«Προχτές ο Κοντόλαιμος είχε δοκιμάσει να σκοτώσει τον γιατρό με μια πέτρα. Σήμερα ο Καρζής θέλησε να αφήσει να πνιγεί ο μηχανικός. Ναι, ο θάνατος είχε μπλεχτεί κατά πολύ περίεργο τρόπο στην εύθυμη συντροφιά μας.» Θυμήθηκα όσα είχα ακούσει από τον ηγούμενο της Μονής Διονυσίου και από τον τραπεζικό συνάδελφό μου των Καρυών, γι’ αυτόν. Θυμήθηκα τη φράση του πρώτου: “Οι Γερμανοί λύσσαξαν να βρουν τον Σταυρό των Κομνηνών, έκαναν μπλόκα και σχολαστικές έρευνες, αλλά δε βρήκαν τίποτε”. Άρα, ο κλέφτης δεν είχε προφτάσει να τον βγάλει από το Άγιον Όρος, τον είχε αφήσει εκεί, τον είχε κρύψει γύρω στο Μοναστήρι. Ο Τίμοθυ όμως φαινόταν πολύ νέος για να είναι αυτός ο ίδιος που τον είχε κλέψει τότε. Ο Κοντόλαιμος, πάλι; Ποιά ανάμειξη μπορούσε να έχει σε αυτή τη δουλειά ο πλούσιος μηχανικός; Και η Ντόρα; Η Ντόρα, ναι, αυτή τα ήξερε όλα. Αλλά δε θα μιλούσε με κανέναν τρόπο.» Πόσες ιστορίες και πόσα πάθη κρύβονταν στη μικρή αυτή συντροφιά! Ο Καρζής μισούσε τον άντρα της αγαπημένης του. Ο Αρλιώτης τον εραστή της γυναίκας του. Η Λίζα ζήλευε. Ο Τίμοθυ σίγουρα θα ήταν έτοιμος να σκοτώσει για το θησαυρό που είχε κλέψει και του τον έκλεψαν. Κι εγώ;»
Ένας νεαρός υπάλληλος τραπέζης, ένας ηγούμενος, δύο «πολυτελείς» γυναίκες, οι σύζυγοι και οι εραστές τους, μαζί κι ένας μυστηριώδης «Άγγλος» συνταξιδεύουν για το Άγιον Όρος. Κάποιος από την εύθυμη συντροφιά σκοτώνεται. Από τον ζηλότυπο σύζυγο; Τον απελπισμένο εραστή; Τον άνθρωπο που έχει ορκιστεί να εκδικηθεί για τα μαρτύρια που τράβηξε τον καιρό της Κατοχής; Πρόκειται πράγματι για ταξίδι τουρισμού ή μήπως η αθώα αυτή πρόθεση κρύβει κάτι σοβαρότερο; Μήπως στην άκρη του μυστηρίου βρίσκεται ο θρυλικός Σταυρός των Κομνηνών, που τον είχαν κλέψει οι Γερμανοί από μια αγιορείτικη μονή του Αγίου Όρους;
Ένα από τα δημοφιλέστερα και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή, η Περιπέτεια στο Άγιον Όρος πρωτοδημοσιεύτηκε το 1959 σε 93 συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις και αργότερα, το 1960, στην Απογευματινή με τον τίτλο Ο Σταυρός των Κομνηνών.
Για πρώτη φορά, ο Μαρής διχάζει το αναγνωστικό κοινό τόσο πολύ όσον αφορά την αξιολόγηση ενός βιβλίου του. Αυτό ίσως συμβαίνει, γιατί, ενώ περιέχει για πρώτη φορά τόσο πικάντικες περιγραφές των ερωτικών σχέσεων κάποιων προσώπων, στο τέλος, δίνει την αίσθηση της σχεδόν απόλυτα προβλέψιμης πλοκής με την αίσθηση του μυστηρίου να 'τρεμοσβήνει' στο μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος.
Στα θετικά στοιχεία του βιβλίου σίγουρα είναι οι πολύ προσεκτικά σκιαγραφημένοι χαρακτήρες με έντονες τις ατομικές διαφορές στην προσωπικότητα, όπως και οι αρκετά εύστοχοι διάλογοι που αποτελούν και το στοιχείο για να κρατήσει σε εγρήγορση το μυαλό των αναγνωστών.
Παραδόξως, δεν υπάρχουν στιγμές που να περιγράφεται η κατανυκτική ατμόσφαιρα της περιοχής του Αγίου Όρους παρά μια διεκπεραιωτική αναφορά στη καθημερινότητα των μοναχών και στην περιουσία του Αγίου Όρους. Αντίθετα, μεγαλύτερη εντύπωση προκαλούν εδώ κάποια στοιχειωτικά γεγονότα της Κατοχής που εμπλέκουν τουλάχιστον 3 από τους ήρωες του βιβλίου στο αιματοβαμμένο κυνήγι για την απόκτηση του περιβόητου 'Σταυρού των Κομνηνών'.
