Το βιβλίο είναι μια σκανδαλιάρικη αλληγορία που κατακερματίζει το χρόνο και παίζει με τα φαινόμενα και με τους αναγνώστες. Στη Βαλκανική που περιγράφει βασιλεύει το Ναδίρ, ένα ιδιόρρυθμο νυχτερινό κέντρο, που με το προκλητικό του πρόγραμμα έχει εκθρέψει τις φαντασιώσεις των κατοίκων της Χερσονήσου. Στο θρυλικό Μπουντουάρ του Ναδίρ, που είναι τα πολυτελή αποχωρητήρια του κέντρου, πραγματοποιούνται εκκεντρικές καλλιτεχνικές παραστάσεις, μυστικές συνευρέσεις επωνύμων, πολιτικές και οικονομικές συναλλαγές, δωροδοκίες, ανταλλαγές και συμφωνίες μιας σύγχρονης Βαλκανικής που σφύζει από μυστικά και συνωμοσίες. Έξω από τους εκτυφλωτικούς προβολείς, ένας ιστός νομάδων καλλιτεχνών ζώνει το Ναδίρ, καραβάνια με γελωτοποιούς, ακροβάτες, θηριοδαμαστές και εγγστρίμυθους διασχίζουν την Ευρώπη μεταφέρουν μηνύματα, δεμένοι με τον όρκο της σιωπής. Μέσα σε τούτη την ατμόσφαιρα διεξάγει την έρευνά της η Καμπάλ, όταν της αναθέτει ο εργοδότης της να διαλευκάνει μια υπόθεση που εκ πρώτης όψεως μοιάζει με πικάντικο σκάνδαλο. Εκ πρώτης όψεως...
Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Σπούδασε Διοίκηση Ξενοδοχείων στην Ανωτέρα Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων Ρόδου και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο University of Buckingham της Αγγλίας, στον τομέα του Διεθνούς Ξενοδοχειακού Management. Εργάστηκε σε τουριστικές μονάδες ως το 2000. Το 2002 αποφοίτησε από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, όπου εξειδικεύτηκε στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας, και σήμερα εργάζεται στα Προγράμματα Υπηρεσιών Υγείας του Β΄ Περιφερειακού Συστήματος Υγείας Αττικής. Συγγράφει μυθιστορήματα και θεατρικά.
Η Βασική υπόθεση του συγκεκριμένου βιβλίου πατάει επάνω στο κλισέ: άνθρωπος ανακαλύπτει ένα αντικείμενο κρυμμένο μέσα σε ένα έπιπλο και μια περιπέτεια αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από αυτό το μυστηριώδες κάτι ή σαν να λέμε, πώς θα είχαν γράψει τις "Δώδεκα καρέκλες" οι Ιλφ και Πετρώφ, αν είχαν προσθέσει στο συγγραφικό τους δίδυμο τον Ουμπέρτο Έκο και είχαν ως επιμελητή έναν αστρολόγο - μέντιουμ - μελλοντολόγο.
Η συγγραφέας ως τα τριάντα της, δεν είχε δημοσιεύσει κάτι. Ωστόσο έγραφε θεατρικά κείμενα. Το πρώτο της μυθιστόρημα αποτελεί ένα πείραμα το οποίο περιγράφει ως εξής, σε συνέντευξή της στο περιοδικό Female First :
"Προσπάθησα να εφαρμόσω την ίδια τεχνική που χρησιμοποιούσα για τη συγγραφή των θεατρικών, με τη βασική διαφορά ότι δεν ήμουν μόνο η συγγραφέας αυτής της μακριάς και περίπλοκης παράστασης, αλλά ήμουν επίσης η σκηνοθέτιδα, η σκηνογράφος, η ενδυματολόγος, η υπεύθυνη φωτισμού, η καλλιτεχνική διευθύντρια, η μουσική επιμελήτρια, η χορογράφος και η παραγωγός. Η διαφορά με τις θεατρικές παραστάσεις είναι πως δεν χρειάζεται οικονομικός προϋπολογισμός ούτε υπάρχουν περιορισμοί στο χώρο και πλέον ήμουν σε θέση να δημιουργήσω μεγάλες παραγωγές, με αλλεπάλληλες εναλλαγές τοποθεσιών, τεράστια και πολύπλοκα σκηνικά σύνολα, εντυπωσιακά οπτικά και μηχανικά εφέ, να καθοδηγήσω ένα τεράστιο επιτελείο ηθοποιών, όλων των μεγεθών, εθνικοτήτων και συμπεριφορών επάνω στη γιγάντια πλατφόρμα μου. Αυτό μου έδωσε μια εθιστική αίσθηση ελευθερίας, στην οποία είμαι τώρα εθισμένη".
