Όταν ο φύλακας του αρχαιολογικού χώρου κλειδώνει το λουκέτο της εισόδου, οι δέκα φοιτητές αρχαιολογίας που έχουν επιλεγεί για να λάβουν μέρος στην συστηματική ανασκαφική έρευνα της θέσης Μικρό Έλος - Μπρεξίζα Νέας Μάκρης - Μαραθώνος Αττικής, δεν ανησυχούν. Ξέρουν πως το μεσημέρι η καγκελόπορτα θα ανοίξει ξανά, και θα ανηφορίσουν στο λιοπύρι ανταλλάσσοντας αμήχανες κουβέντες γνωριμίας και αποτυχημένα αστεία για να προλάβουν το λεωφορείο των τρεις και πέντε. Ή, τουλάχιστον, αυτό νομίζουν. Ωστόσο η διευθύντρια της ανασκαφής δεν εμφανίζεται για να γνωρίσει τους νέους της ασκούμενους. Η ώρα έχει περάσει όταν οι φοιτητές αντιλαμβάνονται πως κανείς δεν σκοπεύει να έρθει για να τους επιβλέψει, πως τα κινητά τους τηλέφωνα δεν λειτουργούν, πως κάποιος ανώνυμος τους κατηγορεί για διάπραξη σοβαρών αδικημάτων κατά της αρχαιολογίας, πως πλησιάζει τρομερή κακοκαιρία που ενδέχεται να ερημώσει τον οικισμό και, σαν μην έφταναν όλα αυτά, πως είναι πια εγκλωβισμένοι σ' εκείνο τον χώρο που, υπό τέτοιες συνθήκες, μοιάζει να βρίσκεται στη μέση του πουθενά. Και, συν τοις άλλοις, η μυστηριώδης επιβλέπων τους φαίνεται αποφασισμένη να τους ξεκληρίσει έχοντας ως πρότυπο ένα πασίγνωστο μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι...
Η Έρση Λάβαρη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στην Προϊστορική Αρχαιολογία με ειδίκευση στην Αρχαιολογία της Ανατολικής Μεσογείου και Εγγύς Ανατολής. Το πρώτο της μυθιστόρημα, στο είδος της φαντασίας, κυκλοφόρησε από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή, και δύο νουβέλες της στο είδος του μυστηρίου κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Εντύποις. Πολλά από τα διηγήματά της έχουν διακριθεί σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, και ορισμένα απ’ αυτά έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους και σε ψηφιακά ή έντυπα περιοδικά. Ελπίζει να ακολουθήσουν περισσότερα στο μέλλον.
Πριν ξεκινήσω την κριτική, θέλω να τονίσω πως τέτοιο πράγμα δεν μου έχει ξανασυμβεί. Αυτό το βιβλίο έχει αρρωστημένο ενδιαφέρον, και παρά την μακαβριότητά του δεν μπορούσα να ξεκολλήσω με τίποτα. Να πω, επίσης, ότι παρότι έχω διαβάσει τους Δέκα μικρούς νέγρους από τους οποίους η Έρση εμπνέεται, και παρόλο που ήξερα τι επρόκειτο να συμβεί, μου ήταν αδύνατο να σταματήσω την ανάγνωση. Κάτι παρόμοιο παρατήρησα και με το πρώτο βιβλίο της Έρσης (Η Εποχή του Κυνηγιού), χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι η Η Κόκκινη Βασίλισσα ήταν λιγότερο καλή. Οι Δέκα Μικροί Αρχαιολόγοι, όμως, σπάνε τα ταμεία!
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.
