Τέσυ Μπάιλα's Blog, page 2
July 9, 2023
H Κυριακή Γανίτη(Dominica Amat) γράφει για το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ
Γράφει η Κυριακή Γανίτη(Dominica Amat)
Την συγγραφέα Τέσυ Μπάιλα,πιο συγκεκριμένα την γραφή της,γνώρισα καί αγάπησα βαθειά μέσα από το βιβλίο της,''Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές''. Πέρασε καιρός από τότε καί να που μου δόθηκε η ευκαιρία να την θαυμάσω για ακόμη μία φορά μέσα από το νέο ιστορικό-κοινωνικό της μυθιστόρημα,με τίτλο ''Λέγε με Ισμαήλ'',που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ένα βιβλίο που φαίνεται να έχει αγαπηθεί πολύ (κι όχι άδικα) από το αναγνωστικό κοινό,αφού ήδη έχει προχωρήσει σε δεύτερη έκδοση.
Καλά θα μου πείτε όλα αυτά,μα σε τί διαφέρουν τα βιβλία της συγγραφέως από άλλα ανάλογα του είδους; Για μένα δύο είναι οι κύριοι λόγοι για τους οποίους διαφέρουν. Ο πρώτος αφορά το ιστορικό/κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται όλη η δράση,που δεν απέχει πολύ μακρυά από το σήμερα καί οι επιπτώσεις του είναι ακόμη εμφανείς πολλές φορές καί ο δεύτερος αφορά τα μηνύματα που μεταδίδει στο αναγνωστικό κοινό η συγγραφέας μέσα από τα πρόσωπα των βιβλίων της καί κατ'επέκταση των προσωπικών τους ιστοριών κι εμπειριών. Αλλά καλύτερα ας εστιάσουμε στο παρόν μυθιστόρημα.
"Πέρα 1955-1964. Μια ελληνική γειτονιά στην καρδιά της Πόλης, εκεί όπου Έλληνες και Οθωμανοί συνυπάρχουν αρμονικά, ονειρεύονται, αγαπούν, ερωτεύονται και αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς φιλίας. Ανάμεσά τους ο καλόκαρδος Ισμαήλ με τον καφενέ του, ο μοναχικός Ισίδωρος χωμένος στη σκόνη των βιβλίων του, η λάγνα Αϊσέ που φεύγει αφήνοντας πίσω της ένα παιδί, η αρχόντισσα Καλλιάνθη, ο Ναντίρ που ορέγεται την Ασλίβ, η Εσίν που θα αλλάξει τη μοίρα της και η γριά Γιασεμώ με τον Γιουσούφ σχηματίζουν έναν θίασο που περιφέρεται στα σοκάκια της Πόλης, στους καφενέδες και στα χαμάμ, στα πορνεία, στη θάλασσα του Βοσπόρου και στις μνήμες των πατρίδων που κάποτε χάθηκαν ή ανταλλάχτηκαν. Κι ενώ αισθάνεται κανείς πως οι άνθρωποι συνεχίζουν να συμβιώνουν αρμονικά στο πολυφυλετικό σκηνικό της Πόλης, τα σύννεφα του εθνικισμού μαζεύονται στον ορίζοντα. Τα Σεπτεμβριανά αλλά και οι απελάσεις του ’64 θα αλλάξουν τη ζωή των ηρώων και της Πόλης για πάντα." (Περίληψη οπισθοφύλλου)
Κωνσταντινούπολη...Η πόλη των πόλεων.Το πολυπόθητο ''διαμάντι'' που σαν άλλη γέφυρα ενώνει ανατολή καί δύση.Ένα αλλιώτικο σταυροδρόμι ψυχών,φυλών,ονείρων καί πολιτισμών.Μία πλανεύτρα πόλη σαν άλλη γοητευτική ερωμένη,ή,σαν άλλος λάγνος εραστής.Η πόλη μέσα στα στενά της οποίας θα διαδραματιστούν κάποια από τα πιο καίρια γεγονότα που καθόρισαν τον ρου της ιστορίας,όχι μόνο των ηρώων καί των ηρωϊδων του βιβλίου,μα κι ολόκληρου του κόσμου.Δείτε την σαν ένα άλλο υφαντό που πάνω του απεικονίζονται χιλιάδες εικόνες. Ένα υφαντό που αναδύει μυριάδες μυρωδιές που με την σειρά τους ξυπνούν τόσο γλυκές,όσο κι άσχημες αναμνήσεις. Αναμνήσεις που δεν σβήνουν όσα χρόνια κι αν περάσουν....
Η συγγραφέας αυτήν την φορά μας προσφέρει μία ιστορία,όχι βγαλμένη από κάποιο παιδικό παραμύθι,αλλά από την αληθινή ζωή καί πιο συγκεκριμένα από την ζωή των ανθρώπων που ζούσαν στην Πόλη. Άνθρωποι ειρηνικοί καί καλοί που ενδιαφέρονταν πραγματικά για τον συνάνθρωπό τους. Άνθρωποι που γνώριζαν την αξία των άλλων ανθρώπων,δίχως να προβαίνουν σε ρατσιστικά σχόλια καί προκαταλήψεις. Άνθρωποι που δεν ήξεραν να μισούν,αλλά ούτε να κάνουν διακρίσεις βάσει φύλου,καταγωγής,οικονομικής κατάστασης,ή,θρησκείας. Άνθρωποι που άθελά τους ήρθαν αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλον,εξαιτίας της μισαλλοδοξίας καί των συμφερόντων των κατεχόντων την πολιτική εξουσία.
Όλα αυτά μαζί με την διαχρονική αξία της ανθρωπιάς,την δύναμη της αγάπης που αντιστέκεται σε καθετί κακό,το δικαίωμα στην ισότητα των φύλων καί στην ελεύθερη σκέψη καί έκφραση,την ανάγκη για ταυτότητα,το δέσιμο μεταξύ των ανθρώπων που δεν γνωρίζει σύνορα,αλλά πάνω απ'όλα την άσβεστη ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον θα συναντήσουμε μέσα στις σελίδες του βιβλίου. Κι όλα αυτά θα ''προσωποποιηθούν'' πάνω στους ήρωες καί τις ηρωϊδες του βιβλίου που με την αφοπλιστική τους ειλικρίνεια καί αληθοφάνεια θα μας κάνουν να δούμε τα πάντα μέσα από τα δικά τους μάτια. Σαν ένα άλλο ταξίδι της ψυχής στον χρόνο καί στον χώρο,μα ταυτόχρονα τόσο κοντά στο σήμερα. Ένα βιβλίο εξαιρετικό που σας προτρέπω να αναζητήσετε κι εσείς.Καλή ανάγνωση!
Πηγή: https://www.dominicamat.gr/2022/12/blog-post_90.html?fbclid=IwAR02P5CUIWQy25TSDyp1h-RJMZ1vu6LRVUleuxrimQNjm0foO5XWYqSymh0
June 26, 2023
Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές από τον Δημήτρη Κώτσο
Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές από τον Δημήτρη ΚώτσοΟ Ανέστης είναι το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας μας. Η γέννηση του συντελέστηκε με ένα σκληρό γεγονός την μεγάλη σφαγή των χριστιανών στο Μεγάλο Κάστρο στις 25 Αυγούστου 1898. Σε αυτό το ζοφερό κλίμα η απώλεια της μάνας του μετά την γέννα τον βάζει στο στόχαστρο του πατέρα του. Η τέχνη και συγκεκριμένα η ζωγραφική τον βοηθάει να βάλει στον καμβά του άλλοτε με φωτεινά και άλλοτε με σκούρα χρώματα την επίδραση που είχε ο πόλεμος στον ψυχισμό του και πως τον έκανε να αλλάξει σαν άνθρωπο.Η Τέσυ Μπάιλα έγραψε ένα άρτιο μυθιστόρημα που ασχολήθηκε στο ιστορικό κομμάτι με την μεγάλη σφαγή του 1898, την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο αλλά και τον πόλεμο που συντελέστηκε στα χαρακώματα. Επίσης ο Διχασμός που υπήρξε στην Ελλάδα μεταξύ Βενιζελικών και Βασιλικών. Όσον αφορά τους χαρακτήρες ο Ανέστης είναι ένας ευαίσθητος και πονεμένος χαρακτήρας που η τέχνη είναι το βάλσαμο του και ο τρόπος να επουλώνει τις εσωτερικές πληγές της ψυχής του. Τα δευτερεύοντα πρόσωπα όπως είναι ο παππούς Λεωνίδας, η θεία Λουλουδιά, ο Μικέλε και η Μυρσίνη επέδρασαν καταλυτικά στην πλοκή της ιστορίας καθώς φώτισαν πτυχές της ζωής όπως είναι ο έρωτας, η αληθινή φιλία, οι σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των συγγενών και το πως η αγάπη έχει την δύναμη να ημερεύει τους φόβους.Ένα ταξίδι στην Κρήτη και στην ιστορία μας με την μοναδική πένα της Τέσυς που έχει το χάρισμα να δημιουργεί εικόνες και αληθινούς χαρακτήρες που επιζητούν την λύτρωση μέσα από τις δοκιμασίες που τους τυχαίνουν.Αναζητήστε το και καλή ανάγνωση.