Αυτό που δεν αναφέρει βέβαια στη συνέντευξή της είναι το πόσο τελικά παρασύρθηκε από τη διήγησή της, υποβάλλοντας τον αναγνώστη σε μια εξαντλητική περιπλάνηση, η οποία, ενώ στην αρχή αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον, στο τέλος ξεφουσκώνει με έναν απογοητευτικό επίλογο. Και είναι προφανές πως εκεί που κερδίζει περισσότερο το βιβλίο της, είναι στους διαλόγους, φαίνεται πως διαθέτει την απαραίτητη εμπειρία και έχει εξασκηθεί αρκετά ώστε να δίνει στον κάθε ήρωά της μια μοναδική, ενδιαφέρουσα και ξεχωριστή φωνή και υπόσταση η οποία έχει μια σπάνια φυσικότητα και αμεσότητα, οπότε έχουμε ένα πλήθος διαλόγων και μονολόγων που ακούγονται σαν κανονικές ανθρώπινες ομιλίες, που μπορούν να σταθούν ανεξάρτητα από τη φωνή της συγγραφέως και δεν παραπέμπουν σε εκείνους τους άθλιους διαλόγους τύπου σαπουνόπερας που τόσο συχνά συναντάμε στην προχειρογραμμένη λογοτεχνία, την ξένη και την Ελληνική.
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πλατειάζει. Στα σημεία όπου θα έπρεπε να διαφωτίζει τα μυστήρια που η ίδια έχει δημιουργήσει, επιλέγει μια πομπώδη, ψευδοποιητική γλώσσα, που λέει πολλά χωρίς να λέει τίποτα, ένας είδος filler με το οποίο προσπαθεί να γεμίσει τα κενά και τα χάσματα.
Θα ήθελα να εστιάσω λίγο στο πλαίσιο ιδεών της, όπως αυτό απεικονίζεται μέσα στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα.
Επινοεί, σε ένα παράλληλο σύμπαν, μια Χερσόνησο της Βαλκανικής η οποία αποτελεί επαρχία της Ενωμένης Δύσης. Το μυθιστορηματικό παρόν είναι κάπου στα 2003 και πηγαίνει πίσω περίπου ως στο 1960, γίνονται συχνά αναφορές στη μετάβαση από τον 20ο στον 21ο αιώνα. Μια μετάβαση όπου η εδαφική, διοικητική, ιδεολογική και πολιτική ενοποίηση επιτυγχάνεται μέσα από την ανάπτυξη ενός ισχυρού, συγκεντρωτικού τεχνοκρατικού συστήματος, το οποίο η συγγραφέας αποφεύγει να περιγράψει αναλυτικά και ικανοποιείται με μισόλογα και σκόρπιες αναφορές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θίγει ζητήματα όπως:
1. Η σχέση εξουσίας και διαχείρισης της πληροφορίας.
2. Η εμπνευσμένη τέχνη ως μηχάνημα εμφύτευσης ιδεών στην ψυχή των ανθρώπων.
3. Ίδιον των έλλογων όντων και χαρακτηριστικό της φύσης τους είναι το να παρασύρονται και να αποπλανούνται.
4. Η διαδικασία της αποπλάνησής τους περιλαμβάνει εννέα στάδια.
5. Ο επιτυχημένος διαχειριστής της πληροφορίας, ήτοι ο μέγας εξουσιαστής, είναι αυτός που συμβαδίζει με το Χρόνο, καθώς αυτό του επιτρέπει να κάνει προβλέψεις άρα να καθορίζει ή να προλαμβάνει τα γεγονότα. Χρειάζεται να έχει την ικανότητα της σκέψης ώστε να μπορεί να συγκεντρώνει αλλά και να επεξεργάζεται αποτελεσματικά την πληροφορία και την ικανότητα της μνήμης ώστε να μπορεί να ανασύρει κάθε φορά τις απαιτούμενες πληροφορίες οι οποίες θα συντονίσουν τη δράση του.
6. Η μετάβαση από την μία εποχή στην άλλη παρομοιάζεται με μία ρήξη των τεκτονικών πλακών. Κάποιοι περνούν εγκαίρως από το παρελθόν στο μέλλον, πριν μεγαλώσει το ρήγμα και γίνει απροσπέλαστο (διάβαση του Ισθμού της Κορίνθου) και κάποιοι μένουν πίσω και βυθίζονται (Ατλαντίδα).
7. Ο αριθμός εννιά είναι ιερός αριθμός, παριστάνει τους εννιά κοσμικούς χρόνους του σύμπαντος σύμφωνα με τον Πυθαγόρα, τα Βακχικά, Ορφικά μυστήρια, την δρυιδική θρησκεία και τον Χριστιανισμό και έτσι αιτιολογεί την υπόθεση ότι η ανθρώπινη αποπλάνηση περιλαμβάνει εννέα στάδια.
