Είμαστε τόσο σίγουροι για τη δυστυχία των παιδικών μας βιωμάτων, κάποιου ποσού βιαιότητας, βαναυσότητας, λύπης, μοναξιάς που μας αναλογούσε, συνεχούς, ή μη, ώστε μόνο ντροπή δικαιούμαστε να νιώθουμε όταν ένα εντεκάχρονο παιδί βάδισε σ’ αυτή τη γη νιώθοντας περισσότερο παρά ποτέ ότι η ύπαρξη του ήταν αζήτητη .Ο μικρός Τζουντ μας κάνει γνωστή μια σκέψη που δύσκολα αντιλαμβανόμαστε: ο ευκολότερος να γίνει όργανο οποιασδήποτε μορφής εκμετάλλευσης είναι ο άνθρωπος που αναζητά τη Γνώση, ή μια γνώση. Όταν αναζητάς το Πολύτιμο, το μη υλικό, το Γκράαλ που τυφλώνει κι ας φωτίζει και μαζί σε καθιστά ικανό να κάνεις όσα σκέφτεσαι κι αδύναμο, να σε ρημάξουν αυτοί γύρω σου, που ζουν για ένα όφελος. Κι όμως μπροστά τους ποτέ δεν κοιτάς σκυφτά, κλεφτά, είσαι ακούραστος, δεν πλήττεις ποτέ. Δυνατότερη απ’ την καθημερινότητα, μονιμότερη απ’ την ευτυχία, αγνότερη απ’ τον έρωτα. Η Γνώση. Κι ας είναι ο έρωτας ο οικοδεσπότης σε μια πρώτη ανάσα από μια καινούργια ατμόσφαιρα, που προφανώς τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε για πάρα πολύ ώρα αλλά χωριζόταν από την κανονική του αναπνοή λες και υπήρχε ένα τζάμι. Οι προθέσεις που είχε διατυπώσει πριν από μερικά λεπτά, έπεφταν τώρα μ’ ένα παράξενο τρόπο σε μια γωνία του εαυτού του .
Καλώς ήρθες δαιμόνιο! Οικοδεσπότης γίνεται ο Δάσκαλος, ο μεγάλος Γερμανός σοφός. ήταν σαν να τον είχε αρπάξει ένα χέρι ασυνήθιστης μυϊκής δύναμης, ένα χέρι που δεν είχε τίποτα κοινό με τα πνεύματα και τις επιρροές που τον κινούσαν μέχρι τώρα. Αυτή η δύναμη δε νοιαζόταν ούτε για τη λογική και τη θέληση του ούτε για τις υποτιθέμενες υψηλές του προθέσεις. Τον έσπρωχνε όπως ένας βίαιος δάσκαλος σέρνει ένα μαθητή που έχει αρπάξει απ’ το γιακά. Ο άνθρωπος ανώτερου ποιού που ξεχωρίζει απ’ όλους αυτούς, που χαμένοι στη σιωπή ενός ασίγαστου εγώ που κλαίει και δεν ακούγεται, βλέπεις να αναλώνονται σε μια ζωή επίφασης και αναζήτησης άλλων χαμένων φωνών, σε κόσμους κάλπικους κι ολόκληρους, ποτέ αποστροφικούς. Γι’ αυτόν δεν είναι Χόλυγουντ, είναι Χάος. Και δε μπορεί όμως, να κάνει τίποτα γι’ αυτό, παρά να μετρά την υψηλότητα να πέφτει ξεκοιλιασμένη σ’ ένα μέρος του εαυτού του.
