Ο Γιαννάκης μεγαλώνει με τον παππού του, τον Κωσταντή τον μάντζιπα, στη Σκάλα, το άλλοτε αρχαίο Κίτιο της Κύπρου. Οι Κύπριοι, οι Συπς όπως τους λένε οι Άγγλοι, σύμφωνα με τον Λώρενς Ντάρελ, είναι εξαθλιωμένοι, φτωχοί κι αμόρφωτοι. Οι δυνατότητες για όνειρα είναι περιορισμένες, αλλά ποιος μπορεί να ζήσει χωρίς όνειρα; Το όνειρο του Κωσταντή είναι ο εγγονός του να μάθει γράμματα. Αυτός όμως είναι ατίθασο κι αμπάλατο παιδί. Θέλει τη θάλασσα, το κυνήγι στις αλυκές, τον έρωτα, το ακορντεόν του. Μέχρι που ξεκινά ο αγώνας του 55-59 και όλα αυτά μπαίνουν στο περιθώριο.
Για τον Γιαννάκη, όπως και για όλους τους νέους της εποχής, ο αγώνας είναι γεμάτος ωραίες, λαμπερές ιδέες, που τρέφουν την ψυχή και τα όνειρά του. Η εμπλοκή του στον αγώνα, μια δοκιμασία για τις ανθρώπινες αντοχές του και για τις ωραίες ιδέες του. Όλα δοκιμάζονται κι όλα παίρνουν μια άλλη διάσταση. Δεν είναι οι ωραίες ιδέες, είναι που δένεσαι με τους άλλους για τις ωραίες ιδέες, λέει καθώς ξετυλίγει την αφήγησή του, σε μεγάλη πια ηλικία.
Το μυθιστόρημα «Σπασμένο Ακορντεόν» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Μαρίας Γεωργίου. Το 2018, βραβεύτηκε από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για το διήγημα «Χιονισμένες Πολιτείες». Επίσης, τον ίδιο χρόνο, βραβεύτηκε από τις εκδόσεις Εντύποις για το διήγημα «Οι Άλλοι και η Άλλη». Το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου έχει παίξει στη ραδιοφωνική εκπομπή του “Κυπριώτικο Σκετς”, δύο έργα της, το Ο “Σιελιδονής” και το “Η Νυφιτζή Φωτογραφία”. Από αυτά το δεύτερο έχει βραβευτεί. Γεννήθηκε στη Λάρνακα της Κύπρου το 1962, σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Warwick στη Μ. Βρετανία, Διοίκηση Επιχειρήσεων, εργάστηκε στις επιχειρήσεις Computer Team και PanoramaCom, στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει από το 1984.
Τέτοιες μέρες τα βιβλία είναι η καλύτερη συντροφιά για να ταξιδέψουμε με ασφάλεια σε μακρινά μέρη και να αποφύγουμε την κοχλάζουσα πραγματικότητα. Στα πλαίσια του #μένουμε_σπίτι ξεκίνησα το ‘’Σπασμένο Ακορντεόν’’, το συγγραφικό ντεμπούτο της Μαρίας Γεωργίου που είχε την ευγενική καλοσύνη να μου το στείλει. Κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα ο Γιαννάκης που μεγαλώνει με τον παππού του, τον Κωσταντή στη Σκάλα (το άλλοτε αρχαίο Κίτιο της Κύπρου). Το όνειρο του Κωσταντή είναι ο εγγονός του να μάθει γράμματα. Όμως ο Γιαννάκης είναι ένα ατίθασο παιδί που αποζητά τη θάλασσα, το κυνήγι στις αλυκές, τον έρωτα και το ακορντεόν του. Όμως όλα αυτά μπαίνουν στο περιθώριο όταν ξεκινά ο αγώνας του 55-59 . Για τον Γιαννάκη, όπως και για όλους τους νέους της εποχής, ο αγώνας είναι γεμάτος ωραίες, λαμπερές ιδέες, που τρέφουν την ψυχή και τα όνειρά του.