8. Η έννοια της αποπλάνησης ορίζεται ως ένας είδος υπνωτισμού (;) απηλιθίωσης (;) μπλοκαρίσματος της ικανότητας για κριτική σκέψη που επηρεάζει τη λήψη σημαντικών αποφάσεων και καθοδηγεί τον αποπλανημένο ώστε να συμπεριφέρεται ως πειθήνιο όργανο του εξουσιαστή.
9. Ο Χρόνος είναι ένα από τα συνεκτικά στοιχεία της Ενωμένης Ευρώπης και αποτελεί την εγγύηση της εύρυθμης λειτουργίας των επιμέρους μηχανισμών της. Αρχικά οι τρεις χρονικές ζώνες της Ευρώπης έγιναν μία. Στην πορεία για να επιλυθούν τα προβλήματα που προέκυψαν από αυτό "συμφωνήθηκε η δημοκρατική λύση ενός τακτικού συνδυασμού χρόνων, κάθε έξι μήνες. Ένα είδος κοινού χρονικού παρονομαστή". Ο Κοινός Ευρωπαϊκός Χρόνος αποτελεί μια τεχνοκρατική επινόηση και προκύπτει μέσα από κάποια περιοδική επιστημονική συγχώνευση των επιμέρους χρόνων με επιλογή μιας ημερομηνίας συντονισμού, για να συγχρονιστούν οι Ευρωπαϊκές επαρχίες. Η συγγραφέας δεν εξηγεί περισσότερο πώς λειτουργεί ένας τέτοιος περιοδικός συντονισμός γιατί "Οι διαδικασίες με τις οποίες επιλεγόταν αυτή η ώρα παρέμεναν σκοτεινές" ωστόσο "η «Ώρα του Ρολογιού» εκλαϊκεύτηκε και κατέβηκε στον κόσμο με τη λάμψη και τη γοητεία ενός φαντασμαγορικού τηλεπαιγνιδιού".
10. Η ψευδοφιλοσοφία του Χρόνου που αποτυπώνεται εδώ είναι ένα είδος new age αιωνιοκρατίας (eternalism) δηλαδή άρνησης διάκρισης ανάμεσα σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, τα οποία συνυπάρχουν ταυτόχρονα μέσα σε μια ενιαία διαστρωμάτωση και ακούγεται σαν μια κίβδηλη υπόσχεση εξασφάλισης ενός επιτυχημένου βίου, ένας παραπλανητικός οδηγός επιτυχίας και ευημερίας σε εννέα βήματα, ένα αποτελεσματικό όπλο προκειμένου να εξασφαλιστεί η επίτευξη κάθε στόχου. Κατά τη γνώμη μου όποιος ισχυρίζεται πως κατέχει το manual της λειτουργίας του κόσμου είναι απατεώνας. Γι' αυτό ένας τέτοιος εξουσιαστής, μάγος, θεότητα, οντότητα μπορεί να υπάρξει μόνο στον χώρο του φανταστικού και πράγματι το είδος της λογοτεχνίας του φανταστικού βρίθει από τέτοιους Παντοδύναμους χαρακτήρες.
11. Η έννοια της διαδοχής, σαν ένα είδος μπερδεμένης και απροσδιόριστης μετενσάρκωσης " όταν μια ψυχή χάνεται, μια καινούργια ετοιμάζεται να γεννηθεί" έρχεται να συμπληρώσει τη θεωρία του ενιαίου χρόνου, όπου δεν υπάρχει κενό αλλά μετακίνηση, όταν κάτι φεύγει, έρχεται κάτι άλλο να το αντικαταστήσει.
12. Ο χώρος των Βαλκανίων παρουσιάζεται ως ευσεβής πόθος και προσδοκώμενο μιας αρμονικής συνύπαρξης διαφορετικών ανθρώπων, ο οποίοι εστιάζουν στα κοινά τους στοιχεία και όχι σε όσα τους χωρίζουν. Από τη μια αναφέρει πως "οι Βαλκάνιοι δεν είναι "ένας λαός αλλά πολλοί… και μάλιστα λαοί με αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ τους" από την άλλη αναφέρει "ήταν γενναίος λαός οι Βαλκάνιοι" και δεν παραλείπει να αναφέρει σε κάθε ευκαιρία, τα κοινά ψυχικά, ιδεολογικά, συμπεριφορικά χαρακτηριστικά, όλες τις κοινές νοοτροπίες, τα ελαττώματα και τα προτερήματα που διέπουν μια Χερσόνησο η οποία εκτείνεται "από την Κρήτη μέχρι τη Βουδαπέστη, το Σάτου Μάρε και την Τούλσα μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα". Εδώ βέβαια τίθεται το εξής ερώτημα: Αν οι διαφορές των Βαλκανίων είναι αγεφύρωτες τότε δεν δικαιολογείται η ένωσή τους ως ευρωπαϊκή επαρχία και αν είναι ένας λαός όπου τα κοινά τους στοιχεία υπερισχύουν τότε γιατί να αρκεστούν στο να αποτελέσουν απλώς μια επαρχία της Ενωμένης Ευρώπης;
Αν εξετάσει κάποιος τα παραπάνω, θα διαπιστώσει πως η Μπουραζοπούλου κάνει ένα αδιάκοπο πέρα - δώθε ανάμεσα σε φιλοσοφία και ψευδοφιλοσοφία, σε μεταφυσικούς στοχασμούς και σε φτηνούς τσαρλατανισμούς, σε Realpolitik και σε ευχολόγια διατυπωμένα με ευγενείς προθέσεις αλλά πλήρη άγνοια της πραγματικότητας. Γιατί το έργο της είναι μια ακροβασία ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το φανταστικό, ένα sui generis φλύαρο συνονθύλευμα που λέει πολλά χωρίς να λέει τίποτα.