Αλλαγές, χειριστικές διαθέσεις. Γίνεται ικανός να χρησιμοποιήσει το μέσο, ανεξάρτητα της ηθικής του φύσης. Και βρίσκεται ακόμη, τόσο μακριά, απ’ όσα κάποτε, προσδοκούσε, με εφαλτήριο να αρχίσει να κολυμπά με λάθος τρόπο που διδάχτηκε απ’ τη ζωή με την πρώην σύζυγο του. Όμως όταν μιλάμε για την ηθική σκοπιά πίσω απ’ τα ��ρχικά κίνητρα, δεν είναι το ίδιο με την εν γένει ακολουθία της ανηθικότητας. Ειδικά, όταν ένας νέος άνθρωπος ήδη τη χαρτογραφεί στον εαυτό του και μπορεί τελικά να της επιβληθεί, χωρίς αυτό τελικά να είναι μόνιμο. Το δαιμόνιο γίνεται η μητέρα του, γίνεται η τυφλή βούληση. Αναφωνεί ο Τζουντ, δε μπορώ να αποκτήσω τη Γνώση, γιατί δε μπορώ να μπω στα κολέγια που θα έχω καθοδήγηση κι όμως μπορεί να φέρνει στο νου του το Νταφόε, το Χάϊνε, μα τη βιβλιοθήκη δεν έχει χρόνο να την επισκέπτεται ποτέ. Δεν έχει τρόπο να μπει εκεί μέσα, το σύντομα μεταφράζεται σε ποτέ. Αν όμως… είχε εκείνη! Θα το αναπλήρωνε.
Πιστός στο Δάσκαλο ο Χάρντυ μας επιδεικνύει έναν άνθρωπο που σε πλατύ θεμέλιο άπλωσε του κόσμου τα ράφια γεμάτα μ’ άλογες φιλοδοξίες κι αβάφτιστους στόχους και το θεμέλιο δεν αντέχει τόσο βάρος, δεν έχει καν δύναμη να φαίνεται πια, καταρρέει κι εκείνος κυνηγάει πια ανεμόμυλους πριν το τρίτο μέρος. Κι ας μη μπορεί παρά να ξεχωρίζει ανάμεσα στους ανθρώπους της συνάφειας και της ανοησίας και οι ρυτίδες της κίνησης είχαν γίνει γραμμές ηρεμίας. Μαζί τους, όμως, είχαν εξαφανιστεί κι όλες οι προφυλάξεις και οι λεπτότητες που απαιτεί η συμβατική συμπεριφορά . Είναι η είσοδος στη σκηνή εκείνου που πια αναγνωρίζουμε ως άνθρωπο ανώτερου ποιού, άξιο να αναζητήσουμε τη φιλία του, ή … τον έρωτα του. Με όποιο καταπέλτη κι αν αυτό, πρόκειται να σαρώσει ό,τι μας έχει απομείνει. Αυτό που έρχεται και ξέρεις πως θα σε ξεσκίσει. Με μια βεβαιότητα που δε μπορεί από τίποτα να υποστηριχτεί, αλλά το ξέρεις.
Θα ήθελα εδώ να κάνω μια παρένθεση για να εκφράσω το τεράστιο ευχαριστώ μου στις εκδόσεις Νεφέλη, όχι μόνο για την εξαιρετική επιμέλεια, αλλά και για την επιλογή μιας μεταφράστριας που αγάπησε το έργο και το Χάρντυ κι έβαλε την ψυχή και το μυαλό της για το αποτέλεσμα που βγήκε, την κυρία Λητώ Σεϊζάνη. Και μαζί να ευχαριστώ τους αφανείς βοηθούς μου, Dark Tranquility, Draconian, Avantasia, Lacrimosa, Shaman, Nightwish, Arch Enemy, Uriah Heep, Therion, Insomnium, τον καφέ La Meloise, τον καπνό Craven κι όλους τους αγαπημένους μου συμπαραστάτες σε μια διαδρομή που ήταν ένα χειρουργείο κι ένας τρελός κι αδίστακτος μαέστρος έδινε βιτσιές με το δοξάρι του και τράβαγε σα χορδές τα σπλάχνα μου και δε μ’ άφηνε να κλείσω τα μάτια στο φως και το σκοτάδι. Τι σατανικά που αλλάζαν θέσεις.
