Πήρε τον δρόμο για τη θάλασσα με το κορίτσι στα χέρια του. Πότε από το μονοπάτι με τ’ αγκάθια, πότε απ’ τον αυτοσχέδιο δρόμο, και έφτασε τελικά ροβολώντας εκεί που κατέβαιναν για ούζα. Η Μακρόνησος απέναντι φαινόταν σκοτεινή. Έδεσε πάνω του το κορμί της μ' ένα σκοινί από τα πεταμένα για τις βαρκούλες της παραλίας κι έβαλε μέσα απ' το ματωμένο του πουκάμισο δύο κοτρόνες. Μπήκε στη θάλασσα και προχώρησε, σφίγγοντάς τη δυνατά στην αγκαλιά του, όπως τους άρεσε να κολυμπάνε. Περπάτησε μετά σταθερά προς το νησί, ώσπου βυθίστηκαν στο νερό. Από κάποιο σπίτι, πολύ μακριά, ακουγόταν ένα τραγούδι. «Μαύρος μάγκας ο καιρός και μαύρο φίδι...»
Στην αρχή δίσταζα να τα διαβάσω αυτά τα διηγήματα γιατί ήξερα ότι όλα έχουν να κάνουν με ένα θάνατο στην πλοκή τους. Έλεγα θα είναι βαρύ. Όμως, όμως, όταν άρχισα να διαβάζω τις ιστορίες δεν μπορούσα να τις αφήσω. Ήθελα μία ακόμη πριν πέσω για ύπνο. Ήθελα λίγο ακόμη από αυτές τις απλές ιστορίες ανθρώπων που όλοι έχουμε γνωρίσει και ίσως δεν ξέραμε το τέλος τους. Η Διαμέση μας το αφηγείται και μας αφήνει με μια γλυκόπικρη γεύση. Γλυκιά γιατί κάποιες ιστορίες είναι πολύ τρυφερές, πολύ γλυκά ερωτικές και πικρή γιατί κάποιες άλλες αφηγούνται τη βία που συνήθως μένει χωρίς αφήγηση. Πολύ ωραία δουλειά, μακάρι να τη γνωρίσουν περισσότεροι άνθρωποι και να γράψει ξανά.