Με τον "Αρχαιολόγο" ο Καρκαβίτσας παίρνει θέση και στο περιβόητο γλωσσικό ζήτημα -έχουν προηγηθεί τα "Ευαγγελικά" και τα "Ορεστειακά", 1901 και 1903 αντιστοίχως, με νεκρούς και τραυματίες και στις δύο περιπτώσεις-, υπερασπιζόμενος τη δημοτική και θυμίζοντας, σε πολλά σημεία, τις θέσεις του Ψυχάρη στο "Ταξίδι μου" (1888). Κυρίως, όμως, ο "Αρχαιολόγος" αποτελεί μια κραυγή εναντίον της ανιστόρητης προγονοπληξίας, όταν αυτή καταντάει να είναι μια "στείρα παρελθοντολογία κι όχι υπεύθυνος θαυμασμός προς ένα κόσμο που παρήγαγε ένα βέβαιο πολιτισμό. Ο Καρκαβίτσας έγραψε τον Αρχαιολόγο για ν αντιδράσει στην επιφανειακή προγονική καύχηση, όταν αυτή περιφρονεί τη σημερινή τύχη και πρόοδο του έθνους".
Andreas Karkavitsas (Greek: Ανδρέας Καρκαβίτσας) was a Greek writer. He was born in the town of Lechaina in the modern Ilia Prefecture. He studied medicine and, as an army doctor, travelled across a great range of villages and settlements, from which he recorded traditions and legends. He died on October 22, 1922 of laryngeal cancer. Karkavitsas belongs to the literary movement of naturalism (exemplified by Émile Zola), depicts the everyday reality and life of people and society, as opposed to Romanticism and Surrealism. He was known as a talented folklorist, able to spin tales with common people's lives with strong psychological insights about them. In addition, he depicted the local customs, dialects and folktales of the settings in his stories. He was more successful as a short-story and novella writer.
Η γραφή του Καρκαβίτσα μου αρέσει πάρα πολύ!Η συγκεκριμένη ιστορία δεν με κέρδισε και τόσο πολύ από άποψη υπόθεσης κι ομολογώ ότι βαρέθηκα αρκετά,γι'αυτό και άργησα να τελειώσω το βιβλίο.
2,5 αστεράκια που στρογγυλεύουν εδώ προς τα πάνω λόγω γραφής!
Στο review για το «Όνομα του Ρόδου» αναφέρω μια συνήθεια, που απέκτησα στα σχολικά μου χρόνια, να αγοράζω εφημερίδες, οι οποίες έδιναν λογοτεχνικά πονήματα, ως «δώρα», στον εκάστοτε αγοραστή. Έτσι, πολλές φορές, τα βιβλία αυτά δημιουργούσαν μια στοίβα με αδιάβαστα. Για να μην με αγχώνει η, εν λόγω, στοίβα την τοποθετούσα σε ένα έπιπλο της μητέρας μου στο διάδρομο του πατρικού μου. Ανάμεσα σε αυτά υπήρχαν από μια σειρά της εφημερίδας «Το Βήμα» η «Μετανάστης» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η «Ζωή και ο Θάνατος του Καραβέλα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και ο Αρχαιολόγος του Ανδρέα Καρκαβίτσα.
Ανέκαθεν πίστευα πως η πρώτη μου επαφή με τον Καρκαβίτσα θα ήταν ο «Ζητιάνος». Αυτό δεν έγινε, μιας και το review στο οπισθόφυλλο του «Αρχαιολόγου» με προσέλκυσε αμέσως. "Με τον «Αρχαιολόγο» ο Καρκαβίτσας παίρνει θέση και στο περιβόητο γλωσσικό ζήτημα – έχουν προηγηθεί τα «Ευαγγελικά» και τα «Ορεστειακά», 1901 και 1903 αντιστοίχως, με νεκρούς και τραυματίες και στις δύο περιπτώσεις – , υπερασπιζόμενος τη δημοτική και θυμίζοντας, σε πολλά σημεία, τις θέσεις του Ψυχάρη στο «Ταξίδι μου» (1888). Κυρίως, όμως, ο «Αρχαιολόγος» αποτελεί μια κραυγή εναντίον της ανιστόρητης προγονοπληξίας, όταν αυτή καταντάει να είναι μία «στείρα παρελθοντολογία κι όχι υπεύθυνος θαυμασμός προς έναν κόσμο που παρήγαγε ένα βέβαιο πολιτισμό. Ο Καρκαβίτσας έγραψε τον «Αρχαιολόγο» για ν’ αντιδράσει στην επιφανειακή προγονική καύχηση, όταν αυτή περιφρονεί τη σημερινή τύχη και πρόοδο του έθνους».
Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο «Αρχαιολόγος» του Ανδρέα Καρκαβίτσα."
O “Αρχαιολόγος” του Καρκαβίτσα είναι ξεκάθαρα μία αλληγορία που με αριστοτεχνικό τρόπο αποτυπώνει όχι μόνο το πνεύμα της εποχής που γράφηκε αλλά εντοπίζει και κάποια δεινά της πατρίδας μας που την ταλανίζουν για δεκαετίες και συνδιαμόρφωσαν τη σημερινή παρακμή της. Είναι εντυπωσιακό δε σε πόσα σημεία της η αλληγορία αντανακλά τη σκέψη του Ίωνα Δραγούμη όπως εκφραζόταν περίπου εκείνη την εποχή! Η στόχευση αυτή του Καρκαβίτσα δικαιολογεί και τις μικρές καλλιτεχνικές εκπτώσεις καθώς θυσιάζει τμήμα της λογοτεχνικής αρτιότητας της αφήγησης (με τους “επίπεδους” χαρακτήρες, καθώς αποτελούν σύμβολα ευρύτερων κοινωνικών ομάδων) προς όφελος της έντασης και της καθαρότητας του μηνύματος του.
Νομίζω ότι είναι σαφές πως οι (Ευ)Μορφόπουλοι συμβολίζουν τις ελίτ, τους αστούς και τους διανοούμενους του Ελληνισμού, ο μεν πρεσβύτερος Αριστόδημος τις πεπλανημένες, αρχαιόπληκτες, δυτικόφιλες (παρα)“μορφωμένες” ελίτ ενώ ο Δημήτριος τη δυναμική νέα γενιά. Ο Αριστόδημος είναι καλοπροαίρετος και ειλικρινής ωστόσο η αυτοείκονα του έχει διαβρωθεί από τη στρεβλή εικόνα των Δυτικών για τον Έλληνα των νεότερων χρόνων. Αυτοεικόνα που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη αυτοπεποίθησης και εμπιστοσύνης στις ενδογενείς δυνατότητες του λαού, το οποίο οδηγεί αφενός σε υποτίμηση των άμεσων προγόνων (δλδ, της λαϊκής παράδοσης και του βυζαντινού πολιτισμού), αφετέρου δε στην υπεραναπλήρωση μέσω της θεοποίησης των αρχαίων προγόνων. Αντιθέτως ο Δημήτρης συμβολίζει το δυναμικό κομμάτι των ανώτερων τάξεων, που έχει το βλέμμα στο μέλλον, και δυσφορεί απ’την άγονη προγονοπληξία, όχι όμως πάντα με ισορροπημένο και μετριοπαθή τρόπο.
Απ’τα υπόλοιπα πρόσωπα, ο Χαγάνος συμβολίζει τον Σουλτάνο και τους παρακμάζοντες Τούρκους, ο Θεομίσητος τους Βουλγάρους (δόλιους, κακούργους, δολοπλόκους αλλά δουλοπρεπείς απέναντι στους Τούρκους) με σαφή αναφορά στο κομμάτι γης, κληρονομιά των Ευμορφόπουλων, που προσπαθούν να υφαρπάξει (Μακεδονία) φυτεύοντας δέντρα και αμπέλια (εποικισμός), ο Αλαμάνος, ο Γκενεβέζος και ο Περαχωρίτης τους δυτικούς “σοφούς” (νομίζω ότι είναι σαφή τα επίθετα τους) και οι Μαλαματένιοι τον μέσο Έλληνα. Οι Μαλαματένιοι, εκφράζουν το λαϊκό αγωνιστικό και παραγωγικό κομμάτι της Ελλάδας. Τους Έλληνες που κατέφυγαν στα ορεινά για να γλιτώσουν από την τούρκικη πλεονεξία και βαρβαρότητα, που έχτισαν, παρήγαν, έφτιαξαν τις ορεινές μανιφακτούρες, δημιούργησαν θύλακους πολιτιστικής και μορφωτικής εθνικής αντίστασης, ενώ μέσα από τον Έλληνα μικροέμπορο δημιούργησαν βάσεις σε όλη την κεντρική Ευρώπη αλλά και ευρύτερα. Τέλος, το πρόσωπο-κλειδί στην εξέλιξη της υπόθεσης είναι η Ελπίδα, θετή κόρη των Μαλαματένιων και στη συνέχεια γυναίκα του Δημήτριου. Η Ελπίδα, εκτός του προφανούς συμβολισμού του ονόματος της, νομίζω ότι ενσαρκώνει και τη θηλυκή ζωτική δύναμη που έδενε και κινητοποιούσε την ελληνική (μητριαρχική, κατ’ουσίαν) οικογένεια, την πραγματιστική, ζωοφόρο, δυναμική θέληση για ζωή που συνδέει παρελθόν και μέλλον με ένα οργανικό και αυθεντικό τρόπο.
