεύει και να καρδιοχτυπά.
Θα γράψεις γι’ αυτό μου λέει, είναι πολύ καλό, μην το αφήσεις!
Τα φώτα χαμήλωσαν και το πρόγραμμα άρχισε.
*Έτος 2016: Αυτό το κλαμπ έχει πλέον κλείσει.
Published on June 01, 2016 10:32
•
Tags:
2014, Γουμένισσα, Εφηβεία, Λονδίνο, βόρεια-Ελλάδα, καρδιοχτύπι, μια-φίλη-μου