Ο Βιζυηνός (English: Georgios Vizyinos) γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Σε ηλικία δέκα ετών, οι γονείς του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του, όπου παραμένει μέχρι την ηλικία των 19 ετών. Προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου ζεί για ένα διάστημα στην Κύπρο, όπου τον προόριζαν για τον ιερατικό κλάδο. Το 1872 γίνεται ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου το 1873 δημοσιεύει και την πρώτη του ποιητική συλλογή (Ποιητικά Πρωτόλεια). Το 1874, το επικό ποίημά του Κόδρος βραβεύεται στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό.
Την ίδια χρονιά γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά με δαπάνες του Ζαρίφη μεταβαίνει στη Γερμανία , στη Γοτίγγη, όπου σπουδάζει φιλολογία και φιλοσοφία στο διάστημα 1875-1878. Το 1876, η επόμενη ποιητική συλλογή του Άραις μάραις κουκουνάραις (μετονομάστηκε σε Βοσπορίδες αύραι) βραβεύεται στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό, στον οποίο το 1877 η συλλογή του Εσπερίδες επαινείται. Το 1881 τυπωνεται στη Λειψία η διδακτορική του διατριβή.
Μέχρι το 1884, ο Βιζυηνός επισκέπτεται το Παρίσι (1882) όπου γνωρίζει τον Δημήτριο Βικέλα και το Λονδίνο, 1883, όπου σχετίζεται με τον πρεσβευτή Πέτρο Βράιλα Αρμένη. Παράλληλα, δημοσιεύει την ποιητική συλλογή Ατθίδες Αύραι. Την ίδια χρονιά (1883), δημοσιεύεται στην Εστία το πρώτο μεγάλο διήγημά του, Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως και το Ποίος ήτο ο φονεύς του αδερφού μου. Το 1884, λόγω του θανάτου του προστάτη του Ζαρίφη, υποχρεώνεται να επιστρέψει στην Αθήνα και διορίζεται καθηγητής σε γυμνάσιο.
Ένα χρόνο αργότερα, εκλέγεται υφηγητής φιλοσοφίας με την διατριβή του Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Παράλληλα δημοσιεύοντια τα διηγήματά του Αι συνέπεια της παλαιάς ιστορίας και Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Το 1886 γράφει το Μοσκώβ-Σελήμ που διαδραματίζεται στη Θράκη. Τελικά εγκαταλείπει την Αθήνα κι εγκαθίσταται μόνιμα στη γενέτειρά του.
Το 1890 αρχίζουν να τον ταλαιπωρούν πόνοι από νόσημα του μυελού των οστών που του φέρνουν αυπνίες, τον καθιστούν ανίκανο να εργαστεί και τον εξαντλούν σωματικά κι οικονομικά. Το 1892 το νόσημα εξελίσσεται σε φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Εκεί ζει βυθισμένος σε ουτοπικές εμμονές του. Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών.
Το διάβασα διότι ήταν στην ύλη ενός μαθήματος Λογοτεχνίας που είχα να δώσω στη σχολή μου. Το ξεκίνησα με χαρά γιατί απολαμβάνω τη γραφή του Βιζυηνού, το τελείωσα με κλάμα, γιατί με συγκίνησε πολύ βαθιά. Από τα αγαπημένα μου διηγήματα.
Φαινομενικά πιο απλό σε σύγκριση με άλλες του απόπειρες. Βασικό θέμα είναι η δύναμη της φαντασίας ως διέξοδος από τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Ο αφηγητής ανταπεξέρχεται στις κακουχίες του που αντιμετωπίζει ως μαθητευόμενος ράφτης αντλώντας θάρρος από τις ιστορίες που του έχει αφηγηθεί ο παππούς του, σύμφωνα με τις οποίες τον περιμένει ένας βασιλικός γάμος, καθώς οι βασιλοπούλες έχουν αδυναμία στα ραφτόπουλα. Η αποδόμηση αυτής της εικόνας πραγματοποιείται με την είδηση ότι "ο παππούς παλεύει με τον άγγελο", οπότε και το ραφτόπουλο τον επισκέπτεται για μία τελευταία φορά. Σε αυτή την συνάντηση μαθαίνει ότι όλες οι ιστορίες που του έχει αφηγηθεί ο παππούς του είναι προϊόν της φαντασίας του και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, καθώς η γιαγιά ήταν αυτή που ταξίδευε σε κάθε ευκαιρία που παρουσιαζόταν. Εν τέλει, ο παππούς έκανε το μόνο ταξίδι το οποίο κανείς δεν μπορεί να αποφύγει, ούτε και κάποιος άλλος μπορεί να πάει στη θέση του. Για άλλη μια φορά χρησιμοποιείται από τον Βιζυηνό η τεχνική της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, χωρίς όμως το πρόσωπο που αφηγείται να είναι το κεντρικό πρόσωπο (αντίστοιχα και στο Αμάρτημα, στο Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και στον μοσκώβ-σελήμ, όπου η τελική αφήγηση-αποκάλυψη γίνεται από άλλο πρόσωπο). Αξιόλογο σημείο είναι η επιστροφή στο χωριό, η οποία συνοδεύεται από φοβερούς εφιάλτες, που καταφέρνουν να μεταδώσουν την ταραχή και την ένταση στον αναγνώστη. Το συναίσθημα που κυριαρχεί καθώς η αφήγηση οδηγείται στην αποκάλυψη είναι η μελαγχολία και τελικά η συντριβή για την επικράτηση του πραγματικού έναντι του φανταστικού. Συνολικά, 4/5.