May 19, 2023
Ο Δημήτρης Μουρατίδης γράφει στον ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΗ για το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ
Στην Κωνσταντινούπολη της δεκαετίας του ’50, εκτυλίσσεται το νέο μυθιστόρημα της Τ. Μπάιλα. Πιο συγκεκριμένα σε μια από τις γειτονιές του Πέρα, όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν κυρίαρχο, αλλά και που ζούσε σε απόλυτη αρμονία με τις άλλες μειονότητες και τους Τούρκους. «Εμείς ζούμε μαζί τους όλα μας τα χρόνια […] Αγκαλιασμένοι είμαστε. Ο ένας βοηθά τον άλλον, όσο μπορεί. Κρυώνει ο Τούρκος; Βγάνει και του δίνει το παλτό του ο Έλληνας. Πονά ο χριστιανός; Τόνε συντρέχει ο μουσουλμάνος».
Χαρακτήρες –μυθιστορηματικούς- και πρόσωπα που ζουν στους δρόμους αυτής της γειτονιάς περιγράφει η συγγραφέας. Ο καθένας με την ιστορία του, το παρελθόν του και τον αγώνα του για την επιβίωση. Τον χαμογελαστό Ισμαήλ, που θέλει πάντα να βλέπει την αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων και που μαζί με τον ανιψιό του, εξυπηρετούν τους πελάτες του καφενείου τους, Έλληνες και Τούρκους. Την Αϊσέ που θέλει να πετάξει με τα φτερά του έρωτα και φεύγει αφήνοντας μια πανέμορφη κόρη και δυο ραγισμένες καρδιές. Τον Ισίδωρο, που μπορεί να ζει μια μοναχική ζωή «κρυμμένος» μέσα στο βιβλιοπωλείο που κληρονόμησε από τον πατέρα του, αλλά ζει μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα ζωή μέσα στις σελίδες των βιβλίων που διαβάζει. Την αρχόντισσα Καλλιάνθη Καρατζόγλου την «κόρη του μεγαλύτερου αλευρέμπορα της Πόλης», που ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, αντίθετος στις συμβάσεις της εποχής, την έκανε να αποτραβηχτεί στο αρχοντικό της οικογένειας και να ζήσει σε απομόνωση σχεδόν, με την Μέλπω την οικονόμο της και τον γάτο της τον Σοπέν! Την Εσίν, που χάρη στην προτροπή του Ισίδωρου κι εξαιτίας ενός τραγικού γεγονότος του οποίου υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, αποφάσισε να φύγει για να σπουδάσει στην Άγκυρα, για να αλλάξει τη μοίρα της που την καθόριζε ο ανδροκρατούμενος και θρησκόληπτος κοινωνικός περίγυρος. Τον ύπουλο και «νταή» Ναντίρ, που ήταν μπλεγμένος σε ύποπτες δραστηριότητες, που για να ικανοποιήσει ένα καπρίτσιο του, θα καταστρέψει τη ζωή της Ασλίβ και της οικογένειάς της. Αλλά και τη γριά Γιασεμώ, πρώην πόρνη, που φυτοζωεί σαν επαίτης αφού εξαιτίας των επιλογών της έμεινε χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο, και τριγυρνά στους δρόμους με τον σκύλο της τον Γιουσούφ, που τον βρήκε κουτάβι στα σκουπίδια και τον μεγάλωσε σαν παιδί της.
Όλοι αυτοί κινούνται και συμβιώνουν αρμονικά σε έναν τόπο που «δεν ήταν απλώς μια πόλη που χώριζε Τούρκους και Ρωμιούς, αλλά μια πόλη που συνένωνε ανθρώπους που υπέφεραν το ίδιο, που μοιραζόντουσαν ήθη, έθιμα, νοοτροπίες, που αντιδρούσαν με τον ίδιο τρόπο στο ανηλεές και αδιάφορο για τη μοίρα των ανθρώπων πέρασμα της Ιστορίας και επιδίωκαν να ζουν ειρηνικά μεταξύ τους, έστω και αν δεν τα κατάφερναν πάντα».
Μέχρι που πολιτικά παιχνίδια, επέβαλαν την αναβίωση του εθνικισμού και η ανησυχία κατέλαβε τον ελληνικό πληθυσμό. «Η αναθέρμανση του αρνητικού κλίματος είχε αρχίσει ν έχει αντίκτυπο και στην καθημερινότητά τους. Εκεί όπου μέχρι πρότινος υπήρχε μια ήρεμη και αδελφωμένη γειτνίαση ανάμεσα στους κατοίκους αυτής της πόλης, σταδιακά είχε αρχίσει να επιστρέφει ο φόβος. Σαν σαύρα γλιστρούσε στα σοκάκια και σερνόταν με αργές αλλά μεθοδικές κινήσεις». Ακολούθησε ένα πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης, τον Σεπτέμβριο του 1955. Ήταν η απαρχή της προσπάθειας των Τουρκικών Αρχών, να «απαλλαγούν» με κάθε τρόπο από την παρουσία του ελληνικού πληθυσμού.
Όμως, παρόλο που τα ιστορικά στοιχεία είναι απόλυτα ελεγμένα και έγκυρα, η Τ. Μπάιλα δεν θέλει να γράψει Ιστορία. Όπως λέει «Περιγράφω γεγονότα από τη σκοπιά των απλών ανθρώπων, έχοντας πρώτα συνειδητοποιήσει απολύτως τι ακριβώς έζησαν και οι δύο πλευρές, έχοντας κατανοήσει πως τίποτα δεν είναι πιο πικρό από τη νοσταλγία για το παρελθόν από το οποίο βίαια κάποτε αποσπάστηκε κάποιος».
Το «Λέγε με Ισμαήλ» (ο τίτλος είναι δανεισμένος από την εναρκτήρια φράση του εμβληματικού «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ)είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα. Η συγγραφέας με τη γνωστή της δεινότητα και λυρισμό, περιγράφει τοπία, τόπους, πρόσωπα και κυρίως συναισθήματα που ξεχειλίζουν από κάθε σελίδα του βιβλίου. Με γλώσσα πλούσια, μεστή στην οποία προσθέτοντας εκφράσεις της κωνσταντινουπολίτικης εκφοράς των ελληνικών προσδίδει μεγαλύτερη αληθοφάνεια στους διαλόγους. Με χαρακτήρες ολοζώντανους, στέρεα δομημένους, που ο καθένας έχει τη δική του ιδιοσυγκρασία και ψυχοσύνθεση. Ένα νοσταλγικό, αξιοπρόσεκτο μυθιστόρημα που πρέπει να διαβάσει ο κάθε αναγνώστης.
https://open.spotify.com/embed/episode/69321Ubr8SBEOCSx8MgJu2?utm_source=generator&theme=0
April 24, 2023
H Πρόεδρος του PEN Greece και διευθύντρια του Literature.gr Ντίνα Σαρακηνού γράφει στον anagnostis.gr για το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ
Έλληνες της Κωνσταντινούπολης (της Ντίνας Σαρακηνού
της Ντίνας Σαρακηνού (*)
Ως συγγραφέας η Τέσυ Μπάιλα είναι γνωστή για το ιστορικό-κοινωνικό μυθιστόρημα, είδος στο οποίο εντρυφεί τα τελευταία χρόνια με επιτυχία. Το έβδομο βιβλίο της με τίτλο Λέγε με Ισμαήλ που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ψυχογιός είναι ένα βιβλίο για τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και τις σχέσεις που ανέπτυξαν με τους Τούρκους κατά τη διάρκεια κυρίως της ιστορικής περιόδου που εκτείνεται από το 1955, την εποχής που έλαβαν χώρα τα Σεπτεμβριανά με την τραγική τους κατάληξη έως και το 1964, τη χρονιά των μεγάλων απελάσεων των Ελλήνων από την Πόλη, οπότε και κορυφώνεται ο μεγάλος διωγμός των Ελλήνων και συρρικνώνεται ανελέητα ο ρωμαίικος πληθυσμός. Και καθώς το 2023 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάνης και τις ανταλλαγές των πληθυσμών το μυθιστόρημα της Τέσυ Μπάιλα αποκτά παράλληλα έναν επετειακό χαρακτήρα, καθώς αφετηρία της συγγραφής του συγκεκριμένου έργου φαίνεται πως είναι ο τρόπος που οι δύο λαοί μοιράστηκαν ανά τους αιώνες κοινούς τόπους πολιτισμού, κοινές νοοτροπίες, ήθη και έθιμα, ιστορίες ζωής αλλά και την κοινή μοίρα της εκρίζωσης από την οικειότητα της πατρίδας στην οποία γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, ερωτεύτηκαν, πόνεσαν, έθαψαν τους δικούς τους, δημιούργησαν και δημιουργήθηκαν και εν τέλει, έχασαν.