Ο αλληγορικός μύθος του Καρκαβίτσα είναι γεμάτος συμβολισμούς και αναφορές σε ιστορικά γεγονότα και κοινωνικές συμπεριφορές που αντανακλούν στο συλλογικό χαρακτήρα του έθνους, όπως και η πορεία των δύο κεντρικών ηρώων, των υιών Μορφόπουλου. Ο ένας ακόμη και όταν αναγκάζεται να παραδεχτεί την ομορφιά του κεντήματος-ταπισερί της Ελπίδας (λαϊκή αναπαράσταση των παραδόσεων, των μύθων και των συμβόλων του βυζαντισμού και δημοτικού Ελληνισμού) μένει παθολογικά προσκολλημένος στην άγονη σύγκριση με τους αρχαίους (έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του το “τι θα πουν οι ξένοι σοφοί”) ώσπου στο τέλος το μόνιμο άγχος του για το πως θα αναδείξει καλύτερα τη Δόξα των προγόνων του (την οποία αναπαριστά ένα αρχαίο άγαλμα Δόξας) στο τέλος καταλήγει να πεθάνει από αυτή. Αντίθετα, ο Δημητρίος, με την ευεργετική, πραγματιστική και αγαπητική επίδραση της Ελπίδας, συμφιλιώνεται με δημιουργικό τρόπο με τους προγόνους μας, απομυθοποιώντας τους με σεβασμό, και βλέποντας τους σαν αυτό που ήταν στην πραγματικότητα - όχι μυθικοί φιλόσοφοι αλλά πραγματικοί άνθρωποι που εμπορεύονταν, καλλιεργούσαν τη γη, είχαν ελαττώματα και πάθη αλλά κατόρθωσαν μέσα από όλα αυτά να αφήσουν μια ισχυρή πνευματική παρακαταθήκη. Ο Δημήτριος κατανοεί ότι η ορθή στάση δεν είναι ούτε η αγιοποίηση, ούτε η απόρριψη αλλά η κατανόηση και ο σεβασμός με τρόπο που δεν θα απορρίπτει τα επόμενα ιστορικά στάδια του Ελληνισμού, ούτε θα υπονομεύει το μέλλον και την ανάγκη παραγωγικού εκσυγχρονισμού.
Η δυτικόφιλη αρχαιοπληξία ως προπαγανδιστικό εργαλείο των δυτικών “συμμάχων” μας είναι ένα ζήτημα που έχει θεωρητικά αναλυθεί και ως προς τις στοχεύσεις (κυριότερη ήταν η αποκοπή από το βυζαντινό και λαϊκό-δημοτικό παρελθόν και κατ’επέκταση από τη Ρωσσία και τα Βαλκάνια) και ως προς τα εργαλεία (όπως το ιδεολόγημα του “Αθηναϊσμού” με την επιλογή από τους ξένους της Αθήνας ως πρωτεύουσας, έναντι της φυσικής πρωτεύουσας που κυριαρχούσε στη λαϊκή συνείδηση, της Κωνσταντινούπολης, το οποίο αναλύει διεξοδικά ο Δ. Μάρτος στο βιβλίο του “Αθηναϊσμός”).
ΥΓ Στο βιβλίο υπάρχουν και 4 μικρά διηγήματα με πιο ενδιαφέρον ως προς τα μηνύματα και τους κοινωνικούς τύπους που περιγράφει το “Κόνισμα”.