Από τα πολύ ενδιαφέροντα και πικάντικα ( για την εποχή τους) βιβλία του Μαρη. Αν και δεν έχουμε τον αστυνόμο Μπεκα, ο ήρωας που διάλεξε ο Μαρης για να μας διηγηθεί την ιστορία τον αντικαθιστά επάξια. Ένα από τα πράγματα που αγαπώ στον Μαρη είναι οι εκφράσεις που είναι τρομερά εύστοχες αλλά και τρομερά παρωχημένες για το σημερινό αναγνώστη : οι πολυτελείς γυναίκες, ο αγαθός και απλοικος αστυνομικός, η κούρσα! Συνεχίζω να αγαπώ τον Μαρη για τη εικόνα που μου γέννα, για μια Ελλάδα επαρχιωτισσα, συντηρητική, με διαχωρισμενους ρόλους στην κοινωνία, με εγκληματικότητα που οι εξάρσεις της ήταν περισσότερο στα βιβλία πάρα στη ζωή. Κλείνω βέβαια τα μάτια στο ότι το βιοτικό επίπεδο ήταν πολύ χαμηλό σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, δεν υπήρχαν υποδομές και ανέσεις, υπήρχε καταπίεση και εμφυλη βία, η πολιτική ήταν σε κατάσταση αναβρασμού, αλλά αυτή είναι η μαγεία της πένας του Μαρη, να σε κάνει να επικεντρώνεσαι στη δική του ιστορία και να σε απορροφά.
Συμπαθές βιβλίο, στο στυλ της Αγκαθας Κριστι θα τολμουσα να πω. Παρ'ολα αυτά δεν με κερδισε πραγματικά ποτέ. Παρ'όλα αυτά μπόρεσα να παρατηρήσω το λεξιλόγιο και τον τρόπο περιγραφής του Γ.Μαρή και να τα συνδυάσω με το "σεμνό" κλίμα της εποχής στην οποία διαδραματίζονταν. Αυτό μπορώ να πω ότι με ιντρίγκαρε πολύ.
Μια πολύ ωραία, καλοκαιρινή ιστορία του Γιάννη Μαρή. Καλογραμμένη με στοιχεία ερωτισμού και μυστηρίου. Δε διεκδικεί δάφνες υψηλής λογοτεχνίας, αλλά δε σε κάνει να πιστεύεις ότι πέταξες τα χρήματα σου αγοράζοντας το μικρό καλαίσθητο τομίδιο των Εκδόσεων ΑΓΡΑ. Ένα κλασικό whodunnit με πρωταγωνιστές ανθρώπους της καλής κοινωνίας των Αθηνών των ´50s, με αναφορές στην Κατοχή. Έχει τις κλασικές ανατροπές μέχρι να αποκαλυφθεί ο δολοφόνος και το συνολικό σχέδιο πίσω από τους φόνους. Διαβάζεται παρέα με κρύα μπίρα σε παραλία, με τα τζιτζίκια να τραγουδάνε στο βάθος… Θα μπορούσε να είναι και 3,5.
"Οι κοσμικοί ταξιδιώτες κουβαλούν καμιά φορά στα χωριά, μαζί με τα κοστούμια τους και τις ξυριστικές μηχανές, και τα πάθη τους. Δεν είναι έτσι; Αλλά ας πάρουμε τα πρόσωπα της συντροφιάς σας με τη σειρά. Μπορούσατε να τον σκοτώσετε εσείς;"
Τα καλύτερά έργα του Μαρή είναι εκείνα που εμπεριέχουν ιστορικές αναδρομές. Φυσικά, μου άρεσαν οι άψογες περιγραφές σκηνών, αναπτύξεις των χαρακτήρων, τα υπονοούμενα που άφηνε, κτλ. Και καλός συγγραφέας/λογοτέχνης αλλά και σε κρατάει σε αγωνία ενώ η γραφή του ρέει εύκολα. Αυτό ειδικά είναι το καλύτερο απ'όλα όσα έχω διαβάσει (8 περίπου) του Μαρή γιατί έχει πολύ στρατηγική και ανατροπές - δεν είναι απλό κι έτσι κρατάει το ενδιαφέρον.
Όχι από τα καλύτερα του. Αρκετά άνευρο και προβλέψιμο. Αρκετές ερωτικές σκηνές για την εποχή τους τολμηρές και μια ιστορία από την Κατοχή που όμως δεν αναπτύσσεται ιδιαίτερα.