Από τον Τούρκο καφετζή Ισμαήλ και τον Έλληνα Ισίδωρο, την Καλλιάνθη που ζει με μοναδική συντροφιά τις αναμνήσεις της, τον Ναντίρ, έναν περιθωριακό τύπο που κλέβει την Ασλίβ τη νύχτα των Σεπτεμβριανών για να την οδηγήσει στον όλεθρο, τη μικρή τσιγγάνα που πουλά λεβάντα και την λάγνα Αϊσέ με αποκορύφωμα τη γριά Γιασεμώ που περιφέρεται στους δρόμους με τον Γιουσούφ, τον σκύλο που μαζεύει ένα πρωί και σε αυτόν εκμυστηρεύεται τη ζωή της, οι ήρωες αυτού του μυθιστορήματος είναι άνθρωποι που έχουν μάθει να συμβιώνουν ειρηνικά πέρα από τις φυλετικές, θρησκευτικές και εθνοτικές διαφορές σε μια πόλη που περνά μέσα σε μια νύχτα από τον κοσμοπολιτισμό στην απόλυτη καταστροφή και από τη συνύπαρξη στον ξεριζωμό. Μια πόλη που τελικά είναι η μεγάλη πρωταγωνίστρια του έργου, καθώς καθόρισε τη μοίρα αυτών των ανθρώπων.
Η συγγραφέας περιγράφει με ενάργεια την Πόλη, ανασυστήνοντας μια ολόκληρη εποχή μέσα από τις μυρωδιές, τους ήχους, τις εικόνες και τη λαγνεία που αποπνέει ένας τόπος «με την ανατολίτικη γοητεία χωμένη στη δυτική αγκαλιά ενός κόσμου που ολοένα και περισσότερο αλλάζει».
Αυτό που κάνει ιδιαίτερα ενδιαφέρον το μυθιστόρημα της Μπάιλα, πέρα από τη γλωσσική αγωγή που η συγγραφέας έτσι κι αλλιώς διαθέτει, είναι ο τρόπος που ενσωματώνει στο έργο της τα γεγονότα της Ιστορίας. Η Μπάιλα δεν εστιάζει αποκλειστικά στα ιστορικά γεγονότα. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι η επιρροή τους στον άνθρωπο. Ο τρόπος με τον οποίο τα γεγονότα αυτά επηρέασαν τη ζωή των ανθρώπων και μετέβαλλαν εντός τους την αρμονική ισορροπία της συνύπαρξης δυο λαών που τελικά σε όλη τη διάρκεια της γειτνίασής τους προσπάθησαν να εναρμονιστούν και εν πολλοίς τα κατάφεραν, εκτός από τις περιόδους εκείνες κατά τις οποίες τα πολιτικά, ιστορικά και διπλωματικά τερτίπια τούς μετέτρεψαν σε αθύρματα της εποχής. Παράλληλα θίγει κοινωνικά θέματα διάτορης σημασίας που διέπουν και τη σημερινή εποχή. Η γυναικεία κακοποίηση, η ελευθερία της σκέψης, η ισότητα, η ανθρωπογεωγραφική σημασία της εθνικής ταυτότητας, η φιλία, η σχέση του ανθρώπου με τη φιλαναγνωσία, ο πόνος της προσφυγιάς, ο διωγμός από τον γενέθλιο τόπο, ο βίαιος αποχωρισμός και πάνω από όλα η ανθρωπιά και η καλοσύνη ως αξίες ζωής.
Η Μπάιλα υπογράφει ένα μυθιστόρημα με βαθιά αντιπολεμικό χαρακτήρα, ένα ανθρωπιστικό μυθιστόρημα για την Ιστορία δυο λαών που στην εξελικτική τους πορεία κατάφεραν να μοιραστούν την κοινή ελπίδα για μια αρμονική συνύπαρξη. Είναι μια ιστορία κόντρα στην Ιστορία, μια συγκινητική αναμέτρηση με την μοίρα που αποδεικνύει ότι η ευτυχία του ανθρώπου είναι η μακροβιότερη επίτευξη από καταβολής κόσμου.
(*) H Ντίνα Σαρακηνού είναι συγγραφέας, διευθύντρια του λογοτεχνικού online περιοδικού Literature.gr και διατελεί Πρόεδρος του PEN Greece.
ΠΗΓΗ:oanagnostis.gr
February 16, 2023
Η Έλενα Αρτζανίδου γράφει για το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ
"Λέγε με Ισμαήλ"ένα άψογο, εξαιρετικό, μεστό ιστορικό μυθιστόρημα από την καταπληκτική γραφή της Τέσυς Μπάιλα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Μια ιστορία για τα Σεπτεμβριανά του 1955 στην Πόλη, στο Πέραν.1955-1964 και οι απελάσεις των Ελλήνων, αφού πρώτα μέσα σε μια νύχτα οι Τούρκοι προκάλεσαν την ολοκληρωτική καταστροφή των περιουσιών, γέννησαν κάποιοι την βία πάνω σε κορμιά, ξέσπασαν σε ναούς και τάφους, κυρίως όμως χάραξαν για πάντα τις ψυχές όλων εκείνων των ανθρώπων, των Ελλήνων της Πόλης που γεννήθηκαν, που έζησαν, είχαν τους ανθρώπους, το βιος, ολάκερη την ζωή τους στην Πόλη. Μυρωδιές, εικόνες ολοζώντανες της γειτονιάς, του χαμάμ, του βιβλιοπωλείου, του καφενέ, του Βοσπόρου, της αρχοντιά, αλλά και της φτώχειας. Ανατρεπτική όσο και αληθινή, συγκινητική, πνιγερή ιστορία.Η ιστορία των Ελλήνων της πόλης, της συνύπαρξης με τους Τούρκους, τους Αρμενηδες ζωντανεύει από τη δυνατή λογοτεχνική γραφή της Τέσσυς Μπαΐλα. Γυναίκες στα χέρια των Τούρκων συζύγων, των πατεράδων άλλοτε να ζουν όμορφα και άλλοτε να υποφέρουν, να ρημαζουν.Η ιστορία της φωτίζει την κοινωνική ζωή, τη θέση των ανθρώπων ανάλογα φυλής και φύλου. Πόσα πόσα δεν θίγει με μαεστρία η συγγραφέας. Στιγμή δεν πλατιάζει, δεν παίρνει θέση, δεν εκβιάζει γεγονότα και καταστάσεις, αντίθετα αβίαστα μπαίνει βγαίνει από ζωές, εποχές, επαγγέλματα, σχέσεις, όπως και τα σκοτεινά συμφέροντα και τις διεργασίες που στόχο είχαν να εξαφανίσουν τους Ρωμιους.Αναζητήστε το είναι ξεχωριστό! Ευχαριστίες πολλές στις εκδόσεις Ψυχογιός.ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ - PSICHOGIOS PUBLICATIONS
January 24, 2023
Η Μαίρη Κωνσταντούρου γράφει για το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ
"...το πιο σημαντικό ήταν το συναισθηματικό αποτύπωμα ενός βιβλίου στην ψυχή, ό,τι απομένει χαραγμένο επάνω της όταν κλείσει και η τελευταία σελίδα".Κλείνοντας την τελευταία σελίδα τού Λέγε με Ισμαήλ, νιώθω στην καρδιά μου χαραγμένα συναισθήματα και προβληματισμούς, τις αισθήσεις μου αφυπνισμένες από εικόνες και λόγια μοναδικά, την ψυχή μου πιο πλούσια. Με την εξαιρετική γραφή της η Τέσυ Μπάιλα μού χάρισε ένα μοναδικό ταξίδι στην όμορφη αλλά βαθιά πληγωμένη Πόλη, όχι την Πόλη των Ρωμιών και των Τούρκων, όχι την Πόλη των εχθρών, αλλά αυτή των φίλων, των συνοδοιπόρων, των Ανθρώπων. Την Πόλη που "μοιάζει με σώμα γυναίκας που τεντώνεται στα υγρά σεντόνια της Ιστορίας..." Ένα ταξίδι γεμάτο με αρώματα από μπαχάρια και άνθη, γεμάτο με χρώματα περιβολιών και μαχαλάδων, με τους ήχους του τραμ και της λατέρνας, με γεύσεις από νόστιμα γλυκά του κουταλιού και από φιλιά αγαπημένων, με τις δαντέλες να χαϊδεύουν τα δάχτυλά μου και τον αέρα του Βοσπόρου να δροσίζει το πρόσωπό μου. Πώς καταφέρνει αυτή η κοπέλα να αφυπνίζει πάντα όλες τις αισθήσεις μου! Πώς με έκανε να ακούσω στ' αλήθεια εκείνο το "σιγανό αχ και μαζί τον ήχο των ονείρων όταν σωριάζονται ματωμένα σε ένα λιθόστρωτο σοκάκι"!
Το Λέγε με Ισμαήλ είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, όμως δεν κουράζει με ιστορικές λεπτομέρειες, δεν επαναλαμβάνει γεγονότα που λίγο πολύ γνωρίζουμε. Διατρέχει τη ζωή των ηρώων του, Ελλήνων και Τούρκων, απλών ανθρώπων που ζούσαν όμορφα μονιασμένοι και αγαπημένοι, μέχρι που οι μεγάλοι αποφάσισαν να παίξουν το δικό τους παιχνίδι στις πλάτες τους. Μιλά για τη συμπόνια, για τη φιλαλληλία, για την εμπιστοσύνη, αλλά και την προδοσία, τη χειραγώγηση και την αδικία. Μιλά για τη χαρά της ζωής, αλλά και τη λύτρωση του θανάτου, "γιατί, βλέπεις, ο θάνατος έχει αξιοπρέπεια όταν η ζωή δεν έχει πια καμιά αξία..."