Πόσο βασανιστική κι όμως γόνιμη μπορεί να γίνει η φιλία ανάμεσα σε ανθρώπους ανώτερου ποιού, αντίθετου όμως φύλου και που δεν έχει τη δύναμη να καταλάβει πως το συντριπτικό στοιχείο της αγάπης του, του ξεσκίσματος του, αυτό που μονοπωλεί η καρδιά του και μουδιάζει το μυαλό του, είναι το φθοροποιό στοιχείο, ο σατανικός καθρέφτης που δεν αφήνει να ζήσει αυτή η ένωση για πάντα. Κι ο Χάρντυ διαπρέπει σε αυτό το ζήτημα που τόσο πολύ έχει συζητηθεί και που ποτέ κανένας δεν κατέληξε σε ουσιαστική απάντηση, παρά σε ανοησίες που κάθε βλάκας διαπομπεύει με μεστωμένες λέξεις σα θέσφατο. Δοκιμάζει κάθε σχήμα και συνδυασμό που είναι ικανές να παρέχουν οι λέξεις, προσφέροντας ένα κείμενο φρέσκο, με δροσερή ματιά. Δεν είναι τίποτα να αγγίξεις τον άλλο, να τώρα! Μπορείς να το κάνεις! Το να ερμηνεύσεις όμως, θα σου στερήσει όχι μόνο τη γαλήνη, μα και την ίδια τη νιότη. Τι άραγε θα είχε γράψει μετά αν όλοι δεν τον είχαν αποτρέψει να συνεχίσει με τα μυθιστορήματα; Ο Δάσκαλος δεν κάμφθηκε ποτέ απ’ την έλλειψη αποδοχής κι είναι ίσως το μόνο μάθημα που δε μπόρεσε να του μεταδοθεί. Δε θα είχε σώσει όλο τον κόσμο, αλλά ίσως να είχε λιώσει λίγη απ’ την αίγλη της ανοησίας. Κι ίσως εγώ να γίνομαι πολύ αυστηρός. Η διαφορά με το Δάσκαλο, ήταν πως είχε δεσμούς με την κοινωνία, με ξενιστή και τελικό αποδέκτη, μια σύζυγο, που επίσης και εκείνη απομακρύνθηκε με την έκδοση του Τζουντ. Κι όποιος δεν έχει πολλές σχέσεις με τους άλλους αν κι είναι πιο ευαίσθητος σε αυτά που εκλαμβάνει ως προσβολές, αντιστρόφως ανάλογα, είναι δυνατότερος απέναντι στα ίδια τα άτομα, πιο ανθεκτικός.Το λεπτότερο σημείο που καταφέρνει να φτάσει ο συγγραφέας, καταλήγει σε αυτή τη χαρακτηριστική φράση: μου είχε περάσει απ’ το νου να σε δω με τον τρόπο που νομίζουν .
Η Σου μας. Αναπαριστά ένα γνωστό είδος ανθρώπων: λένε το σωστό που θα έπρεπε να ακολουθήσουν για να το υποστηρίξουμε, ώστε να μπορέσουν ήσυχοι να εκφράσουν και να κάνουν εκείνο που πραγματικά θέλουν. Πόσοι έχουν πει αυτούς τους ανθρώπους διχασμένους, διπρόσωπους, ή έχουν νομίσει πως χειραγωγούνται εύκολα, ή τους έχουν εξορίσει απ’ τον κόσμο των ανθρώπων στο ρόλο ενός ανόητου. Κι ας είναι οι άνθρωποι που περισσότερο απ’ όλα θέλουν να τους θαυμάζουν, αυτοί που αγαπούν. Θέλουν να καταλαβαίνουν τα σημάδια τους, να τους απωθούν όταν θέλουν να είναι μαζί, να τους έλκουν όταν απομακρύνονται, να τους κρατήσουν να σπαρταρούν. Θυμίζει μ’ ένα παράτολμο τρόπο, τη Ματθίλδη Ντε Λα Μολ.
- Είναι πολύ παράξενο που…
- Τι;
- Που συχνά δεν είσαι τόσο καλή στην πραγματικότητα όσο είσαι στα γράμματα σου .