Έχουμε τις Ση, Ευγενία, Κατερίνα, Πέρσα και Έμμα από τη μια, και τους Θάνο, Δημήτρη, Βλάση, Μιχάλη και Χρήστο από την άλλη. Πρόκειται για δέκα φοιτητές αρχαιολογίας, οι οποίοι έχουν προταθεί από έναν κοινό τους καθηγητή για να συμμετάσχουν σε μια όχι και τόσο δημοφιλή ανασκαφή που βρίσκεται στην άκρη ενός όχι και τόσο πολυσύχναστου οικισμού, ενώ πρόκειται να ξεσπάσουν όχι και τόσο ευνοϊκές για αυτούς καιρικές συγκυρίες. Πρώτο στράικ: η υπεύθυνη της ανασκαφής δεν εμφανίζεται όπως αναμενόταν. Δεύτερο στράικ: ο φύλακας του χώρου εξαφανίζεται. Τρίτο στράικ: τα κινητά όλων τους ξεμένουν από μπαταρία. Τέταρτο στράικ: κλειδώνονται στον αρχαιολογικό χώρο με τέτοιον τρόπο, που δεν μπορούν να βγουν έξω. Στο μεταξύ ο καιρός έχει αρχίσει να χαλάει και ο οικισμός να εκκενώνεται, με αποτέλεσμα να μην είναι κανείς εκεί γύρω να τους δει και να τους ακούσει. Πέμπτο στράικ: κάποιος τους απευθύνει κατηγορίες όταν συνειδητοποιούν ότι είναι εγκλωβισμένοι μέσα από ένα φορητό κασετόφωνο, και φαίνεται πως όλοι έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της αρχαιολογίας. Ότι υπάρχει ένα ευρηματικότατο ποίημα που μαντεύει το πώς θα πεθάνει ο καθένας για τα εγκλήματα που διέπραξε, το ανέφερα;
Δεν μπορώ να υπογραμμίσω αρκετά το πώς η Έρση χειρίζεται τους χαρακτήρες της. Τους ψυχογραφεί με αξιοθαύμαστη δύναμη και με αριστοτεχνικότητα που θα ζήλευαν ακόμη και καταξιωμένοι συγγραφείς, ενώ μας δίνει τον ψυχισμό τους με τέτοια αμεσότητα ώστε τους γνωρίζουμε, τους καταλαβαίνουμε, τους πονάμε και φοβόμαστε μαζί τους. Οι τελευταίες δε εβδομήντα σελίδες, όπου (αναπόφευκτα) μένουν οι τρεις-τέσσερις βασικότεροι χαρακτήρες, είναι για μένα ψυχογραφικό αριστούργημα. Συναισθήματα με τέτοια ζωντάνια και τέτοια ένταση δεν έχω ξαναδιαβάσει από κανέναν σύγχρονο Έλληνα, και κανείς άλλος δεν έχει καταφέρει να χειραγωγήσει και τον δικό μου ψυχισμό με τέτοιο τρόπο. Έπιασα τον εαυτό μου να αγωνιά και να έχει άγχος, έπρεπε να σταματάω πού και πού για να αποστασιοποιούμαι αλλά ακόμη και έτσι λυπόμουν πραγματικά για όσα ακολουθούσαν (και παρόλο που ήξερα ότι θα ακολουθήσουν). Η δεξιοτεχνία της Έρσης στην απόδοση των συναισθημάτων είναι το πιο δυνατό χαρτί της, επειδή το καταφέρνει απλά, γήινα, ανθρώπινα και χωρίς υπερβολές, και αυτό φαίνεται μέσα σε όλα της τα βιβλία. Η κορύφωση είναι ευφυής και σε αφήνει χωρίς ανάσα, και εκεί καταλαβαίνεις ότι παρότι πρόκειται για μικρό βιβλίο, από τις πρώτες σελίδες χώθηκες μέσα.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί, λιτή αλλά ολοζώντανη και ταπεινή αλλά τρομερά δυναμική, και οι εικόνες που πλάθει με τις λέξεις της, είναι άλλο πράγμα. Το νεαρό κορίτσι ξέρει να χειρίζεται τα ελληνικά καλύτερα από πολλούς μορφωμένους Έλληνες και το αποδεικνύει με μια απλότητα που σε κάνει να σηκώνεις τα χέρια ψηλά.
Τέλος, ας περάσουμε στο πιο επίμαχο σημείο. Το θέμα. Είμαι σίγουρη ότι από πολλούς στο μέλλον θα κατηγορηθεί για αντιγραφή. Ωστόσο, όπως και η ίδια αναφέρει σε έναν μικρό πρόλογο για να αποφύγει τέτοιου είδους κατηγορίες, δεν αντιγράφει. Αξιοποιεί. Όπως το βλέπω εγώ, αυτό που κάνει με το να πατάει επάνω στο πιο γνωστό βιβλίο της Agatha Christie είναι ένα retelling, μια τάση της εποχής που απαντάται όλο και συχνότερα. Άλλοι κάνουν retelling σε παραμύθια, άλλοι σε αρχαιοελληνικές τραγωδίες, άλλοι σε μεσαιωνικά δράματα... Η Έρση προχωράει σε retelling μιας νουάρ ιστορίας και μάλιστα σέβεται την συγγραφέα με τον πιο χαριτωμένο τρόπο: πέραν των αναφορών σε ολόκληρο το κείμενο που λειτουργούν ως disclaimer μέσω των οποίων φαίνεται ότι ο δολοφόνος πατάει επάνω στο πρωτότυπο βιβλίο για να φέρει σε πέρας το έργο του, της αφιερώνει το μυθιστόρημα!