Μια γλυκόπικρη γεύση μού έμεινε. Και η πεποίθηση πως τελικά δεν έχει σημασία αν είσαι Έλληνας ή ξένος, χριστιανός ή αλλόθρησκος, πλούσιος ή φτωχός. Σημασία έχει τι σόι άνθρωπος είναι ο καθένας μας, ο χαρακτήρας μας. Αυτός θα επικρατήσει στο τέλος για να χαράξει το αποτύπωμά μας στο πέρασμά μας από τούτη τη ζωή.
Συγχαρητήρια, Τέσυ μου! Έγραψες ένα βιβλίο που μιλά κατευθείαν στην ψυχή, άλλοτε σαν χάδι και άλλοτε σαν χαστούκι. Ένα βιβλίο συγκλονιστικό, αλήθεια. Θα το κουβαλάω για καιρό μέσα μου...
"Πρόλαβα να δω στα παιδικά εκείνα μάτια την απορία. Ναι, ούτε θλίψη ούτε θυμός (...) Και τότε κατάλαβα ότι ο άνθρωπος μεγαλώνει μόνο όταν σβήσει από το βλέμμα του αυτή η απορία και στη θέση της μπει η γνώση. Και συχνά η απόγνωση."
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ - PSICHOGIOS PUBLICATIONS
January 8, 2023
Ο Πάνος Τουρλής γράφει για το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ
Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, λεβαντίνοι ζουν αρμονικά με τα προβλήματα αλλά και τις χαρές της καθημερινότητάς τους. Φιλίες χτίζονται, γάμοι γίνονται, το παιδομάνι χαλάει τον κόσμο με τις φωνές του. Αυτή η αρμονική ατμόσφαιρα θα σβήσει για πάντα μετά τη νύχτα της 6ης προς 7 Σεπτεμβρίου 1955 κι η Νύχτα των Κρυστάλλων που θα ζήσουν οι Έλληνες θα είναι και η αρχή του τέλους τους στην πόλη που γνώριζαν εκ γενετής για πατρίδα. «Ανάθεμά τους αυτούς που αποφασίζουν. Δε νοιάζονται για τον άνθρωπο» (σελ. 24).
Η Τέσυ Μπάιλα καταγράφει στο νέο της μυθιστόρημα συναρπαστικές ιστορίες απλών, καθημερινών ανθρώπων που συγκροτούν ένα σύμπαν ομόνοιας, αγάπης, αλληλεγγύης και φιλίας. Μπαίνει στα φτωχόσπιτα και στα αρχοντικά, στις εκκλησίες και στα τζαμιά, στα μνημεία και στα νεκροταφεία, ανεβοκατεβαίνει τη λεωφόρο του Πέραν και τη γειτονιά της, παρατηρεί τα πάντα και τα ζωντανεύει με την άφθαστη λογοτεχνική της πένα. Δανείζεται για τίτλο την πρώτη φράση του μυθιστορήματος του Χέρμαν Μέλβιλ «Μόμπι Ντικ», ενός κειμένου που περιγράφει με μοναδικό τρόπο τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής, όπως κάνει κάθε βιβλίο, γιατί θέλησε να ξεχειλίσει από ζωή και να ανασυστήσει μια εποχή μέσα από τα μάτια δύο φαινομενικά αντίθετων κόσμων που όμως, σύμφωνα με τη συγγραφέα: «κρύβουν μέσα τους κοινούς τόπους πολιτισμού, μοιράζονται τα ίδια χρώματα κι έχουν αποκτήσει κοινές εμπειρίες στο διάβα των αιώνων».
Η αρχή είναι ευρηματική, μιας και ο μίτος ξετυλίγεται από το 1964, χρονιά απέλασης των τελευταίων Ελλήνων της Πόλης, και παρακολουθούμε έναν αφηγητή αγνώστου ταυτότητας να επιβιβάζεται στο καράβι που θα τον απομακρύνει από την πατρίδα. Ένα κομβόι απογοητευμένων ανθρώπων σχηματίζει ουρά για επιβίβαση, μαζεύονται ένας ένας οι τελευταίοι απελπισμένοι. «Έμεναν όλα πίσω. Σκεπασμένα με τη γνωστή ομίχλη της Πόλης, μια ομίχλη ολόιδια με τη λησμονιά» (σελ. 35). Οι περισσότεροι πρώτη φορά θα αντίκριζαν την Ελλάδα αφού στην Πόλη είχαν γεννηθεί, εκεί αγάπησαν και αγαπήθηκαν, εκεί έκαναν όνειρα και οικογένειες, εκεί έθαψαν συγγενείς και φίλους και τώρα φεύγουν ξαφνικά, τα αφήνουν όλα πίσω τους και πάνε στο άγνωστο, με το παράπονο πως η ζωή θα συνεχίζεται εδώ, σε αυτά τα μέρη, τα αγαπημένα τους αλλά χωρίς αυτούς, ερήμην τους. «Πώς κλείνει πίσω του την πόρτα του σπιτιού του για τελευταία φορά ένας άνθρωπος» (σελ. 26); Κάθε λέξη με λύγιζε: «Άγριο πράμα να βλέπεις τα μάτια θολωμένα. Και περισσότερο όταν είναι μάτια γέρικα. Πιο πολύ γι’ αυτούς ανταριάζει η ψυχή μου. Γιατί, άμα είσαι μεγάλος σε ηλικία και φεύγεις από κάπου, δεν ξέρεις αν θα ξαναγυρίσεις. Και τι σου μένει να κάνεις; Μόνο να θυμάσαι. Κι αυτό πιότερο πονά σαν είσαι γέρος» (σελ. 25). Πικραμένοι κι ανήμποροι, όπου πάνε θα αλλάξει η μοίρα τους, τίποτα δε θα είναι ξανά το ίδιο. Όλοι βέβαια ντυμένοι με τα καλά τους, να μη φτάσουν σα ζητιάνοι στην Ελλάδα, κύρηδες κι αρχοντάνθρωποι. «Άδικο ήταν και μάλιστα μεγάλο. Μα το άδικο δύσκολα το νικά κανείς» (σελ. 30). Όλη η πίκρα, η αγωνία και ο φόβος των συνεπιβατών του μυστηριώδους αφηγητή γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι του, συμπάσχει μαζί τους, πιάνει ψιλοκουβέντα, καταστρώνει τα σχέδιά του αλλά δε μας αποκαλύπτει ποιος είναι.
Γυρίζουμε λοιπόν στο 1955 κι απολαμβάνουμε το μελίσσι που αχολογάει γύρω από τη λεωφόρο του Πέραν, με τα μαγαζιά να ανοίγουν ένα προς ένα, τις νοικοκυρές να ξεκινάνε τα ψώνια τους και τα πρωινά κουσέλια, τους παραγιούς να σκουπίζουν και να ανεβάζουν τα κεπέγκια, το γραφικό τραμ να ανεβοκατεβαίνει χτυπώντας το κουδουνάκι του. «Άγιες εκείνες οι μέρες. Αδελφωμένες. Μα τι τα θες; Ποτέ δεν κράτησαν πολύ. Πάντα κάτι γινόταν κι άλλαζαν όλα μεμιάς. Κι ύστερα, πάλι από την αρχή. Αλλά εμείς βρίσκαμε τον τρόπο και ξαναφιλιώναμε και ζούσαμε συνετά όλα μας τα χρόνια. Τίποτα δεν είχαμε να χωρίσουμε» (σελ. 24). Πόσες λεπτομέρειες, πόσοι χαρακτήρες, πόσα μέρη ξεχύνονται μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος και αναβιώνουν μια γλυκόπικρη εποχή που θα διαλυθεί σύντομα και οριστικά. Η Τέσυ Μπάιλα το τονίζει εξαρχής: η Κωνσταντινούπολη δε χωρίζει τους Τούρκους από τους Ρωμιούς αλλά συνενώνει ανθρώπους που υποφέρουν το ίδιο, μοιράζονται ήθη και έθιμα, αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο στο πέρασμα της Ιστορίας κι επιδιώκουν να ζουν ειρηνικά μεταξύ τους, κάτι που δεν το καταφέρνουν πάντα. Απλοί και καθημερινοί άνθρωποι, Έλληνες και Τούρκοι, Αρμένιοι και λεβαντίνοι, συνυπάρχουν αρμονικά, μοιράζονται τις ελπίδες τους, αναμετρώνται με τον χρόνο και τις αποφάσεις που καθορίζουν τη ζωή τους χωρίς να τις παίρνουν όμως οι ίδιοι. Θύματα και θύτες της Μεγάλης Ιδέας, της ανταλλαγής των πληθυσμών του 1923 και τώρα των Σεπτεμβριανών, με κοινό τόπο τη χαμένη πατρίδα, τον ξεριζωμό, τη βίαιη αποκοπή από το οικείο τους.