Πώς χαρακτηρίζει ωστόσο η ίδια η συγγραφέας το έργο της; Σε συνέντευξη που έδ��σε για τη διαδικτυακή πλατφόρμα Greek News Agenda , όταν ερωτήθηκε για το πως συνδυάζεται το φανταστικό και το συμβολικό με την πολιτική αλληγορία στα βιβλία της, αναφέρει:
"Ελπίζω πως λειτουργούν παράλληλα, καθώς το ένα εμπλουτίζει ή περιορίζει το άλλο έτσι ώστε η διήγηση να είναι ταυτόχρονα ρεαλιστική και μαγική. Η μυθοπλασία μου επιτρέπει να ξεδιπλώσω συναρπαστικούς κόσμους χωρίς να περιορίζομαι από τις τρέχουσες εξελίξεις και τις κοινοτοπίες της πραγματικότητας. Από την πλευρά της η πολιτική αλληγορία με βοηθάει να διατηρώ την έμπνευσή μου μέσα στο πλαίσιο του ρεαλισμού, έτσι ώστε ο αναγνώστης να μην αισθάνεται πως υποτιμώ τη νοημοσύνη του, ενώ ο συμβολισμός ενώνει με ευφυή τρόπο τα όνειρα με τις εμπειρίες. Είναι ένα μείγμα που ως συγγραφέας το βρίσκω απελευθερωτικό και συνάμα αυτοπεριοριστικό. Για εμένα δουλεύει και ελπίζω πως οι αναγνώστες μου το απολαμβάνουν ομοίως".
Τεχνικά το συγκεκριμένο μυθιστόρημα χρησιμοποιεί κάτι που θα το χαρακτήριζα ως "ραφές" δηλαδή λέξεις, ήχους, φράσεις όπου λειτουργούν ως μέσο μετάβασης από το ένα σκηνικό ή περιστατικό στο άλλο. Στην αρχή οι ραφές, σε συνδυασμό με εκείνο που περιγράφεται ως τα Ημερολόγια του κασκόλ με τα οποία γίνονται αναδρομές στο παρελθόν (το κασκόλ είναι ένα άψυχο υλικό αντικείμενο όπου αποκτά οντότητα και γίνεται προέκταση της σκέψης, της γνώσης και των εμπειριών της κεντρικής ηρωίδας, της Καμπάλ, ένα εγχειρίδιο αφομοίωσης του παράδοξου και βρίσκεται συμβολικά στο λαιμό που ενώνει το σώμα - ύλη με το κεφάλι - πνεύμα), στην αρχή λοιπόν αυτά έχουν ένα ρυθμό και ειρμό. Στην πορεία γίνονται τόσο κουραστικά ώστε να φτάνει η ίδια η συγγραφέας στη σημείο να αναφέρει απολογητικά:
"Μάλιστα, αγαπητέ αναγνώστη! Η σκηνή που περιγράφουμε [...] διαδραματίζεται μετά από μια σειρά σημαντικών εξελίξεων που παραλείψαμε να αφηγηθούμε, γιατί ο Χρόνος πηγαίνει ασταμάτητα μπρος πίσω σε τούτη τη βαλκανική νουβέλα κι έχει ανακατευτεί η ακολουθία των γεγονότων, ζαλίζοντας τους αναγνώστες. Όπως μπρος πίσω γυρνάει τους δείκτες, στην «Ώρα του Ρολογιού», η γερασμένη Ευρώπη ζαλίζοντας τους πολίτες, προκειμένου να προλάβει το λαμπερό αύριο και να μη χάσει το πολύτιμο χθες".
