Πρόκειται για την περιδιάβαση μιας ψυχής μετά θάνατον στο εσωτερικό τοπίο του ανθρώπου. Κυρίως στις σκοτεινές μεριές του, στα ανομολόγητα και στις πληγές του. Είναι ακόμα μια περιδιάβαση στους οικισμούς του ανθρώπου. Αντιπαραβάλλει ο συγγραφέας τα πρόσωπα και τα άτομα, τις δυσκολίες και τα καλά των ανθρώπινων κοινωνιών.
Είναι επίσης μια περιδιάβαση ανάμεσα στην περιφρονημένη και αδιαμεσολάβητη δημώδη γλώσσα και στη σχολική νεοελληνική γλώσσα. Και τέλος, είναι μια περιπλάνηση στους αιθέρες, στο Σύμπαν.
Αυτή η ψυχή, που έχει νοερά τη δυνατότητα να παίρνει την ανθρώπινη υπόσταση, μας δείχνει το Σύμπαν σαν ένα τεράστιο λούνα παρκ. Κατά την περιπλάνηση ξεχνιέται στα θεσπέσια θεάματά του, αλλά ο βασικός της σκοπός είναι να ξαναγυρίσει στη Γη. Δεν τελειώθηκε η ζωή αυτού του πλάσματος και θέλει με μεγάλη ζέση και υπό την πίεση αφόρητης νοσταλγίας να επιστρέψει. Ίσως άμα ξαναβρεί τη Γη, καταφέρει να αρθεί η βασική ψυχική εκκρεμότητα που τον βασάνιζε ως άνθρωπο.
Είναι η έλλειψη, εκ μέρους του, της συμπόνιας; Είναι η επιδίωξη, έστω και μετά θάνατον, της ιδανικής αγάπης; Είναι η αναζήτηση της πηγαίας γλώσσας; Είναι το αίτημα της ελευθερίας; Ή, βαθύτερα ακόμα, η αναζήτηση της ξεγνοιασιάς;
Ο Σωτήρης Δημητρίου (1955-) γεννήθηκε στην Πόβλα Θεσπρωτίας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το έργο του έχει τιμηθεί με το βραβείο διηγήματος της εφημερίδος "Τα Νέα" (1987), δύο φορές με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού "Διαβάζω" (η τελευταία το 2002 για το βιβλίο του "Η βραδυπορία του καλού"), μία φορά με το βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2013), ενώ το μυθιστόρημά του "Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου" ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Κείμενά του έχουν μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο, σε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους ("Αμέρικα" του Σάββα Καρύδα, "Απ' το χιόνι" του Σωτήρη Γκορίτσα, "Τα οπωροφόρα της Αθήνας" του Νίκου Παναγιωτόπουλου, κ.ά.)
Επιτέλους τελείωσε! Αν και πολύ μικρο βιβλίο, μόλις 197 σελίδες, μου φάνηκε ατελείωτο. Το μόνο κομμάτι που μου άρεσε από το βιβλίο, είναι το πρώτο κεφάλαιο. Έπειτα έχασα το ενδιαφέρον μου, και ήξερα ότι αν το αφήσω για να διαβάσω κάτι άλλο, δεν θα το τελείωνα ποτέ. Από την περιγραφή του οπισθόφυλλου περίμενα κάτι διαφορετικό, αλλά και πάλι δεν ήταν αυτός ο λόγος που έχασα το ενδιαφέρον μου. Η γλώσσα και ο τρόπος γραφής που χρησιμοποιείται με κούρασε και έκανε την ανάγνωση μου βασανιστικά αργή. Σε συνδυασμό με όλες αυτές τις μικρές ιστορίες, με τα διαφορετικά πρόσωπα και κάποιες φορές το ασαφές μήνυμα, με μπέρδευε με αποτέλεσμα να μην ευχαριστηθώ το διάβασμα του βιβλίου.
Διηγήματα βασισμένα σε ιστορίες της υπαίθρου. Έντονη η τοπική ηπειρώτικη διάλεκτος σε σημείο που κουράζει και δε σε αφήνει να απολαύσεις τις κατά τα άλλα καλοδουλεμένες ιστορίες.
Σαν το λίγο το νερό, ένα βιβλίο σε δυο γλώσσες στην νεοελληνική και στην δημώδη γλώσσα. Θα έλεγα λίγο κουραστική γραφή. Πολλές οι αναφορές στο χωρίο σε πρόσωπα και πράγματα που μπαίνουν από το πουθενά στο κείμενο. Σε πολλά σημαία φαίνεται η πεζή ζωή των ανθρώπων και πολλές αλήθειες, όπως: Οι παγκόσμιες πλέον γιορτές Χριστουγέννων και Πάσχα κατάντησαν εορτές μανιακής καταναλώσεως προϊόντων. Αμφιβολίες που έχει ο σημερινός κόσμος επιτείνονται από την ανικανότητα θαυμασμού ή έστω εκτιμήσεως. Παρατηρήσεις εύστοχες για την σημερινή εποχή όπως: με την συνεχή λήψη τροφών τα άτομα κατεύναζαν παροδικά το άγχος τους. Αλλά και οι άνθρωποι ή μουγκάθηκαν ή έγιναν ψευδομιλητικοί από το άγχος μιας εκβιασμένης κοινωνικότητας. Στο ερώτημα που πηγαίνουν οι ψυχές μετά τον θάνατο, ο συγγραφέας απαντά: τους τοποθετεί σε άλλους πλανήτες ή νεφελώματα ανάλογα με τις καλές ή όχι πράξεις τους. Αυτοί που δίνανε χαρά, είναι στο πλανήτη της χαράς, και ας υποθέσουμε τώρα ότι οι κακοί άνθρωποι πάνε στην κόλαση (στο πυρ το εξώτερο) άρα στον ήλιο και επομένως κακός φοβούνται οι επιστήμονες μην σβήσει ο ήλιος μας.
Είχα αλλιώτικες απαιτήσεις από ένα βιβλίο που πραγματεύεται την περιπλάνηση της ψυχής και τον απολογισμό ζωής ενός ανθρώπου. Μου φάνηκε σαν τραβηγμένη από τα μαλλιά προσπάθεια να αποδώσει με φιλοσοφικό τρόπο την αλλαγή των ατόμων και μιας αδιάφορης κοινωνίας στο πέρασμα του χρόνου. Η δε διαφορά γραφής, ύφους και απόδοσης όσων ο συγγραφέας έχει να πει (ή απεγνωσμένα αναζητά αφορμές για να εκφράσει) ανάμεσα στα 4 κεφάλαια, μπερδεύει και προσωπικά με έκανε συχνά να θέλω να το παρατήσω. Αξιοσημείωτη η αναφορά των γλωσσικών ιδιωμάτων αλλά τίποτα πέρα από αυτό.