Βάι βάι, το τζιέρι μου αντάριασε η μυρωδιά του καϊφέ σου, μπρε Ισμαήλ! Ναι, ο εύθυμος, διασκεδαστικός καφετζής του Πέραν που ζει μόνος του έχει ένα μαγαζί που λειτουργεί και ως μπακάλικο με λογιών λογιών τρόφιμα και μπαχαρικά. Γεμίζει ο τόπος από το άρωμα του καφέ που φτιάχνει με μεράκι, καθώς κι από τους ναργιλέδες και τα μπαχάρια του αλλά με δισταγμό ξεδιπλώνει τα μυστικά του καλού καφέ. Διορατικός και παρατηρητικός: «Οι Τούρκοι πίνουν πάντα το νερό προτού ρουφήξουν τον καφέ τους για να απολαύσουν καλύτερα το άρωμά του, αφού πρώτα καθαρίσουν το στόμα τους. Ενώ οι Ρωμιοί μετά. Για να διώξουν την πίκρα του. Γιατί οι άνθρωποι ίδιοι είναι. Μοιάζουν μεταξύ τους. Αλλάζουν μόνο οι συνήθειές τους και οι τρόποι τους» (σελ. 60-61). Θύμα της ανταλλαγής του 1923, με μα σπαρακτική προσωπική ιστορία, την οποία κάποια στιγμή θα εξομολογηθεί στον φίλο του, τον Ισίδωρο, ναι, μπρε, αυτό το σκιόρεμα, που χωμένο όλη μέρα μες στα βιβλία του είναι κι αλίμονό σου αν τον διακόψεις. Έχει το μοναδικό ρωμαίικο βιβλιοπωλείο στη γειτονιά του Πέρα, είναι ιδιόρρυθμος και παράξενος, λίγοι πελάτες τολμούν να διαβούν την πόρτα του, το αγριωπό του βλέμμα τους αποθαρρύνει. Στην πραγματικότητα όμως είναι καλοκάγαθος, βυθίζεται στον κόσμο των βιβλίων του γιατί τον κυνηγούν οι αναμνήσεις από γεγονότα που θα αποκαλυφθούν σταδιακά. Έχει ένα ιδιαίτερο δέσιμο με τον Ισμαήλ, ο οποίος χωρατεύει μαζί του, τον στηρίζει, τον προσέχει κι έτσι συμπληρώνει ο ένας τον άλλον. Και δε με λες για, σεβντά δεν έχει το κιτάπ; Πώς δεν έχει! Να η όμορφη Εσίν, η οποία επισκέπτεται συχνά τον Ισίδωρο, του λέει για τη ζωή της, εκείνος της διαβάζει αποσπάσματα κι ύστερα η κοπέλα ξαναφεύγει. Τα ίδια αισθήματα αναπτύσσει και για τον Ισμαήλ αλλά δεν έχουμε μαργολίκια και προστυχιές, με μια γυναίκα να παίζει μαζί τους, ιτς! Είναι ορφανή από πατέρα κι οι δύο άντρες αναπληρώνουν την απουσία του, πιο πολύ αδελφική είναι η συμπεριφορά τους απέναντί της παρά ερωτική. Κι όμως κάποιος από αυτούς λιώνει νυχθημερόν με τον κρυφό έρωτα που δεν έχει την τόλμη να εκφράσει κι έτσι φεύγουν τα χρόνια. Η μητέρα της Εσίν, Αϊσέ, που εγκατέλειψε την κόρη της στη μάνα της έχει κι αυτή τη δική της θέση στο μυθιστόρημα και ενώνει με τη δική της ζωή κάποιους άλλους κρίκους.
Όλα αυτά τα παρακολουθεί από το παράθυρο του αρχοντικού της η Καλλιάνθη, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας Ρωμιών, με πολλά μαγαζιά στην περιοχή, τα οποία και νοικιάζει, αυστηρή και λιγομίλητη, καταδεκτική και δίκαιη, μόνη κι άκληρη. Μένει σ’ ένα δίπατο αρχοντικό στο βάθος της λεωφόρου του Πέρα με την οικονόμο της, τη Μέλπω, κι όταν έμεινε ορφανός ο Ισμαήλ που νοίκιαζε το μαγαζί της άρχισε να τον φροντίζει και να τον ταΐζει, με αποτέλεσμα να γεννηθεί μια σοβαρή φιλία ανάμεσά τους («Αμούστακο αγόρι ήταν. Μόλις άρχιζε η ζωή να ξετυλίγει το κουβάρι της μπροστά του. Η δική της μάζευε τις τελευταίες κλωστές, ξεφτισμένες κι αυτές», σελ. 134). Το καμπανάκι από το κατακόκκινο τραμ έξω από το σπίτι της ξυπνάει τις αναμνήσεις της: «Στην γκριζόμαυρη ψυχή της πόλης και στην αντιφατική παραδοξότητά της, το κόκκινο χρώμα του το έκανε να μοιάζει με ένα αστείο παιχνίδι…Για την κυρία Καλλιάνθη όμως αποτελούσε την ύπαρξη ενός κατακόκκινου βέλους χωμένου βαθιά στο πεπρωμένο της, από το οποίο δεν κατάφερε να απαγκιστρωθεί ποτέ» (σελ. 112-113). Πόσο γλυκόπικρη η ιστορία της και πόσο ευρηματικά δεμένη με το τραμ της Ιστικλάλ!
Ωχ, τι φασαρία είναι αυτή και τι μπόχα; Α, να η γρια-Γιασεμώ με τον σκύλο της, τον Γιουσούφ, που τον περιμάζεψε από μωρό. Είναι ρακοσυλλέκτρια και ψάχνει στα σκουπίδια, ψυχοπονιάρα και φασαριόζα, ξεπεσμένη πόρνη που κάποτε ερωτεύτηκε έναν ναυτικό, τον Νικολό (γιατί Τέσυ Μπάιλα και θάλασσα είναι αλληλένδετα κομμάτια, οπότε κι εδώ ταξιδεύομε μαζί του στις απέραντες γαλανές ανοιχτωσιές, βλέποντας μαζί του στον ορίζοντα τα μάτια της Γιασεμώς). Γιατί όμως ζει η Γιασεμώ τώρα ολομόναχη, πικραμένη και απογοητευμένη από ψεύτικες υποσχέσεις αντρών; Διαβάστε πόσο τρυφερά μιλάει στο σκυλί της, τι όμορφα που αποδίδεται η αγάπη της για τον Γιουσούφ, το τελευταίο πλάσμα που την αγαπάει στη δύση της ζωής της, πόσες αλήθειες εκφράζει όταν αναθεματίζει τις τάχαμου «κυράδες» που κάνουν τα μύρια όσια πίσω από τους άντρες τους αλλά κατά τ’ άλλα τις πόρνες αποκαλούν «παστρικές»! Και τώρα που με είπες «παστρικές», μπρε, πού είναι η Ασλίβ, η κόρη του χαμαμτζή, που «είχε δυο αετόσπιθες για μάτια»; Νάτη, βοηθάει τη μάνα της με τα πεσταμάλια και τον καθαρισμό όσο ο Ναντίρ, ο νεαρός πελάτης του χαμάμ, ακούει τη μελωδική της φωνή και την ερωτεύεται χωρίς να τη δει ποτέ. Για χάρη της ο Ναντίρ θα αφήσει πίσω του τα καπηλειά και τα πορνεία, το όπιο και τις μικροκλοπές, αρκεί να του χαρίσει ένα της βλέμμα.
Τρυφερές λοιπόν και ανατρεπτικές ιστορίες, ρεαλισμός και διαχρονικά μηνύματα ξεπηδούν μέσα από ιστορίες που πλαισιώνονται από δευτερεύοντες χαρακτήρες που δεν υπολείπονται ενδιαφέροντος: η Τζασμίν, η μικρή τσιγγάνα που πουλάει λεβάντα κι αν δεν ξεπουλήσει ή αν δε φέρει αρκετά χρήματα στο σπίτι τη δέρνει ο πατέρας της, ο Μεχμέτ, ο ανιψιός και παραγιός του Ισμαήλ, με μια τραγική οικογένεια ιστορία στην πλάτη του, ερχόμενος από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, η Ασημίνα η ράφτρα που δεν έχει διαλόγους, δε βγαίνει στο φως αλλά αναφέρεται συχνά πυκνά από τους υπόλοιπους και πολλοί άλλοι μου χάρισαν αξέχαστες στιγμές και ποικίλα συναισθήματα. Η συγγραφέας σκύβει από την αρχή δίπλα τους, τους φωτίζει, τους παρηγορεί, τους θωπεύει με λόγια-βάλσαμο στα δύσκολα που έρχονται: «…συνηθίζει ο άνθρωπος να αλλάζει κάθε τόσο τη ζωή του. Να φεύγει. Ε, δεν τα καταφέρνει και πάντα. Τις περισσότερες φορές κρύβει βαθιά στην καρδιά του ό,τι πρέπει να αποχαιρετήσει. Για να το πάρει μαζί του. Για να μπορεί να επιστρέφει εκεί ο νους του όταν οι αναμνήσεις τον φωνάζουν. Να ‘χουν κι αυτές τον τόπο τους. Να μην ξενιτευτούν ποτέ» (σελ. 18-19). Αυτήν την ουδετερότητα, τη συνολική ματιά πάνω σε βασανισμένους ανθρώπους χωρίς να ξεχωρίζουν από θρήσκευμα ή φυλή, μέχρι κι η θάλασσα τη μοιράζεται: «Και δεν την ένοιαζε τη θάλασσα αν τα ποδάρια των παιδιών πάνω στα περιγιάλια της ήταν αρμένικα, τούρκικα, σεφαραδίτικα, λεβαντίνικα ή ρωμαίικα σαν τα γαργαλούσε και τα ‘ριχνε πάνω στα βότσαλα και στα μικρά της βράχια. Της έφτανε μονάχα το παιχνίδι, το κελαρυστό γέλιο των παιδιών και οι αθώες φωνές τους» (σελ. 19).