Αυτό από μόνο του ωστόσο δεν θα αποτελούσε σοβαρό μειονέκτημα αν δεν δημιουργούσε πρόβλημα στον τρόπο όπου σκιαγραφούνται οι χαρακτήρες. Οι οποίοι παραμένουν ανολοκλήρωτοι και οι πράξεις τους δεν δικαιολογούνται λογικά. Ξαφνικά ένα χαρούμενο και ελεύθερο νέο κορίτσι φοράει οικειοθελώς χειροπέδες, στην ουσία πετάει τη ζωή της στα σκουπίδια γιατί επέδρασε επάνω της η αποπλανητική μαγεία. Μια ρεαλίστρια ερευνήτρια ποθοπλαντάζεται σαν δεκαπεντάχρονο γιατί επέδρασε επάνω της η αποπλανητική μαγεία. Ένας εκπαιδευμένος αξιωματικός του στρατού επιτρέπει να τον ξεβρακώσουν μέσα στην τουαλέτα και να του πάρουν τα ρούχα γιατί επέδρασε επάνω του η αποπλανητική μαγεία. Ένα πασπαρτού που καταντάει κλισέ και εύκολη λύση. Επίσης ένα ανόητο ιδεολόγημα όπου στην ουσία απορρίπτει την ελεύθερη βούληση.
Αναρωτιέμαι αν όλα αυτά βελτιώνονται στα επόμενα έργα της. Υποψιάζομαι πως την ίδια μανιέρα ακολουθεί, αλλά αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό. Θα το μάθω στην πορεία καθώς σκοπεύω να διαβάσω και τα υπόλοιπα έργα της. Μπορεί η κριτική μου να φαίνεται αρνητική αλλά η πρόθεσή μου είναι να διαλεχθώ με το έργο της. Όταν ένα βιβλίο με φέρνει σε αυτό το σημείο, σημαίνει πως έχει κερδίσει το ενδιαφέρον και την προσοχή μου.
Πιστεύω σε αυτήν τη συγγραφέα και θεωρώ πως δικαίως βραβεύτηκε και δικαίως βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και αξίζει να υπάρχει στη βιβλιοθήκη μου. Χαίρομαι να ανακαλύπτω Ελληνίδες που γράφουν καλά, που υπηρετούν ή δημιουργούν ένα λογοτεχνικό είδος που σέβεται το κοινό στο οποίο απευθύνονται και που έχουν ταλέντο και δημιουργική διάθεση. Αλλά το μειονέκτημα του να αλέθει κάποιος πολλά και διαφορετικά είδη στον λογοτεχνικό του μύλο είναι πως κινδυνεύει να φτιάξει ένα monstre à la Frankenstein. Που μπορεί να μην είναι και μειονέκτημα φυσικά. Με τον καιρό μπορεί η συνταγή να βελτιωθεί, αρκεί να βρεθούν οι ιδανικές αναλογίες. Ίδωμεν.
Αυτό δεν είναι ένα βιβλίο για όλους. Καταλαβαίνω πως, ενδεχομένως, η περίληψη και η πλοκή του δεν το προδίδουν άμεσα, αλλά το βάθος του μυστικιστικού συμβολισμού και οι εξαιρετικά περίπλοκες αλληγορίες από τις οποίες βρίθει το καθιστούν ιδιαίτερο ανάγνωσμα. Από πλευράς γραφής, μου φάνηκε ικανοποιητικό - το ίδιο και από πλευράς χαρακτήρων (κι ας ήταν οι περισσότεροι αντιπαθείς, ήταν πολύ ρεαλιστικοί). Οι πινελιές επιστημονικής φαντασίας ήταν λίγες και τοποθετημένες καλά και στα κατάλληλα σημεία. Σίγουρα θα μπορούσε να ήταν μικρότερο, όμως πιστεύω ότι η αλλοπρόσαλλη, χρονικά, αφήγηση ήταν σε απόλυτη αρμονία με τον αλλοπρόσαλλο, χρονικά, κόσμο που η συγγραφέας περιγράφει. Αν κάτι μου έλειψε, αυτό ήταν οι διακριτικές προοικονομίες - στο μεγαλύτερο μέρος τους μου φάνηκαν τόσο κραυγαλέες που όταν έφταναν οι "ανατροπές" τις είχα ήδη μαντέψει πολλές σελίδες πριν. Ωστόσο, στο σύνολό του το βιβλίο μου άρεσε πολύ και το διάβασα αρκετά εύκολα και γρήγορα.
Πολλή προσπάθεια... για το τίποτα. Το βιβλίο αυτό δεν έχει τη φυσικότητα που έχουν τα καλογραμμένα βιβλία, που είναι λες και ξεπήδησαν από το μυαλό του συγγραφέα (μόνο αυτός ξέρει με πόσο μόχθο, ο αναγνώστης όχι) σαν τον αφρό που χύνεται από το ξεχυλισμένο ποτήρι. Το μπουντουάρ ήταν σαν τη ξεθυμασμένη μπύρα. Άνοστο και χλιαρό.