Δεν είναι αυθαιρεσία εκ μέρους μου να λέω πως η Έρση Λάβαρη είναι το μέλλον της νέας γενιάς συγγραφέων που ξεχωρίζουν τώρα στην Ελλάδα, σε κάθε είδος. Εάν συνεχίσει να μας δίνει τέτοια κείμενα διεθνών προδιαγραφών, θα σαρώσει ολόκληρη την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Και, εάν δίνει τέτοια δείγματα τώρα, δεν μπορούμε παρά να φανταστούμε τι θα δώσει στο μέλλον. Αξίζει να την θαυμάσουμε για αυτό που κατάφερε. Εάν θέλετε να δώσετε μια ευκαιρία σε αυτή την τόσο νεαρή συγγραφέα, σας συστήνω αυτό το βιβλίο ανεπιφύλακτα. Δεν θα το μετανιώσετε, ειδικά αν αγαπάτε το σχεδόν ομότιτλο της Agatha Christie. Καλή σας απόλαυση!
Χμμ... Η προσπάθεια αξιολόγησης αυτού του βιβλίου είναι περίεργη.
Ας ξεκινήσουμε απ' τα βασικά: Αυτό το βιβλίο σε καμία περίπτωση δεν είναι νουάρ αστυνομικό. Είναι παρωδία μυστηρίου και συγκεκριμένα έχει ως βάση την ιδέα ενός πολύ loose retelling του βιβλίου "And Then There Were None" της Agatha Christie (του καλύτερου mystery novel που γράφτηκε ποτέ IMO).
Η συγγραφέας προσπαθεί να αντλήσει από προσωπικά βιώματα και να εισάγει λογοτεχνική ζωή σε αληθινούς ανθρώπους, φτιάχνοντας καρικατούρες χαρακτήρων που παραλληλίζουν όχι τους ήρωες που συναντάμε στο βιβλίο της Christie, αλλά τους φίλους που συνάντησε εκείνη σε μια ανασκαφή.
Έχοντας αυτό ως premise - ένα κατά τα άλλα αρκετά εύθυμο και ενδιαφέρον premise - εκτυλίσσεται μια πλοκή που θυμίζει το βιβλίο της Christie όχι επειδή η συγγραφέας αποδίδει φόρο τιμής σε αυτό ή το αντιγράφει ή το ανασκευάζει, αλλά επειδή υπάρχει αυτο-αναφορικότητα σε αυτό εντός του κειμένου. Με απλά λόγια, στο canon της ιστορίας υπάρχει το βιβλίο της Christie, οι χαρακτήρες το γνωρίζουν και ο/η/οι δολοφόνοι το αναπαράγουν επίτηδες. Επομένως, δεν είναι απλώς ένα τεχνικό, συγγραφικό σκεύασμα, αλλά κομμάτι της ίδιας της πλοκής.
Μπορείτε λοιπόν να καταλάβετε ότι έχουμε ένα ύφος τέτοιο που να υποστηρίζει μια ανάλαφρη μαύρη κωμωδία μ' έναν τρόπο. Ομολογώ πως με παραξένεψαν αρκετές επιλογές όσον αφορά τη γλώσσα και το ύφος στην αρχή (όταν συνάντησα μακροπερίοδο λόγο που φαινόταν ότι έπρεπε να είναι συντομότερος και κοφτός και μικροπερίοδο λόγο που φαινόταν ότι έπρεπε να είναι διανθισμένος), ωστόσο η εξοικείωσή μου με τον γραπτό λόγο του κειμένου με έκανε να καταλάβω το ύφος, την ροή και τον χαρακτήρα που επιδίωκε (τον χιουμοριστικό) και να συμφιλιωθώ με την γραφή την οποία, με τα πολλά, την θεωρώ άρτια και ταιριαστή.