Η Σου δε λέει πως πραγματικά φέρεται σε αυτόν που είναι μαζί της κι εκείνος που αγαπά δε μαθαίνει ποτέ αυτό που εμείς βλέπουμε, έναν ερωτευμένο άνθρωπο από μέσα προς τα έξω που δε θα παραδοθεί ποτέ και με τίποτα στην ουσία ενός άλλου αγγίγματος. Εκείνες τις ιδιαίτερες τάσεις, που δε μεταφέρονται ακριβώς με λέξεις κι υπάρχουν σε ένα κείμενο γραμμένο 125 χρόνια πριν. Κι έπειτα βλέπουμε να γίνεται λέαινα σαν αισθανθεί προδοσία, παρά την αποκάλυψη που περιλαμβάνεται σε όλες τις προδοσίες που είναι περισσότερο ουσιαστικές ως προσβολές που μόνο οι άνθρωποι ανώτερου ποιού μπορούν να υποπέσουν και μόνο οι άνθρωποι ανώτερου ποιού, μπορούν να αντιληφθούν και να πληγωθούν. Κάποιος διαβάζοντας τον ολοζώντανο διάλογο θα σκεφτεί πως αν ο Τζουντ ήταν μεγαλύτερος, θα αντιλαμβανόταν τις απαντήσεις που δεν λέγονται, τις φράσεις που πραγματικά εννοούνται, ή που δεν συμπληρώνουν. Όχι! Δε θα τις αντιλαμβανόταν. Κι αυτό είναι απ’ τα κρισιμότερα σημεία εκείνου που παραμένει ανίκητος στις μάχες, να προκαλεί καθ’ εαυτό και στον εαυτό του πόνο και να εκτοξεύει πόνο, τυφλά, σαν την … τυφλή βούληση. Η Σου πολλά κεφάλαια πριν και με άσχετη αφορμή ( αλήθεια, άσχετη; ) θα πει πως είναι κακιά κι εκείνος δε θα καταλάβει. Κι ο χειρότερος εχθρός, άντρας, ποτέ να μην καταλάβει, ποτέ να μην ακούσει αυτή τη φράση, να μη δει τη μεταμόρφωση, όταν πραγματικά θα γίνει κακιά μαζί σου. Και σε αυτή την περίπτωση γίνεται θανατηφόρα επίγνωση πως ξέρεις, ότι δε θα σε ξεχάσει ποτέ. Δε θα σε πειράξει, μα αν κάνεις το λάθος και την επισκεφτείς, της δεί��εις πως θυμάσαι, πάλι και πάλι θα σε ξεκοιλιάσει.
Πόσο πολύ πληγώνει βλέποντας τα πράγματα μακροσκοπικά η ζωή ενός άντρα, που σα χαρτάκι αβαρές, πάει όπου φυσάει, χωρίς στόχους, έχοντας χάσει το δρόμο του και πιστεύοντας πως κυνηγάει την ευτυχία, ή παραδομένος σε στιγμής μικρής χαράς, ή σε μικρές χαρές. Μεγάλος αρχιτέκτονας ο Χάρντυ, σπουδαίος μαθητής. Γι’ αυτά ποτέ δε μιλάει, δεν υπαινίσσεται, δεν τα εμφανίζει. Πρέπει να σκάψεις αναγνώστη. Εσύ που έφτασες ως εδώ και δεν έβαλες απλά ένα like για τα πέντε αστέρια και για να παραστήσεις πως είσαι απ’ αυτούς που διαβάζουν τις αξιολογήσεις, πάρε το βιβλίο και προετοιμάσου να σκάψεις, μην το αγαπήσεις εύκολα. Μην του κάνεις τέτοια αμαρτία. Μην αγαπήσεις εμένα, το βιβλίο αγάπησε. Και βρες το δρόμο σου για τη Φιλοσοφία, τη μόνη θρησκεία. Χρησιμοποίησε όποιο μέσο επιθυμείς, αλλά βρες τη. Και αφού έκρυψα εδώ αυτές τις φράσεις, συνεχίζω να μιλώ για το βιβλίο. Κι ελπίζω έστω δύο like απ’ όσα πάρω, να είναι απ’ ανθρώπους που διάβασαν ως εδώ και παραπέρα κι όχι από κουτούς.