Κι εκεί που διάβαζα, βαριεστημένη, τις αδιάφορες χλιαρότητές του, να σου ξαφνικά ένας θεαματικά βίαιος θάνατος σκύλου. Τελείως αναίτιος. Ε, όχι. Γιατί; Για να ανέβει η ένταση, που ως τότε ήταν στο μηδέν; Αν ήθελε να έχει αναγνώστες που περιμένουν ένα σούβλισμα σκύλου για να εντυπωσιαστούν... Τέλος πάντων, από 'κει και μετά το πήρε τελείως η κατρακύλα, το παράτησα για κάτι μέρες και όταν το ξανάπιασα, ήθελα απλώς να δω "πού το πάει".
Ομολογώ ότι δεν βρήκα να πήγε, πράγματι, κάπου. Ομολογώ ότι μπορεί να φταίει η αρνητική μου διάθεση και η επιφανειακή, βιαστική ανάγνωση. Ομολογώ ότι ίσως να υπάρχει μία μικρή πιθανότητα να το αδικώ. Ευτυχώς που είχα διαβάσει πρώτα το "Τι είδε η γυναίκα του Λωτ", το οποίο είναι πολύ καλό.
Το Ναδίρ, ένα πάλαι ποτέ νυχτερινό μαγαζί της χερσονήσου, ένα βαλκανικό καμπαρέ με διεθνή αίγλη, έχει κλείσει για πάντα τις πόρτες του και ετοιμάζεται να κατεδαφιστεί. Τρεις φωτογραφίες που ανακαλύπτονται σε έναν από τους καναπέδες του μπουντουάρ του εκκινούν μια πανευρωπαϊκή έρευνα που αποκαλύπτει σταδιακά και θραυσματικά την παράξενη ιστορία και την υπερβατική ψυχή του μαγαζιού και των δημιουργών του.
Το μπουντουάρ του Ναδίρ είναι κατά βάση ένα βιβλίο μυστηρίου, γραμμένο με υπέροχο τρόπο που συνδυάζει την λυρικότητα με το χιούμορ (πολλαπλών αποχρώσεων), την περίτεχνη γλώσσα με την καθηλωτική πλοκή, την φιλοσοφία με την πολιτική. Ευανάγνωστο δίχως να κάνει εκπτώσεις στην ποιότητα της (περίτεχνα στημμένης) γραφής, το Μπουντουάρ του Ναδίρ είναι ένα βιβλίο για την ψυχή των Βαλκανίων (η λέξη Ελλάδα και τα παράγωγά της δεν χρησιμοποιούνται παρά ελάχιστα) και την αλληλεπίδρασή (μάχη, φλερτ, κυριαρχία και υποταγή) της με αυτήν της Ευρώπης. Παράλληλα είναι ένα βιβλίο για τη μάχη του παρελθόντος με το μέλλον με το παρόν να διακρίνεται στις κινήσεις των πρωταγωνιστών. Μη κατατάξιμο σαν είδος, διαπερνά τα λημέρια της φιλοσοφίας και της κοινωνικοπολιτικής θεωρίας, της αστυνομικής λογοτεχνίας, της επιστημονικής (δυστοπικής;) φαντασίας, του αποκρυφιστικού μυθιστορήματος (στο στυλ του Εκκρεμές του Φουκώ), για να χαθεί φευγαλέα μέσα στις σκιές του περίφημου μαγαζιού που δεσπόζει στον πυρήνα του.
ΥΓ: Από την πρώτη περιγραφή του Ναδίρ δεν μπορούσα να βγάλω απ' το μυαλό μου μια μικρή διαισθητική σύνδεση με το Βιετνάμ από το Όλα είναι Δρόμος.
Με συναρπάζει η γραφή της Μπουραζοπούλου. Δυνατό concept, τρελή ατμόσφαιρα και δυναμικό engagement του αναγνώστη. Αν έλειπε το χαζό κασκόλ και είχε καταλήξει αν ήθελε τελικά να είναι τοποθετημένο στον σύγχρονο ή σε έναν φανταστικό μελλοντικό κόσμο, μπορεί να ένιωθα δέλεαρ να του βάλω και πέμπτο αστεράκι.
Πολύ όμορφη ιστορία, πραγματικά άρτια πλοκή, σύνολο δουλεμένο στη λεπτομέρεια. Δεν ξέρεις πού τελειώνουν οι γνώσεις της συγγραφέως και αρχίζει η φαντασία της. Ο κόσμος που έχει πλάσει είναι γοητευτικός και πειστικός. Το μυστήριο εξηγείται χωρίς τρύπες και στέκεται χωρίς φανφάρες. Μια πολύ ωραία και απολαυστική δουλειά. Μόνη μου ένσταση το ότι ο αφηγητής απευθύνεται σε μερικά σημεία άμεσα στον αναγνώστη, πράγμα που κατά τη γνώμη μο�� τον βγάζει από το κλίμα που με τόση μαεστρία έχει στηθεί.