Με λίγα λόγια, το κείμενο είναι καλογραμμένο και προσπαθεί να είναι αστείο ή κωμικό ή καλύτερα υπαινικτικό. Δεν θεωρώ πως τα καταφέρνει πάντα. Ίσως αν μπορούσα να μετέχω στο εσωτερικό αστείο του πράγματος να είχα μια διαφορετική άποψη, μα δεν μπορώ να θεωρήσω ότι το κείμενο είναι επιτυχώς αστείο σε όλη του την έκταση, μα παρουσιάζει υπό αυτό το πρίσμα μια ιστορία μυστηρίου και θανάτου επιτυχώς.
Αναφορικά με τους χαρακτήρες και σε συνέχεια αυτού που ανέφερα προηγουμένως, είναι αλήθεια πως κυριαρχούν τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα παρά η ανάπτυξη του χαρακτήρα τους. Ο καθένας έχει ένα gimmick που περιγράφει όλη του την ύπαρξη και σε αυτό θα πρέπει να αρκεστούμε. Πιστεύω ότι αυτή η επιλογή ήταν η σωστή, μιας που ο σκοπός του βιβλίου δεν ήταν η ψυχογράφηση κανενός (εξάλλου ο βασικός πρωταγωνιστής είναι όλο το έγκλημα, το μυστηριακό σκεύασμα και η λύση του) αλλά η εύκολη παρουσίαση αξιομνημόνευτων προσώπων. Ίσως κανείς να θεωρήσει ορισμένα στοιχεία επαναλαμβανόμενα, μα προσωπικά δεν έχω ιδιαίτερο παράπονο απ' τους ήρωες.
Το θετικότερο στοιχείο του βιβλίου είναι η ατμόσφαιρα που χτίζεται μέσα απ' τον χώρο και τις περιγραφές αυτού. Βρισκόμαστε σε ένα αρχαιολογικό εργοτάξιο και μαθαίνουμε ακριβώς όλα όσα χρειάζεται για αυτό. Πάντα είχα στο μυαλό μου που βρίσκεται το κάθε τι, πως λέγεται, ποιος είναι οι εργασίες και οι αρμοδιότητες, τι συμβαίνει και γιατί. Σε ένα βιβλίο μυστηρίου αυτό είναι άκρως σημαντικό, γιατί ανά πάσα στιγμή οι μικρές λεπτομέρειες μπορεί να παίξουν ρόλο και είναι επιτυχία εάν ο αναγνώστης συμμετέχει στην εξιχνίαση του μυστηρίου ξέροντας πολλά πράγματα και κατανοώντας τα εύκολα (άσχετα εάν του επιτρέπεται να λύσει μόνος του την υπόθεση ή όχι).
Οι "Δέκα Μικροί Αρχαιολόγοι" είναι ένα αρκετά ευχάριστο ανάγνωσμα, που φαίνεται πως δημιουργήθηκε με καλή διάθεση σαν ένα love letter προς τις αναμνήσεις μιας σύντομης περιόδου της ζωής της Έρσης Λάβαρη, τις οποίες επέλεξε να υψώσει σε ένα υπέροχο βάθρο - αυτό της λογοτεχνίας. Εξάλλου, είναι μονάχα φυσικό για κάποιον άνθρωπο που διαβάζει και γράφει να σκέφτεται έτσι:
«Τι θα γινόταν αν γίνονταν φόνοι σε μια ανασκαφή;» Πόσο μάλλον, «τι θα γινόταν αν αναβίωνε ένα βιβλίο της Christie σε μια αρχαιολογική ανασκαφή;».
Θα γινόταν αυτό το βιβλίο μυστηρίου, μαύρου χιούμορ και ευχάριστων ευτράπελων.
Η Έρση μόλις με μύησε στο αστυνομικό / νουάρ και το αγάπησα. Βέβαια οτιδήποτε δικό της κι αν διαβάσω θα μου αρέσει, γιατί είναι καλογραμμένο, με χιούμορ και plot twists που σου κόβουν την ανάσα.