Το μυθιστόρημα βασίζεται σε αληθινά γεγονότα όταν η Κύπρος ήθελε διακαώς να φύγει από τη διοίκηση της Αγγλίας και να ενωθεί με την Ελλάδα. Στην αρχή με δυσκόλεψε η κυπριακή διάλεκτος-αν και υπάρχει βοηθητικό γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου- αλλά σταδιακά παρασύρθηκα με τις πελλάρες (τρέλες) του Γιαννάκη. Οι χαρακτήρες της Μαρίας Γεωργίου δεν είναι χάρτινες φιγούρες, απεναντίας έχουν παλμό γι’ αυτό τους νιώθουμε οικείους. Οι αναγνώστες γινόμαστε μάρτυρες της ενηλικίωσης και της ωρίμανσής του Γιαννάκη. Με το κόκκινο γυαλιστερό ακορντεόν του άλλοτε βγάζει χαρούμενους ήχους, άλλοτε σπαρακτικούς. Γεύεται την πίκρα του τσιγάρου, τις γλυκές και συνάμα βασανιστικές ριπές του έρωτα αλλά προσδοκά και το κάλεσμα της επανάστασης που δυστυχώς πάντα συνοδεύεται από ματωμένες κραυγές.
«Έρχονται στιγμές που είναι δύσκολο να δεκτείς την καλοσύνην του άλλου, τον εχθρό σου θέλεις να τον βλέπεις πάντα εχθρό σου, κακό στην απέναντι πλευρά, γιατί αν δεν είναι έτσι, τότε γιατί τον πολεμάς; Aν αυτός δεν είναι κακός, τότε ο κακός είσαι εσύ».
Το βιβλίο κορυφώνεται στα τελευταία κεφάλαια όπου αγωνιούμε για τη μοίρα του θαρραλέου ήρωα. Επιπλέον, βρήκα ευφυές πως υπήρχαν δύο κεφάλαια με τον τίτλο ‘’ Σπασμένο Ακορντεόν’’ γιατί αμέσως συνέκρινα το περιεχόμενό τους. Συνοψίζοντας, το συγγραφικό ντεμπούτο της Μαρίας Γεωργίου είναι ένα βαθιά κοινωνικό βιβλίο με οικείους ήρωες που αντιπαλεύει μέσα τους η ευαισθησία και η σκληρότητα. Για ανθρώπους που δεν έχουν σπασμένο ηθικό. Το ίδιο οφείλουμε κι εμείς στον εαυτό μας αυτή την περίοδο.
Μετά από τα τόσα αστυνομικά που διαβάζω κάθε μήνα, αναζητώ κάτι πιο εγκεφαλικό, κάτι που να ξυπνήσει το συναίσθημα μέσα μου και να με αφυπνίσει. Αυτό που αναζητώ το βρήκα στο «Σπασμένο ακορντεόν» της Μαρίας Γεωργίου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή. Πρόκειται για μια πολύ δυνατή ιστορία, η οποία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και για σε μια χρονική περίοδο, για την οποία οι Νεοέλληνες δε γνωρίζουμε και πολλά.
Πρόκειται για μια πολύ γλυκιά και τρυφερή ιστορία, ενός ατίθασου αγοριού με μεγάλα όνειρα και λαμπρούς στόχους. Η ιστορία είναι τοποθετημένη στην Σκάλα (Λάρνακα), την περίοδο όπου η Κύπρος παλεύει «με νύχια και με δόντια» να ξεφύγει από την αγγλική κατοχή και να ενωθεί με τη Μητέρα Ελλάδα. Πραγματικά, είναι τρομερά ενδιαφέροντα τα ιστορικά στοιχεία που μας δίνει μέσα από το βιβλίο της η κυρία Γεωργίου. Φαίνεται ότι έχει πραγματοποιήσει ενδελεχή έρευνα και μελέτη, κάτι που πάντα το εκτιμώ δεόντως, όταν το συναντώ.
Μέσα από την ιστορία γνωρίζουμε το Γιαννάκη, έναν πιτσιρικά, ο οποίος μέσα στα ζοφερά χρόνια που ζει, παίζει το ακορντεόν του, ερωτεύεται, δουλεύει σκληρά και προχωράει τη ζωή του, όπως μόνο ένας άνθρωπος που «βράζει το αίμα του», γνωρίζει. Παράλληλα, παρακολουθούμε τη ζωή ολόκληρης της οικογένειας μα και των γειτόνων τους, που ζουν σε μια κοινή αυλή. Μια μικρή κοινότητα, μια οικογένεια που θα μπορούσε να είναι η δική μου ή η δική σου. Ζωές που πάνε παράλληλα ή διασταυρώνονται με αυτή του Γιαννάκη, που είναι και το βασικό πρόσωπο της ιστορίας.