πολύ καλό. η πολιτική και κοινωνική σάτιρα ήταν on point και ο τρόπος γραφής πολύ όμορφος. το μυστήριο είχε ενδιαφέρον και η τελική αποκάλυψη όντως με εξέπληξε. ήταν γενικότερα ένα πρωτότυπο βιβλίο, καλοφτιαγμένο. ίσως μόνο να ήθελα ορισμένα plotlines να είχαν εξερευνηθεί περισσότερο.
Actual rating 3.5⭐ Δεν ξέρω αν αυτό το βιβλίο το λάτρεψα ή το μίσησα. Ίσως η βαθμολογία μου να το αδικεί. Ίσως να αδικεί εκείνο εμένα. Συνολικά αυτό το βιβλίο ήταν ένα ταξίδι στους συμβολισμούς και τις αλληγορίες. Ήταν ένας ιστός αράχνης που δεν είχες επιλογή παρά να μπλεχτείς. Θεωρώ πως οι συμβολισμοί έχουν το νόημα τους όταν πίσω τους κρύβεται ένας στόχος. Σε αυτό το βιβλίο κάποιοι από τους συμβολισμούς έχασαν το νόημα τους αλλά όχι τον στόχο τους. Και ξαφνικά ένας θάνατος σκύλου. Γιατι; για τον πόνο; για την ανιδιοτέλεια ;για το πώς ωριμάζει ένας άνθρωπος αντιμέτωπος με την απωλεια; δεν έχει σημασία. Σε ορισμένα σημεία οι εναλλαγές χαρακτήρων και τόπων ήταν κουραστικές. Και τι είναι η ζωή σήμερα όμως; μια κουραστική εναλλαγή σκηνικών που κάπου σε οδηγεί. Το ζήτημα είναι να ανακαλύψεις το που... πριν σε καταπιεί ένα ατελείωτο Ναδίρ καθημερινότητας.
Το μπουντουάρ του Ναδίρ εξελίσσεται σε ένα παράλληλο σύμπαν. Η ιδέα είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Δεν υπάρχουν τα κράτη όπως τα ξέρουμε, αλλά βρισκόμαστε κυρίως στην Βαλκανική, η οποία είναι μια περιοχή της Ενωμένης Ευρώπης. Είμαστε στα τέλη του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα και ο χρόνος δεν είναι όπως τον γνωρίζουμε. Κέντρο της ιστορίας είναι το κλαμπ Ναδίρ και οι βασικοί του πρωταγωνιστές η Καμπάλ και ο Σέρρερ που εδρευουν στην Αθήνα και είναι ο μεν ένας συμβολαιογράφος η δε άλλη αναλαμβάνει έρευνες. Στην ιστορία εμπλέκονται πολλά πρόσωπα, και κατά βάση είναι ένα διήγημα μυστηρίου, καθώς ψάχνουμε την Βαλκυρία, την πρώην συνιδιοκτήτρια του Ναδίρ.
Η ιδέα είναι καλή και η γλώσσα και γραφή ρέει. Θα του έβαζα περισσότερα αστεράκια, αλλά έχοντας διαβάσει το ¨Τι είδε η γυναίκα του Λωτ¨ νωρίτερα φέτος, δεν μου πάει να το βαθμολογήσω περισσότερο. Με ενόχλησε το ημερολόγιο του κασκολ. Όσο κι αν είναι παράλληλο το σύμπαν, είναι ελαφρώς άχρηστο τέχνασμα. Επίσης τα συνεχόμενα μπρος πίσω στην ιστορία, έγιναν κουραστικά. Γύρω στο 60% του βιβλίου κατάλαβα πού είναι η Βαλκυρία. Δεν μπορώ να πω ότι χάλασε την υπόλοιπη ιστορία, αλλά νομίζω πως θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί όλα αυτά τα ημερολόγια του κασκόλ.
Ένας ενδιαφέρον συνδυασμός πραγματικού με φανταστικού κόσμου, συμπλευσης χρόνου και πληροφορίας, τέχνης του δρόμου με πολιτικές παρομοιώσεις, στήνουν μια αφήγηση διαδοχικών αινιγμάτων με αλληγορίες και πολλαπλούς συμβολισμούς.
Από τις ελάχιστες αξιολογες φωνές στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πέρα απο ορισμένες ατελειες που δικαιολογούνται επειδή είναι πρωτόλειο, το βιβλίο είναι από τα λίγα αυθεντικά της νεοτερης περιόδου.