Ο Τζουντ εντυπωσιάζεται, συγκινείται, νιώθει υπέρμετρα μέσα στον εαυτό του να γαληνεύουν τα βάσανα του απ’ τη μελωδία που συνθέτει κάποιος. Νιώθει πως μέσα σ’ αυτή μεταφέρονται λόγια που τον πονούν, είναι ο τίτλος πιστοποιητικό επάρκειας. Αποφασίζει να γνωρίσει το δημιουργό και να του εκμυστηρευτεί όσα τον ταλαιπωρούν. Κι όμως είναι ένας άνθρωπος που η μουσική δεν του φερε κέρδος και τώρα σκέφτεται να γίνει έμπορος κρασιών. Γίνεται στρυφνός όταν καταλαβαίνει ότι ο Τζουντ είναι φτωχός. Μας ανήκει ίσως η ψυχή μας, ή της ανήκουμε. Όμως, όταν το σπάραγμα γίνεται δημιουργία, αυτό που βγαίνει πετά μακριά, πια δε μας ανήκει. Δεν είναι μέρος μας. Ανήκει σ’ εμάς ως μέρος του συνόλου, ή αν η λάμψη εκείνη σβήσει, παύει να μας δίνει το δικαίωμα να την ακούμπουμε. Πως άνοιγε το κλείστρο του φακού στις παλιές φωτογραφικές κι έπειτα έκλεινε, σε μια ίσως όχι πεπερασμένη στιγμή, κλείνει μια πύλη μέσα μας προς το υπέρτατο και γινόμαστε τόσο πεζοί ως ήμασταν πριν, ενιαίοι με το τώρα, έρμαια της καθημερινότητας. Σα να πέφτει πέπλο λήθης και μίτος δεν υπάρχει. Μια ερωμένη είναι η Τέχνη και δεν είναι κανενός. Κι όμως όλοι κάποια στιγμή της άνηκαν. Όχι εραστές, εραστές υπήρξαν μόνο εκείνοι, οι υπόλοιποι, αγαπημένοι στιγμιαία κι ίσως εκείνοι να μην υπήρξαν ποτέ, ή να έχουν ξεχάσει το γεγονός.
- Κι όμως είσαι τέτοιος τύπος, γιατί μέσα στην καρδιά σου είσαι ακριβώς σαν εμένα.
- Αλλά όχι στο μυαλό
Ξαφνικά γύρισε. Κι από ένστικτο χωρίς να έχει προηγηθεί σκέψη, ο ένας άδραξε ξανά το χέρι του άλλου.
Έβγαλε ένα μικρό βεβιασμένο γέλιο καθώς άφησε το δικό του.
- Τι αστείο. Αναρωτιέμαι γιατί το κάναμε αυτό.
- Υποθέτω γιατί είμαστε ίδιοι όπως σου είπα προηγουμένως.
- Όχι στη σκέψη! Ίσως λιγάκι στα αισθήματα.
- Κι αυτά κυβερνούν τη σκέψη… Δε φτάνει αυτό για να με κάνει να βλασφημήσω που ο συνθέτης αυτού του ύμνου είναι ένας απ’ τους πιο επιφανειακούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει ποτέ!
- Τι; Τον ξέρεις;
- Πήγα να τον βρω.
- Α πονηρή σουπιά, έκανες αυτό ακριβώς που θα έκανα κι εγώ. Για ποιο λόγο;
- Γιατί δεν είμαστε ίδιοι
Δύσκολα ξεφεύγει η συνετή υπογράμμιση του Φόρστερ μέσα στο Πιο μεγάλο ταξίδι: η πικρόχολη θεία που πιστεύει πως η οικογένεια μας ήταν ασυμβίβαστη με το γάμο. Δύο έργα εκ των οποίων το πρώτο, συγκροτημένο, διέπεται απ’ τη Φιλοσοφία και δη την Ιδεοκρατία και το δεύτερο παραληρηματικό, φλερτάρει με τη Λογική. Μια θεία ανύπαντρη, που βγάζει το δικό της ψωμί, μια θεία χήρα, εφησυχασμένη στη φήμη του πεθαμένου. Μια ψυχική ανεξαρτησία οικογενειακή, που οδηγεί σε λαθεμένες επιλογές, μ’ ένα κληρονομικό ‘’σωματικό’’ μειονέκτημα. Η αδυναμία εύρεσης πορείας απ’ τη μια, η επαγγελματική ρομποτική ιδιότητα απ’ την άλλη, χωρίς όνειρα κι ευτυχία απ’ την άλλη. Και την ίδια στιγμή, μπορώ επίσης να φανταστώ, τον αμείλικτο κι όμως καλόκαρδο Μωμ, να το διαβάζει και να γράφει κάποτε μετά, το Βαμμένο Πέπλο.