Πράγματι, λίγοι συγγραφείς έχουν την ικανότητα να κλείσουν μέσα σε λίγες λέξεις όλη τη μαγεία και το γλυκόπικρο της ανάμνησης από την παιδική μας ηλικία: «Θυμήθηκα τότε που ήμαστε έφηβοι ακόμα. Τρέχαμε ξυπόλητοι στην ακτή και η θάλασσα έτρεχε κι εκείνη να παίξει μαζί μας. Βιαζόταν να βρέξει τα μαυρισμένα μας ποδάρια. Ποδάρια γεμάτα μελανιές από τα πεσίματα και τα γδαρσίματα του παιχνιδιού αλλά φτερωμένα. Βλέπεις, όταν είσαι παιδί δεν ξέρεις, και κάνεις ένα σωρό όνειρα κι ας τα κάνει ο χρόνος πετούμενα στην καταιγίδα. Μα μαθαίνει κανείς να ταξιδεύει και μέσα στην καταιγίδα. Αρκεί να καταφέρει πρώτα να κουμαντάρει το πλοίο καλύτερα» (σελ. 19). Κι όπως πάντα, το κείμενο είναι γεμάτο από πανέμορφα καλολογικά στοιχεία: «Μα κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει την Πόλη σαν τη δει να ξυπνά την αυγή χωμένη στην ομίχλη. Μοιάζει με σώμα γυναίκας που τεντώνεται στα υγρά σεντόνια της Ιστορίας κι αποζητάει ολόγυμνη το σερνικό χάδι. Και όταν τεντώνεται, ένας ολόκληρος κόσμος ολόγυρά της παίρνει τη γνώριμη θέση του, αναριγώντας από την επιθυμία και τη σαγήνη. Ο τόπος γεμίζει μνήμες και αναμνήσεις» (σελ. 39). Μάλιστα, οι σελίδες 39-42 είναι η ωραιότερη περιγραφή της μαγικής και πλανεύτρας Κωνσταντινούπολης που έχω συναντήσει ως τώρα γιατί αποτυπώνει με λέξεις όσα έχω ζήσει και νιώσει κι εγώ ο ίδιος ως επισκέπτης σε αυτήν την πόλη-θαύμα. Ειλικρινά δε θα μπορούσαν να περιγραφούν καλύτερα τα συναισθήματά μου από τις μυρωδιές και τις εικόνες της που ακόμα φέρω μέσα μου: «Με την ανατολίτικη γοητεία χωμένη στη δυτική αγκαλιά ενός κόσμου που ολοένα και περισσότερο αλλάζει» (σελ. 42).
Το νέο μυθιστόρημα της Τέσυς Μπάιλα είναι πασιφιστικό και πανανθρώπινο και τονίζει, όπως ανέφερα και πιο πάνω, το γεγονός πως στην ουσία Έλληνες και Τούρκοι δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν. «Και πως ανάμεσα σε Τούρκο και σε Έλληνα έχει σημασία μονάχα ο άνθρωπος και η καλοσύνη κάνει τον άνθρωπο πιο πολύ κι από τα γράμματα» (σελ. 188). Άλλωστε: «…οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί, Οσμάν…και αυτές οι διαφορές μας είναι που κάνουν τη ζωή όμορφη, την κάνουν να μοιάζει μα θαύμα» (σελ. 226). Να όμως που περιέχονται κι άλλες ιδέες και έννοιες, όπως η σημασία και η αξία της φιλαναγνωσίας στη ζωή κάποιου: «η γνώση έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει τον άνθρωπο και να πλάθει χαρακτήρες» (σελ. 162). Γιατί ο Ισίδωρος λοιπόν; «Μια βιβλιοθήκη, ένα βιβλιοπωλείο είναι ζωντανά πλάσματα. Σπαρταριστά. Έχουν σάρκα και οστά. Είναι μια πόρτα που οδηγεί σ’ έναν άλλον κόσμο, Ισμαήλ, σε έναν κόσμο πιο όμορφο, πιο αληθινό, πιο ανθρώπινο. Και είναι κρίμα να περάσει όλη του τη ζωή κανείς χωρίς να ανοίξει αυτήν την πόρτα. Χωρίς να δει τι κρύβεται από πίσω της» (σελ. 362). Κι ο Ισμαήλ συγκινείται όταν ακούει τον φίλο του να λέει: «Τα βιβλία ημέρεψαν την ψυχή μου. Κι όταν ημερέψει η ψυχή σου, τότε πιο όμορφος είναι γύρω σου ο κόσμος» (σελ. 365). Ο αναγνώστης μετατρέπεται σε καλύτερο άνθρωπο όταν βλέπει τις αρετές που εξυψώνονται, τις αδικίες που στηλιτεύονται, τις διαχρονικές αξίες που αναφέρονται κι έτσι γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι κάθε οικογένειας που παλεύει για πράγματα της μικρο-καθημερινότητας που απασχολούν τον μέσο άνθρωπο όσο διακυβεύεται η τύχη της πίσω από κλειστές πόρτες πολυτελών γραφείων. Δε θα μπορούσε φυσικά να λείπει και το στίγμα της γυναικείας κακοποίησης, μιας και η συνήθεια της εποχής ήταν να σκύβει η γυναίκα το κεφάλι της στον άντρα κι ας την ξυλοφορτώνει, αυτός ήταν το τυχερό της, αυτόν θα υπακούει τώρα. Τι; Τη δέρνει; Ε, δε γίνεται, κάτι θα του έκανε αυτή. Όλα αυτά η συγγραφέας τα καταγράφει με πόνο ψυχής, φέρνοντας στο φως σκληρές περιπτώσεις και ταυτόχρονα, μέσα από μια έξυπνη ανατροπή, χαρίζει φως και ελπίδα όταν μια από τις ηρωίδες καταφέρνει να ακολουθήσει τα όνειρά της και να στηρίξει με τον τρόπο της αυτές τις γυναίκες.
Απλοί, φυσιολογικοί άνθρωποι που κάνουν λάθη, που εξαπατώνται, που αγωνιούν για το αύριο και νοσταλγούν το χτες, που προσπαθούν να ορθοποδήσουν, να ερωτευτούν, να γελάσουν και ενώνουν τις τύχες τους με τον γείτονα που μιλάει άλλη γλώσσα και πιστεύει σε άλλο Θεό είναι εδώ και χαίρίουν τις ιστορίες τους σε μια ταλαντούχα πένα που ξέρει πώς να τους εξάρει και να τονίσει τα καλά και τα στραβά της ζωής τους. Απληστία και προδοσία, αδικία και πάλη, προπαγάνδα και τυφλό μίσος και πολλά άλλα είναι στολίζουν τις σελίδες και συγκροτούν ένα άρτιο, τρυφερό, γλυκό, συγκινητικό μυθιστόρημα που απογειώνεται όταν φτάνουμε στη νύχτα των Σεπτεμβριανών και τα πάντα έρχονται τούμπα. «Έτσι και οι άνθρωποι… Ποτέ δεν κάνουν πίσω. Και προσπαθούν να κρατήσουν με νύχια και με δόντια ό,τι θεωρούν δικό τους. Ένα ύφασμα, μια καλημέρα, έναν τόπο, μια πόλη. Κι η Πόλη αυτή είχε πολλές τέτοιες ιστορίες να θυμάται» (σελ. 259). Με μαεστρία και ελάχιστες ιστορικές πληροφορίες, οπότε δε βαρύνεται το κείμενο, χωρίς όμως να χάνεται και ο ρεαλισμός των συνθηκών που οδήγησαν στα Σεπτεμβριανά του 1955, με ελάχιστες αναφορές στην καθαυτή νύχτα, λες και η συγγραφέας δεν άντεχε το βάρος αυτής της θηριωδίας και θέλησε να του γυρίσει την πλάτη, με ένα λυτρωτικό και συγκινητικό τέλος που με άφησε να σπαράζω για αυτά καθαυτά τα γεγονότα αλλά και για την αχτίδα της ελπίδας και της τρυφερότητας που αχνοφέγγει από την τελευταία πρόταση του βιβλίου και από την αποκάλυψη της ταυτότητας του αφηγητή, με μυρωδιές και εικόνες που θα μου μείνουν αξέχαστες, το «Λέγε με Ισμαήλ» είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της Τέσυς Μπάιλα. Η «Πολίτικη κουζίνα» της ελληνικής λογοτεχνίας σιγοψήνει καλούς και κακούς σ’ ένα μαργιόλικο χαρμάνι: «Όλα ίδια. Θα έλειπαν μόνο απ’ ανάμεσό τους οι Έλληνες. Μα τι σημασία έχει κι αυτό; Μια ψηφίδα στα μωσαϊκά της Πόλης η ιστορία τους. Σαν έλειπε η ψηφίδα αυτή, άλλη θα έμπαινε στη θέση της. Μπορεί στην αρχή να μην ταιριάζει σωστά, να βρίσκει κάπου η άκρη της ή να πέφτει λίγο μικρότερη, το χρώμα της να είναι πιο φωτεινό ή πιο σκούρο. Όλα ο καιρός θα τα λειάνει, η διαφορά θα μικρύνει και το μάτι δύσκολα θα τη θωρεί. Άμα η θύμηση σβήσει, αλλάζει και η ματιά σιγά σιγά. Μαθαίνει να τα βλέπει όλα διαφορετικά» (σελ. 36).