Θα ξεκινήσω λέγοντας, ότι διάβασα δερματόδετη έκθεση του βιβλίου. Άρα το μικρό δέος που νιώθω ενδεχομένως να προσαυξήθηκε ... Τα διηγήματα είναι πέρα για πέρα αληθινά, και με ταξιδεψαν σε παλιές εποχές, αγνά χωριά, σκληρούς ανθρώπους, με τα καλά και τα στραβά τους. Σε όλα διέκρινα παραλληλισμούς με τα τεκτενόμενα της τότε αλλά και της σημερινής εποχής, οπότε για μένα ο Καρκαβίτσας παραμένει επικαιρος, καυστικός και ευστοχος. Μακάρι να ήταν αυτές οι ιστορίες στο "Ανθολόγιο" που διαβαζα μικρή...
μια εξαιρετική ανάλυση της ανθρώπινης φύσης και των εντάσεων που δημιουργεί η οικειότητα των οικογενειακών σχέσεων. Ο Αριστόδημος, ο μεγάλος αδελφός, μεγαλοπιάνεται κρυβόμενος πίσω από μία απλή πληροφορία... πως είναι γόνος των ξακουστών Ευμορφόπουλων... για να γλιτώσει απ' τις δυσκολίες της πραγματικής ζωής, διαμορφώνει μία ταυτότητα γύρω απ' αυτή την πληροφορία κι έναν κακό χαρακτήρα που υπερτονίζει το κοντράστ με τον καλοπροαίρετο αδελφό, τη γυναίκα και τη μάνα του. Προξενεί ζημιές, ντροπή και οδύνη με την ύπαρξή του και τέλος τιμωρείται βάναυσα, τυφλωμένος απ' αυτή του την ψευδαίσθηση. Ένα βιβλίο με πολλές συναισθηματικά ηθογραφικές πληροφορίες που μεταφέρονται άνετα στην ζωή του ανθρώπου οποιουδήποτε καιρού και οποιασδήποτε χώρας, μιας κι ο άνθρωπος... αυτός ήταν και αυτός παραμένει εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν.
Έχοντας διαβάσει τον Ζητιάνο, που μου άρεσε πάρα πολύ, ξεκίνησα με ενθουσιασμό και αυτό το αφήγημα του Καρκαβίτσα. Δυστυχώς όμως ο Αρχαιολόγος υπολείπεται κατά πολύ.
Η πλοκή δεν μου κέντρισε καθόλου το ενδιαφέρον από την αρχή σχεδόν. Κάποιες στιγμές μοιάζει αλληγορική χωρίς όμως ποτέ να καταλάβεις αν αυτό ισχύει ή όχι. Σαν να θέλει κάπου να το πάει ο συγγραφέας αλλά να μην το κατορθώνει ποτέ. Τα δύο αδέρφια -ειδικά ο Αριστόδημος- μοιάζουν χάρτινοι, μονοδιάστατοι χαρακτήρες, περιχαρακωμένοι στις ιδέες και το ρόλο τους. Το τέλος έχει διεκπαιρωτικό ρόλο και είναι αρκετά προβλέψιμο.
Το μόνο σημείο που με συγκίνησε κάπως ήταν ο θάνατος και η περιγραφή της κηδείας της κυρά-Πανώριας, μητέρας των δύο πρωταγωνιστών. Τα διηγήματα πάντως που συμπληρώνουν την έκδοση στο τέλος του βιβλίου παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
I will refrain from rating this one. From a historical point of view, it's extremely important to modern greek literature for taking an early stance in the so-called "language issue", and being a proponent of the side that eventually wins has merit. And the core issue it critisizes is one that still plagues modern Greece, and is worth talking about.
But from a literary point of view, it's obsolete, or at least extremely dated - characters exist only to illustrate the author's main point, and the presentation of an idealized bucolic life as everything one should aspire to will leave most modern readers cold.
Αν και ο λόγος του Καρκαβίτσα είναι σχεδόν ποιητικός και η αλληγορία πίσω από την ιστορία του βιβλίου μεγαλειώδης και συγκινητική, ήταν λίγο κουραστικό. Το διάβασα παρόλα αυτά για εγκυκλοπαιδικούς λόγους, καθώς πρόκειται για ένα ιστορικό βιβλίο γραμμένο σε μια πολύ ενδιαφέρουσα για την Ελλάδα - και όχι μόνο - εποχή.
Read this for 'The Making Of...' at the recommendation of Dimitris Papanikolaou. Quite... heavy-handed analogy for Modern Greek history and identity formation, but good nevertheless. Or, at least, I enjoyed it.