Και το λυπηρό της όλης υπόθεσης είναι ότι δε φταίει τόσο εκείνη όσο εγώ . Ο σύζυγος της Σου μας. Ανεξάρτητα απ’ το αν διαφωνώ με το μερίδιο ευθύνης του καθενός κι ανεξάρτητα απ’ το αν είναι ένας άντρας βυθισμένος στη σύμβαση και τον καθωσπρεπισμό, είναι ο ίδιος άντρας που κάποτε έκανε όνειρα, που κάποτε έβαλε το Τζουντ στο δρόμο της αναζήτησης του Γκράαλ και του κόντρα στο ρεύμα. Και τίποτα δεν αναιρεί πως αυτός ο άντρας, είναι Άντρας. Κι όταν τελικά, ο καθωσπρεπισμός συγκρούεται μ’ εκείνο το σπανιότατο κράμα ηθικής και λογικής, διαλύεται σε κομματάκια. Έστω κι αν αργότερα ξανασυντίθεται. Όχι απ’ την αδυναμία, μα απ’ τα επιφαινόμενα που δίνουν μια τελική, έστω κι αμφιλεγόμενη νίκη, στην Ανοησία και κάνουν αυτό τον κόσμο τόσο τεχνικολόρ αληθινό. Ο άνθρωπος της συμβατικότητας μπορεί να κάνει την επανάσταση του, όταν του βάλουν το μαχαίρι, προφασιζόμενος μια φαινομενική ανωτερότητα, μα μόλις ξαναξυπνήσει το συνηθισμένο, απόλυτα εγωιστικό συμφέρον, το συμφερτικό, θα κάνει ό,τι μπορεί για να αναπληρώσει τα χαμένα κεκτημένα.
Στη Σου φαινόταν παράξενο που ένας τόσο ισχυρός οργανισμός όπως ο σιδηρόδρομος θ’ ακινητοποιούνταν μόνο για ‘κεινη – μια φυγάδα απ’ το νόμιμο σπίτι της . Αυτό το έχω νιώσει. Ο λόγος δεν ήταν ίδιος ακριβός, αλλά βρισκόμουν σ’ ένα τρένο που ταξίδευε μόνο μ’ εμένα. Κανένας δε μπήκε, κανένας δε βγήκε. Κι είχα πάρει μια σκληρή απόφαση, που έπρεπε να τηρήσω. Το συναίσθημα είναι τόσο συντριπτικό, που γίνεται μεγαλειώδες.
Αν η γαμήλια τελετή συνίστατο σ’ έναν όρκο και σ’ ένα συμβόλαιο των δυο μερών σύμφωνα με το οποίο θα σταματούσαν να αγαπιούνται από τότε και στο εξής, θα υπήρχαν πιο πολλά αγαπημένα ζευγάρια απ’ όσα υπάρχουν τώρα. Φαντάσου τις κρυφές συναντήσεις ανάμεσα στους επίορκους συζύγους, τους ισχυρισμούς τους ότι δεν είδαν ο ένας τον άλλο, τα σκαρφαλώματα στα παράθυρα της κρεβατοκάμαρας, τα κρυψίματα στις ντουλάπες. Δε θα υπήρχε ψυχρότητα τότε … Δε φοβάσαι τι μπορεί να προκαλέσει η νόμιμη υποχρέωση; Δε νομίζεις πως καταστρέφει ένα πάθος που η ουσία του είναι ότι δίνεται δωρεάν ;
( Η συνέχεια δε χώρεσε κι ακολουθεί σε σχόλιο )