Οι 10 μικροί αρχαιολόγοι είναι μια μαύρη κωμωδία (και μία ακόμα επιβεβαίωση ότι ορθώς έπραξα και επέλεξα την κατεύθυνση της ιστορίας) γεμάτη περιπέτεια και αγωνία. 10 παιδιά εγκλωβίζονται στην ανασκαφή που έχουν σταλεί και ο θάνατος καραδοκεί σε κάθε γωνία. Μέσα από άψογη γλώσσα, που άνετα θα ζήλευαν και πιο ώριμοι συγγραφείς, παίρνουμε μέρος σε μια καταιγιστική πλοκή κι όλα φαντάζουν ύποπτα. Το τέλος σε καθηλώνει και σε κάνει να αμφισβητείς μέχρι και την ίδια σου την ύπαρξη.
Όσον αφορά την επιρροή της, είμαι από τους λίγους που δεν την έχω διαβάσει. Μπορώ όμως να πω με βεβαιότητα πως κάθε λάτρης της Αγκάθα Κρίστι πρέπει να του δώσει μια ευκαιρία και θα μείνει απόλυτα ικανοποιημένος. Η συγγραφέας δεν κλέβει την ιδέα, αλλά πατάει πάνω σε αυτή για να φτιάξει κάτι δικό της. Άλλωστε, είναι και επιστήμονας κι ο σωστός επιστήμονας χρειάζεται βιβλιογραφία προτού δημιουργήσει κάτι δικό του.
Ένα φανταστικό βιβλίο για τους λάτρεις το μυστηρίου, από το οποίο δεν λείπει απολύτως τίποτα! Έχει αγωνία, χιούμορ, λίγο ρομαντισμό και τις ανατροπές που όλοι οι φαν της αστυνομικής λογοτεχνίας αποζητάμε σε ένα βιβλίο! Μακάβριο αλλά ταυτόχρονα ευχάριστο και μερικές φορές αστείο, το βιβλίο είναι ένας εξαιρετικός τρόπος να ξεφύγεις από την αγχώδη καθημερινότητα και να χαλαρώσεις χωρίς να χάσεις στιγμή το ενδιαφέρον σου! Η Έρση είναι απίστευτα περιγραφική, χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα αριστοτεχνικά και η στίξη της είναι ολόσωστη, πράγμα σπάνιο στις μέρες μας! Προτείνω το βιβλίο ανεπιφύλακτα και θαυμάζω το ταλέντο αυτής της τόσο νεαρής συγγραφέως!
Απολαυστικό, ανατριχιαστικό και ολοζώντανο, με χιούμορ όπου χρειάζεται και αληθινούς χαρακτήρες. Αρκετά σκοτεινό και αρκετά φωτεινό μαζί, μια μεταφορά του κλασικού βιβλίου της Αγκάθα Κρίστι που θα αγαπήσουν σίγουρα οι θαυμαστές της.
Disclaimer: Δεν εδώ διαβάσει το "And Then There Were None" της Κρίστι οπότε δεν μπορώ να το συγκρίνω με το πρωτότυπο αλλά, για να πω την αλήθεια, το προτιμώ.
Αυτό το βιβλίο κρατάει μέσα του μια ευχάριστη (ναι έχει να κάνει με φόνους αλλά καταλαβαίνεις τι εννοώ) και ψυχαγωγική ιστορία. Στο σύνολο της το feeling που μου άφησε στο τέλος είναι θετικό αλλά καθώς το διάβαζα ένιωθα πως κάτι του έλειπε χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω τι. Δεν θεωρώ πως έπρεπε να είναι μεγαλύτερο σε έκταση αλλά ίσως να έπρεπε με κάποιον τρόπο να δεθώ λίγο με τους χαρακτήρες πριν αρχίσουν να πεθαίνουν ή τουλάχιστον κάπως να συμπαθήσω κάποιον ώστε να έχει impact ο θάνατός του. Θα ήθελα οι σκηνές με τους φόνους (εκείνες που τους βλέπουμε να συμβαίνουν) να είναι ίσως πιο περιγραφικές ώστε να νιώσω στο πετσί μου την ένταση της στιγμής.
All in all, ήταν ενα decent ανάγνωσμα και ένα ευχάριστο break από τα μεγάλα βιβλία φαντασίας που συνήθως επιλέγω.