Η πλοκή αυτού του καλογραμμένου μυθιστορήματος φαντασίας ξεδιπλώνεται στην Ευρώπη μιας παράλληλης διάστασης, χωρισμένη σε Ενωμένες Δυτικές Χώρες, Ανατολικές Χώρες και Βαλκανική. Η βαλκανική χερσόνησος αποτελεί το πλέον καθυστερημένο σε οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη κομμάτι της ηπείρου, με κατοίκους αυθόρμητους, αισθησιακούς, φιλόξενους, φωνακλάδες (όπως ακριβώς είναι και στη δική μας διάσταση, δηλαδή!). Το εκκεντρικό νυχτερινό κέντρο Ναδίρ στη φανταστική πόλη Αλκυονίδα δίνει υπόσταση στις φαντασιώσεις και τις ανομολόγητες επιθυμίες των θαμώνων, πολλών εκ των οποίων Δυτικών, οι οποίοι αναζητούν στη Βαλκανική μιαν ανόθευτη και ρηξικέλευθη εκδοχή της ύπαρξής τους. Το μυστήριο πλέκεται γύρω από το Ναδίρ, τους ιδιοκτήτες, τους θαμώνες και τους performers, και θίγει εν πολλοίς διαφορετικές θεματικές, όπως η αλλοτρίωση της δυτικοποιημένης ζωής μας, ο πανταχού παρόν καπιταλισμός, η έλευση της νέας εποχής και η δύση μιας προηγούμενης, ο έρωτας, πάντα ο έρωτας... Στοιχεία που μου άρεσαν: δεν αναφέρονται εθνικότητες, οι ήρωες είναι είτε Βαλκάνιοι είτε Δυτικοί. Η τεχνολογία έχει μείνει λίγο πίσω (υπάρχουν κινητά, χρησιμοποιούνται ελάχιστα όμως, οι ήρωες χρησιμοποιούν συχνά καρτοτηλέφωνα, επίσης, προς το τέλος ένας ήρωας αγοράζει ηλεκτρονικό υπολογιστή, τον οποίο πρέπει να εισάγει σε ειδική παραγγελία). Το διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά θα προτιμούσα να ήταν λίγο συντομότερο, με κούρασαν οι αναζητήσεις της Καμπάλ στη μισή Δυτική Ευρώπη, και τα πολλά φλας μπακ. Σίγουρα πάντως αποτελεί μια ωραία αναγνωστική πρόταση, εάν αναζητείτε ένα ξεχωριστό ελληνικό μυθιστόρημα.
Η ιστορία ενός ιδιαίτερου πολυχώρου θεάματος, η ερωτικές ιστορίες που κρύβονται πίσω από τους πρωταγωνιστές, ένα πέπλο μυστηρίου που ξετυλίγεται μέσα από μια έρευνα ενός τσιγκούνη συμβολαιογράφου και της βοηθού του. Υπέροχος τρόπος γραφής της Μπουραζοπούλου (όπως πάντα), η οποία δεν αφήνει τίποτα ασύνδετο και χωρίς εξήγηση. Ένα ευχάριστο ανάγνωσμα.
4,5 αστεράκια. Στρογγυλοποιώ προς τα πάνω, επειδή είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Μπουραζοπούλου και για πρώτο είναι εξαιρετική προσπάθεια.
Το Μπουντουάρ του Ναδίρ είναι μια όμορφη ιστορία, που ενώ δεν ξεκίνησε τόσο εντυπωσιακά όσο οι άλλες της, κατέληξε πάλι να με ενθουσιάσει. Υπέροχες ιδέες (γι’ άλλη μια φορά τις ζήλεψα), ωραία πλοκή (αν και μέχρι να μπεις στο κλίμα των χρονικών αλμάτων χάνεσαι λίγο), έξυπνο μυστήριο, όπου όλα στο τέλος δένουν, προβληματισμός και κοινωνικό σχόλιο, στιβαρή γ��αφή (παρόλο που βελτιώνεται αρκετά στα επόμενα). Αγάπησα το χιούμορ, τις μικρές πινελιές φαντασίας που έκαναν τη διαφορά και με έκανε να φαντάζομαι από περιέργεια τι άλλες παραστάσεις θα μπορούσε να στεγάζει το Ναδίρ. Γενικά θετικότατες εντυπώσεις. Και το Μπουντουάρ είναι ίσως κι εκείνο που περισσότερο απ’ τα υπόλοιπα θα φανταζόμουν στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση (η αφήγηση έπαιζε πολύ με το μοντάζ, άλλωστε).
Αν και δεν φτάνει κατά τη γνώμη μου τα άλλα δύο της που έχω διαβάσει (Τι είδε η γυναίκα του Λωτ; και Η Ενοχή της Αθωότητας), είναι ένα εξαιρετικό πρώτο μυθιστόρημα. Δεν ξέρω αν θα αρέσει σε όλους, ίσως να δυσκολέψει ή να κουράσει ορισμένους, αλλά πιστεύω ότι στο τέλος επιβραβεύεται η επιμονή του αναγνώστη - είμαι πολύ υποκειμενικός, αλλά πραγματικά μιλάνε τα κείμενά της μέσα μου.