Δίνει μαθήματα λυρικής γραφής, η κυρία Γεωργίου, μέσα από το συγγραφικό της ντεμπούτο. Ο λόγος της ρέει αβίαστα, οι σκηνές εναλλάσσονται αρμονικά και η ιστορία προχωράει από μόνη της. Σε τραβάει το βιβλίο να πας όλο και πιο κάτω. Οι περιγραφές της δε, είναι γοητευτικές. Στις μόλις 300 σελίδες του βιβλίου της, η συγγραφέας μαγεύει τον αναγνώστη με τις εικόνες που δημιουργεί η πένα της. Όχι μόνο για τον τόπο που περιγράφει τον τόπο και τους ανθρώπους αλλά και για τις μικρές, καθημερινές στιγμές, της ζωής των ηρώων. Με ένα μοναδικό τρόπο, μιλάει για την αγάπη, τον έρωτα και τη λαχτάρα, τη φτώχεια και την πείνα, την ανάγκη για απελευθέρωση, με όλες της έννοιες της λέξεις. Θα τολμήσω να πω ότι βγάζει μια πιο προσωπική χροιά, το βιβλίο. Μια βιωματική αίσθηση, της προσωπικής εμπειρίας.
Ολοκληρώνοντας την άποψή μου, θα ήθελα να αναφερθώ στο μοναδικό μειονέκτημα που συνάντησα στο «Σπασμένο ακορντεόν» κι αυτό δεν είναι άλλο από τους κυπριακούς ιδιωματισμούς που συναντάμε σε κάθε σχεδόν σελίδα. Ευτυχώς όμως, στο πρώτο μισό, η επεξήγησή τους υπάρχει στο τέλος της σελίδας σε μορφή υποσημείωσης και όχι στο τέλος του βιβλίου, όπως συνηθίζεται κάποιες φορές. Ωστόσο, όσο προχωρά η ιστορία, η κυπριακή διάλεκτος έρχεται και «μονιμοποιείται» μέσα στο κείμενο. Και ναι μεν, αυτό προσδίδει ρεαλισμό, ωστόσο, προσωπικά με ξένισε, τουλάχιστον στην αρχή, γιατί σιγά-σιγά, με την ανάγνωση, έπαψα να το προσέχω.
Το «Σπασμένο ακορντεόν» είναι ένα δυνατό ιστορικό μυθιστόρημα, με αληθοφανή ιστορία και μηνύματα που ταξιδεύουν στο χρόνο, από μια νέα συγγραφέα που αξίζει να την γνωρίσουμε. Σας το προτείνω ανεπιφύλακτα.
Η γραφή ρέει, οι εικόνες ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, μαζί με τον Γιαννάκη μεγαλώνει και η ίδια η Κύπρος που στενάζει κάτω από την κατοχή των Άγγλων. Η ιστορία ξεκινάει το 1937 και συνεχίζει ως τη λήξη του αγώνα της ΕΟΚΑ αλλά κατά καιρούς στρέφουμε το βλέμμα στο παρελθόν των πρωταγωνιστών με διαρκή πρωθύστερα. Τον ειρμό δεν τον χάνουμε ποτέ γιατί η συγγραφέας φροντίζει πάντα να μη μακρηγορεί και να επιστρέφει εγκαίρως στο παρόν. Δίνεται έντονα η λαχτάρα των Κυπρίων για ένωση με την Ελλάδα κι ας τους βασάνιζαν και απειλούσαν οι Άγγλοι κατακτητές. Κορύφωση αυτού του ονείρου ήταν η στρατολόγηση στο πλευρό των Άγγλων όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος στην Ελλάδα, αφού οι κατακτητές ισχυρίζονταν πως θα είναι σα να πολεμούν γι’ αυτήν. Φυσικά «οι Εγγλέζοι εν αλουποί» (=είναι αλεπούδες) και δυστυχώς η Ιστορία θα το αποδείξει ποικιλοτρόπως. Τι καλύτερο σύνθημα και προτροπή για τον ξεσηκωμό της Κύπρου και γενικότερα για τις λογικές διεκδικήσεις ενός λαού από τη φράση ενός καθηγητή στο Κατηχητικό: «-Να κρούζετε ρε…να κρούζεται που τη φωθκιάν του Ρήγα» (=να καίγεστε από τη φωτιά του Ρήγα του Βελεστινλή) (σελ. 125).
Παρακαλώ, μεταβείτε στο site μου για το αναλυτικότερο κείμενο:
Το διαβασα και το συστηνω ανεπιφυλακτα. Ενα δυνατο βιβλιο, βασισμενο σε αληθινα γεγονοτα μιας ιστορικης περιοδου της Κυπρου, για την οποία γνωρίζουμε λίγα. Ενα μυθιστορημα που μενει στη μνημη.