Μια εξαιρετική αναδιατύπωση των Δέκα Μικρών Νέγρων της Άγκαθα Κρίστι με πολύ χιούμορ, πολλή μακαβριότητα και πολλή ανθρωπιά. Ένα βιβλίο που φεύγει «νερό», πολύ καλογραμμένο και προσεγμένο τόσο από την τόσο νεαρή συγγραφέα όσο και από τον εκδότη, που παρά την βαρύτητα του θέματος συντροφεύει πολύ ευχάριστα τον αναγνώστη στο λογοτεχνικό του ταξίδι.
Μια εξαιρετική μοντέρνα οπτική σε ένα κλασικό έργο της Αγκάθα Κρίστι. Συνδυάζει άψογα το μυστήριο και το θρίλερ με το χιούμορ, διαβάζεται απνευστί, διατηρώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο σε κάθε σελίδα. Γλαφυρό και ανατρεπτικό, το προτείνω ανεπιφύλακτα σε κάθε λάτρη της νουάρ λογοτεχνίας!
Πραγματικά πρόκειται για ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσουν όλοι. Έντονα συναισθηματα, εναλλαγές που σπάνε τα δεδομένα και ένα αναπάντεχο τέλος (που ίσως και να άγγιζει τα όρια της συγκίνησης).
Πολύ διασκεδαστική και καλογραμμένη διασκευή, με ενδιαφέροντες και εις βάθος, πολύ προσεγμένα σκιαγραφημένους χαρακτήρες, που κρατάνε την ιστορία κι ας ξέρουμε από την αρχή τι πρόκειται να συμβεί. Πολύ ώριμη γραφή και εμφανής η αλματώδης εξέλιξη σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία. Συγχαρητήρια στο κορίτσι.
Όντας μη fan της Αγκάθα Κρίστι (σκοτώστε με αλλά δεν είναι είδος που προτιμώ) η ανάγνωση του τελευταίου βιβλίου της Λάβαρη υπέθεσα ότι θα ήταν μια πρόκληση για εμένα. Η ιστορία με κέρδισε από τις πρώτες λέξεις. Η συγγραφέας το χαρακτηρίζει νουάρ/μαύρη κωμωδία/παρωδία αστυνομικού. Εγώ προτιμώ την λέξη νουάρ καθώς την βρίσκω πιο εύηχη. Εκτίμησα πολύ το γεγονός ότι διαδραματίζεται στην Ελλάδα, καθώς τα περισσότερα βιβλία πλέον διαδραματίζονται με φόντο τις Σκανδιναβικές χώρες. Οι πρωταγωνιστές είναι προσιτοί, αστείοι και βασισμένοι σε πραγματικά πρόσωπα που θα ήθελα πολύ να γνωρίσω! Μπορεί να μην είχα μέχρι τώρα επαφή με την Αγκάθα Κρίστι αλλά οι "Δέκα μικροί αρχαιολόγοι" νομίζω χτίσανε τις βάσεις για να κάνω το άλμα εμπιστοσύνης στην αστυνομική λογοτεχνία. Ένα έξυπνο βιβλίο, με πολύ χιούμορ, καταιγιστική και γρήγορη πλοκή. Υ.Γ Έτσι παιδιά. Να γράφετε μικρά βιβλία. Να βγαίνουν οι στόχοι του goodreads <3
Το συγκεκριμένο βιβλίο είχε πολύ μεγάλες προοπτικές και όταν διάβασα για πρώτη φορά την περίληψη με ενθουσίασε η ιδέα της προσαρμογής της πλοκής της A. Cristie σε ένα αρχαιολογικό πεδίο αντί για νησί. Ωστόσο, η υλοποίηση της ιδέας δεν με ικανοποίησε απόλυτα, καθώς η γραφή δεν έρεε ομαλά σε πολλά σημεία, ενώ δεν είχε γίνει η απαραίτητη εμβάθυνση στους χαρακτήρες, ώστε να νοιαστούμε για αυτούς. Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι απέδωσε πολύ καλά το κλίμα μίας ανασκαφής, και περιέγραψε πολύ γλαφυρά τον χώρο της Μπρεξίζας. Κλείνοντας, θεωρώ ότι η συγγραφέας έχει μεγάλες δυνατότητες και πολύ πρωτότυπες ιδέες, οπότε σίγουρα θα διαβάσω ξανά κάτι δικό της το μέλλον.