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«-Όπου μεγαλώσεις, εκεί βαστάει η καρδιά σου, όσα χρόνια και να περάσουν. Εκεί όπου οι άνθρωποι σου χαρίζουν τη δική τους απλόχερα» (σελ. 102).
«-Μην περιμένεις ότι ο κόσμος θα είναι δίκαιος ποτέ μαζί σου, Οσμάν. Πάντα υπάρχει κάποιος για να μας κάνει κακό. Είναι στο χέρι μας να μην τον αφήσουμε» (σελ. 227).
Πηγή: tovivlio.net, captainbook, vivliokritikes
December 15, 2022
Ο Μάνος Κοντολέων γράφει για το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ στο Diastixo
του Μάνου Κοντολέων
Νομίζω πως με το έβδομο πλέον μυθιστόρημά της, η Τέσυ Μπάιλα δείχνει ξεκάθαρα το συγγραφικό της στίγμα. Ένα στίγμα που το χαρακτηρίζουν δύο βασικά χαρακτηριστικά. Το ένα έχει να κάνει με τους χρόνους όπου τα γεγονότα διαδραματίζονται – πρόκειται για ένα σχετικά πρόσφατο παρελθόν, κάπου μέσα στο κέντρο του 20ού αιώνα. Το άλλο έχει να κάνει με τον τρόπο που διαχειρίζεται τους ήρωές της.
Αν σταθούμε στο πρώτο, θα διαπιστώσουμε πως τα μυθιστορήματα της Μπάιλα ομοιάζουν με ιστορικά κείμενα, αλλά στην ουσία περιγράφουν γεγονότα που εκείνοι που τα έζησαν στην πλειονότητά τους ακόμα ζούνε. Κυρίως τα χρόνια γύρω από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και λίγο πιο πριν ή και λίγο πιο μετά – σε κάθε περίπτωση, η Τέσυ Μπάιλα αφηγείται τις ζωές ανθρώπων που ο 21ος αιώνας δεν είναι ο αιώνας τους.
Μέσα σε εκείνη, λοιπόν, την περίοδο ζούνε οι ήρωές της, γυναίκες και άνδρες. Τους βίους τους η συγγραφέας τούς χρησιμοποιεί κυρίως για να φωτίσει την εποχή όπου ζούνε και δευτερευόντως αυτούς τους ίδιους ως «ζωντανά» πλάσματα. Δεν εννοώ –σπεύδω να διευκρινίσω– πως είναι πρόσωπα άψυχα. Καθόλου μάλιστα· αντιθέτως, τα διακρίνουν έντονα πάθη και αντιφάσεις. Αλλά κατά κάποιον τρόπο υπηρετούν μια μεγάλη γκάμα ιδεών και αξιών.
Ναι, η Τέσυ Μπάιλα είναι μια συγγραφέας με ενεργή συγγραφικά κοινωνική υπόσταση. Προπαγανδίζει την ισότητα των φύλων, την ελευθερία της σκέψης, την ατομική ταυτότητα, την ανεξιθρησκία και την ιδέα πως τους ανθρώπους τούς φέρνουν κοντά τα κοινά βιώματα. Από ένα σημείο και μετά ο γενέθλιος τόπος.
Η ζωή ένας μεγάλος αποχωρισμός είναι – από ανθρώπους, αντικείμενα, τόπους. Κι όμως, κάτι τους ενώνει – κάτι πρέπει να τους ενώνει όλους αυτούς τους αποχωρισμούς.
Αυτό είναι και το κεντρικό μοτίβο του τελευταίου της μυθιστορήματος. Χώρος η Κωνσταντινούπολη του 20ού αιώνα. Ήρωές της όσοι στην πόλη αυτοί ζήσανε. Και που είχαν μάθει να συνυπάρχουν ασχέτως εθνικής ταυτότητας και φυλής. Και που αν κάτι τους χώρισε –τους έκανε εχθρούς– ήταν οι έξωθεν πολιτικές όσων μετρούν την ανθρώπινη ζωή με μη ανθρώπινα μέτρα. Κεντρικό σημείο στο μυθιστόρημά της, τα γεγονότα της Πόλης το 1955. Κεντρικός χώρος –συχνά αποκτά διαστάσεις υπαρξιακής οντότητας– η ίδια η Πόλη.
Και αυτή την πολιτεία εκείνης της εποχής η Τέσυ Μπάιλα την περιγράφει ολοζώντανα και με αισθαντικότητα. Μια ζωντάνια και μια αισθαντικότητα που ξεκινά από τις λεωφόρους και τα στενά δρομάκια, κατρακυλά στον Βόσπορο και παράλληλα χρωματίζει όλους εκείνους που η συγγραφέας αποφάσισε να τους προσφέρει μια θέση μέσα στο μυθιστόρημά της. Όλα τα πρόσωπα –και είναι πολλά– που υπάρχουν μέσα στις σελίδες του έργου, γίνονται οικεία στον αναγνώστη. Κάτι ακόμα περισσότερο – εγγράφονται στη μνήμη του. Έχουν στοιχεία σχεδόν ρομαντικά.
Από τους δυο κεντρικούς χαρακτήρες –τον Έλληνα βιβλιοπώλη Ισίδωρο και τον Τούρκο καφετζή Ισμαήλ– που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά και τη βάση της αφηγούμενης ιστορίας, έως τη φερμένη λες από τα μυθιστορήματα του Μπαλζάκ, Γιασεμιώ· από την αρχοντικιά Πολίτισσα Καλλιάνθη έως τον άξεστο Ναντίρ· από τον –ευρηματικής συγγραφικής σύλληψης– σκύλο Γιουσούφ έως την ανεξάρτητη Αϊσέ, όλοι τους αποτελούν ισότιμα μέλη ενός θιάσου που η Τέσυ Μπάιλα
τους χρησιμοποιεί για να υπενθυμίσει –συνέχεια υπενθυμίζει– πως: Η ζωή ένας μεγάλος αποχωρισμός είναι – από ανθρώπους, αντικείμενα, τόπους. Κι όμως, κάτι τους ενώνει – κάτι πρέπει να τους ενώνει όλους αυτούς τους αποχωρισμούς. Κι αυτό τίποτε άλλο δεν είναι παρά η μνήμη του τόπου που σε ανέθρεψε.
Μυθιστόρημα-τοιχογραφία μιας εποχής και μιας πόλης. Μυθιστόρημα-πινακοθήκη ανθρώπων που τη μοίρα τους τη σφράγισε μια πολιτεία με τον δικό της, εντελώς ιδιαίτερο, πολιτισμό.
December 4, 2022
Λέγε με Ισμαήλ - Η Τέσυ Μπάιλα ξανά στους δρόμους της Ιστορίας. Γράφει ο Δημήτρης Στεφανάκης στο fosonline
Λέγε με Ισμαήλ - Η Τέσυ Μπάιλα ξανά στους δρόμους της ΙστορίαςΚανείς δεν πεθαίνει τόσο φτωχός, ώστε να μην αφήνει τίποτα πίσω του», ισχυρίζεται ο Πασκάλ Με αφορμή αυτό τον στοχασμό ο Μπένγιαμιν συμπληρώνει: «Ούτε βεβαίως και καθόλου αναμνήσεις. Μόνο που αυτές δεν βρίσκουν πάντα ένα κληρονόμο. Ο μυθιστοριογράφος επιφορτίζεται με αυτή την κληρονομιά και σπάνια χωρίς βαθιά μελαγχολία».
Η βαθιά μελαγχολία πλανάται πάνω από τις μνήμες που κληρονόμησε ως μυθιστοριογράφος η Τέσυ Μπάιλα από ένα συνταρακτικό επεισόδιο της Ιστορίας. Δεν ήταν, καθώς φαίνεται, η Μικρασιατική καταστροφή ο επίλογος της ελληνικής παρουσίας στην απέναντι μεριά του Αιγαίου. Το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών έγινε με τα Σεπτεμβριανά του ’55 και τις απελάσεις του ’64.
Η Μπάιλα επιχειρεί αυτό που μας λέει ο Λούκατς στην «θεωρία του μυθιστορήματος»: Με το πυκνό υφάδι του βιβλίου της αποδύεται σ’ έναν αγώνα ενάντια στην εξουσία του χρόνου. Δημιουργεί ένα δικό της κόσμο πάνω στη σάρκα του χρόνου, ισορροπώντας σε αυτό που είναι το «νόημα της ζωής» και σε αυτό που αποκαλούμε «δίδαγμα της Ιστορίας».
Αναζητώντας στην τετραδιάστατη αφήγησή της να μεταφέρει με βουές και αρώματα την χαμένη ατμόσφαιρα της Πόλης, δημιουργεί μια σύνθεση από έρωτες, μισαλλοδοξία, κακοποίηση, χαμένες προσδοκίες, αγριότητες και πάθη αλλά και συνύπαρξη και φιλία και αδελφότητα. Κι όλα αυτά τη στιγμή που η μοίρα των ηρώων της δεν είναι άλλη από την ίδια την Ιστορία.
