Στην ποιητική σύνθεση Μύθοι για το τέλος του κόσμου ένα πρόσωπο συγκεντρώνει κείμενα αγνώστων από ετερόκλητες πηγές (χειρόγραφα, επιγραφές, διαδίκτυο), όλα μαρτυρίες για την επισφαλή ανθρώπινη ζωή: σύγχρονη δουλεία, έμφυλη βία, ρατσισμός, ιδεολογικές ψευδαισθήσεις, μετατραυματικές μνήμες, ναυαγισμένη τέχνη, ψυχικές εξουσίες, οικολογική καταστροφή, εμπειρίες της απώλειας. Μαρτυρίες για έναν κόσμο σε αποσύνθεση. Θέλοντας να κρατήσει στη μνήμη τα τεκμήρια που βρίσκει, τα αντιγράφει σε νέο περιβάλλον θεραπεύοντας, σαν μελετητής αρχαίων κειμένων, χάσματα και σφάλματα με τη χρήση εκδοτικών συμβόλων. Η συγκίνηση όμως για την ιστορία του πόνου οδηγεί στη συναρμολόγηση, στην ανασύνθεση και στην ποιητική αποκατάσταση των κειμένων. Αποτέλεσμα, μια αφήγηση με αμφιλεγόμενη προέλευση, για την αλήθεια που μένει ή και που δημιουργούμε, υπό τον φόβο για το τέλος του ανθρώπινου είδους.
Γκρεμισμένη τοιχογραφία εποχής
Στον τοίχο αχνοφέγγει ομοίωμα προσώπου. Κάποιου στον κόσμο που αγαπήθηκε πολύ. [ Έργο γλύπτη. ] Πόθησε κι έπλασε, πόθησε κι έσκαψε τις κόρες των ματιών της θυμώνοντας όλους τους ανέμους. Έργο κάποιου που θέλησε να αγαπηθεί.
Όπως σε κάποιες φθαρμένες αγιογραφίες σε πολύπαθα νησιά της ορθοδοξίας όπου ο θαυμασμός μπερδεύεται με την καλοσύνη και όταν κοιτάζεις βαθιά στη ρίζα των ματιών του ανθρώπου που <λες ότι> αγαπάς στο μέτωπό σου σχηματίζεται ένα ερωτηματικό.
Μια καλοδουλεμένη ποιητική συλλογή που αξίζει να διαβαστεί. Αγαπημένες φρασεις: "και τα φτερά θα ξεμακραίνουν απ' το βλέμμα ως υψίστη θεολογία του αέρα", "Στριμώξαμε τον εμπόλεμο εαυτό μας μέσα σε βέβαια πράγματα", "ό,τι ήταν κάποτε ανόμοιο με βία να καταβροχθίζεται από το άπειρο".
Η γραφή της Παναγιώτου έχει πολλές αρετές, από την έξοχη πυκνότητα του διαλόγου ανάμεσα στην Τσελανική ασκητικότητα και τη λυρική θεματολογία («Τώρα κομμένοι ήχοι,/πέτρα και παύση, πέτρα και παύση.//Πού είναι η λύρα, η ηχώ,/τα ερωτευμένα λόγια, τα εμείς θα —», σελ. 57), στη μελαγχολική ωριμότητα του «Ο ήλιος συνθλίβει το τοπίο, αγνοεί τις σκιές./Τα πράγματα μοιάζουν ίδια κι εξισώνονται» (σελ. 62), ή στην στοχαστική αισθαντικότητα του «Κοιμήσου λοιπόν, ή παρατήρησε το σώμα δίπλα σου/με την ηθική τού επείγοντος μιας πυγολαμπίδας./Τα δάχτυλά του θα διασχίσουν το σεντόνι,/το σάβανο της λογικής» ή του «η γλώσσα έχει ανάγκη τη νεότητα,/μεταφορές σωμάτων» (σελ, 60-61). Με απλά λόγια, οι σύνθετες διαμεσολαβήσεις των Μύθων για το τέλος του κόσμου δεν υποκαθιστούν ελλείπουσες ποιητικές αρετές· τις πολλαπλασιάζουν και συνάμα τις επερωτούν: είναι αρκετό να γράφεις καλή ποίηση σε μια εποχή αντιμέτωπη με το φάσμα του τέλους του κόσμου—ίσως του τέλος του κόσμου συνολικά; Η Παναγιώτου προσανατολίζεται προς τη συνθετότητα της διαμεσολάβησης επειδή δεν έχει απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα. Το διαφυλάσσει λοιπόν ως ερώτημα. Κι αυτός, σε τελική ανάλυση, είναι ο τρόπος της για να κερδίσει το ποιητικό στοίχημα.