Οι άντρες του μυθιστορήματος, ο Ισίδωρος, ο Ισμαήλ, ο Ναντίρ είναι διαμετρικά αντίθετοι χαρακτήρες φτιαγμένοι με την αυθαιρεσία των αρσενικών είτε προς το καλό είτε προς το κακό.
Οι γυναίκες όμως, και κυρίως η Γιασεμιώ αλλά και η Καλλιάνθη, αποπνέουν μια συγκινητική φυσικότητα, η Αϊσέ μια παράξενη λαγνεία, η Μέλπω μια σπαρακτική αφέλεια, κι όλες μαζί θυμίζουν χορό αρχαίας τραγωδίας. Το «Λέγε με Ισμαήλ» υπακούει σε μια έξυπνη διακειμενικότητα που εξυπηρετεί τις προθέσεις της συγγραφέως. Είναι όμως τόσο κυριαρχικό το γυναικείο στοιχείο σε αυτό το μυθιστόρημα που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τίτλο: «Λέγε με Γιασεμιώ».
Κι είναι η Γιασεμιώ ένας από εκείνους τους χαρακτήρες που αναζητά ο αναγνώστης για να διαβάσει από τα χείλη τους το «νόημα της ζωής».
Πηγή: ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ fosonline
FullscrΑναζητώντας στην τετραδιάστατη αφήγησή της να μεταφέρει με βουές και αρώματα την χαμένη ατμόσφαιρα της Πόλης, δημιουργεί μια σύνθεση από έρωτες, μισαλλοδοξία, κακοποίηση, χαμένες προσδοκίες, αγριότητες και πάθη αλλά και συνύπαρξη και φιλία και αδελφότητα. Κι όλα αυτά τη στιγμή που η μοίρα των ηρώων της δεν είναι άλλη από την ίδια την ΙστορίαΟι άντρες του μυθιστορήματος, ο Ισίδωρος, ο Ισμαήλ, ο Ναντίρ είναι διαμετρικά αντίθετοι χαρακτήρες φτιαγμένοι με την αυθαιρεσία των αρσενικών είτε προς το καλό είτε προς το κακΟι γυναίκες όμως, και κυρίως η Γιασεμιώ αλλά και η Καλλιάνθη, αποπνέουν μια συγκινητική φυσικότητα, η Αϊσέ μια παράξενη λαγνεία, η Μέλπω μια σπαρακτική αφέλεια, κι όλες μαζί θυμίζουν χορό αρχαίας τραγωδίας. Το «Λέγε με Ισμαήλ» υπακούει σε μια έξυπνη διακειμενικότητα που εξυπηρετεί τις προθέσεις της συγγραφέως. Είναι όμως τόσο κυριαρχικό το γυναικείο στοιχείο σε αυτό το μυθιστόρημα που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τίτλο: «Λέγε με ΓιασΚι είναι η Γιασεμιώ ένας από εκείνους τους χαρακτήρες που αναζητά ο αναγνώστης για να διαβάσει από τα χείλη τους το «νόημα της ζωής».November 13, 2022
Το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ στον Ελεύθερο Τύπο από τη Γιούλη Τσακάλου
Η Τέσυ Μπάιλα επιστρέφει με ένα νέο συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τη φιλία, την ανθρωπιά, τις ανταλλαγές των πληθυσμών και τα αποτελέσματά τους, την έννοια της πατρίδας ως παράγοντα προσδιορισμού της προσωπικής ταυτότητας, τους τόπους και τους τρόπους πολιτισμού που μπορεί να μοιράζονται δυο λαοί με κοινή μοίρα.
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΟΥΛΗ ΤΣΑΚΑΛΟΥΓράφει μια ιστορία που μπορεί να επικεντρώνεται στην Κωνσταντινούπολη και στα γεγονότα που τη σημάδεψαν από το 1955, τη χρονιά των Σεπτεμβριανών μέχρι και το 1964, την περίοδο των απελάσεων, επί της ουσίας όμως είναι μια ιστορία πολυεπίπεδη, η οποία φέρνει στο φως τον κοσμοπολιτισμό που επικρατούσε στην Πόλη εκείνη την εποχή από τη μια και τη μεγάλη περιπέτεια της ανθρώπινης ζωής από την άλλη, όταν όλα αλλάξουν βίαια και οριστικά.
Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος δεν είναι άλλος από την ίδια την Πόλη. Η ρωμαίικη γειτονιά του Πέρα, τα θλιβερά και ομιχλώδη σοκάκια, τα λιθόστρωτα καλντερίμια, τα ξύλινα σπίτια που μοιάζουν να επιπλέουν στα νερά του Βοσπόρου και ο τρόπος που σε όλα αυτά επιβίωσε το ρωμαίικο στοιχείο είναι το τοπογραφικό πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία αυτού του βιβλίου. Η Μπάιλα αντιμετωπίζει την Πόλη ως τον τόπο εκείνο στον οποίο συνενώνονται και συμβιώνουν οι λαοί, εν προκειμένω δυο λαοί που στην πάροδο των αιώνων έχουν προσπαθήσει πολύ να ζήσουν ειρηνικά έστω και αν κάποιες φορές δεν τα κατάφεραν. Και φιλοτεχνεί το λογοτεχνικό αυτό πορτρέτο της θλιμμένης πόλης με τα πιο τρυφερά χρώματα αναπαράγοντας εικόνες μιας αλλοτινής εποχής που μοιραία μεταβλήθηκε στον χρόνο απαλείφοντας γενιές ανθρώπων οι οποίοι έζησαν στους κόλπους της και μεγαλούργησαν σε προσωπικό, κοινωνικό και ιστορικό επίπεδο.

Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, που ζουν, ερωτεύονται, αγαπούν, σχηματίζουν έναν αφηγηματικό πυρήνα όπου Έλληνες και Τούρκοι συνυπάρχουν αρμονικά και γίνονται και οι δύο θύματα και θύτες της ιστορίας στο πέρασμα του χρόνου. Αναμφίβολα γοητεύει ο Ισμαήλ με τον καφενέ του, ο μοναχικός Ισίδωρος χωμένος πάντα στις σελίδες κάποιου βιβλίου, η γριά πόρνη η Γιασεμώ που τριγυρνά στη γειτονιά και κλέβει γάλα από τα σπίτια για να ταΐσει τον μοναδικό της φίλο, τον Γιουσούφ, έναν αδέσποτο σκύλο, η Μέλπω, η πιστή οικονόμος της Καλλιάνθης, της αρχόντισσας του Πέρα, η λάγνα Αϊσέ που φεύγει αφήνοντας πίσω της ένα παιδί, το κορίτσι με τα κοφίνια γεμάτα λεβάντα που πνίγεται στο αίμα της, ο Ναντίρ που δε θα διστάσει να κλέψει την Ασλίβ για να την οδηγήσει στην απελπισία, η Εσίν που θα αλλάξει τη μοίρα τη δικιά της αλλά και της Ασλίβ.

Όταν τα διπλωματικά παιχνίδια του εθνικισμού και τα τερτίπια της Ιστορίας διαλύσουν την αρμονική συνύπαρξη των κατοίκων αυτής της πόλης η Μπάιλα αναπάντεχα θα στρέψει τον αφηγηματικό της φακό στη συνειδητοποίηση της κοινής μοίρας των δύο λαών, φέρνοντας στην επιφάνεια τις συνθήκες εκείνες που ανάγκασαν τους δυο λαούς να μοιραστούν και να ανταλλάξουν την πατρίδα της καρδιάς τους, τονίζοντας με γεωδαιτημένη φωτογραφική ακρίβεια πως ο ξεριζωμός πάντα την ίδια θλίψη φέρνει στη ζωή των ανθρώπων, ό,τι και αν τον προκάλεσε.
Με τη γλωσσική ευαισθησία που τη διακρίνει η Μπάιλα καταθέτει ένα κείμενο που ρέει απρόσκοπτα, είναι γεμάτο εντάσεις αλλά και ήπιες περιγραφές που αναδεικνύουν τη σκηνοθετική της δεινότητα αφενός και αφετέρου εντάσσουν τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα της Πόλης. Ιχνηλατεί τα βήματα της Ιστορίας με πραγματολογική ακρίβεια και υπογράφει ένα ιστορικοκοινωνικό μυθιστόρημα και όχι μια ιστορική πραγματεία έχοντας κατανοήσει με σαφήνεια τα όρια του μυθιστορήματος από αυτά της ιστοριογραφίας. Άλλωστε, αυτό που την ενδιαφέρει είναι να αναδείξει τον τρόπο που τα ιστορικά γεγονότα επηρεάζουν την τύχη των ανθρώπων. Κυρίως όμως θέλει να φανερώσει την ανθρωπιά που κρύβεται στην απλότητα των συναισθημάτων των απλών ανθρώπων. Και το καταφέρνει με έναν μοναδικό και εξαιρετικά αξιόλογο τρόπο, έχοντας εργαστεί σθεναρά και μεθοδικά για να κάνει τη μυθοπλαστική αυτή σύνθεση ιστορικής πραγματικότητας και ρεαλισμού μια σαγηνευτική μυθιστορία, και να φέρει στο φως τις πιο λεπταίσθητες ψυχολογικές εκφάνσεις των ηρώων της και τις διακυμάνσεις των συναισθημάτων τους.ΠΗΓΗ: ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ


